Αν ξεκινώ αυτή την αναφορά στα μυστήρια με γενικές παρατηρήσεις που αφορούν την κατάσταση του κόσμου και της Εκκλησίας, είναι γιατί είμαι πεπεισμένος ότι το νέο ενδιαφέρον πάνω στις μυστηριακές πρακτικές και τους κανόνες πηγάζει από αυτή τη μεγάλη κρίση και συνδέεται άμεσα μαζί της. Έχω τη γνώμη ότι ο προβληματισμός για τη συμμετοχή του λαού στα Μυστήρια είναι στην πραγματικότητα το κλειδί για την είσοδο στην καθολικότητα της εκκλησιαστικής ζωής, στη λύση αυτού του προβλήματος στηρίζεται εν τέλει το μέλλον της Εκκλησίας, η αναγέννηση ή η αποσύνθεσή της.
Εκεί όπου η Ευχαριστία και η θεία Κοινωνία έχουν γίνει και πάλι “το κέντρο της χριστιανικής ζωής”, τα προβλήματα των σχέσεων της ενορίας με την Εκκλησία και την ιεραρχία, τα προβλήματα με τους κανόνες και τις οικονομικές δεσμεύσεις, παύουν να υπάρχουν. Κάτι, βέβαια, που δεν είναι τυχαίο. Γιατί, όπου η ενοριακή ζωή δεν θεμελιώνεται πάνω απ’ όλα στον Ιησού Χριστό – που σημαίνει πάνω σε μια ζωντανή και σταθερή κοινωνία μαζί Του και μέσω Αυτού με το μυστήριο της Παρουσίας Του, τη θεία Ευχαριστία – εκεί, αργά ή γρήγορα αλλά αναπόφευκτα, κάτι διαφορετικό θα αναδυθεί και θα επικρατήσει: τα “περιουσιακά” και η “διεκδίκησή τους”, οι πολιτικές σκοπιμότητες, τα εθνικιστικά φρονήματα, οι υλικές επιτυχίες, η “καύχηση” της κοινότητας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι πλέον ο Χριστός, αλλά κάτι άλλο που διαμορφώνει, και εντέλει απ-οικοδομεί, την ενοριακή ζωή.
Μέχρι πρόσφατα και για πολύ καιρό, οι ενορίες μας παράλληλα με τη θρησκευτική τους αποστολή είχαν ένα είδος φυσικού υποστηρίγματος: φυλετικού, εθνικού, γλωσσικού. Οι ενορίες ήταν το πλαίσιο και ο τρόπος ένωσης των μεταναστών, δηλαδή των εθνικών εκείνων μειονοτήτων που αναζητούσαν συγκροτημένη ταυτότητα και επιβίωση στην Αμερικανική κοινωνία, που αρχικά ήταν ξένη και αργότερα εχθρική απέναντί τους. Τώρα, ωστόσο, αυτή η “μεταναστευτική” περίοδος της ιστορίας της εκκλησίας μας οδηγείται ραγδαία προς το τέλος της. Αυτή η “φυσική” βάση γρήγορα καταρρέει και εξαφανίζεται. Το επόμενο ερώτημα είναι το εξής: Τι θα την αντικαταστήσει; Μήπως είναι οδυνηρά ξεκάθαρο ότι εάν δεν αντικατασταθεί από την ίδια την αλήθεια και εμπειρία της Εκκλησίας – την εν Χριστώ ενότητα – τότε αναγκαστικά θα εκφυλιστεί σε μία αθεολόγητη, ή και αντίχριστη θεώρηση της ενορίας ως απλού αποδέκτη και διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων; … Γιατί, είναι πλέον γνωστό και αποδεδειγμένο ότι αυτό που δεν καταφέρνει να ενώσει τους ανθρώπους γύρω του, τους συσπειρώνει εναντίον του. Κι εδώ βρίσκεται η τραγική διάσταση της παρούσας κατάστασης.
