Εἰσαγωγικά
᾿Ανάμεσα στά πολλά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος κάθε ἐποχῆς σέ σχέση μέ τόν ἑαυτό του, τούς συνανθρώπους του καί τόν κόσμο ὁλόκληρο, ἐξέχουσα θέση κατέχει τό πρόβλημα τῆς σωματικῆς ἀσθένειας. Τό πρόβλημα αὐτό, πού παρά τούς συνεχεῖς ἀγῶνες καί τίς προσπάθειες δέν κατόρθωσε νά ἐξαλείψει ἀπό τή ζωή του, τόν ταλανίζει καί τόν ταλαιπωρεῖ. ῎Ετσι οἱ ἀσθένειες ἀποτελοῦν μιά ἐπώδυνη καί δυσερμήνευτη πραγματικότητα, πού προκαλεῖ πόνους, θλίψεις, ἀγωνία, ἄγχος, βάσανα.
᾿Ιδιαίτερα στή σημερινή ἐποχή τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, τοῦ κορεσμοῦ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καί τοῦ ὁράματος μιᾶς ἐπίγειας ἀθανασίας, ἡ ἀσθένεια προσλαμβάνει μορφή τραγικότητας, ὁδηγώντας τόν ἄνθρωπο σέ ἀπόγνωση καί ἀπελπισία, μέ ἐπακόλουθο νά ἀδυνατεῖ νά δεῖ τήν ἄλλη ὄψη τῆς ἀσθένειας, δηλαδή νά τήν ἀντιμετωπίσει ὡς πρόξενο πνευματικῆς ὠφέλειας, ὡς εὐλογία καί πρόξενο ἁγιασμοῦ, ὡς «συνάντηση» Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
῾Η παρούσα εἰσήγηση ἔχει σκοπό νά παρουσιάσει καί ἑρμηνεύσει, κατά τό δυνατόν καί ὅσο ἐπιτρέπει ὁ χρόνος, τίς σημαντικότερες πτυχές τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνθρώπινης ἀσθένειας καί τοῦ πόνου καί τή σημασία τους γιά τόν ἄνθρωπο.
1. Αἰτία καί προέλευση τῆς ἀσθένειας καί τοῦ πόνου
α) Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως διαβάζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καί ὁ κόσμος ὁλόκληρος, δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό «καλός λίαν» (Γεν. 3, 5-7) καί τοποθετήθηκε στόν παράδεισο, γιά νά χαίρεται τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Συνεπῶς, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι δημιουργός μό-νον τοῦ «καλοῦ», στήν ἀνθρώπινη φύση δέν ὑπῆρχε οὔτε κακό οὔτε πάθος οὔτε πόνος, καί κατ’ ἐπέκταση ἡ ἀσθένεια καί ὁ πόνος ἦσαν ξένα πρός αὐτήν. ῾Ο πρῶτος ἄνθρωπος ὅμως, ὁ προπάτορας ᾿Αδάμ, «φθόνῳ διαβόλου» ἁμάρτησε διά τῆς παρακοῆς «καί τοῦ παραδείσου καί τοῦ Θεοῦ, διά τήν κακίαν, ἐξόριστος γίνεται»1. Μέ τό γεγονός δηλαδή τῆς ἁμαρτίας ἀρνήθηκε τήν κοινωνία μέ τόν τριαδικό Θεό, διά τῆς ὁποίας κατεῖχε τήν ἀφθαρσία καί αἰωνιότηα, καί βρέθηκε ἀπό τή φυσική κατάσταση τῆς θείας κοινωνίας στήν παρά φύση κατάσταση τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία κατά τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας θεωρεῖται ἀσθένεια, πού ἔπληξε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, λόγω τῆς ἑνότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά ὅσα ἀναφέρει ἐπ’ αὐτοῦ ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας: «Νενόσηκεν οὖν ἡ φύσις τήν ἁμαρτίαν, διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τουτέστιν τοῦ ᾿Αδάμ· οὕτως ἁμαρτωλοί κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὐχ ὡς τῷ ᾿Αδάμ συμπαραβεβηκότες, οὐ γάρ ἦσαν πώποτε, ἀλλ᾿ ὡς τῆς ἐκείνου φύσεως ὄντες τῆς ὑπό νόμον πεσούσης τόν τῆς ἁμαρτίας. ῞Ωσπερ τοίνυν ἠρρώστησεν ἡ ἀνθρώ-που φύσις ἐν ᾿Αδάμ, διά τῆς παρακοῆς τήν φθοράν καί τόν πόνον, εἰσέδυ τε οὕτως αὐτήν τά πάθη»2. Συνεπῶς αἴτιος τῆς ἀνθρώπινης ἀσθένειας δέν εἶναι ὁ Θεός, «οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός», ἀλλά ἡ προπατορική ἁμαρτία.
