Είμαστε χριστιανοί; Ξενίζει το ερώτημα. Κι είναι πράγματι κάπως αναπάντεχο, τουλάχιστον για το περιβάλλον και την εποχή μας. Χρειάζεται ερώτημα; Και βέβαια είμαστε χριστιανοί! Έτσι γεννηθήκαμε. Μ’ αυτό το φρόνημα ανατραφήκαμε, αυτό δηλώνει η ταυτότητά μας. Κι όμως είναι χρήσιμο και αναγκαίο κάποιες φορές να προβληματίζεται κανείς ακόμη και για τα αυτονόητα. Λοιπόν, είμαστε χριστιανοί; Τι μας λέει η συνείδησή μας, τι απαντά η καρδιά μας; Τι αποδεικνύει η ζωή μας; Δεν είναι εύκολο να πεις πως είσαι χριστιανός, όταν αναλογισθείς ότι αυτή η ιδιότητα σε συνιστά ως γνήσιο αντίγραφο του Ιησού Χριστού, ως ένα μικρό μικρό Χριστό. Ο άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος, του οποίου την καρδιά πύρωνε η αγάπη του Χριστού, ομολογεί ότι «μεγέθους εστίν ο χριστιανισμός», είναι μεγάλο πράγμα ο χριστιανισμός. Πως, λοιπόν, να το προσμετρήσει και πως να το επωμισθή η δική μας αδύναμη ύπαρξη; Μόνος του κανείς δεν θα μπορούσε να πει πως είναι χριστιανός, ακόμη κι αν είχε θαυματουργήσει, κι αν είχε χύσει το αίμα του για το Χριστό. Μήπως αυτό δεν επιβεβαιώνουν οι μάρτυρες της πίστεώς μας; Όταν στο δικαστήριο δέχονταν την ερώτηση «είσαι χριστιανός»; Απαντούσαν: «Με τη χάρη του Κυρίου, είμαι χριστιανός».
Είναι της χάρης του Κυρίου η χριστιανική ιδιότητα. Χαριστικά, χωρίς να το αξίζουμε μας εξαγόρασε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και μάλιστα με πολύτιμη προσφορά, με το τίμιο αίμα, που ως αμνός άσπιλος και άμωμος έχυσε για τη δική μας σωτηρία (Α΄ Πέτρ. 1, 19). Μας χάρισε την υιοθεσία, την «εξουσίαν», όπως λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. 1, 12). Και μένει σε μας να κρατήσουμε αυτόν τον θησαυρό, να μην απωλέσουμε τη θεόσδοτη εξουσία. Πως; Μ’ έναν ακατάπαυστο και αμείλικτο αγώνα, που εκτυλίσσεται σε τρία επίπεδα: στην απόκρουση των αμαρτωλών επιθυμιών και τάσεων του παλαιού εαυτού μας· στην υπερνίκηση των εμποδίων, που προβάλλει ο αντίθεος και αντίχριστος κόσμος· στην αντιστράτευση προς τις αόρατες σκοτεινές δυνάμεις και τα όργανα του σατανά. Διότι ο σατανάς ενοχλείται από τη θέωση, την οποία κερδίζει ο άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία, και θέλει με κάθε τρόπο να τον βγάλει από εκεί. Με τον τριπλό αυτό αγώνα ο πιστός καταθέτει στον κόσμο τη μαρτυρία του, η οποία συχνά απαιτεί θυσία και μεταβάλλεται σε μαρτύριο. Όσο κι αν αρνούμαστε να το δεχθούμε, όσο κι αν αδυνατούμε να το καταλάβουμε σήμερα, ο σταυρός είναι το γνώρισμα των οπαδών του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κρίσιμο σημείο. Η ευδαιμονιστική εποχή μας απορρίπτει εξ ορισμού την έννοια του σταυρού και του μαρτυρίου. Η κακοπάθεια, η στέρηση, η ταπείνωση, η ανεξικακία, η υπομονή ηχούν παράδοξα, αν όχι ανόητα σήμερα και κανείς δεν