Ἡ τελευταία λειτουργία στήν Ἁγιά Σοφιά ἔγινε τήν Τρίτη 29 Μαΐου 1453, ὕστερα ἡ Πόλη ἀλώθηκε. Κι ὅμως, ἕνα τολμηρός κρητικός παπάς, τό 1919, κατάφερε νά κάνει τό ὄνειρό του πραγματικότητα καί νά λειτουργήσει στήν Ἁγία Σοφιά.
Πρωταγωνιστῆς αὐτοῦ τοῦ συγκλονιστικοῦ γεγονότος τῆς ἐθνικῆς μας ζωῆς, τῆς λειτουργίας στήν Ἁγιά Σοφιά, ἦταν ἕνα ἀληθινό παλικάρι, ἕνα βλαστάρι τῆς λεβεντογέννας Κρήτης, ὁ παπά – Λευτέρης Νουφράκης ἀπό τίς Ἅλωνες Ρεθύμνου.
Ὁ πάπα-Λευτέρης Νουφράκης ὑπηρετοῦσε ὡς στρατιωτικός ἱερέας στή Β’ Ἑλληνική Μεραρχία, μία ἀπό τίς δύο Μεραρχίες πού συμμετεῖχαν στίς ἀρχές τοῦ 1919 στό «συμμαχικό» ἐκστρατευτικό σῶμα στήν Οὐκρανία. Η Μεραρχία αὔτη στό δρόμο πρός τήν Οὐκρανία στάθμευσε γιά λίγο στήν…Κωνσταντινούπολη, τήν Πόλη τῶν ὀνείρων τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἡ ὁποία τήν ἐποχή ἐκείνη βρισκόταν ὑπό «συμμαχική ἐπικυριαρχία», ὕστερα ἀπό τό τέλος τοῦ Ἅ’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μία ὁμάδα Ἑλλήνων ἀξιωματικῶν μέ ἐπικεφαλῆς 4ο γενναῖο κρητικό καί μαζί του τόν ταξίαρχο Φραντζή, τόν Ταγματάρχη Λιαρομάτη, τό Λοχαγό Σταματίου καί τόν Ὑπολοχαγό Νικολάου ἀγνάντευαν ἀπό τό πλοῖο τήν πόλη καί τήν Ἅγια-Σοφιά, κρύβοντας βαθιά μέσα στήν καρδιά τούς τό μεγάλο μυστικό τους, τή μεγάλη ἀπόφαση πού εἶχαν πάρει τό περασμένο βράδυ, ὕστερα ἀπό πρόταση καί ἔντονη ἐπιμονή τοῦ τολμηροῦ Κρητικοῦ πάπα-Λευτέρη Νουφράκη. Νά βγοῦν δηλαδή στήν πόλη καί νά λειτουργήσουν στήν Ἅγια-Σοφιά.
Ὅλοι τους ἦταν διστακτικοί, ὅταν ἄκουσαν τόν πάπα-Λευτέρη νά τούς προτείνει τό μεγάλο ἐγχείρημα. Ἤξεραν ὅτι τά πράγματα ἦταν πολύ δύσκολα.
Ἤ Ἅγια-Σοφιά ἦταν ἀκόμη τζαμί καί σίγουρα κάποιοι φύλακες θά ἦταν ἐκεῖ, κάποιοι ἄλλοι θά πήγαιναν γιά προσευχή, δέν ἦταν δύσκολο ἀπό τή μία στιγμή στήν ἄλλη νά γεμίσει ἡ ἐκκλησία. Ὕστερα ἦταν καί οἵ ἀνώτεροί τους, οἱ ὁποῖοι δέν θά ἔβλεπαν μέ καλό μάτι αὐτή τήν ἐνέργεια, ἤ ὁποία σίγουρα θά προκαλοῦσε θύελλα ἀντιδράσεων ἀπό τούς «συμμάχους» γιά τήν «προκλητικότητά» της.