β) ᾿Εκτός ὅμως τῆς προγονικῆς ἁμαρτίας, οἱ ἀσθένειες ὀφεί-λονται καί σέ ἄλλους παράγοντες, τούς ὁποίους μᾶς φανερώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μέσα ἀπο τά θαύματα θεραπείας ἀσθενῶν τῆς ἐποχῆς του.
i. Στή θεραπεία τῶν παραλυτικῶν, τόσο τῆς Βηθεσδά (᾿Ιω. 5, 2-15) ὅσο καί τῆς Καπερναούμ (Ματ. 9, 1-8· Μαρ. 2, 1-12· Λουκ. 5, 17-26)3, ὁ Κύριος, ἐκτός τῆς θεραπείας πού τούς παρέχει, στόν μέν ἕνα δίνει τή συμβουλή: «Ἴδε ὑγιής γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται», στόν δέ ἄλλο παρέχει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν: «Θάρσει,τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». ῾Η ἀναφορά τῆς ἁμαρίας ἀπό τόν ᾿Ιησοῦ δηλώνει ἀσφαλῶς ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἀσθένειάς τους ἦταν οἱ προσωπικές τους ἁμαρτίες. ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας σχολιάζοντας τό «μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χεῖρόν σοί τι γένηται» ἀναφέρει: «μαστιγοῖ δέ (ὁ Θεός) ποικίλως ἔτι ζῶντας ἐν σώμασι, καί πρό τῆς μεγάλης καί ἐπιφανοῦς ἡμέρας τοῦ πᾶσι δικάσοντος… πληττόμεθα πταίοντές τε καί λυποῦντες τόν Θεόν»4. ᾿Αλλά καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος σχολιάζοντας τό «θάρσει, τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» καταλήγει στό ἴδιο συμπέρασμα. Θεωρεῖ ὅτι ἡ σωματική ἀσθένεια εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν προσωπική ἁμαρτία, γι’ αὐτό καί ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς θεραπείας: «Οὕτω δή καί ἐνταῦθα, τῆς μέν τῶν ἁμαρτημάτων ἀφέσεως τεκμήριον, τήν τοῦ σώματος σφίγξιν ποιεῖται»5. Μάλιστα ὁ σύνδεσμός τους ἀποδεικνύεται καί ἀπό τήν ἀναγκαιότητα θεραπείας καί τῶν δύο: «῾Εκατέρας οὖν οὐσίας (ἁμαρτίας-ἀσθένειας) τήν παράλυσιν ἰᾶται»6. Τέλος καί ὁ Θεοφύλακτος ᾿Αχρίδος σχολιάζοντας τά θαύματα τῶν παραλυτικῶν δηλώνει μέ ξεχωριστή σαφήνεια ὅτι ἡ ἀσθένεια προέρχεται ἀπό τήν ἁμαρτία: «δεικνύς δέ (ὁ Κύριος), ὅτι ἡ παράλυσις ἐξ ἁμαρτιῶν (ἐπῆλθε), λύει πρῶτον ἐκείνας»7· ἐπιπλέον τονίζει τό συνδεσμο τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν μέ τήν ἐνίσχυση τῶν ψυχικῶν δυνάμεων, προκειμένου ὁ θεραπευθείς νά μπορέσει νά ἀσκηθεῖ στήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν: «οὐ μόνον ἀπαλλάττει τῶν ἁμαρτιῶν, ἀλλά καί δύναμιν ἐντίθησιν εἰς τό ἐργάζεσθαι τάς ἐντολάς»8.
Οἱ Πατέρες συχνά ἀναφέρουν καί ἐπί μέρους ἁμαρτίες, ὅπως κενοδοξία, φιληδονία, γαστριμαργία, ραθυμία, φόνους κ. ἄ.9, πού ὁδηγοῦν στή σωματική ἀσθένεια. Συγκεκριμένα ὁ ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει ὅτι ὁ Κάϊν μετά τή φοβερή ἀδελφοκτονία ἀρρώστησε ἀπό παραλυσία10.
ii. ῾Η θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ (᾿Ιω. 9,1-41) μᾶς ἀποκαλύπτει καί μιά ἄλλη αἰτία ἀσθενειῶν. ῾Ο Κύριος στήν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν του «τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλός γεννηθῇ;» ἀπάντησε ὅτι «οὔτε οὗτος ἤμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ». ᾿Από τήν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου γίνεται σαφές ὅτι στήν περίπτωση αὐτή αἰτίατῆς ἀσθέ-νειας τοῦ τυφλοῦ ὑπῆρξε ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ νά φανερωθεῖ διά τῆς θεραπείας ἡ δύναμή του· «ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ»11 σχολιάζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. ῾Ο διάλογος αὐτός μεταξύ τοῦ Κυρίου καί τῶν μαθητῶν του προκαλεῖ ὁπωσδήποτε κάποια ἐρωτήματα, ἰδίως στούς ἀσθενεῖς πού ἐναγωνίως ἀναζητοῦν τά αἴτια τῆς ἀσθένειάς τους. Οἱ ἑρμηνευτές Πατέρες δέν παραλείπουν νά θέσουν τέτοια ἐρωτήματα καί νά δώσουν καί τήν ἀπάντήση. ῾Ο Χρυσόστομος θέτει κατ’ ἀρχάς τό ζήτημα πού προκύπτει ἀπό τήν ἐρώτηση τῶν μαθητῶν σχετικά μέ τίς ἁμαρτίες τῶν γονέων καί τίς συνέπειες πού ἔχουν στά τέκνα τους, καί ἐρωτᾶ: «Πῶς δέ τῶν γονέων ἁμαρτανόντων, αὐτός ἄν ἐκολάσθη;». ῾Η ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ὅτι «οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ» ἦταν σαφής, ἀφοροῦσε ὅμως μόνον τά αἴτια τῆς ἀσθένειας, γιατί, ὅπως σημειώνει ὁ Χρυσόστομος, «ἥμαρτε καί οὗτος, καί οἱ γονεῖς αὐτοῦ· ἀλλ᾿ οὐκ ἐντεῦθεν ἡ πήρωσις». ῾Η ἁμαρτία ὡς προσωπική πράξη οὔτε μπορεῖ νά προϋπάρξει τῆς γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ, κατά τόν Κύριλλο ᾿Αλεξανδρείας, «προεῖναι μέν γάρ τήν ψυχήν οὐ πιστεύομεν… οὐδέ πρό σώματος ἁμαρτεῖν οἰησόμεθα»12, οὔτε πάλι κληροδοτεῖται καί γι’ αὐτό ὁ Χρυσόστομος διευκρινίζει: «Παῖς γάρ ὑπέρ πατρός οὐ δίδωσι δίκην… οὐδέ γάρ ἔνι, ἁμαρτάνοντος ἑτέρου, κολάζεσθαι ἕτερον»13. Καί ὁ Κύριλλος προσθέτει: «῞Οτι μέν οὖν οὔτε τάς γονέων ἁμαρτίας ἐπάγει τέκνοις Θεός… καί ὅτι πρός τούτοις οὐκ ἐκ προγενεστέρων τῆς ψυχῆς ἁμαρτημάτων ἡ σωμάτωσις»14. Συνεπῶς ἀλλότριες ἁμαρτίες δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς αἰτία ἀσθένειας.
Στή συνέχεια ὁ ἱερός Χρυσόστομος θέτει καί ἕνα ἄλλο εὔλογο ἐρώτημα: Χωρίς τό πάθος τῆς ἀσθένειας «οὐκ ἐνῆν φανῆναι τοῦ Θεοῦ τήν δόξαν»; ᾿Αδικήθηκε δηλαδή ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός «διά τήν τοῦ Θεοῦ δόξαν»; ῾Η ἀπάντηση γιά τόν ἱερό Πατέρα βρίσκεται ὄχι στά ἐξωτερικά φαινόμενα ἀλλά στά ἐσωτερικά, τά πνευματικά, πού πάντοτε ἀποσκοποῦν στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. ῎Ετσι θεωρεῖ ὅτι ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ δέν ἀφοροῦσε μόνο τούς σωματικούς ὀφθαλμούς ἀλλά καί τούς ψυχικούς-πνευματικούς, «ἔνδον ἀνέβλεψεν ὀφθαλμούς»15 ἀναφέρει· καί ὁ Θεοφύλακτος ᾿Αχρίδος συμπληρώνει: «ἅμα γάρ τῇ σωματικῇ ὁράσει καί τούς τῆς ψυχῆς ὀφθαλμούς ἐφωτίσθη»16. Ποιό λοιπόν τό ὄφελος, ἄν ὁ τυφλός εἶχε γεννηθεῖ μέ ὑγιεῖς ὀφθαλμούς, ἀλλά οἱ πνευματικοί ὀφθαλμοί του ἀσθενοῦσαν ἀπό τό πάθος τῆς ἁμαρτίας; ῎Αρα «πρός καλόν αὐτῷ ἡ πήρωσις (δηλαδή ἡ ἀσθένεια) ἀπέβη, διά τῆς ἰάσεως ἐπιγνόντι τόν ἀληθῆ τῆς δικαιοσύνης ἥλιον»17 συμπεραίνει ὁ Θεοφύλακτος. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος καταλήγει: «ἐγώ δέ καί εὐηργετῆσθαι αὐτόν φημι ἀπό τῆς πηρώσεως»18. ῾Επομένως τό πάθος τῆς ἀσθένειας δέν πρέπει νά τό ἀντιμετωπίζουμε μόνον ὡς ἄλγος, ἀλλά ὀφείλουμε νά βλέπουμε καί τήν ἄλλη ὄψη του, δηλαδή τήν πνευματική ὠφέλεια πού προξενεῖ. ῾Ο Χρυσόστομος λέγει πολύ χαρακτηριστικά: «῞Ωσπερ οὖν τά κακά οὐκ ἔστι κακά τά κατά τόν παρόντα βίον· οὕτως οὐδέ τά ἀγαθά ἀγαθά· ἀλλ’ ἁμαρτία μόνη κακόν, πήρωσις δέ οὐ κακόν»19.