θα ήθελε να ασκήσει αυτές τις αρετές. Ο σημερινός άνθρωπος έχει πολλά, θέλει περισσότερα. Τα θέλει όλα άφθονα, άκοπα και άμεσα. Με τη νοοτροπία αυτή μπορεί, βέβαια, να μην αρνείται θεωρητικά τη χριστιανική του ιδιότητα, ίσως μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις και να καυχάται γι’ αυτήν. Στην πραγματικότητα όμως δεν έχει καμμία σχέση με τη χριστιανική πίστη, που στηρίζεται στην ανάσταση του Χριστού. Δεν εστερνίζεται την αγάπη, που εκφράζεται στη σπλαγχνική στάση προς τον αδελφό. Δεν βιώνει την ελπίδα, που τον συνδέει με τη μέλλουσα πραγματικότητα. Αυτή η ασυνεπής και συχνά αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά ημών των σημερινών χριστιανών γίνεται η χειρότερη δυσφήμηση του χριστιανισμού, η πιο ανέντιμη προσβολή του προσώπου του Ιησού Χριστού. Δικαιολογημένα θα επαναλάμβανε το προφητικό παράπονο του Κυρίου ο απόστολος· «το γαρ όνομα του Θεού δι’ υμάς βλασφημείται εν τοις έθνεσι» (Ρωμ. 2, 24 · βλ. Ησ. 52, 5). Είναι χαρακτηριστικό το εξής ιστορικό περιστατικό: Μετά από την εκμετάλλευση και κατάδυνάστευση, που υπέστησαν από τους πρώτους «χριστιανούς» αποίκους οι ιθαγενείς της Αμερικής, τόσο φοβήθηκαν αυτό το είδος ανθρώπου, ώστε δεν ήθελαν καν ν’ ακούσουν για τον Χριστό. Χρειάσθηκε πολύς κόπος και επίμονη προσπάθεια, για να τους προσεγγίσουν αργότερα οι ιεραπόστολοι και να τους εξηγήσουν πως εκτός από τον «κακό Χριστό», που πιστεύουν οι έμποροι και οι γαιοκτήμονες, οι ψευτοχριστιανοί, υπάρχει και ο «καλός Χριστός», για τον οποίο αυτοί θα τος μιλούσαν. Είναι, εξάλλου, γνωστή η εκτίμηση του Λένιν, που χαρακτήριζε ως τους πλέον επικίνδυνους εχθρούς τού κομμουνιστικού καθεστώτος τους χριστιανούς, ενώ τους «χριστιανούς», δηλαδή τους χωρίς συναίσθηση φέροντες το όνομα αυτό, τους θεωρούσε ως τους καλύτερους φίλους του. Αλήθεια, ποιόν Χριστό συστήνει η σημερινή χριστιανική κοινωνία μας; Εμείς, οι ορθόδοξοι χριστιανοί Έλληνες, για ποιόν Χριστόν μιλάμε; Χρειάζεται τάχα να σημειωθεί ότι η αδικία, η πονηρία, οι τόσες απίθανες μορφές ανηθικότητας, η άμετρη υποκρισία στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, η αποχαύνωση της ευμάρειας και η επίμονη αναζήτηση της εύκολης λύσης, για κάθε πρόβλημα, δεν μπορούν να θεωρούνται εκδηλώματα χριστιανών, που σέβονται την ιδιότητά τους αυτή; Η λεγομένη κρίση του χριστιανισμού, για την οποία εναβρύνονται ορισμένοι, κομπάζοντας πως ο Χριστός και ο νόμος του είναι ξεπερασμένα πράγματα σήμερα, είναι απάτη. Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα ο λόγος του Ευαγγελίου γίνεται φάρος και πυξίδα ζωής, για τις ψυχές, που ειλικρινά πιστεύουν στο Χριστό. Από την αρχή μέχρι σήμερα η Εκκλησία δεν έπαυσε να δίνει στην κοινωνία τους αγίους της. Αυτοί με την καθημερινή τους πράξη αποδεικνύουν ότι το Ευαγγέλιο του Χριστού δεν είναι μόνο εφαρμοστέο (= πρέπει να εφαρμοσθεί), ούτε μόνο εφαρμόσινο (= μπορεί να εφαρμοσθεί), αλλά και εφαρμοσμένο, έχει ήδη εφαρμοσθεί. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Στην πραγματικότητα μπορούμε να μιλούμε, για κρίση όχι του χριστιανισμού αλλά των χριστιανών. Διότι είναι, δυστυχώς, γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις οι λεγόμενοι χριστιανοί αποδεικνυόμαστε αχρίστιανοι και άσχετοι προς αυτά που ο Χριστός μάς παραγγέλλει. Να, ένα σημείο στο οποίο οφείλουμε να στρέψουμε την προσοχή μας οι σημερινοί χριστιανοί· πόσο ζούμε και εφαρμόζουμε το νόμο του Θεού; Το καθόρισε εξάλλου ο ίδιος ο Κύριος ως αποκλειστικό δείγμα της αγάπης μας στο πρόσωπό του· «εάν αγαπάτέ με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» (Ιω. 14, 15). Η εντολή του Θεού παραγγέλλει αγάπη προς τον πλησίον. Ορίζει, μάλιστα, ως μέτρο αυτής της αγάπης την αγάπη του Ιησού Χριστού, που επισφραγίστηκε με τη θυσία του. Συνιστά πόθο για τη συνάντηση μαζί του, ενδιαφέρον για τη μεταθανάτια ζωή, περιφρόνηση των δεινών αυτού του κόσμου, ακράδαντη πίστη στην πραγματικότητα του παραδείσου. «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος», επαναλάμβαναν οι Σαράντα Μάρτυρες, καθώς τα νεανικά τους κορμιά κρουστάλλιαζαν πάνω στην παγωμένη λίμνη της Σεβάστειας. Η σκέψη του παραδείσου καθιστούσε το μαρτύριο αδύναμο και ανίκανο να τους αποσπάσει από την αγάπη του Χριστού. Αλλά τότε ήταν άλλοι καιροί, θα πει κάποιος. Ήταν χρόνια διωγμού. Και πιθανόν, θα ισχυρίζεται ότι και σήμερα αν κηρύσσονταν κάποιος διωγμός, θα υπήρχαν χριστιανοί, που θα ομολογούσαν την πίστη, θυσιάζοντας για χάρη της ακόμη και τη ζωή τους. Δεν αντιλέγω. Θα ρωτήσω όμως· σε πόσες άραγε περιπτώσεις ο διωγμός καθίσταται περιττός, διότι ήδη πολλοί λεγόμενοι χριστιανοί, ουσιαστικά έχουν καταντήσει αχρίστιανοι; Κρατούν κάποιους εξωτερικούς τύπους, μία χαλαρή, τυπική σχέση με τα του Χριστού και συγχρόνως κάνουν όλα τα θελήματα του σατανά. Προσαρμόζονται πιστά στα παραγγέλματα του κόσμου, παραχωρούν κάθε τι το πνευματικό στα αμαρτωλά καπρίτσια του κατώτερου εαυτού τους. Συστήνονται ως πολίτες της «άνω βασιλείας», αλλά ζουν τελείως ενδοκοσμικά. Δηλώνουν υπήκοοι του Χριστού, αλλά υποτάσσονται άνευ όρων στον «κοσμοκράτορα του αιώνος τούτου». Φέρονται ως οπαδοί του Εσταυρωμένου Ιησού Χριστού, αλλά απορρίπτουν και απομακρύνουν με κάθε τρόπο το σταυρό από την καθημερινή πράξη της ζωής τους. Να μας φέρει, τουλάχιστον, σε συναίσθηση η θλιβερή αυτή πραγματικότητα! Να μας κάνει πιο ταπεινούς και να γεννήσει μέσα μας την ανάγκη της μετάνοιας, την ανάγκη της μαθητείας στο σχολείο του Χριστού, δηλαδή της συνειδητής χριστιανικής ζωής! Ίσως τότε αρχίσουμε να γινόμαστε χριστιανοί.