Ἴσως, μάλιστα, νά δημιουργοῦνταν καί διπλωματικό ἐπεισόδιο, τό ὁποῖο φυσικά θά ἔφερνε σέ δύσκολη θέση τήν Ἑλληνική κυβέρνηση καί τόν τότε πρωθυπουργό Ἐλευθέριο Βενιζέλο.
Ὅμως ὁ πάπα-Λευτέρης εἶχε πάρει τήν ἀπόφασή του ἦταν ἀποφασιστικός καί κατηγορηματικός. Ἄν δέν ἔρθετε ἐσεῖς, θά πάω μοναχός μου! Μόνο ἕνα ψάλτη θέλω. Ἐσύ, Κωνσταντῖνε Λιαρομάτη, θά μοῦ κάνεις τόν ψάλτη; Ἐντάξει, παππούλη, τοῦ ἀπάντησε ὁ Ταγματάρχης, ὁ ὁποῖος πῆρε καί αὐτός τήν ἴδια ἀπόφαση, κι ὅλα πιά εἶχαν μπεῖ στό δρόμο τους.
Τελικά, μαζί τους πῆγαν καί οἵ ἄλλοι. Τό πλοῖο πού μετέφερε τή Μεραρχία εἶχε ἀγκυροβολήσει στ’ ἀνοιχτά, γι’ αὐτό ἐπιβιβάστηκαν σέ μία βάρκα στήν ὁποία κωπηλατοῦσε ἕνας Ρωμιός τῆς Πόλης καί σέ λίγο ἀποβιβάστηκαν στήν προκυμαία.
Ὁ Κοσμᾶς, Ὁ ντόπιος βαρκάρης, ἔδεσε τή βάρκα καί τούς ὁδήγησε ἀπό τό συντομότερο δρόμο στήν Ἁγιά Σοφιά. Ἡ πόρτα ἦταν ἀνοιχτή λές καί τούς περίμενε. Ὁ Τοῦρκος φύλακας κάτι πῆγε νά πεῖ στή γλώσσα του, ὅμως τόν καθήλωσε στή θέση του καί τόν ἄφησε ἄφωνο ἕνα ἄγριο κι ἀποφασιστικό βλέμμα τοῦ Ταξίαρχου Φραντζῆ. Ὅλοι μπῆκαν μέσα μέ εὐλάβεια καί προχώρησαν κάνοντας τό σταυρό τους.
Ὁ πάπα-Λευτέρης ψιθύρισε μέ μεγάλη συγκίνηση: «Εἰσελεύσομαι εἰς τόν οἶκον σου, προσκυνήσω πρός Ναόν Ἅγιόν σου ἐν φόβω…». Προχωρεῖ γρήγορα, δέν χρονοτριβεῖ, ἐντοπίζει τό χῶρο στόν ὅποιο βρισκόταν τό Ἱερό καί ἡ Ἁγία Τράπεζα. Βρίσκει ἕνα τραπεζάκι, τό τοποθετεῖ σ’ αὐτή τή θέση, ἀνοίγει τήν τσάντα του, βγάζει ὅλα τά ἀπαραίτητα γιά τή Θεία Λειτουργία, βάζει τό πετραχήλι του καί ἀρχίζει.
Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν, ἀποκρίνεται ὁ Ταγματάρχης Λιαρομάτης καί ἤ Θεία Λειτουργία στήν Ἁγιά Σοφιά ἔχει ἀρχίσει. Μακάρι νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά τήν ὁλοκληρώσουμε, σκέφτονται ὅλοι, καί σταυροκοπιοῦνται μέ κατάνυξη. Οἱ ἀξιωματικοί μοιάζουν νά τά ‘χοῦν χαμένα, ὅλα ἔγιναν τόσο ξαφνικά καί φαίνονται ἀπίστευτα Ἡ Θεία Λειτουργία προχωρεῖ κανονικά. Ἡ Ἁγιά-Σοφιά ὕστερα ἀπό 466 ὁλόκληρα χρόνια ξαναλειτουργεῖται!
