Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Ἀποκριᾶς καὶ τοῦ Τριωδίου ἡ Ἐκκλησία εἰσάγει κλιμακωτά τούς χριστιανοὺς στὸ πνευματικὸ κλίμα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τῆς προετοιμασίας γιὰ τὸ σταυροαναστάσιμο Πάσχα. Προετοιμάζει ψυχολογικὰ τὶς κουρασμένες καρδιὲς νὰ γευτοῦν τὶς λαμπηδόνες τῆς θεϊκῆς παρουσίας. Ἔτσι προβάλλεται ἐντονότερα ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση, ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ὑψοποιὸς ταπείνωση, ἡ μετάνοια, ἡ νήψη, ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος. Ἀναδεικνύονται πρόσωπα αὐθεντικοῦ βίου καὶ πράγματα διδακτικὰ μέσω παραβολῶν καὶ αἰνιγμάτων.
Την Κυριακή του Τελώνου καὶ Φαρισαίου, ποὺ ἀνοίγει τὸ Τριώδιο, φανερώνεται ὁ τρόπος τῆς εἰλικρινοῦς προσευχῆς καθὼς καὶ ὁ κίνδυνος τοῦ φαρισαϊσμοῦ, τοῦ κοινωνικοῦ κομπασμοῦ καὶ τῆς ὑποκρισίας. Τὴν Κυριακή του Ἀσώτου μυσταγωγοῦνται οἱ χριστιανοὶ στὸν αὐθεντικὸ τρόπο τῆς μετάνοιας καὶ ἀποκαλύπτεται τὸ εὖρος τῆς θεϊκῆς ἀγάπης μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ (Λούκ.15, 11-32). Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἑρμηνεύοντας τὴ διδακτικότατη αὐτὴ παραβολὴ τονίζει τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος ὡς ἀνενδεὴς δὲν κράτησε τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό του, μοίρασε ἄφθονα ὅλα τὰ κτιστὰ ἀγαθὰ καθὼς καὶ τὰ οὐράνια χαρίσματα στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἐκεῖνοι τὰ σπατάλησαν.
Καὶ δὲν ἀφήνει περιθώρια ἡ ἁγία Ἐκκλησία γιὰ παρανοήσεις καὶ ὑπεκφυγὲς σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ: «Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Ὅποιος δὲν ἀγαπάει δὲν γνώρισε τὸ Θεὸ» (βλ. Ἃ΄ Ἰωάν.4,8).
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ τελικὴ κρίση θὰ ἔχει ὡς μέτρο τὴν ἀγάπη στὸ συνάνθρωπο, τὸν ξένο, τὸ γυμνό, τὸ φυλακισμένο, τὸν πεινασμένο, τὸν κάθε διψασμένο.
Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ διέλθουμε τοὺς πνευματικοὺς σταθμοὺς τῶν διαφόρων Κυριακῶν της Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ τῶν λαοφιλῶν Ἀκολουθιῶν τῶν Χαιρετισμῶν στὴν Παναγία εἰσερχόμαστε στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Κι ὁ καθένας νοσταλγεῖ τὴ χαμένη οἰκειότητα μὲ τὸν Θεό. Προβληματίζεται γιὰ τὴν ἀπουσία οὐσιαστικῶν ἀνθρώπινων σχέσεων καὶ τὴν ὑποβάθμιση τῆς ποιότητας τῆς ζωῆς του. Σὲ κάθε περίπτωση, τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ποὺ ὁδηγεῖται ἑκουσίως στὸ Σταυρό, «αἴροντας τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου», παρότι ἀποτελεῖ «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἐκπέμπει φῶς καὶ χάρη, τρόπο θυσιαστικὴς ζωῆς. Ταυτόχρονα ἐμπνέει μὲ ἀναστάσιμη ἐλπίδα τοὺς ἀγωνιστὲς τοῦ καθημερινοῦ βίου.
Μακάριοι ὅσοι ἔχουν ὀφθαλμοὺς καθαροὺς καὶ γίνονται δέκτες τῶν θείων χαρισμάτων. Καὶ αὐτοὶ εἶναι γνωστοὶ μόνο στὸν Παντογνώστη Θεό, ἀφοῦ μένουν συνήθως στὴν ἀφάνεια καὶ τὸ περιθώριο τῆς κοινωνικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Εἶναι οἱ ἁπλοὶ ἀχθοφόροι τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ στὴν οἰκογένεια, στὴ φάμπρικα, στὸ σχολεῖο, στὸ γραφεῖο, στὸν ἀγρό, στὴν πολύβουη κοινωνία. Συνοδοιποροῦν κι αὐτοὶ κουβαλώντας στὶς πλάτες τοὺς τὸ βάρος τῆς κοινωνικῆς εὐθύνης. Καὶ γίνονται μὲ ἄρρητο τρόπο μέτοχοι χάριτος καὶ φωτός.
