Το Αποστολικό Ανάγνωσμα
(᾿Εφεσ. ε´ 8-19)
Αδελφοί, ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· – ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ· – δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. Καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· τὰ γὰρ κρυφῇ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι.

Διὸ λέγει· ῎Εγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός. Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾿ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. Διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ.

Απόδοση:
Αδελφοί, νὰ ζεῖτε σὰν ἄνθρωποι ποὺ ἀνήκουν στὸ φῶς. Γιατὶ ἡ ζωὴ ἐκείνων ποὺ ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα διακρίνεται γιὰ τὴν ἀγαθότητα, τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀλήθεια. Νὰ ἐξετάζετε τὶ ἀρέσει στὸν Κύριο. Καὶ νὰ μὴ συμμετέχετε στὰ σκοτεινὰ κι ἀνώφελα ἔργα τῶν ἄλλων, ἀλλὰ νὰ τὰ ξεσκεπάζετε. Γι’ αὐτὰ ποὺ κάνουν ἐκεῖνοι στὰ κρυφά, εἶναι ντροπὴ ἀκόμα καὶ νὰ μιλᾶμε. ῞Οταν ὅμως ὅλα αὐτὰ ἔρχονται στὸ φῶς, ἀποκαλύπτεται ἡ ἀληθινή τους φύση. Γιατὶ ὅ,τι φανερώνεται γίνεται κι αὐτὸ φῶς. Γι’ αὐτὸ λέει ἕνας ὕμνος· «Ξύπνα ἐσὺ ποὺ κοιμᾶσαι, ἀναστήσου ἀπὸ τοὺς νεκρούς, καὶ θὰ σὲ φωτίσει ὁ Χριστός». Προσέχετε, λοιπόν, καλά, πῶς ζεῖτε· μὴ ζεῖτε ὡς ἀσύνετοι ἀλλὰ ὡς συνετοί. Νὰ χρησιμοποιεῖτε σωστὰ τὸν χρόνο σας, γιατὶ ζοῦμε σὲ πονηροὺς καιρούς. Γι’ αὐτὸ μὴν εἶστε ἄφρονες, ἀλλὰ ν’ ἀντιλαμβάνεστε τὶ θέλει ὁ Κύριος ἀπὸ σᾶς. Νὰ μὴ μεθᾶτε μὲ κρασί, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀσωτεία, ἀλλὰ νὰ γεμίζετε μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Νὰ τραγουδᾶτε στὶς συνάξεις σας ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ πνευματικὲς ὠδές· νὰ ψάλλετε μὲ τὴν καρδιά σας στὸν Κύριο.

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(Λουκ. ιγ´ 10-17)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν διδάσκων ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας ἔτη δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές. ᾿Ιδὼν δὲ αὐτὴν ὁ ᾿Ιησοῦς προσεφώνησε καὶ εἶπεν αὐτῇ· Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν. ᾿Αποκριθεὶς δὲ ὁ ἀρχισυνάγωγος, ἀγανακτῶν ὅτι τῷ σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ῝Εξ ἡμέραι εἰσὶν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου. ᾿Απεκρίθη οὖν αὐτῷ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν· ῾Υποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τὸν βοῦν αὐτοῦ ἢ τὸν ὄνον ἀπὸ τῆς φάτνης καὶ ἀπαγαγὼν ποτίζει; Ταύτην δέ, θυγατέρα ᾿Αβραὰμ οὖσαν, ἣν ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἰδοὺ δέκα καὶ ὀκτὼ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπὸ τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου; Καὶ ταῦτα λέγοντος αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ᾿ αὐτοῦ.

Απόδοση:

Εκεῖνο τὸν καιρό, ἕνα Σάββατο δίδασκε ὁ ᾿Ιησοῦς σὲ κάποια συναγωγή. ᾿Εκεῖ βρισκόταν καὶ μιὰ γυναίκα, δεκαοχτὼ χρόνια ἄρρωστη ἀπὸ δαιμονικὸ πνεῦμα. ῏Ηταν κυρτωμένη καὶ δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ ἰσιώσει τὸ σῶμα της. ῞Οταν τὴν εἶδε ὁ ᾿Ιησοῦς, τὴ φώναξε καὶ τῆς εἶπε· «Γυναίκα, ἀπαλλάσσεσαι ἀπὸ τὴν ἀρρώστια σου».῎Εβαλε πάνω της τὰ χέρια του κι ἀμέσως ἐκείνη ὀρθώθηκε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. ᾿Ο ἀρχισυνάγωγος ὅμως, ἀγανακτισμένος ποὺ ὁ ᾿Ιησοῦς ἔκανε τὴ θεραπεία τὸ Σάββατο, γύρισε στὸ πλῆθος καὶ εἶπε· «῾Υπάρχουν ἕξι μέρες ποὺ ἐπιτρέπεται νὰ ἐργάζεται κανείς· μέσα σ’ αὐτές, λοιπόν, νὰ ἔρχεστε καὶ νὰ θεραπεύεστε, καὶ ὄχι τὸ Σάββατο».῾Ο Κύριος τοῦ ἀπάντησε· «῾Υποκριτή! ῾Ο καθένας σας δὲν λύνει τὸ βόδι του ἢ τὸ γαϊδούρι του ἀπὸ τὸ παχνὶ τὸ Σάββατο καὶ πάει νὰ τὸ ποτίσει; Κι αὐτή, ποὺ εἶναι ἀπόγονος τοῦ ᾿Αβραάμ, καὶ ὁ σατανὰς τὴν εἶχε δεμένη δεκαοχτὼ χρόνια, δὲν ἔπρεπε νὰ λυθεῖ ἀπ’ αὐτὰ τὰ δεσμὰ τὸ Σάββατο;» Μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ντροπιάζονταν ὅλοι οἱ ἀντίπαλοί του κι ὁ κόσμος χαιρόταν γιὰ ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ ἔκανε ὁ ᾿Ιησοῦς.