Ὁ πάπα-Λευτέρης συνεχίζει…
Ὅλα γίνονται ἱεροπρεπῶς, σύμφωνα μέ τό τυπικό τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκούγονται τά «εἰρηνικά», τό «Κύριε ἐλέησον», «ὅ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ…», πού γράφτηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἰουστινιανό μέ τήν προσταγή καί τήν φροντίδα τοῦ ὁποίου χτίστηκε καί ἤ Ἅγια-Σοφιά. Ἀκολουθεῖ ἤ Μικρή Εἴσοδος, τό «Τή Ὑπερμάχω Στρατηγῶ…», ὁ Ἀπόστολος ἀπό τόν Ταξίαρχο Φραντζή καί τό Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα ἀπό τόν πάπα-Λευτέρη. Χρέη νεωκόρου ἐκτελεῖ ὅ Ὑπολοχαγός Νικολάου. Στό μεταξύ ἡ Ἁγιά Σοφιά ἀρχίζει νά γεμίζει μέ Τούρκους.
Ὁ πάπα-Νουφράκης δέν πτοεῖται καί συνεχίζει. Οἱ ἄλλοι κοιτάζουν σαστισμένοι πότε τόν ἀτρόμητο παπά καί πότε τούς Τούρκους, πού μέχρι ἐκείνη τή στιγμή παρακολουθοῦν σιωπηλοί μή μπορώντας ἴσως νά πιστέψουν στά μάτια τους, γιατί αὐτό πού γινόταν ἐκείνη τήν ὥρα μέσα στήν Ἁγιά Σοφιά ἦταν πραγματικά κάτι τό ἀπίστευτο. Μετά τό Εὐαγγέλιο ἀκολουθεῖ τό Χερουβικό ἀπό τόν Ταγματάρχη Λιαρομάτη, ἐνῶ ὁ πάπα-Λευτέρης τοποθετεῖ τό ἀντιμήνσιο πάνω στό τραπεζάκι, γιά νά κάνει τήν Προσκομιδή. Οἱ Τοῦρκοι συνεχῶς πληθαίνουν. Οἱ ὧρες εἶναι δύσκολες, ἀλλά καί ἀνεπανάληπτες, ἱστορικές.
Ὁ πάπα-Νουφράκης συνεχίζει. Βγάζει ἀπό τήν τσάντα ἕνα μικρό Ἅγιο Ποτήριο, ἕνα δισκάριο, ἕνα μαχαιράκι, ἕνα μικρό πρόσφορο κι ἕνα μικρό μπουκαλάκι μέ νάμα. Μέ ἱερή συγκίνηση καί κατάνυξη κάνει τήν προσκομιδή, ἐνῶ ὅ Λιαρομάτης συνεχίζει νά ψάλει τό Χερουβικό. Ὅταν ὁλοκλήρωσε τήν Προσκομιδή, στρέφεται στόν Ὑπολοχαγό Νικολάου, τοῦ λέει ν’ ἀνάψει τό κερί γιά νά ἀκολουθήσει ἤ Μεγάλη Εἴσοδος. Ὅ νεαρός Ὑπολοχαγός προχωρεῖ μπροστά μέ τό ἀναμμένο κερί καί ἀκολουθεῖ ὅ παπάς βροντοφωνάζοντας: «Πάααντων ἠμῶν μνησθείη Κύριος ὅ Θεός…». Στή συνέχεια ἀκολουθοῦν οἱ «Αἰτήσεις»» καί τό «Πιστεύω», τό ὅποιο εἶπε ὅ Φρατζής.
