(Α´ Κορ. α´ 10-17)
Ἀδελφοί, παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ͺᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ. ᾿Εδηλώθη γάρ μοι περὶ ὑμῶν, ἀδελφοί μου, ὑπὸ τῶν Χλόης ὅτι ἔριδες ἐν ὑμῖν εἰσι. Λέγω δὲ τοῦτο, ὅτι ἕκαστος ὑμῶν λέγει· ᾿Εγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ ᾿Απολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μὴ Παῦλος ἐσταυρώθη ὑπὲρ ὑμῶν; ῍Η εἰς τὸ ὄνομα Παύλου ἐβαπτίσθητε; Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ ὅτι οὐδένα ὑμῶν ἐβάπτισα εἰ μὴ Κρίσπον καὶ Γάϊον, ἵνα μή τις εἴπῃ ὅτι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα ἐβάπτισα. ᾿Εβάπτισα δὲ καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον· λοιπὸν οὐκ οἶδα εἴ τινα ἄλλον ἐβάπτισα. Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ.
Απόδοση:
Ἀδελφοί, σᾶς ζητῶ, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, νὰ εἶστε ὅλοι σύμφωνοι μεταξύ σας καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας διαιρέσεις, ἀλλὰ νὰ εἶστε ἑνωμένοι, μὲ μία σκέψη καὶ μὲ ἕνα φρόνημα. Αὐτὸ τὸ γράφω, ἀδελφοί μου, γιατὶ μὲ πληροφόρησαν γιὰ σᾶς ἄνθρωποι τῆς Χλόης ὅτι ἔρχεστε σὲ προστριβὲς μεταξύ σας. Θέλω νὰ πῶ ὅτι ὁ καθένας σας λέει κάτι διαφορετικό. ῾Ο ἕνας λέει· «᾿Εγὼ εἶμαι τοῦ Παύλου», ὁ ἄλλος· «᾿Εγὼ εἶμαι τοῦ ᾿Απολλώ», ἕνας ἄλλος· «᾿Εγὼ εἶμαι τοῦ Κηφᾶ» καὶ κάποιος ἄλλος· «᾿Εγὼ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ». Διαμοιράστηκε, λοιπόν, ὁ Χριστός; Μήπως εἶναι ὁ Παῦλος ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρὸ γιὰ νὰ σᾶς σώσει; ῍Η μήπως στὸ ὄνομα τοῦ Παύλου ἔχετε βαφτιστεῖ; Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ δὲν βάφτισα κανένα σας ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κρίσπο καὶ τὸν Γάϊο. ῎Ετσι δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς πὼς τὸν βάφτισα στὸ δικό μου ὄνομα. Ναί, βέβαια, βάφτισα καὶ τὴν οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ. ᾿Εκτὸς ἀπ’ αὐτούς, ὅμως, δὲν θυμᾶμαι νὰ βάφτισα κανέναν ἄλλο. ῾Η ἀποστολὴ ποὺ μοῦ ὅρισε ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν νὰ βαφτίζω, ἀλλὰ νὰ κηρύττω τὸ εὐαγγέλιο, χωρὶς σοφὰ καὶ περίτεχνα λόγια, ὥστε ὁ θάνατος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στὸν σταυρὸ νὰ μὴ χάσει τὸ περιεχόμενό του.
Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(Μτθ. ιδ´ 14-22)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. ᾿Οψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ῎Ερημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄ-χλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. ῾Ο δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε. Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.
Απόδοση:
Εκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδε πολὺν κόσμο καὶ τοὺς σπλαχνίστηκε, καὶ γιάτρεψε τοὺς ἀρρώστους των.῞Οταν ἔπεσε τὸ δειλινό, τὸν πλησίασαν οἱ μαθητές του καὶ τοῦ εἶπαν· «῾Ο τόπος εἶναι ἐρημικός, καὶ ἡ ὥρα πιὰ περασμένη. Διῶξε τὸν κόσμο νὰ πᾶνε στὰ χωριὰ γιὰ ν᾿ ἀγοράσουν φαγητὰ νὰ φᾶνε». ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε· «Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ φύγουν, δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε». «Δὲν ἔχουμε ἐδῶ παρὰ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια», τοῦ ἀπαντοῦν. «Φέρτε μοῦ τα ἐδῶ», τοὺς λέει. Κι ἀφοῦ πρόσταξε τὸν κόσμο νὰ καθίσει γιὰ φαγητὸ πάνω στὸ χορτάρι, πῆρε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, τὰ εὐλόγησε, ἔκοψε τὰ ψωμιὰ σὲ κομμάτια καὶ τὰ ἔδωσε στοὺς μαθητές, καὶ οἱ μαθητὲς στὸ πλῆθος. ῎Εφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν. Καὶ μάζεψαν τὰ περισσεύματα ἀπὸ τὰ κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα. Αὐτοὶ ποὺ ἔφαγαν ἦταν περίπου πέντε χιλιάδες ἄντρες, χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. ᾿Αμέσως ὕστερα ὁ ᾿Ιησοῦς ὑποχρέωσε τοὺς μαθητές του νὰ μποῦν στὸ καΐκι καὶ νὰ πᾶνε νὰ τὸν περιμένουν στὴν ἀπέναντι ὄχθη, ὡσότου αὐτὸς διαλύσει τὰ πλήθη.