Αυτός είναι ο λόγος που το ερώτημα περί μυστηρίων έχει τέτοια ιδιαίτερη σημασία. Μόνο στα μυστήρια μπορούμε να βρούμε αυτό που μας τροφοδοτεί μ’ έναν θετικό τρόπο: την αρχή της ενότητας, που τόσο φανερά λείπει από την εκκλησιαστική ζωή σήμερα. Μόνο στα μυστήρια είναι ριζωμένη αυτή η δυνατότητα για αλλαγή της νοο-τροπίας μας. Εάν έχει προκύψει ένας έντονος προβληματισμός σήμερα, είναι γιατί όλο και περισσότεροι άνθρωποι, συνειδητά ή ασυνείδητα, αναζητούν μία επαναθεώρηση, μία νέα “βάση” που θα έδινε τη δυνατότητα στην ενορία να ανακαλύψει το εκκλησιαστικό της νόημα και να θέσει τέρμα στη ραγδαία και λυπηρή “εκκοσμίκευση”.
Πολύ περιεκτικά θα συνοψίζαμε την δογματική και ιστορική πλευρά της συμμετοχής των πιστών στη θεία Ευχαριστία, ως εξής: Είναι γνωστό και αδιαμφισβήτητο ότι στην πρώτη Εκκλησία η κοινωνία όλων των πιστών, σε κάθε Λειτουργική σύναξη, είναι αυταπόδεικτος κανόνας. Αυτό που πρέπει εδώ να υπογραμμιστεί είναι ότι αυτή η συγκροτημένη συμμετοχή γίνεται αντιληπτή όχι μόνο ως πράξη προσωπικής ευσέβειας και αγιασμού, αλλά πάνω απ’ όλα, ως πράξη που πηγάζει από την ίδια την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας: πλήρωση και πραγμάτωση της συμμετοχής. Η Ευχαριστία προσδιορίζεται και βιώνεται ως “το μυστήριο της Εκκλησίας”, “το μυστήριο της σύναξης”, “το μυστήριο της ενότητας”. “Ενώθηκε μαζί μας και σκήνωσε το Σώμα Του μέσα μας, ώστε να συγκροτήσουμε μία ολότητα, να γίνουμε ένα σώμα ενωμένο με την Κεφαλή”, γράφει ο Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Η πρώτη Εκκλησία απλά δεν γνωρίζει σημείο ή κριτήριο για τα μέλη της άλλο, από τη μετοχή στο μυστήριο. Ο αφορισμός από την εκκλησία οροθετείται με τον αφορισμό από την ευχαριστιακή σύναξη μέσα στην οποία η Εκκλησία εκπληρώνει και αποκαλύπτει εαυτήν ως Σώμα Χριστού. Η Κοινωνία του Σώματος και Αίματος του Χριστού είναι η άμεση συνέπεια του βαπτίσματος: του μυστηρίου της εισόδου μας στην Εκκλησία, όπου δεν τίθενται πλέον άλλοι “όροι” για τη μετοχή μας. Το μέλος της Εκκλησίας είναι το πρόσωπο που, μέσα από τα μυστήρια, βρίσκεται σε κοινωνία με αυτήν^ Αυτή η κατανόηση της Κοινωνίας, ως το πλήρωμα της μετοχής στην Εκκλησία, μπορεί να χαρακτηριστεί εκκλησιολογική. Και παρόλο που αργότερα συσκοτίστηκε ή έγινε πολύπλοκη, δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ^ παραμένει πάντοτε το ουσιαστικό μέρος της Παράδοσης.