Στό μεταξύ ἡ Ἁγιά Σοφιά, ἔχει γεμίσει μέ Τούρκους κι ἀνάμεσά τους ὑπάρχουν καί πολλοί Ἕλληνες τῆς Πόλης, οἱ ὁποῖοι βρέθηκαν ἐκεῖ αὐτή τήν ὥρα καί παρακολουθοῦν μέ συγκίνηση τή λειτουργία, χωρίς νά τολμοῦν νά ἐξωτερικεύσουν τά συναισθήματα τούς «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων», ἤτοι τῶν Τούρκων. Μόνο κάποιες στιγμές δέν μποροῦν νά συγκρατήσουν τά δάκρυα, πού τρέχουν ἀπό τούς ὀφθαλμούς τους καί γιά νά μήν προδοθοῦν φροντίζουν καί τά σκουπίζουν πρίν γίνουν «πύρινο» ποτάμι καί τότε ποιός θά μποροῦσε νά τά συγκρατήσει.
Ἡ Λειτουργία στό μεταξύ φτάνει στό ἱερότερο σημεῖο της, τήν Ἀναφορά. Ὁ πάπα-Λευτέρης, μέ πάλλουσα ἀπό τή συγκίνηση φωνή, λέει: «Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν, Σοῖ προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα».Ὅλοι οἵ ἀξιωματικοί γονατίζουν καί ἤ φωνή τοῦ Ταγματάρχη Λιαρομάτη ἀκούγεται νά ψέλνει τό «Σέ ὑμνοῦμεν, Σέ εὐλογοῦμεν, Σοί εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καί δεόμεθά Σου, ὅ Θεός ἠμῶν». Σέ λίγη ὥρα ἤ ἀναίμακτη θυσία τοῦ Κυρίου μας ἔχει τελειώσει στήν Ἁγιά Σοφιά, ὕστερα ἀπό 466 ὁλόκληρα χρόνια!! Ἀκολουθεῖ τό «Ἄξιον ἐστίν», τό «Πάτερ ἠμῶν», τό «Μετά φόβου Θεοῦ πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε» καί ὅλοι οἵ ἀξιωματικοί πλησιάζουν καί κοινωνοῦν τά Ἄχραντα Μυστήρια. Ὁ πάπα-Λευτέρης λέει γρήγορα τίς εὐχές καί ἐνῶ ὁ Λιαρομάτης ψέλνει τό «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον…» καταλύει τό ὑπόλοιπών της Θείας Κοινωνίας καί ἀπευθυνόμενος στόν Ὑπολοχαγό Νικολάου τοῦ λέει: «Μάζεψε τά γρήγορα ὅλα καί βαλτά μέσα στήν τσάντα»,Ὕστερα κάνει τήν Ἀπόλυση! Ἤ Θεία Λειτουργία στήν Ἅγια-Σοφιά, ἔχει ὁλοκληρωθεῖ. Ἕνα ὄνειρο δεκάδων γενεῶν Ἑλλήνων ἔχει γίνει πραγματικότητα. Ὁ πάπα-Νουφράκης καί οἱ τέσσερις ἀξιωματικοί εἶναι ἕτοιμοι νά ἀποχωρήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στό πλοῖο. Ἤ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι γεμάτη Τούρκους, οἵ ὅποιοι ἔχουν ἀρχίσει νά γίνονται ἄγριοι, ἐπιθετικοί συνειδητοποιώντας τί ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ. Ἡ ζωή τούς κινδυνεύει ἄμεσα.
Ὅμως δέ διστάζουν, πλησιάζει ὁ ἕνας τόν ἄλλο, γίνονται «ἕνα σῶμα», μία γροθιά καί προχωροῦν πρός τήν ἔξοδο.
Οἱ Τοῦρκοι εἶναι ἕτοιμοι νά τούς ἐπιτεθοῦν, ὅταν ἕνας Τοῦρκος ἀξιωματοῦχος παρουσιάζεται μέ τήν ἀκολουθία του καί τούς λέει: «Ντουροῦν χέμεν» (ἀφῆστε τους νά περάσουν). Τό εἶπε μέ μίσος. Θά ἤθελε νά βάψει τά χέρια του στό αἷμα τους, ὅμως ἐκείνη τή στιγμή ἔτσι ἔπρεπε νά γίνει, αὐτό ἐπέβαλαν τά συμφέροντα τῆς πατρίδας του, δέν ἦταν χρήσιμο γι’ αὐτούς νά σκοτώσουν τώρα πέντε Ἕλληνες ἀξιωματικούς μέσα στήν ἅγια Σοφιά. Δέν ξεχνᾶ ὅτι στ’ ἀνοιχτά τῆς Πόλης βρίσκονται δύο ἑτοιμοπόλεμες Ἑλληνικές Μεραρχίες κι ἀκόμη ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη βρίσκεται οὐσιαστικά ὑπό τήν ἐπικυριαρχία τῶν νικητῶν τοῦ Ἅ’ Παγκοσμίου Πολέμου στούς ὁποίους βέβαια δέν συμπεριλαμβάνονται οἱ Τοῦρκοι.