Πρότυπό τους οἱ φιλακόλουθοι καὶ ἁπλοὶ μοναχοί του Ἄθωνα ποὺ περνοῦν τὶς περισσότερες ὧρες τῆς Σαρακοστῆς καὶ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας στὸ ναὸ προσευχόμενοι, ψάλλοντες καὶ ἀναγιγνώσκοντες κείμενα ἱερά. «Τὸ ἀθωνικὸ μεγαλοβδόμαδο», γράφει ὁ Γέρων Μωυσῆς Ἁγιορείτης» «εἶναι ἠσύχιο, νηφάλιο, ἀτάραχο, μυστικό, σὲ ὁδηγεῖ σὲ χρήσιμη ἐνδοσκαφή, σὲ ἀπαραίτητη αὐτογνωσία σὲ αὐτοπαρατήρηση κι ὄχι συνεχῆ ἐτεροπαρατήρηση καὶ κατάκριση… Οἱ Ἁγιορεῖτες Γέροντες σιωπηλὰ συμμετέχουν στ’ Ἄχραντα πάθη τοῦ Κυρίου. Ὅταν μιλᾶς δὲν ἀκοῦς. Σιωποῦν γιὰ νὰ ἀκούσουν. Ἀκοῦνε γιὰ νὰ βιώσουν. Ὅτι τὸ αἷμα τοῦ Γολγοθὰ χύθηκε γιὰ τὸν καθένα…
Νὰ ἀκοῦμε καὶ νὰ πράττουμε. Νὰ πράττουμε
τὸ ἀγαθό, ν’ ἀφήνουμε χῶρο καὶ γιὰ τὸν ἄλλο»
(Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Σπηλαιότης, Ἐόρτια Γράμματα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, σ. 147-148).
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, μπροστὰ στὴ λάμψη τῆς ἑκούσιας κένωσης τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς θυσίας καὶ τῆς μακροθυμίας Του φανερώνεται μὲ λίαν εὔγλωττο τρόπο ἡ ἀνθρώπινη μικρότητα. Οἱ καθημερινὲς ἱστορίες προδοσίας γιὰ «τριάκοντα ἀργύρια», τὸ εὐμετάβλητό τοῦ ὄχλου ποὺ ἀπὸ τὸ «ὡσαννὰ» ὁδηγεῖται ἀπερίσκεπτα στὸ «ἄρον-ἄρον σταύρωσον αὐτόν», ἡ φαρισαϊκὴ ὑποκρισία, καθὼς καὶ ἡ εὔκολη ἀπάρνηση τοῦ διδασκάλου ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο ἐλεύθερος ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσει ὄχι μόνο στὴν ἄρνηση καὶ ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ στὴ «θεοκτονία». Κι αὐτὸ ὁδηγεῖ ἀναπόδραστα καὶ στὴν «ἀνθρωποκτονία». Τὸ λεγόμενο «θάνατο τοῦ Θεοῦ» στὸ δυτικὸ κόσμο ἀκολούθησε κι «ὁ θάνατος τοῦ πλησίον» μὲ ὅλες τὶς δυσάρεστες συνέπειες. Οἱ κοινωνίες κατάντησαν κοινωνίες τοῦ φθόνου. Καὶ οἱ ἄνθρωποι φθονώντας καὶ μισώντας τοὺς συνανθρώπους τοὺς γίνονται «ἀνθρωποκτόνοι», ἀφοῦ «πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστὶν» (Ἃ΄Ἰωάν. 3,15).
Στὶς μέρες μᾶς ὑπάρχει δίψα καὶ πείνα χάριτος ἐπουρανίου. Ὅμως, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι λόγω τῆς σύγχυσης καὶ τοῦ σκοτισμοῦ τοῦ νοὸς δὲν προσέρχονται στὴν λαγαρὴ Πηγὴ τῆς Ζωῆς, ἀλλὰ τρέχουν ἀλλοῦ νὰ ξεδιψάσουν καὶ νὰ χορτάσουν. Ἄλλοι ἀναζητοῦν τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τὴ χάρη στὴν ὑπερκατανάλωση ὑλικῶν ἀγαθῶν. Γὶ΄ αὐτό, ὅταν δὲν ἔχουν αὐτὴ τὴ δυνατότητα, ἀπογοητεύονται καὶ ἀπαξιώνουν τὴ ζωή. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὴν οἰκονομικὴ ἄνεση μένουν ἀνικανοποίητοι, διότι προσπαθοῦν νὰ χορτάσουν τὴν πνευματική τους ὑπόσταση μὲ ὑλικὰ ἀγαθά.
