Τα νοήματα του Ευαγγελικού λόγου είναι εν Αγίω Πνεύματι διατυπωμένα, για αυτό έχουν διαχρονική αξία και αιώνια προοπτική.
Κάθε διδασκαλία, παραβολή, διήγησις, περιγραφή, κάθε λέξις, κάθε “κεραία” που περιέχεται στο Ευαγγέλιο του Χριστού έχει μέγιστο βάθος και σημασία. Δεν εξαντλούνται μόνο σε μία επιφανειακή ερμηνεία που τα ιδικά μας πτωχά πνευματικά μέτρα μπορούν να συλλάβουν.
Αυτά ισχύουν και για την θεοπαράδοτη προσευχή, το γνωστό μας “Πάτερ ημών”, την οποία ο ίδιος ο Κύριος παρέδωσε στην Εκκλησία Του ως παράδειγμα προσευχής για όλους μας.
Οι Άγιοι Πατέρες μας εβίωσαν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Ετήρησαν τις άγιες εντολές Του. Η ζωή τους, ο λόγος τους, έγιναν προέκτασις του Ευαγγελίου και η εν Πνεύματι Θεού εμπειρία τους πλουτίζει την αγία Παράδοσι της Εκκλησίας. Φανερώνουν το μέγα βάθος των σωτηρίων λόγων του Δεσπότου Χριστού και αποδεικνύουν ότι οι εντολές Του “βαρείαι ουκ εισι” αλλά μπορούν να τις εφαρμόζουν οι Χριστιανοί κάθε εποχής, ελέγχοντας έτσι την ολιγοπιστία, αμέλεια και φυγοπονία μας.
Έχοντας τους παλαιούς και νέους Αγίους Πατέρας ως ερμηνευτάς της Κυριακής Προσευχής ερευνούμε και ψηλαφούμε το βάθος της αναπέμποντάς την προς τον Κύριο.
Ικετεύουμε τον Σωτήρα Χριστό να δίδη και σε μας, τους συγχρόνους Χριστιανούς, την Χάρι Του, ώστε η εν Χριστώ ζωή μας να θεμελιούται στην προσευχή – ως κοινωνία μετά του ζώντος Θεού. Αλλά και αντιστρόφως η προσευχή μας να είναι έκφρασις της ζωντανής παρουσίας του Θεού στη ζωή μας και να πηγάζη απ’ αυτήν. Με άλλα λόγια, προσευχή να είναι η ίδια η ζωή μας, η οποία πάλι θα βαθαίνη και θα εμπνέη και τους λόγους που θα απευθύνουμε στον Άγιο Θεό.
(Μάρτιος 1997)
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ(*)
Η αγία Ορθόδοξος πίστις μας δεν είναι μία από τις ιδεολογίες ή τις φιλοσοφίες ή ακόμη και τις θρησκείες του κόσμου αυτού.
Ο Θεός τον Ορθοδόξων δεν είναι ο θεός των φιλοσόφων, δηλαδή μία ιδέα ή μία υψίστη απρόσωπη αρχή ή μία θρησκευτική αξία, στην οποία αναγόμαστε αρχίζοντας από τις κατώτερες αξίες.
Οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε σε Θεό προσωπικό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα. Αυτός ο Τριαδικός Θεός αποκαλύπτει τον εαυτό Του σε εμάς δια του δευτέρου προσώπου Του, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Ο Ιησούς Χριστός σαρκώνεται, κηρύσσει το Ευαγγέλιο, θαυματουργεί, σταυρώνεται, ανίσταται εκ των νεκρών, αναλαμβάνεται στους ουρανούς και αποστέλλει τον Παράκλητο, για να μας ενώση με τον Θεό Πατέρα και να αποκαταστήση την διαταραχθείσα σχέσι μαζί Του. Να μας φέρη σε προσωπική συνάντησι, κοινωνία, και ένωσι με τον Θεό.
Αφού ο Θεός είναι προσωπικός, δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε έξω από την αγαπητική μαζί Του σχέσι που καλλιεργεί η προσευχή. Αν ο Θεός ήταν ιδέα, θα μπορούσαμε να τον γνωρίσουμε με λογικές αποδείξεις. Προσεύχου και αγάπα τον Θεό για να τον γνωρίσης, μπορούμε να πούμε σε κάποιον που ψάχνει για τον Θεό.
Δια της προσευχής ο απρόσιτος Θεός γίνεται σε μας προσιτός. Ο άγνωστος Θεός γίνεται γνωστός. Ο ξένος Θεός γίνεται οικείος και φίλος.
Αυτόν τον δρόμο μας υπέδειξε ο θεάνθρωπος Κύριός μας. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός προσευχόταν συχνά “ημίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν αυτού”.
Μας δίδαξε ακόμη ότι πρέπει να προσευχώμεθα με ταπείνωσι, αμνησικακία, υπομονή. Μας άφησε δε και τύπον, υπόδειγμα προσευχής την γνωστή σε όλους τους χριστιανούς “Κυριακή Προσευχή”, το “Πάτερ ημών”.
Η αξία της προσευχή αυτής είναι ανθρωπίνως ανεκτίμητος:
Πρώτον, διότι είναι θεοπαράδοτος.
Δεύτερον, διότι με αυτήν προσευχήθηκαν και αγιάστηκαν η Παναγία μας, οι άγιοι Απόστολοι, οι άγιοι Μάρτυρες, οι όσιοι Πατέρες, οι ευσεβείς χριστιανοί όλων των αιώνων.
Τρίτον, διότι συνοψίζει όλο το Ευαγγέλιο και όλα τα δόγματα της Πίστεώς μας.
Κατά τον άγιο Μάξιμο: “Η προσευχή αυτή περιέχει αίτηση όλων όσα προξένησε με την κένωσή Του κατά την σάρκωση ο Λόγος του Θεού, και διδάσκει να επιδιώκουμε εκείνα τα αγαθά, τα οποία μόνον ο Θεός και Πατέρας, μέσω της φυσικής μεσιτείας του Υιού, χορηγεί αληθινά με το “Άγιο Πνεύμα”. Είναι δε τα δώρα αυτά επτά: “Θεολογία, υιοθεσία δια της Χάριτος, ισοτιμία προς τους αγγέλους, μετοχή στην αιώνιο ζωή, αποκατάστασις της φύσεως που στρέφεται απαθώς στον εαυτό της, κατάλυσις του νόμου της αμαρτίας, και κατάργησις της τυραννίας του πονηρού που κυριάρχησε πάνω μας με απάτη” (Ερμηνεία στο «Πάτερ ημών», Φιλοκαλία, έκδ. «Περιβόλι της Παναγίας», τομ. 2ος, σελ. 253).
Είναι η κατ’ εξοχήν προσευχή της Εκκλησίας. Στις ακολουθίες του ημερονυκτίου απαγγέλλεται 16 φορές, κατά δε την Μεγ. Τεσσαρακοστή 22 φορές.
Είναι ακόμη τρόπον τινά και μία σύνοψις της θείας Λειτουργίας.
Γι’ αυτό εθεώρησα σκόπιμο στην αποψινή μου ομιλία να σας καλέσω να εμβαθύνωμε και εντρυφήσωμε στα θεία και σωτήρια νοήματά της, με χειραγωγούς τους αγίους Πατέρας μας, ώστε να την προσευχώμεθα με περισσότερο πόθο και επίγνωσι.
Πάτερ
Η Κυριακή προσευχή αρχίζει με αυτή την επίκλησι. Μας διδάσκει ο Κύριος να ονομάζουμε τον Θεό Πατέρα.
Πατέρα, γιατί είναι ο δημιουργός και πλάστης μας. Ο χορηγός του είναι, της ζωής.