Στό ἄκουσμα αὐτῶν τῶν λόγων οἱ Τοῦρκοι ὑποχωροῦν. Ὁ πάπα-Νουφράκης καί οἱ ἄλλοι ἀξιωματικοί βγαίνουν ἀπό τήν Ἁγιά Σοφιά κατευθυνόμενοι πρός τήν προκυμαία, ὅπου τους περιμένει ἤ βάρκα. Ἕνας μεγαλόσωμος Τοῦρκος τούς ἀκολουθεῖ, σηκώνει ἕνα ξύλο καί ὁρμᾶ γιά νά χτυπήσει τόν πάπα-Νουφράκη. Διαισθάνεται, ξέρει ὅτι αὐτός ὁ παπάς εἶναι ὁ ἐμπνευστής αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Ὁ ἡρωικός παπάς σκύβει γιά νά προφυλαχθεῖ, ἀλλά ὁ Τοῦρκος καταφέρνει καί τόν χτυπᾶ στόν ὦμο. Λυγίζει τό σῶμα του ἀπό τόν ἀβάσταχτο πόνο, ὅμως μαζεύει τίς δυνάμεις του, ἀνασηκώνεται καί συνεχίζει νά προχωρεῖ.
Στό μεταξύ ὁ Ταγματάρχης Λιαρομάτης καί ὁ Λοχαγός Σταματίου ἀφοπλίζουν τόν Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἕτοιμος γιά νά δώσει τό πιό δυνατό κι ἴσως τό τελειωτικό χτύπημα στόν παπά. Ἤδη, πλησιάζουν στή βάρκα. Μπαίνουν ὅλοι μέσα.
Ὁ Κοσμᾶς μαζεύει τά σχοινιά καί ἀρχίζει γρήγορα νά κωπηλατεῖ. Σέ λίγο βρίσκονται πάνω στό ἑλληνικό πολεμικό πλοῖο ἀσφαλεῖς .καί θριαμβευτές. Βέβαια ἀκολούθησε διπλωματικό ἐπεισόδιο καί οἵ «σύμμαχοι» διαμαρτυρήθηκαν ἔντονα στόν πρωθυπουργό Ἐλευθέριο Βενιζέλο, ὁ ὁποῖος ἀναγκάστηκε νά ἐπιπλήξει τόν πάπα-Λευτέρη Νουφράκη.
Ὅμως κρυφά ἐπικοινώνησε μαζί του καί «τόν ἐπαίνεσε καί συνεχάρη τόν πατριώτη ἱερέα, πού ἔστω καί γιά λίγη ὥρα ζωντάνεψε μέσα στήν Ἅγια-Σοφιά τά πιό ἱερά ὄνειρα τοῦ Ἔθνους μας».
Ο τολμηρός ἁπλός παπάς, ἀπό τίς Ἅλωνες Ρεθύμνου, σήκωσε πάνω στούς ὤμους του καί ζωντάνεψε, ἔστω καί γιά λίγο, ἕνα ἀπό τά πιό ἐπικά, πιό, ἱερά, πιό ἅγια ὄνειρα…
ΠΗΓΗ: Ἀπόσπασμα ἀπό τό ὁμώνυμο ἄρθρο τοῦ Ἀνδρέα Κυριάκου στό περιοδικό,«Τά Πάτρια»