῾Ο ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας τούς λόγους τοῦ Κυρίου «ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» προσεγγίζει μέ ἀποφατικό τρόπο, λέγοντας ὅτι τό βαθύτερο νόημά τους εἶναι ἀκατανόητο «παντελῶς ταῖς ἡμετέραις διανοίαις» καί ὡς ἐκ τούτου πρέπει νά τό προσεγγίζουμε μέ ἐμπιστοσύνη στή θεία δικαιοσύνη, ἡ ὁποία ἐπι-τρέπει καθετί ὠφέλιμο καί σωτήριο γιά μᾶς20. Συγκεκριμένα δέ γιά τή φανέρωση τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ μέσω τῆς ἀσθένειας τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, σημειώνει ὅτι ὁ Κύριος «ἀποσιωπᾷ τό λοιπόν, ἑαυτῷ μόνῳ πρέπειν εἰδώς τό ἐξεπίστασθαι τοῦτο»21· διαβλέπει ὅμως στούς κυριακούς αὐτούς λόγους κάποια ἔμμεση ἀπάντηση πρός τούς μαθητές, «ἵνα μή παντελῶς σιωπήσας καλέσῃ πως αὐτούς εἰς τό καί εἰσαῦθις περί τῶν αὐτῶν ἀναπυνθάνεσθαι φιλεῖν»22. ῾Η ἀπάντηση κατά τόν Κύριλλο βρίσκεται στό ἴδιο τό γεγονός τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ, ἡ ὁποία δέν ὑπῆρξε μία ἀπό τίς πολλές θαυματουργικές ἰάσεις μέ τίς ὁποῖες εὐεργετοῦσε ὁ Κύριος τό λαό, ἀλλά μία ἀπ’ ἀρχῆς δημιουργία ὀφθαλμῶν, ἀφοῦ ὁ τυφλός ἐκ γενετῆς ἐστερεῖτο ὀφθαλμῶν. ῎Ετσι ὁ Κύριος ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους ὡς ὁ δημιουργός Θεός τοῦ παντός καί φανερώνει τά ἔργα του καί δι᾿ αὐτῶν τή δόξα του. Καί κλείνει τό σχολιασμό του ὁ Κύριλλος μέ τήν παραίνεση: «Ταύτην οἶμαι τήν διάνοιαν ἐγκεῖσθαι τῷ προκειμένῳ, νοεῖν δέ τοῖς συνετοῖς ἐξέστω τά τελειότερα»23.
iii. ῾Ο Εὐαγγελιστής Λουκᾶς (13, 10-17) ἐξιστορεῖ τή θεραπεία τῆς συγκύπτουσας γυναίκας. ῾Ο Κύριος μετά τήν ἴαση τῆς συγκύπτουσας ἀπευθύνεται στόν ἀρχισυνάγωγο, ὁ ὁποῖος ἀγανάκτησε «ὅτι τῷ Σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς», λέγοντάς του: «῾Υποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ Σαββάτῳ οὐ λύει τόν βοῦν αὐτοῦ ἤ τόν ὄνον ἀπό τῆς φάτνης καί ἀπαγαγών ποτίζει; Ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραάμ οὖσαν, ἥν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδού δέκα καί ὀκτώ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπό τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;». Τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου δηλώνουν σαφέστατα ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἀσθένειας τῆς γυναίκας ἦταν ὁ ἴδιος ὁ σατανάς ὁ ὁποῖος τήν «ἔδησεν… δέκα καί ὀκτώ ἔτη». ῾Ο Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας σχολιάζοντας τή θεραπεία τῆς συγκύπτουσας γυναίκας τονίζει ὅτι τό πάθος τῆς ἀσθένειάς της ὀφείλεται στή «διαβολική ἀγριότητα», ἡ ὁποία ἐπῆλθε «δι’ οἰκεῖα πταίσματα», καί ἐπεξηγεῖ ὅτι πολλές φορές ὁ σατανάς λόγω προσωπικῶν πλημμελημάτων γίνεται αἰτία ἀσθενειῶν, οἱ ὁποῖες ὅμως ἀποβλέπουν σέ πνευματική ὠφέλεια: «῎Εξεστι δή οὖν ἐντεῦθεν ἰδεῖν, ὅτι δέχεται πολλάκις τήν κατά τινων ἐξουσίαν ὁ σατανᾶς, πλημμελούντων δηλονότι, καί τῶν εἰς εὐσέβειαν σπουδασμάτων ἀνθῃρημένων τό ῥάθυμον· οὕς δ’ ἄν λάβοι, τοιούτους ἐνίησιν ἀῤῥωστήμασιν ἔσθ’ ὅτι σωματικοῖς, κολαστής ὑπάρχων καί ἀπηνής. Δίδωσι δέ χώραν αὐτῷ πρός τοῦτο οἰκονομικώτατα λίαν ὁ παντεπόπτης Θεός, ἵνα τῷ τῆς δυσπραγίας βάρει κατηχθισμένοι, μεταφοιτᾷν ἕλοιντο πρός τά βελτίω»24.