Πατέρα, γιατί για μας του χριστιανούς είναι και ο χορηγός του ευ είναι, της υιοθεσίας, την οποία μας εχάρισε δια του Ιησού Χριστού. Προ Χριστού, λόγω της αποστασίας μας από τον ουράνιο Πατέρα μας, είμεθα όχι μόνο χωρισμένοι από αυτόν, αλλά και εχθροί Του. Ο κατά φύσιν Υιός του Θεού Πατρός με την ενανθρώπησί του και τον σταυρικό Του θάνατο μας συμφιλίωσε με τον Θεό Πατέρα και μας έκανε κατά χάριν παιδιά Του. Την χάρι της υιοθεσίας ελάβαμε με το άγιο Βάπτισμα. Έτσι εγίναμε και αδελφοί του Χριστού, που είναι ο πρωτότοκος εν πολλοίς αδελφοίς.
Είναι λοιπόν Πατέρας, γιατί μας δίδει την ζωή΄ και όχι μόνο την ζωή, αλλά εν Χριστώ την ζωή Του.
Και όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: “Ο γαρ Πατέρα ειπών τον Θεόν, και αμαρτημάτων άφεσιν και κολάσεως αναίρεσιν και υιοθεσίαν και κληρονομίαν και αδελφότητα την προς τον Μονογενή και Πνεύματος χορηγίαν, δια της μιας ταύτης ωμολόγησε προσηγορίας” (Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον, ομιλ. 19, Ε.Π.Ε., τόμ. 9ος, σελ. 668).
Προσφωνούντες τον πανάγιον Θεόν και παντοδύναμον Δημιουργόν του παντός “Πατέρα”, ομολογούμε όσα έκανε για μας τα ανάξια παιδιά Του, και μάλιστα δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού εν Αγίω Πνεύματι. Έτσι η επίκλησις “Πάτερ” μας ανάγει στο τριαδικό του Θεού.
Γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: “Πρεπόντως ο Κύριος διδάσκει αμέσως ν’ αρχίσουν (οι προσευχόμενοι) από την θεολογία΄ επίσης εισάγει τα όντα, Αυτός που είναι κατά την ουσία αίτιος των όντων. Γιατί τα λόγια της προσευχής περιέχουν φανέρωση του Πατέρα και του ονόματος του Πατέρα, και της βασιλείας του Πατέρα, για να μάθομε ευθύς εξαρχής να σεβόμαστε την εν Μονάδι Τριάδα και να την προσκυνούμε. Επειδή όνομα του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση, είναι ο Μονογενής Υιός. Και βασιλεία του Θεού και Πατέρα, με ουσιώδη υπόσταση, είναι το Άγιο Πνεύμα” (ένθ’ ανωτ., σελ. 256).
Η άπειρη αγάπη και φιλανθρωπία Του μας επιτρέπει και προτρέπει να τον ονομάζουμε πατέρα μας.
Ιλιγγιά ο νους του ευσεβούς ανθρώπου.
«Ποιός θα μου δώσει πτέρυγας ωσεί περιστεράς κατά το ψαλμικό, γράφει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, για να μπορέσω να υψωθώ επάνω από όλα τα αισθητά, τα αλλοιούμενα και μεταβαλλόμενα, στον Αμετάβλητο και Αναλλοίωτο και με κατάσταση της ψυχής άτρεπτη και ακλινή να Τον οικειωθώ πρώτα με την προαίρεσί μου και έπειτα να Τον επικαλεσθώ με την πολύ οικεία επίκλησι και να ειπώ: «Πατέρα». Τί ψυχή πρέπει να έχει αυτός που έτσι θα ομιλήση στον Θεό; Πόση παρρησία; Ποια συνείδησι;” (Εις την Προσευχήν, Λόγος 2ος, Ε.Π.Ε. τομ. 8ος, σελ. 43).
Μεγάλο και ανεκτίμητο το δώρο. Όσες φορές θελήσουμε, μπορούμε να απευθυνθούμε στον Θεό και να τον ονομάσουμε Πατέρα μας.
Και ακόμη, όταν ο χριστιανός αξιωθή και λάβη αισθητώς την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, τότε και αισθάνεται καρδιακά την πατρότητα του Θεού και την υιότητα την ιδική του.
Αισθάνεται υιική και τρυφερή αγάπη προς τον Θεό Πατέρα. Αισθάνεται ως φιλοπάτωρ υιός φιλοστόργου Πατρός.
Το ίδιο το Άγιο Πνεύμα κράζει στην καρδιά μας αββά ο Πατήρ, δηλαδή Πατερούλη, Πατερούλη, δημιουργώντας αυτή την τρυφερή αγάπη προς τον Θεό. “Ότι δε εστέ υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον΄ αββά ο πατήρ”.
Κατ’ εικόνα του ουρανίου Πατρός μπορούμε και εμείς οι άνθρωποι να γινώμεθα αληθινοί πατέρες, πνευματικοί ή σαρκικοί. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι δεν ονομάζουμε τον Θεόν Πατέρα κατ’ αναλογίαν των ανθρώπων πατέρων, αλλά τους ανθρώπους πατέρας κατ’ εικόνα του Θεού Πατρός, “εξ ού, κατά τον μέγαν Παύλον, πάσα πατριά εν ουρανοίς και επί γης ονομάζεται” (Λόγος 2ος κατά Γρηγορά, παρ. 69).
Αν οι επίγειοι πατέρες αντανακλούν την χάρι και την ευλογία του ουρανίου Πατρός, τότε είναι και αληθινοί πατέρες. Χωρίς αυτή την χάρι δεν είναι αληθινοί και γνήσιοι πατέρες και δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στα παιδιά τους. Όταν οι άνθρωποι απομακρύνονται από τον ουράνιο Πατέρα, δεν μπορούν να γίνουν γνήσιοι και σωστοί πατέρες.
Πόσοι άνθρωποι δεν υποφέρουν σήμερα γιατί δεν γνώρισαν ένα αληθινό και στοργικό πατέρα;
Ετερόδοξος χριστιανός, που προσήλθε στην Ορθοδοξία, είπε ότι έγινε ορθόδοξος γιατί μόνο στην Ορθοδοξία βρήκε πνευματικούς πατέρας, χάρισμα που χάθηκε στον δυτικό χριστιανισμό.
Θυμούμαι την περίπτωση του Ρουμάνου συγγραφέως Βιργκίλ Γκεωργκίου που, όπως αναφέρει ο ίδιος, στο πρόσωπο του πτωχού αλλά αγίου ιερέως πατέρα του είδε το πρόσωπο του Θεού. Αυτό το όραμα δεν τον άφησε ποτέ να απομακρυνθή από τον Θεό στο διάστημα της πολυκυμάντου ζωής του.
Προσφωνώντας τον Θεό, Πατέρα, αναγνωρίζουμε την πατρική Του πρόνοια για μας. Δεν είμαστε ορφανοί. Δεν βρισκόμαστε στην ζωή γιατί έτσι το θέλει κάποια τύχη ή τυφλή ειμαρμένη. Είμαστε πλάσματα της αγάπης Του και βρισκόμαστε συνεχώς κάτω από την πατρική Του παρακολούθησι και φροντίδα. Ακόμη και πίσω από τις δοκιμασίες της ζωής βρίσκεται η παιδαγωγούσα και θεραπεύουσα αγάπη Του.
