…O Έλληνας έχει πάψει να αντλεί χαρά από την Εκκλησία, να απολαμβάνει τη συμμετοχή του στη θεία λειτουργία και τις άλλες χριστιανικές πνευματικές πρακτικές.
Έχει πάψει να αντλεί χαρά (αλλά και ηρεμία και ελπίδα και κάθε θετικό συναίσθημα) από το άναμμα του καντηλιού, το λιβάνισμα, τη συμμετοχή του στον εσπερινό μιας εορτής, από το διάβασμα του παρακλητικού κανόνα ενός αγίου ή των Χαιρετισμών της Θεοτόκου, ακόμη και από τη νηστεία, από τη θεία κοινωνία, την εξομολόγηση, τη γιορτή του αγίου της ενορίας του ή τις γιορτές του Χριστού και της Παναγίας κ.τ.λ.
Αντλεί χαρά από μυριάδες άλλες πρακτικές, από το σερφάρισμα στο Ίντερνετ, τις σαββατιάτικες εξόδους του σε μπαράκια, την πορνογραφία, το σεξ, το χρηματιστήριο, το ποδόσφαιρο, τη δουλειά του, το χόμπι του, την αποχαύνωση μπροστά στην τηλεόραση (αφού η πραγματική ζωή έχει γίνει τόσο πικρή, κοπιαστική και απογοητευτική)…
Άλλοι αντλούν χαρά από την ενασχόλησή τους με την επιστήμη ή την τέχνη ή με κοινωνικούς, πολιτικούς, ανθρωπιστικούς ή περιβαλλοντικούς αγώνες, από τη συντροφιά φίλων και ένα σωρό άλλα.
Τα τελευταία δεν είναι κατ’ ανάγκην κακά, όμως εδώ έχουν πλέον υποκαταστήσει τη σχέση με το Χριστό και τον «εκκλησιασμό» (με την αρχαία έννοια: τη συνάντηση) των χριστιανών μαζί Του και μεταξύ τους μέσα στην εκκλησία και την εκκλησιαστική ζωή.
Αφού λοιπόν δεν αντλούμε χαρά από τη θρησκευτική μας ζωή, ούτε και καταλαβαίνουμε το σκοπό της, προς τι να συμμετέχουμε σ’ αυτήν; Τη μετατρέψαμε σε έθιμο και ησυχάσαμε.
Απόσπασμα από το άρθρο του Θεοδώρου Ι.Ρηγινιώτη«Το φαινόμενο της αθεϊας στην σύγχρονη Ελλάδα»