Τά ἴδια περίπου ἀναφέρει καί ὁ Θεοφύλακτος ᾿Αχρίδος, τονίζοντας ὅμως ἰδιαίτερα ὅτι τό κακό καί ἡ ἀσθένεια δέν προέρχονται ἀπό τόν Θεό ἀλλά ἀπό τόν διάβολο: «῎Ισως γάρ διά πταίσματά τινα ἐγκαταλειφθεῖσαν ὑπό Θεοῦ ἐτιμωρεῖτο ὁ σατανᾶς. Παραίτιος γάρ ἐστι τοῖς τῶν ἀνθρώπων σώμασι πάντων τῶν δυσχερῶν… ἐπεί καί ἐξ ἀρχῆς αὐτός ἡμῖν πρόξενος ἐγεγόνει τοῦ ἐκπεσεῖν μέν τῆς ἀφθαρσίας, ἐφ’ ᾗ ἐκτίσθημεν, νοσερῷ δέ σώματι καί παθῶν δεκτικῷ προσδεθῆναι»25. ᾿Αναφερόμενος δέ ἰδιαίτερα στήν ὑπαιτιότητα τῆς προσωπικῆς ἁμαρτίας παρουσιάζει τήν ἀσθενούσα ἀνθρώπινη ψυχή ὡς συγκύπτουσα ἀπό τίς γήινες φροντίδες, χωρίς νά μπορεῖ νά ἀναχθεῖ στά θεῖα καί οὐράνια· στή δέ χρονική διάρκεια τῶν δεκαοκτώ ἐτῶν βλέπει τίς δέκα ἐντολές, πού παραβαίνει ἡ συγκύπτουσα ψυχή, καί τήν ἀπολεσθείσα ἐλπίδα τοῦ ὄγδοου αἰώνα, δηλαδή τῆς αἰώνιας ζωῆς26. Κάποιες φορές ὅμως ὁ Θεός ἐπιτρέπει στόν διάβολο νά πειράξει καί ἀγαθούς ἀνθρώπους, ὥστε διά τοῦ πάθους νά ἀναδειχθοῦν λαμπρότεροι καί καθαρότεροι. Κλασικό παράδειγμα εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ ᾿Ιώβ, γιά τήν ὁποία ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει: « Τοῦτο (τό ἔργο τοῦ πειρασμοῦ) γοῦν καί ὁ διάβολος ἐπί τοῦ ᾿Ιώβ ἐποίησε· καίτοι καί ἐκεῖ ὁ Θεός ἐπέτρεψεν· ἀλλ᾿ οὐδέ ἐκεῖ πειθόμενος τῷ διαβόλῳ, ἀλλά τόν αὐτοῦ θεράποντα θέλων ἀποφῆναι λαμπρότερον, καί τῷ δαίμονι πᾶσαν ἀναισχυντίας ἐκκόπτων πρόφασιν, καί εἰς τήν αὐτοῦ περιτρέπων κεφαλήν τά κατά τοῦ δικαίου γινό-μενα»27.Τά ἱερά κείμενα τοῦ Εὐαγγελίου ἀναφέρονται συχνά σέ δαι-μόνιο ἀσθενείας πού ταλαιπωρεῖ τούς ἀνθρώπους. Δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ὁμιλοῦν γιά «πνεῦμα (δαιμόνιον) ἀκάθαρτον» πού ταλαιπωροῦσε τούς δαιμονισμένους (Μάρκ. 5,2· Λουκ. 8,29· 9, 25 κ. ἄ.), καί γιά «πνεῦμα ἄλαλον καί κωφόν» πού στεροῦσε τήν ὁμιλία καί τήν ἀκοή ἀπό τόν δαιμονισμένο υἱό πού ἔφερε ὁ πατέρας του στόν ᾿Ιησοῦ (Μάρκ. 9,25). Οἱ περιπτώσεις αὐτές, καθώς καί ἄλλες παρόμοιες, ἀντιμετωπίζονται μόνον διά τῆς θείας ἐπεμβάσεως. ῾Ο ᾿Ιησοῦς, διαβάζουμε στίς Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων, «διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος πάντας τούς καταδυναστευομένους ὑπό τοῦ διαβόλου» (10,38)· καί ὁ ἅγιος Κύριλλος ἑρμηνεύοντας τέτοιου εἴ-δους θεραπεῖες λέγει ὅτι «ἡ θεία τοῦ Μονογενοῦς φύσις ἀφράστῳ πυρί κατέφλεγεν τούς δαίμονας»28· γι’ αὐτό καί ἡ ᾿Εκκλησία σέ τέτοιες περιπτώσεις εὔχεται στόν Κύριο νά ἐπιτιμήσει τό δαιμόνιο τῆς ἀσθενείας: «᾿Απόστησον, φυγάδευσον καί ἀπέλασον πᾶσαν σατανικήν ἔφοδον καί πᾶσαν ἐπιβουλήν»29, «ἀπέλασον πᾶσαν ἐνέργειαν τοῦ διαβόλου, πᾶσαν μαγείαν πᾶσαν φαρμακείαν, ἀστρομαντείαν»30 κ. ἄ. ᾿Εδῶ ὀφείλουμε νά ἀναφέρουμε ὅτι τέτοιες δαιμονικές περιπτώσεις, πού ὁπωσδήποτε δέν εἶναι καί τόσο συχνές (π. χ. βασκανία, μαγεία κ. ἄ.), δέν ἀφοροῦν κάθε σωματική ἀσθένεια καί ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ πλάνη νά βλέπουμε σέ κάθε ἀρρώστια τήν ἐπήρεια τοῦ σατανᾶ.