Την πατρική αγάπη του Θεού μας υπενθυμίζει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: “Και πρώτον έχομεν χρέος να αγαπούμεν τον Θεόν μας, διατί μας εχάρισε τόσην γην μεγάλην, ευρύχωρον, εδώ πρόσκαιρα να κατοικούμεν, τόσες χιλιάδες – μυριάδες χόρτα, φυτά, βρύσες, ποταμούς, πηγάδια, θάλασσα, ψάρια, αέρα, ημέρα, νύκτα, φωτιά, ουρανόν, άστρα, ήλιον, φεγγάρι. Όλα αυτά δια ποιόν τα έκαμε; δια τ’ εμάς. Τί μας εχρεωστούσε; τίποτε. Όλα χάρισμα. Μας έκαμεν ανθρώπους και δεν μας έκανε ζώα, μας έκαμεν ευσεβείς και ορθοδόξους χριστιανούς και όχι ασεβείς και αιρετικούς. Και με όλον οπού αμαρτάνομεν χιλιάδες φορές την ώραν, μας ευσπλαχνίζεται χιλιάδες φορές την ώραν, μας ευσπλαχνίζεται ωσάν πατέρας και δεν μας θανατώνει να μας βάλη εις την Κόλασιν, αλλά ακαρτερεί την μετάνοιάν μας με τας αγκάλας του ανοικτάς, πότε να μετανοήσωμεν, να παύσωμεν από τα κακά και να κάνωμεν τα καλά, να εξομολογηθούμεν, να διορθωθούμεν, να μας αγκαλιάση, να μας φιλήση, να μας βάλη εις τον Παράδεισον να χαιρώμασθε πάντοτε. Τώρα τέτοιον γλυκύτατον Θεόν και τέτοιον γλυκύτατον αυθέντην και δεσπότην δεν πρέπει και εμείς να τον αγαπούμεν και, αν τύχη ανάγκη, να χύσωμεν και το αίμα μας χιλιάδες φορές δια την αγάπην του, καθώς το έχυσεν και εκείνος δια την αγάπη μας; (Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές, Ι. Μενούνου, Αθήνα 1979, σελ. 121).
Συναίσθημα λοιπόν ασφαλείας, που διώχνει κάθε ανασφάλεια και άγχος, πηγάζει από την εν πίστει επίκλησι του Θεού ως Πατέρα μας.
Μεγάλη η τιμή να ονομάζουμε τον Θεό Πατέρα μας, αλλά και μεγάλη η ευθύνη που προκύπτει για μας, που πρέπει να ζούμε ζωή αντάξια του ουράνιου Πατέρα μας. Ας θυμηθούμε τους λόγους του Κυρίου μας: “Γίνεσθε ουν οικτίρμονες καθώς και ο Πατήρ υμών οικτίρμων εστί” (Λουκ. 6, 36). “Έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο Πατήρ υμών ο εν τοις ουρανοίς τέλειός εστιν” (Ματθ. 5, 48).
Γράφει σχετικά ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: “Διά τούτο ο Κύριος μας παραγγέλλει τί λογής να προσευχώμεθα προς τον κατά χάριν Πατέρα μας, δια να φυλαττώμεθα πάντοτε υποκάτω εις την χάριν της υιοθεσίας έως τέλους΄ εις το να είμεθα δηλαδή τέκνα Θεού όχι μόνον κατά την αναγέννησιν και το βάπτισμα, αλλά και κατά την εργασίαν και πράξιν. Επειδή εκείνος οπού δεν κάμνει έργα πνευματικά άξια της άνωθεν αναγεννήσεως, αλλά σατανικά, ο τοιούτος δεν είναι άξιος να ονομάζη Πατέρα τον Θεόν, αλλά τον εναντίον Διάβολον κατά τον λόγον του Κυρίου μας: “Υμείς εκ του πατρός του Διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας του πατρός υμών θέλετε ποιείν” (Ιωάν. 8, 44)΄ ήγουν, εσείς είσθε γεννημένοι κατά την κακίαν από τον πατέρα σας τον Διάβολον, και τας κακάς επιθυμίας του πατρός σας αγαπάτε να κάμνετε. Μας προστάζει δε να τον ονομάζωμεν Πατέρα μας, ένα μέν, δια να μας πληροφορήση πως εγεννήθημεν κατά αλήθειαν τέκνα Θεού με την αναγέννησιν του θείου Βαπτίσματος΄ άλλο δε, ότι πρέπει να φυλάττωμεν και τα σημάδια, ήγουν τας αρετάς του Πατρός μας, εντρεπόμενοι τρόπον τινά την συγγένειαν οπού έχομεν με αυτόν” (Περί συνεχούς Μεταλήψεως, Αθήναι 1887, σελ. 24).
Ημών
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κύριος μας διδάσκει να προσφωνούμε τον Θεό όχι μόνο Πατέρα, αλλά Πάτερ ημών. Πατέρα μας. Όχι Πατέρα μου. Έτσι μας αποτρέπει από μια εγωιστική σχέσι με τον Θεό. Υπάρχει ο Θεός και εμείς, όχι ο Θεός και εγώ. Έτσι η καρδιά μας ανοίγει για όλους τους συνανθρώπους μας που είναι, λόγω της κοινής καταγωγής μας από τον Θεό Πατέρα, κατά φύσιν αδελφοί μας. Και προς όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς που, λόγω της κοινής πίστεώς μας και κοινής γεννήσεώς μας από την ίδια πνευματική κοιλία της Εκκλησίας, την αγία κολυμβήθρα, είναι επιπλέον και κατά χάριν και κατά πνεύμα αδελφοί μας.
Πώς μπορείς να έχης τον Θεό Πατέρα χωρίς να δέχεσαι τους συνανθρώπους σου και μάλιστα τους ομοπίστους σου ως αδελφούς;
«Μας διδάσκει ο Κύριος, γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, να προσευχώμεθα για όλους, να αναφέρουμε τις δεήσεις για το κοινό σώμα και καθόλου να μη επιδιώκουμε το ατομικό μας συμφέρον, αλλά σε κάθε περίπτωσι το του πλησίον. Έτσι και την έχθρα αφαιρεί και την αφροσύνη καταστέλλει, και τον φθόνο εκβάλλει, και την μητέρα όλων των αγαθών την αγάπη εισάγει, και την ανωμαλία εξορίζει των ανθρωπίνων πραγμάτων και δείχνει ότι είναι πολύ μεγάλη η ομοτιμία του βασιλέως προς τον πτωχό, αφού στα μέγιστα και αναγκαιότατα μετέχουμε όλοι.
Με το να δεχθή να κληθή πατέρας όλων εχάρισε σε όλους την ίδια ευγενική καταγωγή και άρα και ομοτιμία. Έτσι όλοι είμαστε ενωμένοι και κανείς δεν έχει περισσότερο από τον άλλο, ούτε ο πλούσιος από τον πτωχό, ούτε ο κύριος από τον δούλο, ούτε ο άρχων από τον αρχόμενο, ούτε ο βασιλεύς από τον στρατιώτη, ούτε ο φιλόσοφος από τον βάρβαρο, ούτε ο σοφός από τον αγράμματο» (ένθ’ ανωτ. σελ. 669).
Όπως θα ιδούμε περαιτέρω, και τα λοιπά αιτήματα της Κυριακής προσευχής μας βοηθούν να ξεπεράσουμε τον νοσηρό ατομικισμό και εγωκεντρισμό μας, την φιλαυτία, και να ανοιχθούμε και προσφερθούμε στον Θεό Πατέρα και στους αδελφούς μας. Να αποκτήσουμε δηλαδή την φιλοθεΐα, που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την φιλανθρωπία-φιλαδελφία.
Ο εν τοις ουρανοίς
Ο Πανάγιος Θεός είναι Πατέρας μας, αλλά και ο μόνος εν τοις ουρανοίς Πατέρας. Διευκρινίζει ο άγιος Χρυσόστομος: “Το δε εν τοις ουρανοίς’ όταν είπη, ουκ εκεί τον Θεόν συγκλείων τουτό φυσιν, αλλά της γης απάγων τον ευχόμενον και τοις υψηλοίς προσηλών χωρίοις και ταις άνω διατριβαίς” (ένθ’ ανωτ. σελ. 668). Δεν περιορίζει δηλαδή τον Θεό στον ουρανό αλλά υψώνει από την γη τον προσευχόμενο και τον προσηλώνει στους ανώτερους χώρους και τις άνω κατοικίες.
Την αγιότητα λοιπόν του Θεού Πατρός δηλώνει το “εν ουρανοίς” και όχι τον τόπο του πανταχού παρόντος Θεού.
Έτσι θεολογεί και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: “Διότι η διάστασις ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο δεν είναι τοπική, ώστε να χρειαστούμε κάποιο τέχνασμα ή κάποια επινόησι, για να μεταφέρουμε το βαρύ και παχυλό και χωμάτινο τούτο σαρκίο στην ασώματο και νοερά διαγωγή. Αλλά επειδή η αρετή είναι νοητώς χωρισμένη από το κακό, στην προαίρεσι μόνο του ανθρώπου απόκειται το να είναι σε εκείνο, προς το οποίο κλίνει με την επιθυμία του” (ένθ’ ανωτ. σελ. 51).