Έτσι, λοιπόν, κανείς δεν πρέπει ν’ αναρωτιέται για την ίδια την πρακτική, αλλά τι ήταν αυτό που συνέβη και την αλλοίωσε. Πώς έγινε κι απομακρυνθήκαμε τόσο απ’ αυτήν, ώστε ακόμα κι η απλή αναφορά της να φαίνεται σε μερικούς – ιδιαίτερα κληρικούς – σαν ανήκουστη καινοτομία, σαν τριγμός στα θεμέλια. Γιατί, εδώ και αιώνες, εννιά στις δέκα Λειτουργίες τελούνται χωρίς την προσέλευση κοινωνούντων; – γεγονός που δεν προκαλεί καμία έκπληξη, κανέναν φόβο ενώ αντιθέτως, η επιθυμία για συχνή θεία Κοινωνία ξεσηκώνει αληθινό τρόμο; Πώς είναι δυνατόν η διδασκαλία περί άπαξ του έτους κοινωνίας να καλλιεργείται μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, του Σώματος του Χριστού, ως μία αποδεκτή συνήθεια, η απομάκρυνση από την οποία σηματοδοτεί μόνο την εξαίρεση; Πώς, με άλλα λόγια, η κατανόηση του μυστηρίου της Ευχαριστίας έφθασε να γίνει τόσο εξατομικευμένη, τόσο ξένη προς την Εκκλησία, τόσο αλλότρια προς την ίδια την προσευχή της θείας Μετάληψης;
Το πνευματικό αίτιο για όλα αυτά, αν και πολύπλοκο ιστορικά, είναι απλό: Είναι ο φόβος της βεβήλωσης της ιερότητας του μυστηρίου, η ανησυχία για την ανάξια μετοχή, την καταπάτηση της μυσταγωγίας των ιερών και οσίων. Είναι ένας φόβος, βέβαια, πνευματικά ορθός, αφού “πύρ υπάρχων και φλέγων αναξίους”. Η περιδεής αυτή αντιμετώπιση εμφανίστηκε αρκετά νωρίς, αμέσως μετά τη νίκη της Εκκλησίας απέναντι στην αυτοκρατορία των Εθνικών, μία νίκη που μεταμόρφωσε την χριστιανοσύνη σε σύντομο σχετικά διάστημα σε μία θρησκεία των μαζών, και οδήγησε στην ίδρυση Κρατικής Εκκλησίας και την εκλαΐκευση της λατρείας. Εάν κατά τη διάρκεια των διωγμών η συμμετοχή στην Εκκλησία επέβαλε στους πιστούς να ακολουθήσουν τη “στενή οδό” και να θέσουν ανάμεσα σ’ αυτούς και τον “κόσμο” μία αυτονόητη διαχωριστική γραμμή, τώρα πλέον με τη μετοχή ολόκληρου του “κόσμου” στη ζωή της Εκκλησίας, η γραμμή αυτή έτεινε προς κατάργηση και έτσι εμφανίστηκε ο πολύ πραγματικός κίνδυνος μιας κατ’ όνομα, επιφανειακής, και χλιαρής κατανόησης της χριστιανικής ζωής. Εάν, πρωτύτερα, η ίδια η ένταξη στην Εκκλησία είχε κάποια δυσκολία, τώρα, με την δεσμευτική συμπερίληψη ουσιαστικά του καθενός μέσα στους κόλπους της, κατέστη αναγκαίο να θεσμοθετηθούν κάποιοι έλεγχοι και περιορισμοί. Ήταν λοιπόν στα μυστήρια που κυρίως αφορούσαν οι όποιες ρυθμίσεις.
Ωστόσο εδώ, πρέπει να τονίσει κανείς, ότι ούτε οι Πατέρες ούτε τα λειτουργικά κείμενα ενθαρρύνουν τη μη συμμετοχή στα Μυστήρια^ μάλιστα ούτε κάν αφήνουν να εννοηθεί κάτι παρόμοιο. Δίνοντας έμφαση στην ιερότητα της Κοινωνίας και την “φοβερά” της φύση και καλώντας σε ανάλογη πνευματική ετοιμότητα, οι Πατέρες ούτε υποστήριξαν, ούτε ενέκριναν την ευρέως διαδεδομένη σύγχρονη αντίληψη ότι εφόσον το Μυστήριο είναι ιερό και μεγαλοπρεπές, οι πιστοί δεν πρέπει να προσέρχονται συχνά σ’ αυτό. Στους Πατέρες, η θεώρηση της Ευχαριστίας ως του μέγιστου Μυστηρίου της Εκκλησίας, ως του πληρώματος της ενότητας και της άνθισής της, συνεχίζουν να είναι αυταπόδεικτα.
“Δεν θα πρέπει”, γράφει ο Άγ. Ιωάννης ο Κασσιανός, “ν’ αποφεύγουμε την Μετάληψη επειδή θεωρούμε τους εαυτούς μας αμαρτωλούς. Αλλά να προσερχόμαστε ακόμα πιο συχνά για τη θεραπεία της ψυχής και τον εξαγιασμό του νου, έχοντας όμως ταπείνωση και πίστη, ώστε αναλογιζόμενοι την αναξιότητά μας… να επιθυμούμε διακαώς την ίαση των πληγών μας. Είναι ανάρμοστο να μεταλαμβάνουμε μία φορά τον χρόνο, όπως ορισμένοι συνηθίζουν, θεωρώντας την ιερότητα των θείων Μυστηρίων προσιτή μόνο στους αγίους. Είναι προτιμότερο να σκεφτόμαστε ότι η Χάρη που λαμβάνουμε μέσα από το μυστήριο μας εξαγιάζει. Κάθε άλλη συμπεριφορά φανερώνει περισσότερο οίηση παρά ταπείνωση, καθώς οι άνθρωποι τις σπάνιες φορές που προσέρχονται πιστεύουν ότι είναι άξιοι της Κοινωνίας. Πολύ καλύτερο θα ήταν εάν, με ταπείνωση καρδιάς, γνωρίζοντας ότι ποτέ δεν είμαστε άξιοι των θείων Μυστηρίων μετέχουμε κάθε Κυριακή προς ίαση των ασθενειών μας, παρά τυφλωμένοι από περηφάνια να νομίζουμε ότι μετά την πάροδο ενός χρόνου αποχής γινόμαστε άξιοι της θείας Μετάληψης”.