γ) ῾Η ἀσθένεια δέν ἀποτελεῖ πάντοτε φυσική συνέπεια τῆς ἁμαρτίας. ᾿Αρκετά συχνά προέρχεται ἀπό τή θεία παιδαγωγία. Σύμφωνα μέ τήν ῾Αγία Γραφή ἀλλά καί τούς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, ὁ Θεός πολλές φορές παραχωρεῖ ἀσθένειες γιά νά παιδαγωγήσει καί ἐξαγιάσει τά ἀγαπημένα του τέκνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ πολύαθλος ᾿Ιώβ, πού ἤδη ἀναφέραμε, ὁ ὁποῖος, ὄντας δίκαιος καί ἀγαθός, ὑπέστη κατά παραχώρηση Θεοῦ φοβερές δοκιμασίες καί μεταξύ ἄλλων καί τήν ἀσθένεια τῆς λέπρας, τήν ὁποία τό ἱερό κείμενο ὀνομάζει «ἕλκος πονηρόν» (᾿Ιώβ 2,7). Οἱ δοκιμασίες τοῦ ᾿Ιώβ, ἀλλά καί ἡ καρτερία μέ τήν ὁποία τίς ἀντιμετώπισε, μᾶς φανερώνουν ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει ὁ δρόμος τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ νά διέρχεται μέσω ποικίλων παθῶν, ἀσθενειῶν καί πόνων, γιά νά τελειωθεῖ ἠθικῶς, νά ἐξαγνισθεῖ καί ἐξαγνισμένος νά παρουσια-σθεῖ ἐνωπιόν του νικητής, γιά νά ἀπολαύσει τά ἀγαθά τῆς ὑπομονῆς του, ὅπως ἀκριβῶς ὁ ᾿Ιώβ (42,10,12). ῎Ετσι οἱ πειρασμοί, ὡς μέσα δοκιμασίας, συντελοῦν στήν ἀνάδειξη καί αὔξηση τῆς ἀρετῆς. Γι’ αὐτό καί ὁ Ἰωσήφ Βρυέννιος λέγει: «οἱ πειρασμοί καί αἱ θλίψεις καί τά δοκίμια πολλοῦ παρά τῷ Θεῷ ἠξίωνται λόγου καί σύντροφοι ἐξ ἀρχῆς τῇ καθ’ ἡμᾶς εὐσεβείᾳ γεγόνασιν»31.
Συχνά βλέπουμε τούς ἁγίους καί δικαίους ἀνθρώπους νά ταλαιπωροῦνται καί νά πονοῦν ἀπό ἀσθένειες πού τούς παρεχώρησε ὁ Θεός «διά τήν ἑκάστου δοκιμήν καί τελείωσιν», ὅπως λέγει ὁ Χρυσόστομος. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ὁμολογεῖ ὅτι «ἐδόθη μοι σκό-λοψ τῇ σαρκί» (Β΄ Κορ. 12,7) καί ὁ Μ. Βασίλειος διεκτραγωδεῖ τήν κατάσταση τῆς ὑγείας του λέγοντας: «᾿Εμέ δέ ἐπέλιπε παντελῶς τό σῶμα, ὥστε μηδέ τάς σμικροτάτας κινήσεις δύνασθαι ἀλύπως φέρειν»32, «ἡ ἀρχαία πληγή μου, τό ἧπαρ τοῦτο διαδεξάμενον, ἐπέκλεισε μέν με σιτίων, ἀπεδίωξε δέ τῶν ὀμμάτων τόν ὕπνον, ἐν μεθορίοις δέ κατέσχε ζωῆς καί θανάτου»33. Μέ ἀνάλογες διηγήσεις περιγράφουν τίς σωματικές τους ἀσθένειες καί πολλοί ἄλλοι ἅγιοι τῆς ᾿Εκκλησίας34· τό ἀξιοσημείωτο δέ εἶναι ὅτι ὅλοι ἔχουν ἐπίγνωση ὅτι τό πάθος τῆς ἀσθένειας καί τοῦ πόνου τούς ἐδόθη κατά παραχώρηση Θεοῦ καί ἔχει χαρακτήρα παιδαγωγικό καί ἐξαγνιστικό. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά ὅσα λέγει ἐπ᾿ αὐτοῦ ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Τῆς γάρ τῶν ἁγίων κακώσεως καί θλίψεως τῆς ποικίλης καί παντοδαπῆς ἔχω πρός τήν ἡμετέραν ἀγάπην εἰπεῖν… ὅτι μέν οὖν εἰς τό μετριάζειν καί ταπεινοφρονεῖν, καί τό μή φυσᾶσθαι ἐκ τῶν σημείων καί τῶν κατορθωμάτων, συμβάλλεται τοῖς ἁγίοις ἡ κάκωσις… Τοσαύτας τοίνυν αἰτίας ἔχοντες εἰπεῖν τῆς τῶν ἁγίων κακώσεως, μή δυσχεραίνωμεν ἐν τοῖς πειρασμοῖς, μηδέ ἀπορῶμεν, μηδέ θορυβώμεθα, ἀλλά καί αὐτοί τάς ἑαυτῶν παιδαγωγῶμεν ψυχάς, καί ἑτέρους ταῦτα διδάσκωμεν»35.
᾿Από ὅσα ἤδη ἀναφέραμε, γίνεται φανερό ὅτι ἡ ἀσθένεια εἶναι ἴδιο τῆς φθαρείσας ἀπό τήν προγονική ἁμαρτία ἀνθρώπινης φύσης καί ὅτι συχνά προέρχεται ἀπό προσωπικές ἁμαρτίες ἤ καί ἀπό θεία παραχώρηση, πάντοτε ὅμως πρός ψυχική ὠφέλεια.
᾿Αρχιμ. Νικολάου Χ. ᾿Ιωαννίδη, Δρος Θ. Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν
από (Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ)
Σημειώσεις
1 ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΛΗ΄ εἰς τά Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 324Β.