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης μας δίδει την πρακτική και ηθική συνέπεια της φράσεως αυτής: “Αλλ’ επειδή ο Πατέρας μας είναι εις τους ουρανούς, πρέπει και ημείς να βλέπωμεν με τον νούν μας εις τον ουρανόν, εκεί όπου είναι η πατρίδα μας, η άνω Ιερουσαλήμ, και όχι κάτω εις την γην ωσάν τους χοίρους, αλλ’ εις αυτόν τον γλυκύτατόν μας Σωτήρα και Δεσπότην και εις τα ουράνια κάλλη του Παραδείσου. Όχι μόνον εις καιρόν προσευχής, αλλά παντοτεινά και εις κάθε καιρόν πρέπει να έχωμεν τον νουν μας εις τον ουρανόν, δια να μη σκορπίζεται εδώ κάτω εις τα φθαρτά και πρόσκαιρα πράγματα” (ένθ’ ανωτ. σελ. 28).
Αγιασθήτω το όνομά σου
Είναι το πρώτο αίτημα της Κυριακής προσευχής. Το “αγιασθήτω” σημαίνει “δοξασθήτω”, κατά τον άγιο Χρυσόστομο.
Δεν έχει ασφαλώς ο άκτιστος Θεός την ανάγκη να δοξάζεται από τα κτιστά του πλάσματα. Θέλει όμως να τον δοξάζουμε, γιατί αυτό ωφελεί εμάς τους ανθρώπους.
Μας προφυλάσσει από τον κίνδυνο να δοξάζουμε τον εαυτό μας με δόξα ψευδή, που δεν μας ανήκει. Η φιλοδοξία είναι γέννημα της φιλαυτίας.
Δοξάζοντας τον Θεό τοποθετούμεθα σωστά στον κόσμο, αναγνωρίζοντας τον Θεό ως άξιο δόξης, γιατί αυτός είναι ο Δημιουργός, ο Πατέρας, ο Πανάγιος, ο Λυτρωτής, η Αρχή και το Τέλος, το Κέντρο του κόσμου. Ενώ εμείς είμεθα πλάσματά Του, που υπάρχουμε και ζούμε γιατί εκείνος το θέλει.
Δοξάζοντας τον εαυτό σου εξαπατάσαι. Δοξάζοντας τον Θεό αναγνωρίζεις την φύσι σου, τον προορισμό σου, ότι δηλαδή δεν είσαι το κέντρο του κόσμου, δεν είσαι η πηγή της ζωής και της αγιότητος, δεν είσαι από μόνος σου άπειρος και αθάνατος. Με άλλα λόγια δέχεσαι τα όριά σου.
Όταν οι άνθρωποι δοξάζουν τον εαυτό τους δεν μπορούν να δοξάσουν τον Θεό. Αυτό έπαθαν οι πρωτόπλαστοι. Αυτό έπαθαν οι διδάσκαλοι του Ισραήλ, για τους οποίους ομιλεί ο Κύριος στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: “Πώς δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρ’ αλλήλων λαμβάνοντες και την δόξαν την παρά του μόνου Θεού ου ζητείτε;” (Ιω. 5, 44). Αυτό παθαίνει και η σύγχρονη ουμανιστική μας φιλοσοφία, που θέλει τον άνθρωπο κέντρο του κόσμου. Την στάσι του ουμανιστού ανθρώπου συνοψίζει ο Γάλλος άθεος συγγραφεύς Ζ. Π. Σάρτρ, όταν λέγη πρός τον Θεό: “Όταν υπάρχης Σύ, δεν μπορώ να υπάρχω εγώ. Ή Συ ή εγώ”.
Και όμως ο άνθρωπος τότε αληθινά δοξάζεται, όταν δοξάζη τον Θεό, όταν μέσα στο Θεό μπορεί να γίνη όχι ανεξάρτητος από τον Θεό, όχι ψευδοθεός, αλλά Θεός κατά Χάριν, άναρχος, και ατελεύτητος, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη έδειξαν για μια ακόμη φορά πως, όταν οι άνθρωποι αρνούνται να δοξάσουν τον Θεό, θεοποιούν κάποιον άνθρωπο που τον δοξάζουν ως θεό. Τα είδωλα όμως πέφτουν και οι αρνούμενοι να δοξάσουν τον αληθινό Θεό βρίσκονται στο χάος.
Και ακόμη, ο άνθρωπος που αρνείται να δοξάση τον Θεό, στο τέλος αντί δόξης περιβάλλεται την αθλιότητα ακατονόμαστων παθών και κακιών.
Οι χριστιανοί μπορούν να συντελέσουν στο να δοξάζεται ο Θεός, όταν ζουν ζωή αγία. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Κυρίου: “Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς” (Ματθ. 5, 16).
Αντίθετα όταν δεν έχουμε πολιτεία αντάξια του Θεού, στον οποίον πιστεύουμε, “βλασφημείται το όνομα του Θεού δι’ υμάς εν τοις έθνεσι” (Ρωμ. 2, 24). Γι’ αυτό και η ευχή “αγιασθήτω το όνομά σου” σημαίνει τελικά, κατά τον άγιο Χρυσόστομο: “καταξίωσον… ούτως ημάς βιούν καθαρώς, ως δι’ ημών άπαντάς σε δοξάζειν” (ένθ’ ανωτ. σελ. 672).
Κατά τον ίδιο Άγιο, είναι δείγμα τελείας φιλοσοφίας το να δίδουμε σε όλους το παράδειγμα ακηλίδωτου βίου, ώστε κάθε ένας που μας βλέπει να αναπέμπη στον Κύριο την δοξολογία γι’ αυτό (ένθ’ ανωτ.).
Το όνομα του Θεού δοξάζεται, όταν οι χριστιανοί αδιάλειπτα, καρδιακά και νοερά κράζουν: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”. Ελέχθη ήδη ότι το όνομα του Θεού είναι ο Ιησούς Χριστός. Η επίκλησις του θείου ονόματος αγιάζει τον άνθρωπο. Και όταν ο άνθρωπος αγιάζεται, δοξάζεται και ο ουράνιος Πατέρας.
Επί τη ευκαιρία θα ήθελα να εκφράσω την άποψη ότι η ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν”, είναι σύνοψις της Κυριακής προσευχής. Η επίκλησις και τα τρία πρώτα αιτήματα συνοψίζονται στο “Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού”, ενώ τα τρία τελευταία στο “ελέησόν με τον αμαρτωλόν”.
Έτσι η ευχή εκφράζει το πνεύμα της Κυριακής προσευχής, και ακόμη προετοιμάζει τον ευχόμενο να λέγη με περισσότερο ζήλο και πνευματική αίσθησι το “Πάτερ ημών”.
Ελθέτω η Βασιλεία σου
Όταν ο Θεός βασιλεύη στον άνθρωπο, ο άνθρωπος ελευθερώνεται, ειρηνεύει, αναπαύεται, αγιάζεται. Όταν δεν βασιλεύη ο Θεός στον άνθρωπο, ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος στην τυραννία του διαβόλου που τον υποδουλώνει στα πάθη, στην φιλαυτία και τον φέρνει στην ανία, στο κενό, στην πλήξι, στην μοναξιά, κάνοντας την ζωή του κόλασι.
Ο σημερινός κόσμος που αρνείται την βασιλεία του Θεού, βασανίζεται από φρικτές δαιμονικές καταστάσεις, όπως την μαγεία, τις δεισιδαιμονίες, τα ναρκωτικά, την τρομοκρατία, τα εγκλήματα, την διάλυσι της οικογενείας.