Αναφορικά με την εξίσου διαδεδομένη θεωρία που διακρίνει την Μετάληψη ανάμεσα σε κληρικούς και λαό, κηρύσσοντας ότι οι πρώτοι πρέπει να κοινωνούν σε κάθε Λειτουργία, ενώ οι λαϊκοί να αποθαρρύνονται από παρόμοια πρακτική, χρήσιμο θα ήταν να ακούσουμε τον Άγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που όσο κανείς άλλος επέμενε στην μετοχή στη θεία Κοινωνία: “Υπάρχουν περιπτώσεις”, γράφει, “όπου ο ιερέας δεν διαφέρει από τον λαϊκό, ιδιαίτερα όσον αφορά στην προσέλευση στα θεία Μυστήρια. Εκεί, τα δεχόμαστε όλοι ισότιμα σε αντίθεση με την πρακτική της Παλαιάς Διαθήκης όπου άλλη τροφή προορίζονταν για τους ιερείς και διαφορετική για τον λαό, ενώ στα των ιερέων δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση από τους λαϊκούς. Τώρα δεν συμβαίνει πλέον έτσι, αλλά σε όλους προσφέρεται το ίδιο Σώμα και το ίδιο Αίμα…”
Επιτρέψτε μου να επαναλάβω ότι είναι απλά αδύνατον να βρει κανείς στην Παράδοση κάποια βάση που να δικαιώνει την παρούσα πρακτική της σπανιότατης, αν όχι ετήσιας, Μετάληψης των λαϊκών. Όλοι όσοι με σοβαρότητα και ευθύνη έχουν προσεγγίσει την Παράδοση, …] διακρίνουν σ’ αυτή την πρακτική μία αποσύνθεση της εκκλησιαστικής ζωής, μία απόκλιση από τα παραδεδομένα και τις γνήσιες υποδομές της Εκκλησίας. Και η πιο τρομακτική πλευρά αυτής της κατάπτωσης είναι ότι βρίσκει τη δικαίωση και αιτιολόγησή της μέσα από τους όρους του “σεβασμού” και του “δέους” απέναντι στην ιερότητα του μυστηρίου. Αλλά, σε αυτή την περίπτωση, οι μη κοινωνούντες θα έπρεπε να βιώνουν τουλάχιστον κάποια θλίψη κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας, μία αίσθηση ελλιπούς μετοχής και συντριβής, κάτι που στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει. Η μία γενιά Ορθοδόξων μετά την άλλη “παρακολουθούν” τη Λειτουργία απόλυτα πεπεισμένοι ότι η παρουσία τους εκεί είναι αρκετή και ότι απλούστατα η Κοινωνία δεν προορίζεται γι’ αυτούς. Και μία φορά το χρόνο εκπληρώνουν το “καθήκον” τους προσερχόμενοι στο Μυστήριο ύστερα από μία σύντομη εξομολόγηση. Το να προσπαθεί κανείς να ανακαλύψει έναν θρίαμβο της ιερότητας, μία πρακτική προστατευτική της αγιότητας, ή πολύ περισσότερο να δημιουργεί νέους κανόνες που να δικαιώνουν την παραφθορά, είναι αληθινά απίστευτο.