Κι ὅταν οἱ καρδιὲς εἶναι γεμάτες κανένας περιορισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὶς σκοτεινιάσει. Φωτίζονται ἀπὸ τὸ ζωογόνο φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Τὰ προηγούμενα χρόνια ἔψαχναν οἱ ἄνθρωποι τὴ χαρὰ καὶ τὴ χάρη σὲ ταξίδια μακρινά. Συνωστίζονταν στοὺς ἐθνικοὺς δρόμους κυνηγώντας τὸ αὐθεντικὸ νόημα τῆς ζωῆς σὲ κάποιο χωριὸ τῆς ἐπαρχίας, κοντὰ στὴν ἀνοιξιάτικη φύση καὶ στὰ «παλιὰ καλὰ ἔθιμα». Ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς δὲν τοὺς γέμιζε τὴν ψυχὴ ἡ φυγή, ὁ ὀβελίας καὶ ἡ ἐπίπλαστη εὐωχία, ἔστω κι ἂν τοὺς ξεκούραζε προσωρινὰ τὸ κάλλος τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου. Ἄλλοι φθάνουν στὶς μισάνοιχτες ἐκκλησιές, γιὰ νὰ ἀνάψουν ἕνα κερί, νὰ προσκυνήσουν τὶς εἰκόνες τῆς Σταύρωσης, τῆς Ἀνάστασης, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὴ ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως ποὺ ἀπαντᾶ σὲ διάφορες ἐκδοχὲς καὶ προβάλλεται γιὰ προσκύνηση κάθε Κυριακὴ ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναστάσιμη περίοδο τῆς Ἐκκλησίας. Ξεχωρίζει ἡ κατεξοχὴν βυζαντινὴ ἀπεικόνιση, ποὺ παρουσιάζει τὸν Χριστὸ στὸν Ἅδη νὰ ἐλευθερώνει τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ καὶ ὅλους τους δίκαιους ποὺ ἀνέμεναν ἐναγωνίως τὴν ἔλευση τοῦ λυτρωτῆ.
Κλασικὸ δεῖγμα τῆς σύνθεσης αὐτῆς βρίσκεται στὸ παρεκκλήσιο τῆς Μονῆς τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν ἐν λόγῳ νωπογραφία ὁ Χριστὸς λευκοφορεμένος καὶ μέσα σὲ φωτεινὴ δόξα δεσπόζει ὡς νικητὴς τοῦ θανάτου, ἕλκοντας τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. Στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ διακρίνονται τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιὰ τῆς σταύρωσης. Ἐπάνω ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφὴ «Ἡ ἈΝΑΣΤΑΣΙΣ». Τόσο ἡ ἐπιγραφὴ αὐτὴ ὅσο καὶ οἱ χορεῖες τῶν δικαίων ποὺ εἰκονίζονται, σαφῶς παραπέμπουν στὴν Ἀνάσταση ὄχι μόνο τοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρού του ἀνθρωπίνου γένους. Στὸ κάτω μέρος ἐντός της σκοτεινῆς ἀβύσσου καὶ μέσω ἀπόκρημνων βράχων κείτεται ἁλυσοδεμένος ὁ θάνατος.
Ἡ παράσταση αὐτὴ μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσει κάθε φιλότιμο ἀγωνιστὴ καὶ δρομέα τῆς καθημερινῆς ζωῆς νὰ μὴν τρέχει ἐγωιστικὰ μόνος του πατώντας πάνω στοὺς ἄλλους ἢ προσπερνώντας ἀδιάφορα δίπλα τους. Ἀλλὰ νὰ κρατᾶ τὸ χέρι τῶν ἀδύναμων, νὰ ἐπιβραδύνει τὸ χρόνο του γιὰ τοὺς ἀπελπισμένους, νὰ σκύβει γιὰ τοὺς πονεμένους, νὰ ἀκυρώνει τὴ δύναμη τοῦ θανάτου μὲ τὴν ἀγάπη, νὰ τερματίζει μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πλουτίζοντας πνευματικὰ ἀπὸ τὴν ἀναστάσιμη ἐλπίδα ποὺ ἀνθίζει στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν συνοδοιπόρων. Κι ὅταν οἱ καρδιὲς εἶναι γεμάτες κανένας περιορισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὶς σκοτεινιάσει. Φωτίζονται ἀπὸ τὸ ζωογόνο φῶς τῆς Ἀναστάσεως.