Μας διδάσκει λοιπόν ο Κύριος να ζητούμε να έλθη η Βασιλεία του, που κατά τους αγίους Πατέρας είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Γράφει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: “Επειδή η ανθρώπινη φύσις αυτοθελήτως εσκλαβώθη εις τον ανθρωποκτόνον Διάβολον, δια τούτο μας προστάζει ο Κύριός μας να παρακαλούμεν τον Θεόν να μας ελευθερώση από την πικράν τυραννίαν του Διαβόλου. Αλλεοτρόπως δε τούτο δεν γίνεται πάρεξ εάν έλθη η βασιλεία του Θεού εις ημάς, ήγουν το Πνεύμα το Άγιον, δια να αποδιώξη από λόγου μας τον τύραννον εχθρόν και να βασιλεύση εις ημάς… Δια τούτο πρέπει να λέγωμεν κατά τον θείον Μάξιμον΄ «Ελθέτω σου το Πνεύμα σου το Άγιον, όπως καθαρίση ημάς ολικώς ψυχή τε και σώματι»΄ ήγουν, ας έλθη το Πνεύμα το Άγιον, δια να μας καθαρίση τελείως και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν, δια να γίνωμεν κατοικία αξία εις το να υποδεχθώμεν όλην την Αγίαν Τριάδα δια να βασιλεύση εις το εξής ο Θεός εις ημάς, ήγουν εις τας καρδίας μας, καθώς είναι γεγραμμένον΄ “η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν” (Λουκ. 17, 21) (ένθ’ ανωτ. σελ. 35-36).
Μας λέγει η Γένεσις ότι κατά την δημιουργίαν του κόσμου σκότος εκάλυπτε την άβυσσο και Πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος. Το Άγιο Πνεύμα εδίωξε τα σκοτάδια και εμορφοποίησε το χάος. Σκότος και χάος βασιλεύει και στο εσωτερικό του ανθρώπου. Μόνον όταν ο άνθρωπος αφήση το Άγιο Πνεύμα να κατοικήση μέσα του, καθαρίζεται από τα πάθη, φωτίζεται, βρίσκει την εσωτερική του ισορροπία και ενότητα. Γι’ αυτό και στην προσευχή προς το Άγιο Πνεύμα, το “Βασιλεύ ουράνιε”, που είναι επέκτασις του “ελθέτω η βασιλεία Σου”, λέμε: “ελθέ και σκήνωσον εν ημίν και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος και σώσον αγαθέ τας ψυχάς ημών”.
Γράφει σχετικά και ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: “Αν λοιπόν ζητήσουμε να έρθει σ’ εμάς η βασιλεία του Θεού, αυτά να ικετεύσομε το Θεό με όλη τη δύναμή μας: Ν’ απαλλαγώ από τη φθορά, να ελευθερωθώ από το θάνατο, να μου χαλαρωθούν τα δεσμά της αμαρτίας, να μη βασιλεύει επάνω μου ο θάνατος, ν’ αδρανήσει πια η εναντίον μου τυραννική εξουσία της κακίας, να μη με νικήσει ο εχθρός ούτε να μ’ αιχμαλωτίσει με την αμαρτία΄ αλλά ας έρθει σ’ εμένα η βασιλεία σου, για να αποχωρήσουν από μένα ή καλύτερα να αποχωρήσουν στο μη ον τα πάθη που κυριαρχούν τώρα και βασιλεύουν” (Εις την Προσευχήν, Λόγος 3ος, ένθ’ ανωτ. σελ. 69).
Είναι φανερό από τα ανωτέρω ότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι μια εξωτερική τακτοποίησις του κόσμου, αλλά η ενοίκησις του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας, που έχει ως αποτέλεσμα την μεταμόρφωσι του κόσμου μέσω των μεταμορφωμένων ανθρώπων.
Γι’ αυτό η ορθόδοξος Εκκλησία μας ουδέποτε επεδίωξε την κατάκτησι του κόσμου, όπως ο δυτικός χριστιανισμός, αλλά την εν Χριστώ μεταμόρφωσί του. Και ο ορθόδοξος μοναχισμός δεν είναι ακτιβιστικός – των έργων -, αλλά ησυχαστικός, της προσευχής και της θεωρίας, μέσω της οποίας ο άνθρωπος αγιάζεται και μεταμορφώνεται σε καινή κτίσι.
Η μετοχή των Αγίων στο άκτιστο φως της Αγίας Τριάδος είναι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, μετοχή στην Βασιλεία του Θεού, στην δόξα του και στην λαμπρότητά του.
Γενηθήτω το θέλημά σου ως εν ουρανώ και επί της γης
Το εγωιστικό θέλημα εχώρισε τον άνθρωπο από τον Θεό, τον εξώρισε από τον παράδεισο και έγινε αιτία όλων των κακών. Αν δεν απαρνηθή ο άνθρωπος το εγωιστικό του θέλημα και δεν υιοθετήση το άγιο θέλημα του Θεού, δεν μπορεί να θεραπευθή από την βαρειά αρρώστια της φιλαυτίας και του εγωισμού.
Την ανυπακοή του Αδάμ και της Εύας στο άγιο θέλημα του Κυρίου ήλθε να διορθώση ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, και η νέα Εύα, η Θεοτόκος, με την τελεία υπακοή Τους.
Ο Χριστός έγινε υπήκοος στο θέλημα του Πατρός Του μέχρι θανάτου και μάλιστα σταυρικού θανάτου. Κατά την αγωνία της Γεθσημανή ο Κύριος παρεδόθη τελείως στο θέλημα του Θεού Πατρός: “Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο΄ πλην ουχ ως εγώ θέλω, αλλ’ ως συ” (Ματθ. 26, 39).
Μας άνοιξε έτσι τον κλειστό μέχρι τώρα δρόμο προς τον Θεό δια της υπακοής Του και έγινε ο πνευματικός γενάρχης της γενεάς των υπηκόων τέκνων του Θεού.
Κάθε χριστιανός που αποτάσσεται προ του Αγίου Βαπτίσματος τον διάβολο και συντάσσεται με τον Χριστό, υπόσχεται να εισέλθη στην υπακοή του Χριστού.
Την χάρι να κάνουμε εμείς και όλοι οι άνθρωποι το άγιο θέλημα του Κυρίου ζητούμε με το αίτημα αυτό. Ζητούμε δε να γίνη το θέλημα του Θεού ολοκληρωτικά, όπως γίνεται από τους αγίους αγγέλους, που κάνουν τελεία υπακοή στον Θεό. Ερμηνεύει ο άγιος Χρυσόστομος: “ούτω και ημάς καταξίωσον τους ανθρώπους μη εξ ημισείας το θέλημά σου ποιείν, αλλά πάντα καθάπερ θέλεις πληρούν”. Και προσθέτει: “Και πάλιν την υπέρ της οικουμένης πρόνοιαν έκαστον ημών των προσευχομένων αναδέχεσθαι επέταξεν. Ουδέ γάρ είπε, γενηθήτω το θέλημά σου εν εμοί, ή εν ημίν΄ αλλά, πανταχού της γης, ώστε λυθήναι την πλάνην και φυτευθήναι την αλήθειαν και εκβληθήναι κακίαν άπασαν και επανελθείν αρετήν, και μηδέν ταύτην διαφέρειν λοιπόν τον ουρανόν της γης. Ει γαρ τούτο γένοιτο, φησίν, ουδέν διοίσει τα κάτω των άνω, ει και τη φύσει διέστηκεν, αγγέλοις ετέροις της γης ημίν επιδεικνυμένοις” (ένθ’ ανωτ. σελ. 674).
Ο άγιος Χρυσόστομος εκήρυττε και ζητούσε από τους χριστιανούς να ζουν την τέλεια χριστιανική ζωή, ώστε πριν μεταστούν στην αιώνια ζωή να ζουν την Βασιλεία του Θεού. Να γίνη η γη ουρανός.
Οι άνθρωποι τηρούν τις εντολές του Θεού ή από φόβο να μη κολαστούν, ή για να λάβουν αμοιβή από τον Θεό, ή από καθαρή και ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό. Στην πρώτη περίπτωση ενεργούν σαν δούλοι, στην δεύτερη σαν μισθωτοί και στην τρίτη σαν υιοί. Προς αυτό το τελευταίο πρέπει να τείνουμε όλοι. Να κάνουμε το θείο θέλημα από καθαρή αγάπη προς τον Θεό, ως υιοί Του. Αυτό είναι δείγμα τελειότητας. Έτσι κάνουν και άγιοι άγγελοι στον ουρανό.