Σε κάποιες ενορίες, εκείνοι που εξέφρασαν την επιθυμία να προσέρχονται συχνότερα υποβλήθηκαν σε πραγματικό κατατρεγμό, τους ζητήθηκε να μην επιμένουν “για χάρη της ειρήνης”, κατηγορήθηκαν ακόμη και για παρέκκλιση από την Ορθοδοξία! Θα μπορούσα να παραθέσω αποσπάσματα από φυλλάδια ενοριών που διδάσκουν ότι εφόσον η Μετάληψη είναι για μετανοούντες, κανείς πρέπει να απέχει από το μυστήριο κατά τον εορτασμό της Ανάστασης προκειμένου να μην αμαυρώσει τη χαρά της ημέρας! Και το πιο τραγικό είναι ότι αυτή η κατάσταση δεν προκαλεί κάν τρόμο και δέος για το γεγονός ότι η ίδια η Εκκλησία γίνεται εμπόδιο στην πορεία του πιστού προς τον Χριστό! Αλήθεια, “όταν ούν ίδητε το βδέλυγμα της ερημώσεως… εστώς εν τόπω αγίω…” (Ματθ. 24:15)
Τελικά, δεν θα ήταν δύσκολο να δείξει κανείς ότι όποτε και όπου έχει παρατηρηθεί μία γνήσια αναζωογόνηση της εκκλησιαστικής ζωής, αυτή γεννήθηκε μέσα από αυτό που θα χαρακτηρίζαμε ως “ευχαριστιακή πείνα”. Τον εικοστό αιώνα η Ορθοδοξία πέρασε από μεγάλη κρίση. Και μόλις η κρίση αυτή έγινε αντιληπτή και κατανοήθηκε, υπήρξε μία στροφή προς τη θεία Κοινωνία ως “το κέντρο της Χριστιανικής ζωής”. Έτσι συνέβη στην κομμουνιστική Ρωσία, όπως μαρτυρούν εκατοντάδες πιστών. Το ίδιο συνέβη σε άλλα κέντρα της Ορθοδοξίας και στη διασπορά. [..] Ό,τι είναι αληθινό, ζωντανό, εκκλησιαστικό, γεννήθηκε μέσα από την ταπεινή και χαροποιό ανταπόκριση στον λόγο του Κυρίου: “ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ” (Ιω. 6:56).
Τώρα, λοιπόν, με τη βοήθεια του Θεού, αυτός ο ευχαριστιακός εγκεντρισμός, αυτή η δίψα για συχνότερη, κανονική προσέλευση στη θεία Κοινωνία και κατ’ επέκταση επιστροφή σε μία πιο γνήσια εκκλησιαστική ζωή, έκανε την εμφάνισή της εδώ στην Αμερική. Είμαι βέβαιος ότι τίποτα δεν θα προσφέρει μεγαλύτερη χαρά στους ιερείς και ιδιαίτερα τους επισκόπους από αυτή την αναγέννηση που μας δίνει τη δυνατότητα ν’ απομακρυνθούμε από τις πνευματικά νεκρές έριδες περί “περιουσιακών” και “δικαιωμάτων”, από την ιδέα της Εκκλησίας ως ενός εθνικο-κοινωνικού ομίλου της διασκέδασης και του πικ-νίκ, από τις οργανωμένες “νεολαίες” όπου το εκκλησιαστικό ενδιαφέρον και βίωμα έχουν μειωθεί στο ελάχιστο. Γιατί, όπως ήδη έχω πει, δεν υπάρχει άλλου είδους υποδομή που να επιτρέπει αυτή την ανακαίνιση της Εκκλησίας ως ολότητας, και ούτε θα υπάρξει ποτέ. Η όποια εθνικο-φυλετική βάση σταδιακά ξεθωριάζει. Κάθε τι που κινείται στα όρια μόνο του εθίμου, μόνο του τύπου, που λειτουργεί συμπληρωματικά στη ζωή αλλά δεν είναι το ίδιο ζωή, εξαφανίζεται. Ο λαός αναζητά το γνήσιο, το αληθινό και το ζωντανό. Έτσι, αν θέλουμε να ζούμε προοδεύοντας είναι φανερό ότι πρέπει να το κάνουμε μόνο πάνω στη βάση της αληθινής φύσης της Εκκλησίας… κι αυτή η φύση είναι το Σώμα του Χριστού, αυτή η μυστική ενότητα στην οποία ενσωματωνόμαστε μέσα από τη συμμετοχή μας “στον ένα Άρτο και Οίνο, στην κοινωνία του ιδίου Πνεύματος…”
π. Αλεξάνδρου Σμέμαν