2 ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εἰς τήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολήν, Sancti patris nostri Cyrilli archiepiscopi Alexandrini in D. Joannis evangelium, vol. 3, ἐπιμ. ἔκδ. P.E. Pusey, ἐκδ. Clarendon Press, Oxford-Brussels 1872, σ. 1871-7 (PG 74, 789ΑΒ). Πρβλ. JEAN CLAUDE LARCHET, ῾Η θεραπευτική τῶν πνευματικῶν νοσημάτων, τόμ. Α΄, ἔκδ. ᾿Αποστ. Διακονίας, ᾿Αθήνα 2008, σσ. 59 κ. ἑξ.
3 ῾Ο ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος διευκρινίζει ὅτι πρόκεται γιά δύο διαφορετικούς παραλυτικούς: «ὁ μέν γάρ ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ (τῆς Βηθεσδά) κατέκειτο, οὗτος δέ ἐν τῇ Καπερναούμ· καί ὁ μέν τριακονταοκτώ εἶχεν ἔτη, περί τούτου δέ οὐδέν τοιοῦτον εἴρηται· καί ὁ μέν ἐν ἐρημίᾳ τῶν προστησομένων ἦν, οὗτος δέ εἶχε τούς ἐπιμελουμένους, οἵ καί βαστάζοντες αὐτόν ἔφερον» (Ὁμιλ. ΚΘ΄ εἰς Ματθαῖον, PG 57, 357).
4 ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εἰς τό Κατά ᾿Ιωάννην, Λόγος Β΄, ἔκδ. Pusey vol. 1, σ. 31115-18 (PG 73, 344Β).
5 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ῾Ομιλία ΚΘ΄ εἰς Ματθαῖον, PG 57, 360.
6 Αὐτόθι, 361.
7 ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ, Εἰς τό Κατά Ματθαῖον, PG 123, 225D.
8 TOY IΔΙΟΥ, Εἰς τό Κατά Μᾶρκον, PG 123, 513ΒC.
9 Βλ. ἐπιλεκτικά: ΔΩΡΟΘΕΟΥ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλίαι διάφοροι, Περί τῶν ἁγίων νηστειῶν ιε΄, ἔκδ. Sources Chrétiennes, 92, σ. 450. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑϊΤΟΥ, Κλίμαξ, Λόγος ΚΒ΄ Περί τῆς πολυμόρφου κενοδοξίας, PG 88, 956D-967Α. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Πρός Θαλάσσιον 56, σχόλιον 8, PG 90, 588ΒC. TOY IΔIOY, Κεφάλαια περί θεολογίας καί τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ, 1, 27, PG 90, 1093ΑΒ. ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ, Περί ἀγάπης καί ἐγκρατείας ἑκατοντάς Δευτέρα, πθ΄, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, τόμ. Β΄, ᾿Αθῆναι 1958, σ. 215. ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ᾿Αγάπης ἑκατοντάς τρίτη, να΄, αὐτόθι, 219. ΝΙΚΗΤΑ ΜΟΝΑΧΟΥ, Πρώτη πρακτικῶν κεφαλαίων ἑκατοντάς, πη΄, Φιλοκαλία, τόμ. Γ΄, ᾿Αθῆναι 1960, σ. 294.
10 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ῾Ομιλία εἰς τόν παραλυτικόν διά τῆς στέγης χαλασθέντα, ὅτι οὐκ αὐτός ἐστίν ὁ παρά τῷ Ἰωάννῃ κείμενος˙ καί περί τῆς τοῦ Υἱοῦ πρός τόν Πατέρα ἰσότητος, PG 51, 58.
11ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ῾Ομιλία ΝϚ΄ εἰς ᾿Ιωάννην, PG 59, 306.
12 ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εἰς τό Κατά ᾿Ιωάννην, Λόγος ΣΤ΄, ἔκδ. Pusey vol. 2, σ. 15018-20 (PG 73, 956C).
13 Αὐτόθι, 305-306. Πρβλ. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ, Εἰς τό Κατά ᾿Ιωάννην, PG 123, 41ΑΒ.
14 ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εἰς τό Κατά ᾿Ιωάννην, Λόγος ΣΤ΄, ἔκδ. Pusey vol. 2, σ. 14827-1491 (PG 73, 953C). Πρβλ. αὐτόθι, 940D-953Β.
15 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, αὐτόθι, 307.
16 ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ, Εἰς τό Κατά ᾿Ιωάννην, PG 123, 44Α.
17 Αὐτόθι.
18 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, αὐτόθι, 307.
19 Αὐτόθι.
20 «᾿Αλλ’ ἔστιν ἀθέατα παντελῶς ταῖς ἡμετέραις διανοίαις τά πολύ λίαν ὑπέρ ἡμᾶς… χρή γάρ διανοεῖσθαι μᾶλλον ἅ προστετάγμεθα, καί βαθύτερα μέν μή ἐξετάζειν, χαλεπώτερα δέ μή ζητεῖν, μηδέ ἀνορύττειν πειρᾶσθαι ῥιψοκινδύνως τά ἐγκεκρυμμένα μόνῃ τῇ θείᾳ καί ἀφράστῳ βουλῇ, ἐπιτρέπειν δέ μᾶλλον εὐσεβῶς εἰδέναι μόνῳ Θεῷ τά αὐτῷ πρέποντα καί ἐξαίρετα, μετά τοῦ διακεῖσθαι καί πιστεύειν ἀληθῶς ὅτι δικαιοσύνης ἁπάσης ὑπάρχων πηγή (ὁ Θεός), οὐκ ἄν τι δράσαι τυχόν, ἤ βουλεύσαιτο ἔν τε τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς… εἰ μή ὅπερ ἄν αὐτῷ φαίνοιτο πρέπον, καί τῶν τῆς ἀληθοῦς ὀρθότητος οὐκ ἐξοίχεται λόγων» ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εἰς τό Κατά ᾿Ιωάννην, Λόγος Ϛ΄, ἔκδ. Pusey vol 2, σ. 15023-1516 (PG 73, 956C-957A).
21 Αὐτόθι, ἔκδ. Pusey vol 2, σ. 15125-26 (PG 957B).
22 Αὐτόθι.
23 Αὐτόθι, ἔκδ. Pusey vol 2, σ. 1528-9 (PG 957C).
24 ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Εἰς τό Κατά Λουκᾶν, PG 72, 765ΑΒ.
25 ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ, Εἰς τό Κατά Λουκᾶν, PG 123, 917Α.
26 «Συγκύπτει γάρ ἡ ψυχή, ὅταν ἐπί τάς γηΐνας μόνας φροντίδας νεύῃ, καί μηδέν οὐράνιον ἤ θεῖον φαντάζηται· διό καί ὀκτώ καί δέκα ἔτη νοσεῖν λέγεται. ῞Οταν γάρ τις περί τήν τήρησιν τῶν ἐντολῶν τοῦ θείου νόμου, αἵτινές εἰσι δέκα, καί περί τήν ἐλπίδα τοῦ ὀγδόου αἰῶνος ἀσθενῇ, δέκα καί ὀκτώ ἔτη συγκύπτειν λέγεται· ἤ οὐχ ὁ τῇ γῇ προσκείμενος, καί ἁμαρτάνων ἀεί τάς τε ἐντολάς ἀθετεῖ, καί τόν μέλλοντα αἰῶνα οὐ προσδέχεται;» (ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, αὐτόθι, 917CD).
27 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ῾Ομιλία ΚΣΤ΄ εἰς Ματθαῖον, PG 57, 354.
28 ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εἰς τό Κατά Ματθαῖον, Mattheus Kommentare aus der griechischen Kirche, ἐπιμ. ἔκδ. J. Reuss, [Texte und Untersuchungen 61], ἐκδ. Akademie-Verlag, Berlin 1957 1011-2 (PG 72, 392C).
29 Εὐχή ἐπί Βασκανίαν, Βλ. Μικρόν Εὐχολόγιον, ἔκδ. ᾿Αποστολ. Διακονίας, ᾿Αθῆναι 1999, σ. 320.
30 Εὐχή Γ΄ ἐπί πασχόντων ὑπό δαιμόνων, αὐτόθι, σσ. 310-311.
31 ΙΩΣΗΦ ΒΡΥΕΝΝΙΟΥ, Λόγος Α΄ περί συντελείας, Τά Εὑρεθέντα Β΄, ἔκδ. Εὐγενείου Βουλγά-ρεως, ᾿Εν Λειψίᾳ 1768, σ. 205. Πρβλ. ΝΙΚ. ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ῾Ο ᾿Ιωσήφ Βρυέννιος, βίος-ἔργο-διδασκαλία, ᾿Αθήνα 1985, σσ. 356-357.
32 Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ᾿Επιστολή Ρ΄, Εὐσεβίῳ ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων, Saint Basile. Lettres, vol. 1, ἐπιμ. ἔκδ. Y. Courtonne, ἐκδ. Les Belles Lettres, Paris 1957, σ. 21810-11 (PG 32, 504C).
33 ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ᾿Επιστολή ΡΛΗ΄, Εὐσεβίῳ ἐπισκόπῳ Σαμοσάτων, Saint Basile. Lettres, vol. 2, ἐπιμ. ἔκδ. Y. Courtonne, ἐκδ. Les Belles Lettres, Paris 1961, σ. 5413-5515 (PG 32, 580A).
34 Βλ. ἐπιλεκτικῶς ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ᾿Επιστολή Ϛ΄, PG 52, 598. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ῾Ιστορικά ἔπη, PG 37, 1306A.
35 ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ῾Ομιλία Α΄ εἰς τό ρητόν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, Οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ, PG 49, 23 – 29. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ᾿Επιστολή ΛϚ΄ Φιλογρίῳ, Saint Grégoire de Nazianze, Lettres, vol. 1, ἐπιμ. ἔκδ. P. Gallay, ἐκδ. Les Belles Lettres, Paris 1964 36, 11 – 36, 24 (PG 37, 77): «᾿Αλγῶ τῇ νόσῳ καί χαίρω· οὐχ ὅτι ἀλγῶ, ἀλλ᾿ ὅτι τοῦ καρτερεῖν, τοῖς ἄλλοις εἰμί διδάσκαλος. ᾿Επειδή γάρ τό μή πάσχειν οὐκ ἔχω, τοῦτο γε τῷ πάσχειν παρακερδαίνω, τό φέρειν καί τό εὐχαριστεῖν, ὥσπερ ἐν τοῖς εὐθύμοις, οὕτω δή κἄν τοῖς ἀλγεινοῖς».