Όσο ο άνθρωπος κάνει το δικό του θέλημα, δεν μπορεί να βρη αληθινή εσωτερική αναύπασι. Όταν όμως κάνη το θέλημα του Θεού, συμφιλιώνεται με τον Θεό και ειρηνεύει. Αυτή είναι και η άνωθεν ειρήνη που ζητούμε στη Θεία Λειτουργία.
Μέσα στις εντολές του Θεού κρύβεται ο ίδιος ο Θεός κατά τους αγίους Πατέρας. Γι’ αυτό και όποιος τηρεί τις εντολές του Θεού ενώνεται με τον Θεό.
Αλλά και όταν ακόμη κάνουμε όλα τα διαταχθέντα, θα αισθανόμαστε ως “αχρείοι δούλοι”, κατά τον λόγο του Κυρίου, γιατί δεν σωζόμαστε από τα καλά μας έργα, αλλά από την Χάρι του Θεού. Η φαρισαϊκή αυτοδικαίωσι (ηθικισμός) δεν έχει καμμία σχέσι με το ταπεινό ορθόδοξο χριστιανικό ήθος. Όπως εδίδαξε και ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, τα καλά μας έργα αποτελούν προϋπόθεσι για να λάβουμε την Χάρι του Θεού, αλλά και καρπό της΄ ποτέ όμως δεν μπορούν να αποτελούν τον σκοπό της χριστιανικής ζωής, που είναι πάντα η απόκτησις της θείας Χάριτος.
Η τήρησις των εντολών του Θεού, που κατά βάθος εκφράζουν την περιεκτική αρετή της αγάπης, οδηγεί στην αληθινή ελευθερία, την ελευθερία της αγάπης που ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον εγωισμό. Η ελευθερία του εγωισμού είναι ψευδοελευθερία. Οι χριστιανοί διαλέγοντας την υπακοή τους προς τον Θεό διαλέγουν την ελευθερία της αγάπης, που προϋποθέτει το σταύρωμα και την θυσία του εγωισμού μας.
Είναι αυτό που λέγουν οι άγιοι Πατέρες μέσα από τον αγώνα και την εμπειρία τους: “Η υπακοή ζωή, η ανυπακοή θάνατος”.
Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον
Κατά τον άγιο Χρυσόστομο, όσον αφορά την πολιτεία, το ήθος, ο Κύριος επιτάσσει να ζητούμε αγγελική διαγωγή και να εκπληρώνουμε ότι οι άγγελοι εκπληρώνουν. Επειδή όμως εμείς ως άνθρωποι φέρουμε σάρκα, μας εδίδαξε να ζητούμε και τα αναγκαία για το σώμα. Να μη ζητούμε την πολυτέλεια και την τρυφή, αλλά τον άρτον τον επιούσιον (δηλαδή τα βασικά και απαραίτητα), και μάλιστα “σήμερον”, χωρίς αγωνιώδη μέριμνα, “ώστε μη περαιτέρω συντρίβειν εαυτούς τη φροντίδι της επιούσης ημέρας” (ένθ’ ανωτ. σελ. 672).
Με το αίτημα αυτό ζητούμε, κατά τους αγίους Πατέρας, όχι μόνο τον υλικό άρτο, αλλά κυρίως τον πνευματικό Άρτο, που είναι ο Χριστός. Ο Χριστός προσφέρεται σε μας με το λόγο Του και με το Σώμα και με το Αίμα Του. Σε κάθε Θεία Λειτουργία γίνεται αυτή η προσφορά.
Στο πρώτο μέρος της θείας Λειτουργίας, το διδακτικό, προσφέρεται ο λόγος του Θεού με τους στίχους της Παλαιάς Διαθήκης στα Αντίφωνα και στη συνέχεια με το Αποστολικό και το Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Στον Άγιον Όρος ψάλλονται και οι μακαρισμοί.
Στο δεύτερο μέρος της θείας Λειτουργίας μετέχουμε στην θυσία του Χριστού και κοινωνούμε το σταυρωθέν και αναστάν Σώμα Του. Γι’ αυτό και προ της θείας Κοινωνίας απαγγέλλουμε την Προσευχή αυτή, αφού προηγηθή η εκφώνησις “και καταξίωσον ημάς, Δέσποτα, μετά παρρησίας ακατακρίτως τολμάν επικαλείσθαι Σε τον επουράνιον Θεόν Πατέρα, και λέγειν”.
Έτσι η προσευχή αυτή συνδέεται άμεσα με την Θεία Ευχαριστία και μας οδηγεί στην ευχαριστιακή χρήσι του κόσμου. Ζητώντας από τον Θεό τα αγαθά, Τον αναγνωρίζουμε ως τον μόνο χορηγό κάθε καλού, και όλα τα δώρα της ζωής τα αναγνωρίζουμε ως δικά Του δώρα.
Αυτό μας βοηθεί να έχουμε ταπείνωσι, ευγνωμοσύνη και ευχαριστία προς τον Θεό. “Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω”, “Άξιον και δίκαιον”, “Υπέρ τούτων απάντων ευχαριστούμεν σοι… των φανερών και αφανών ευεργεσιών των εις ημάς γεγενημένων… ων ίσμεν και ων ουκ ίσμεν”.
Μας βοηθεί ακόμη να αντιπροσφέρουμε στον Θεό τα δώρα Του΄ “Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα”.
Τώρα μπορούμε να τηρούμε την σωστή στάσι απέναντι των δώρων του Θεού, ανθρώπων και πραγμάτων, που επειδή είναι δώρα του Θεού δεν πρέπει να τα περιφρονούμε ή να τα ατιμάζουμε ή να τα εκμεταλλευώμεθα. Έτσι μπορούμε να κάνουμε την σωστή ευχαριστιακή χρήσι του κόσμου αποφεύγοντας την πνευματικώς καταστροφική κατάχρησι ή παράχρησι.
Αν είχαμε υιοθετήσει τον ευχαριστιακό τρόπο ζωής, θα σεβώμαστε την κτίσι που μας περιβάλλει και δεν θα είχαμε φθάσει στην σημερινή φοβερή οικολογική καταστροφή.
Ας προσέξουμε και τούτο. Ο σύγχρονος καταναλωτικός τρόπος ζωής έρχεται σε πλήρη αντίθεσι με το πνεύμα του αιτήματος αυτού. Δεν είναι ευχαριστιακός, αλλά αχαριστιακός. Δεν είναι φιλάδελφος, αλλά εγωιστικός και ατομικιστικός. Δεν αγαπά την λιτότητα, τον επιούσιο, αλλά επιδιώκει την αλόγιστη σπατάλη και πολυτέλεια. Όλοι όμως γνωρίζουμε ότι η υπερκαταναλωτική κοινωνία μας τελικά γίνεται ο τάφος μας και η αιτία πολλών αδικιών και κοινωνικών κακών.
Είναι ακόμη αξιοπρόσεκτο ότι δεν ζητούμε τον άρτο τον επιούσιο μόνο για τον εαυτό μας, όπως και στα προηγούμενα αιτήματα, αλλά για όλους μας. Δεν μπορείς να ξεχάσεις τους αδελφούς σου, όταν ζητάς από τον Θεό τα υλικά και πνευματικά αγαθά.
Στο “ημών” και στο “ημίν” του αιτήματος αυτού βασίζεται η ορθόδοξος κοινωνιολογία, φιλανθρωπία και φιλαδελφία. Μας θυμίζει τον πολλαπλασιασμό από τον Κύριο των πέντε άρτων και των δύο ιχθύων στην έρημο για να χορτάση όλος ο λαός. Όπως και την κοινοκτημοσύνη των πρώτων χριστιανών των Ιεροσολύμων και των συγχρόνων μοναστικών κοινοβίων.
Εδώ ακόμη βασίζεται και η ορθόδοξος ιεραποστολή. Πως μπορούμε να μη πονέσουμε και να μην ενδιαφερθούμε για την μετάδοσι του ουρανίου Άρτου σ’ αυτούς που λιμοκτονούν πνευματικά;
Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών
Όσο ο άνθρωπος ζη εγωκεντρικά, δεν μπορεί να συγχωρήση τον συνάνθρωπό του. Ο θιγόμενος εγωισμός του δεν του το επιτρέπει. Όταν όμως αποφασίση δια της μετανοίας να ζήση θεοκεντρικά, τότε συγχωρεί όσους τον εστενοχώρησαν, αδίκησαν και έβλαψαν.
Η απαλλαγή από την μνησικακία θέλει αγώνα, γιατί ο εγωισμός δυναστεύει τον έσω άνθρωπο. Γι’ αυτό ο Κύριος μας εδίδαξε να ζητούμε την συγχώρησί μας από τον Θεό, υπό τον όρο ότι και εμείς θα συγχωρούμε τους πταίοντας σε μας.
Θα μπορούσε, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, να μας συγχωρή ο Κύριος χωρίς να απαιτή προηγουμένως να συγχωρούμε εμείς τους συνανθρώπους μας. “Αλλ’ όμως και ούτω την αυτού φιλανθρωπίαν επιδείκνυται…, αλλά βούλεταί σε και εντεύθεν ευεργετείσθαι, μυρίας σοι πανταχόθεν παρέχων ημερότητος και φιλανθρωπίας αφορμάς και το εν σοί θηριώδες εκβάλλων και τον θυμόν σβεννύς και πανταχόθεν σε συγκολλών τω μέλει τω σω” (ένθ’ ανωτ. σελ. 680).
Πράγματι με την μνησικακία και εχθρότητα χωρίζεσαι από τον αδελφό σου, που είναι δικό σου μέλος, αφού αμφότεροι είσθε μέλη Χριστού και άρα αλλήλων μέλη. Με την άφεσι και την συμφιλίωσι επανασυνδέεσαι και συγκολλάσαι με το δικό σου μέλος. Πως μπορείς αλήθεια να αναπαύεσαι, όταν κάποιο μέλος σου είναι αποκολλημένο από το σώμα σου; Μόνο αν δεν είσαι μέλος του Σώματος του Χριστού ή αν είσαι νεκρό μέλος Του δεν θα αισθάνεσαι και τον αδελφό σου ως ιδικό σου μέλος.
Ο χριστιανός που ζη θεοκεντρικά, ζη κατά μίμησιν του ουράνιου Πατρός. Αφού συγχωρεί ο Θεός, συγχωρεί και αυτός. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ζητά από τον Θεό, την ιδική του συγχώρησι, χωρίς ο ίδιος να συγχωρή τα ελαφρότερα παραπτώματα του συνδούλου του; Θα ωμοίαζε προς τον πονηρό δούλο της γνωστής παραβολής που, ενώ ο εύσπλαχνος Κύριος του εχάρισε ένα τεράστιο χρέος, αυτός δεν εχάριζε στον σύνδουλό του ελάχιστο ποσό.
Μας βοηθεί το αίτημα αυτό ακόμη να διατηρούμε ταπεινό φρόνημα, γιατί μας υπενθυμίζει όχι μόνο την προσωπική μας αμαρτωλότητα, αλλά και την αμαρτωλότητα της ανθρωπίνης φύσεως, στην οποία εύστοχα αναφέρεται ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης:
«Ας μετρήσομε λοιπόν αρχίζοντας από δω τα πλημμελήματα των ανθρώπων απέναντι στο Θεό.
Κατά πρώτον ο άνθρωπος έγινε ένοχος τιμωρίας στο Θεό, γιατί απομακρύνθηκε από το δημιουργό του κι αυτομόλησε στις τάξεις του εχθρού, αφού έγινε δραπέτης κι αποστάτης από τον φυσικό Κύριό του.
Δεύτερο, γιατί αντάλλαξε την αυτεξούσια ελευθερία του με την ολέθρια δουλεία της αμαρτίας και προτίμησε, αντί να είναι κοντά στο Θεό, να εξουσιάζεται από τη δύναμι της καταστροφής.
Αλλά από ποιό κακό θα μπορεί να θεωρηθεί δεύτερο το να μη βλέπει την ομορφιά του δημιουργού, αλλά να στρέψει το πρόσωπό του στην ασχήμια της αμαρτίας;
Αλλά και η περιφρόνηση των θεϊκών αγαθών και η προτίμηση προς τα δολώματα του πονηρού σε ποιό βαθμό τιμωρίας μπορεί να ταχθεί;
Επίσης η καταστροφή της εικόνας και ο αφανισμός της σφραγίδας, που μας σφράγισε κατά την αρχική δημιουργία μας, και η απώλεια της δραχμής και η αναχώρηση από το πατρικό τραπέζι και ο εθισμός στον βρωμερό βίο των χοίρων και η κατασπατάληση του πολύτιμου πλούτου και όσα άλλα παρόμοια πλημμελήματα μπορούμε να βρούμε στη Γραφή και να σκεφθούμε με το νου μας, ποιός λόγος μπορεί να τ’ αριθμήσει;
Επειδή λοιπόν σε τέτοια πλημμελήματα είναι ένοχο το ανθρώπινο γένος απέναντι στο Θεό και πρέπει να εκτίσει τιμωρία, γι’ αυτό νομίζω μας παιδαγωγεί ο Λόγος με τα λόγια της προσευχής, να μη δείχνομε καθόλου θάρρος κατά τη συνομιλία μας με το Θεό, επειδή έχομε τάχα καθαρή συνείδηση, ακόμα κι αν είναι κάποιος όσο γίνεται περισσότερο απαλλαγμένος από τα ανθρώπινα πλημμελήματα» (Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Εις την Προσευχήν, Λόγος 5ος, ένθ’ ανωτ. σελ. 107).
Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού
Και μη επιτρέψης, Κύριε, να πέσωμε σε πειρασμό, αλλά γλύτωσέ μας από τον πονηρό.
Δύο ειδών είναι οι πειρασμοί κατά τον άγιο Μάξιμο. Οι ενήδονοι και οι ενόδυνοι. Αυτοί που φέρουν ηδονή και αυτοί που φέρουν οδύνη. Οι πρώτοι είναι εκούσιοι και γεννούν τα πάθη.
Οι δεύτεροι είναι ακούσιοι και διώχνουν τα πάθη. Τους εκούσιους πρέπει να αποφεύγουμε. Τους ακούσιους να μη επιδιώκουμε και να απευχώμεθα, διότι είμεθα αδύνατοι και μπορεί να υποκύψουμε΄ αλλ’ όταν έλθουν, να τους υπομένουμε με γενναιότητα ως “καθαρτήριον” της ψυχής.
Αναφερόμενος στο θέμα των οδυνηρών πειρασμών ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης παρατηρεί: “Ο Θεός λοιπόν κινούμενος εις συμπάθειαν της ταλαιπωρίας και παρανόμου κλίσεώς μας, παραχωρεί να μας έρχονται οι πειρασμοί, και κάποτε να είναι πολύ φρικτοί και φοβεροί, κατά διαφόρους τρόπους, δια να ταπεινούμεθα και να γνωρίζωμεν τον εαυτόν μας, αγκαλά και μας φαίνονται πως είναι ανωφελείς΄ και εδώ δείχνει εν ταυτώ την αγαθότητα και την σοφίαν του΄ επειδή με εκείνο που φαίνεται εις ημάς πλέον βλαπτικόν, περισσότερον μας ωφελεί΄ επειδή ταπεινούμεθα περισσότερον΄ το οποίον είναι πλέον χρειαζόμενον από όλα εις την ψυχήν μας”.
Διδάσκοντάς μας ο Κύριος να μη επιδιώκουμε του πειρασμούς, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, μας εκπαιδεύει να γνωρίζουμε την αδυναμία μας, και έτσι καταστέλλει το “φύσημα”, την οίησι, την υπερηφάνεια. Όταν όμως έρχωνται οι πειρασμοί χωρίς εμείς να τους ζητούμε, τότε πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε με γενναιότητα, “ίνα και το γενναίον αντιδειξώμεθα και το ακενόδοξον”.
Παρατηρεί ακόμη ο άγιος Χρυσόστομος ότι ο Κύριος δεν λέγει από των “πονηρών”, δηλαδή πονηρών ανθρώπων, αλλά από του “πονηρού”, δηλαδή του διαβόλου, για να μας διδάξη να μη αιτιώμεθα και μνησικακούμε κατά των ανθρώπων που μας στεναχωρούν, αλλά κατά του διαβόλου που τους υποκινεί. Καλεί δε τον διάβολο πονηρό, “κελεύων ημάς άσπονδον προς αυτόν έχειν πόλεμον”, και ακόμη για να δείξη ότι η πονηρία δεν είναι φυσική κατάστασις, αλλά αποτέλεσμα της κακής προαιρέσεως.
Ότι Σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα
Είναι φυσικό να τελειώνη η Προσευχή με την δοξολογία του Θεού και όχι με την παράκλησι να ρυσθούμε από τον πονηρό. Τον τελευταίο λόγο στον κόσμο έχει ο παντοδύναμος Θεός, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων, και όχι ο διάβολος που κατά παραχώρησιν φαίνεται πολλές φορές να κινή τα νήματα της ιστορίας. Ο διάβολος μπορεί να φέρη αναστάτωσι, να επικρατεί προσωρινά στον κόσμο με τα όργανά του, αλλά τελικά θα γίνη το θέλημα του Κυρίου.
Η εξουσία του Αντιχρίστου είναι προσωρινή. Ο Χριστός είναι ο Αιώνιος Κύριος και Βασιλεύς. Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν.
Γι’ αυτό και μόνο στον Τριαδικό Θεό ανήκει η δόξα.
Παρατηρεί πάλιν το χρυσούν στόμα της Εκκλησίας: “Αφού λοιπόν μας έφερε σε κατάστασι αγωνίας με την ανάμνησι του εχθρού και έκοψε από την ρίζα όλη την ραθυμία μας, πάλι μας ενθαρρύνει και αναπτερώνει το φρόνημά μας θυμίζοντάς μας τον Βασιλέα, του οποίου είμαστε υπήκοοι, και φανερώνοντάς τον δυνατώτερο από όλους λέγει «Σου γαρ εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα». Επομένως, εφ’ όσον η βασιλεία είναι δική του, κανείς δεν πρέπει να φοβάται, διότι δεν υπάρχει κανείς που να του αντιστέκεται και να μοιράζεται την εξουσία μαζί του» (Αγ. Χρυσοστόμου, ένθ’ ανωτ. σελ. 683).
* * *
Όσο η αδυναμία και ο περιορισμένος χρόνος επέτρεψε, εμβαθύναμε στα θεία λόγια της Κυριακής Προσευχής.
Η ψυχή μας πληρούται ευχαριστίας προς τον φιλάνθρωπο Κύριο που μας παρέδωσε την αγία αυτή προσευχή, δύναμι, φως και παρηγορία στον δρόμο της ζωής μας.
Όλα τα αιτήματα της Κυριακής προσευχής μας βοηθούν να ελευθερωθούμε από την φιλαυτία μας, να μη ζούμε εγωιστικά για τον εαυτό μας, αλλά για τον Θεό μας και τον συνάνθρωπό μας. Όσο αδειάζουμε από την φιλαυτία μας, τόσο εισέρχεται μέσα μας ο Θεός.
Ας μου επιτραπεί να πω ένα τολμηρό λόγο όχι από προσωπική πείρα, αλλά από την πείρα των Αγίων και του Αγίου Όρους: Αν αδειάσουμε τελείως από την φιλαυτία και τον εγωισμό μας, όλος ο Θεός θα έλθη μέσα μας. Το λέγει άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος: “Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν”. Τότε ο άνθρωπος μπορεί να χαρή την πιο αληθινή χαρά και ανάπαυσι, εκείνη την χαρά που υποσχέθηκε ο Κύριος στους μαθητές Του και που ουδείς δύναται να άρη απ’ αυτού.
Είναι λυπηρό ότι πολλοί άνθρωποι σήμερα δεν λέγουν ή δεν θέλουν να ειπούν την Κυριακή προσευχή. Πληροφορούμεθα ότι υπάρχουν εκπαιδευτικοί, οι οποίοι την ώρα που απαγγέλλεται η Κυριακή προσευχή στα Σχολεία είτε δεν βγαίνουν στο προαύλιο να συμπροσευχηθούν με τους μαθητές είτε στέκονται με τα χέρια πίσω για να δείξουν ότι κάνουν κάτι που δεν πιστεύουν.
Όσοι αρνούνται τον Χριστό και την Προσευχή Του, συνειδητά ή ασυνείδητα, όσοι ζουν εγωκεντρικά και φίλαυτα, λέγουν μία άλλη προσευχή:
– Δεν λέγουν: “Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς”, αλλά λέγουν: Εαυτέ μου, εσένα έχω για Θεό επί της γης.
– Δεν λέγουν: “Ελθέτω η βασιλεία Σου”, αλλά: ελθέτω η βασιλεία μου.
– Δεν λέγουν: “Γεννηθήτω το θέλημά Σου”, αλλά: γεννηθήτω το θέλημά μου.
– Δεν λέγουν: “Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον”, αλλά: τα υλικά αγαθά με σπατάλη και πολυτέλεια εγώ εξασφαλίζω για τον εαυτό μου.
– Δεν λέγουν: “Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών”, αλλά: δεν ζητώ από κανένα συγχώρησι, ούτε συγχωρώ κανένα.
– Δεν λέγουν: “Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού”, αλλά: ζητώ όλες τις θεμιτές και αθέμιτες ηδονές και μισώ κάθε λυπηρό.
– Δεν λέγουν: “Ότι Σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα”, αλλά: ότι μου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα.
Όχι μόνο οι αρνηταί του Χριστού, αλλά και εμείς οι χριστιανοί συμβαίνει να έχωμε κάποτε πειρασμούς και πτώσεις σ’ αυτή την εγωκεντρική, ατομικιστική και διαβολική ζωή.
Αυτός ο εγωκεντρισμός είναι που κάνει σήμερα την ζωή μας αδιέξοδο.
Η κρίσις που περνά σήμερα η πατρίδα μας στην πολιτική, στην παιδεία, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην οικονομία, εδώ νομίζω ότι οφείλεται.
Αρνηθήκαμε το πνεύμα του Χριστού, το πνεύμα της Κυριακής προσευχής.
Αν δεν υπάρξη μετάνοια αρχόντων και αρχομένων, δεν βλέπω λύση του αδιεξόδου.
Κανένα κόμμα και καμμία ιδεολογία δεν μπορεί να μας σώσει.
Θα υπάρξη λύσις και φως, εάν θελήσουμε οι νεοέλληνες να ξαναπούμε ταπεινά και απλά το “Πάτερ ημών” και ακόμη αν θελήσουμε να προσαρμόσουμε την πορεία μας στο πνεύμα της προσευχής αυτής.
Και αν αυτό δεν θελήσουν να το κάνουν οι πολλοί, ας αγωνισθούμε να το κάνουμε εμείς, ο πιστός και εκκλησιαζόμενος λαός. Γιατί δεν είναι μικρός ο κίνδυνος να παρασυρώμεθα και εμείς από τον ασφυκτικό κλοιό του αθεϊστικού ατομικισμού, που μας περισφίγγει, και χωρίς να το καταλαβαίνουμε να αντικαθιστούμε την φιλοθεΐα και φιλανθρωπία με την φιλαυτία.
Αυτός είναι ένας μεγάλος πειρασμός, για τον οποίο θα πρέπει να ειπούμε: “Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού, ότι Σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν”.
(*) Ομιλία εκφωνηθείσα κατά την Β’ Κυριακήν των Νηστειών του 1990 εις τον Ιερόν Ναόν του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης