Εφραίμ μοναχός Γρηγοριάτης (1906-1991)
(Φωτογράφος: Χρήστος Ζέγκος)
|
Στήν Μονή τοῦ ῾Οσίου Γρηγορίου τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους ἐδῶ καί 65 χρόνια, ἄσκησε τόν δίαυλο τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, ἀνάμεσα στούς ἄλλους Ἀδελφούς, καί ὁ Γέρο-Ἐφραίμ Γρηγοριάτης. Εἶναι ἕνα ἁπλό, ταπεινό καί συμπαθητικό γεροντάκι πού δέν ἔχει βέβαια νά πῇ πολλά στόν διαβαίνοντα τίς Μονές χάριν τουρισμοῦ ἐπισκέπτη.
Γιατί ὁ Μοναχός δέν εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού φαίνεται, ἀλλά αὐτό πού στήν καρδιά του εἶναι· καί αὐτό εἶναι μυστικό, πού τό γνωρίζει μόνο ὁ Θεός, ὁ ἴδιος ὁ Μοναχός, κρυμμένος βέβαια μέσα στήν βαθειά του ταπείνωσι, καί ὁ Πνευματικός του Πατήρ.
῾Ο Γέρο-‘Εφραίμ μέ τήν γραφικότητά του, μέ τό ἀργό ρυθμικό βάδισμά του, μέ τά ριγμένα στούς ὤμους του λευκόμαλλά του, τούς λεκέδες στό ζωστικό του καί τήν σπουδή του νά μή ἀπουσιάσῃ άπό καμμιά Ἀκολουθία μέχρι τά βαθειά του γεράματα, εἶναι γνωρίσματα πού ἐξωτερικά τόν φανερώνουν ὡς θεαματικό στούς ἄλλους.
῾Υπάρχουν ὅμως καί τά ἐσωτερικά γνωρίσματα, τά πνευματικά του πυκτεύματα, τά ἄδηλα καί τά κρύφια τοῦ Θείου Πνεύματος κινήματα, πού στολίζουν ἀφανῶς καί τούς ἄλλους καί ὡραῒζουν φανερῶς γιά τόν Θεό τήν νύμφη ψυχή, διαρκῶς ἑτοιμαζομένη σέ κοινωνία καί ἕνωσι μετά τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.
῾Ο πόθος γιά τό Θεό μέ ὠθεῖ νά πλησιάσῳ τά γεροντάκια τῆς Μονῆς. Κοντά τους θά αἰσθανθῶ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὄχι ὡς διδαχή, ἀλλά ὡς βίωμα καί ἐμπειρία. Οἱ ἴδιοι ἀγνοοῦν τήν γλῶσσα τῆς ἐπιστήμης, ὄχι γιατί τήν μισοῦν, ἀλλά γιατί ἔμαθαν τήν μόνη ἀληθινή ἐπιστήμη, χωρίς πτυχία καί σχολές, κάτω καί μέσα στούς τρούλλους μιᾶς ἁγιορείτικης Μονῆς. ῞Ο,τι ἔχουν νά προσφέρουν στούς ἄλλους, δέν εἶναι μέρος τῆς καρδίας τους, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ καρδιά τους.
Δέν ὁμιλοῦν λοιπόν τόσο μέ τό στόμα, ὅσο μέ τήν καρδιά. Γι’ αὐτό καί σέ ξεκουράζουν, χαριτώνουν καί δροσίζουν μέ τά ταπεινά τους λόγια ἐμᾶς τούς πνευματικά διψασμένους. Πρέπει νά τούς πλησιάζουμε μέ σέβας καί τιμή, ὅπως θά πλησιάζαμε τόν Δεσπότη μας Χριστό καί τούς ῾Αγίους. Αὐτοί θά μᾶς ὁμιλήσουν γιά τήν ἄλλη Πατρίδα, αὐτοί θά ἀνοίξουν τήν θύρα τῆς ψυχῆς μας γιά τήν ἔφεσι τῶν μελλόντων, τήν κοινωνίαν τοῦ Πνεύματος, τήν χριστιανική ζωή.
Μ’ αὐτές τίς σκέψεις κτυπῶ τήν θύρα τοῦ κελλίου τοῦ πατρός ‘Εφραίμ.
Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ἀμήν. Ποῖος εἶναι, ἐλᾶτε μέσα.
Εὐλόγησον πάτερ ‘Εφραίμ· συγχώρησέ με, ἐάν σέ ἐνοχλῷ
῎Εεε, καλῶς τόν πάτερ· κάθισε νά πιοῦμε ἕνα καφέ καί νά ποῦμε καί καμμιά κουβέντα σάν πατριῶτες πού εἴμαστε κιόλας.
Νἆναι εὐλογημένο πάτερ Ἐφραίμ. Θά ἤθελα νά θυμηθοῦμε καμμιά ἱστοριούλα ἀπό τά μικρά σου χρόνια, καί πρῶτα πρῶτα πές μου, ποῦ γεννήθηκες καί τί ἀνατροφή εἶχες ἀπό τούς γονεῖς σου;
Ἐγώ πάτερ, γεννήθηκα στό χωριά Βαλτέτσι τῆς Ἀρκαδίας τό 1905, τό ἱστορικό χωριό πού ξέρεις ἀπό τήν νεώτερη ῾Ελληνική ῾Ιστορία, ὅπου ἐκεῖ ὁ Κολοκοτρώνης ἐνίκησε γιά πρώτη φορά τούς Τούρκους καί προετοίμασε τὀ ἔδαφος γιά τήν τελική κατάληψι τῆς Τριπολιτσᾶς πού ἔγινε στίς 23 Σεπτεβρίου 1821.
Εἶμαι καί ὁ πέμπτος καί τελευταῖος γυιός τῆς οἰκογενείας μας, καί τό βαπτιστικό μου ὄνομα ἦταν Νικόλαος (τό ἐπώνυμο Μαγκλάρας, γυιός τοῦ Ἀγγελῆ καί τῆς Αἰκατερίνης).
Μετά τά πρῶτα γράμματα πού πῆρα στό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ, δέν προχώρησα σέ ἀνώτερα διότι ὁ πατέρας μου μέ ἔπαιρνε κοντά του στά πρόβατα, καί ἔτσι ἀπό μικρός ἔγινα τσοπάνης. Τό καλοκαίρι στά βουνά τοῦ Βαλτετσίου περιδιάβαινα μέ τό κοπάδι μας, ἔχοντας τήν ἀγκλίτσα στό χέρι καί τόν ντορβᾶ στήν πλάτη μου, ἐνῶ ἀπό τό φθινώπορο μέχρι τήν ἄνοιξι, παραχείμαζα μέ τήν οἰκογένειά μου στά πεδινά μέρη τῆς Τροιζηνίας Ἀργολίδος, ὅπου ἀγοράζαμε τά βοσκοτόπια ἀπό τούς ἐντοπίους.
Οἱ γονεῖς μου, λόγῳ τῆς συνεχοῦς μεταβάσεως ἀπό τόπο σέ τόπο μέ τό κοπάδι τῶν προβάτων, δέν εἶχαν στενές σχέσεις μέ τήν Ἐκκλησία.
῏Ηταν ὅμως εὐσεβεῖς καί ὅταν μποροῦσαν ἐπήγαιναν στήν Ἐκκλησία. Θυμᾶμαι τόν πατέρα μου πού καμμιά φορά, ἐπάνω στό θυμό του, βλασφημοῦσε, καί ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Πνευματικός πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι καί ὅτι θά εἶναι προτιμώτερο νά τοῦ κοπῇ ἡ γλῶσσα, παρά νά βλασφημᾷ, ἐκεῖνος ἀγωνιζόνταν νά θεραπευθῆ ἀπὀ τό πάθος του, καί πολλές φορές τόν εἶχα ἰδεῖ μέ αἵματα στό στόμα. ῞Οταν τόν ἐρώτησα κάποτε, γιατί ἔχει αἵματα στό στόμα, ὁ ἴδιος μοῦ εἶπε: «Δέν θέλω νά βλασφημῶ καί γι᾿ αὐτό δαγκώνω τήν γλῶσσα μου».
-Πῶς γεννήθηκε μέσα σου ὁ πόθος, πάτερ Ἐφραίμ γιά τόν μοναχισμό;
-῾Ο πατέρας μου ἐδιάβαζε διάφορα Συναξάρια ῾Αγίων, καθώς καί τήν ἐπιστολή τοῦ Κυρίου ἡμῶν ‘Ιησοῦ Χριστοῦ. Τά ἔπαιρνα καί ἐγώ κοντά μου στά πρόβατα καί πολύ μοῦ ἄρεσαν. Περισσότερο μοῦ ἄρεσε ὁ βίος τοῦ ῾Αγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου καί, ὅταν ἐδιάβαζα, ἔκλαιγα καί ποθοῦσα καί ἐγώ ν᾿ ἀκολουθήσῳ αὐτή τήν μοναχική ὁδό.
Σιγά-σιγά ἄναβε μέσα μου ὁ ζῆλος γιά τά πνευματικά πράγματα, ἀλλά καί ντρεπόμουν τούς ἄλλους, διότι αὐτοί δέν ἐθρήσκευαν τόσο, καί ἐπί πλέον μέ περιέπαιζαν. Πολύ μέ συγκινοῦσε καί τό βιβλίο «῾Αμαρτωλῶν Σωτηρία» καί στήν προσευχή μου παρακαλοῦσα τόν Θεό νά μοῦ δώσῃ κάποια ἀφορμή νά φύγῳ γιά νά μιμηθῷ τήν ζωή τῶν ῾Αγίων πού διάβαζα.
Τό φθινόπωρο τοῦ 1923, ἔφυγα μέ τήν ἀδελφή μου Διαμάντω καί μέ τό κοπάδι γιά τά χειμαδιά στόν Πόρο τῆς Τροιζηνίας. Τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή προετοιμαζόμουν γιά τό Πάσχα, καί τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀνέβηκα στό Μοναστήρι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς νά ἐξομολογηθῶ στόν παπᾶ Γιώργη. Ἐνῶ ἐπερίμενα ἐκεῖ, ἕνας ἄλλος ἄγνωστος Παπᾶς μέ ἐπλησίασε καί, ἐπειδή μέ εἶδε σκεπτικό, μέ ἐρώτησε:
-Ποιόν περιμένεις, βρέ καλόπαιδο, καί γιατί εἶσαι σκυθρωπός;
-Περιμένω τόν Πνευματικό· θέλω νά κοινωνήσω αὔριο.
-Καλά καί ἐγώ Πνευματικός εἶμαι καί ἐάν θέλῃς σέ κάτι νά σέ βοηθήσῳ.
-Ἐε, δέν πειράζει θά περιμένω τόν ἄλλον Παπᾶ, ἀλλά ἔχω νά σᾶς πῶ ἕνα πόθο μυστικό: Θέλω νά γίνω Καλόγερος, ἀλλά δέν ξέρω ποῦ νά πάω καί δέν θά ἤθελα νά τό πῆτε πουθενά, γιά νά μή ἔχουμε κακές συνέπειες.῎Α παιδί μου, ἡ Παναγία σέ ἔστειλε ἐδῶ, ἡ Παναγία σέ ἔστειλε. Λοιπόν ἐδῶ δέν μπορεῖς νά γίνῃς Μοναχός· θά πᾶς καί στρατιώτης μεθαύριο καί θά χάσῃς τήν εὐλάβεια ὅπου ἔχεις. ῾Επομένως θά σέ στείλῳ ἐγώ σ᾿ ἕνα μέρος ὅπου θά γίνῃς Καλόγερος καί θά περάσῃς καί καλά.
-῎Ε ποῦ εἶναι αὐτό τό μέρος;
Θά σέ στείλω στό ῞Αγιον ῎Ορος. (Εἶχα ἐγώ διαβάσει περί ῾Αγίου ῎Ορους, ἀλλά δέν ἤξερα οὔτε καί ποῦ πέφτει κιόλας). Ἐγώ τοῦ ἔδωσα τόν λόγο μου ὅτι θέλω νά γίνω Καλόγερος, ἀλλά πῶς θά φύγω ἀπό ἐδῶ; Ἐκεῖνος μοῦ λέγει: Μή φοβᾶσαι ἡ Παναγία σέ ἔστειλε σέ ἐμένα καί ἐγώ θά σέ συστήσω. ῏Ηταν ἕνας πολύ καλός ἄνθρωπος· τό ὄνομά του, ἄν θυμᾶμαι καλά, ἦταν Χρυσόστομος Δημητρίου. ῏Ηταν Ἀρχιμανδρίτης καί ῾Ιεροκῆρυξ στόν Πειραιᾶ.
Ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ἔγινε καί Δεσπότης, ἴσως στήν Ζάκυνθο δέν θυμᾶμαι καί καλά. Ἀκόμη μοῦ εἶπε: ἔχε σέ ἐμένα ἐμπιστοσύνη, ἐγώ θά σέ καθοδηγήσω καί ὅταν πᾶς ἐκεῖ, νά μοῦ γράψῃς ἕνα γράμμα. Τίποτε ἄλλο δέν θέλω ἀπό ἐσένα.
῎Εχω ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τοῦ εἶπα. Ἀπό σήμερα μάλιστα ἐσύ θά μέ ἀναλάβῃς καί θά μέ καθοδηγήσῃς, ὅπως σέ φωτίσῃ ὁ Θεός. Τοῦ ἔδωσα καί μερικά ροῦχα καί βιβλία πού εἶχα μαζί μου, καί τοῦ εἶπα, ὅτι τώρα πρέπει νά γυρίσω στήν καλύβη μου, στή στάνη. Μάλιστα τόν ἐρώτησα, πόσα χρήματα θά χρειασθῶ γιά τ·ό ταξείδι μου στό ῞Αγιο ῎Ορος; Μοῦ εἶπε: Θά χρειασθῇς μέχρι 200 δραχμές. Ζήτησε τοῦ πατέρα σου καί, ἄν δέν ἔχῃ νά σοῦ δώσῃ, μή στενοχωριέσαι, θά τά οἰκονομήσουμε.
Κατέβηκα στήν καλύβη μας στήν στάνη, καί ὁ Πατέρας μου, βλέποντάς με σκεπτικόν, μέ ἐρώτησε:
-Τί ἔχεις παιδί μου, γιατί εἶσαι σκεπτικός; Σοῦ συμβαίνει τίποτα;
-῎Εχω καί ἐγώ ἕνα παράπονο Πατέρα. Τί παράπονο ἔχεις; (μ᾿ ἀγαποῦσε πολύ ὁ Πατέρας μου ἤμουν ὁ τελευταῖος τῆς οἰκογενείας μας).
-Τώρα, Πατέρα, μεγάλωσα κι ἐγώ καί δέν ἔχω μία δεκάρα νά βγῷ ἔξω μέ τούς φίλους μου νά πιοῦμε ἕνα ποτηράκι κρασί. ῞Ολο τόν Γιώργη (τόν μεγάλο μου ἀδελφό) στέλνεις ἐδῶ καί ἐκεῖ καί τοῦ δίνεις καί χρήματα.
-Πότε μοῦ ἐζήτησες παιδί μου καί δέν σοῦ ἔδωσα; Πόσα χρήματα τώρα θέλεις;
-Δός μου τό λιγώτερο 250 δραχμές.
-Πώ, πώ τόσα χρήματα τί θά τά κάνῃς; Πάρε ἕνα εῖκοσιπεντάρικο καί, ἄν πάλι χρειασθῇς, νά μοῦ τό εἰπῇς.
-Πατέρα, τοῦ λέγω, σέ εὐχαριστῶ πολύ. ῎Αν ἦταν γιά εἴκοσι πέντε δραχμές δέν θά σοῦ ζητοῦσα. Δῶσε μου μιά φορά αὐτά πού σοῦ ζητῶ, καί δέν θά σοῦ ζητήσῳ πάλι ἄλλα. (Βγάζει ἀπό τήν τσέπη του τά χρήματα καί μοῦ λέγει:)
-Νά πάρε τα, ἀλλά νά μή μοῦ ζητήσῃς ἄλλα νά ξέρῃς.
Ἐγώ τότε συγκινήθηκα, τοῦ φίλησα τό χέρι καί τοῦ εἶπα:
-Πατέρα σέ εὐχαριστῶ πολύ, ἀλλά δέν πρόκειται νά σοῦ ζητήσω ἄλλα.
Συγκινήθηκε καί αὐτός καί μοῦ λέγει:
-Μά γιατί δέν θά μοῦ ζητήσης ἄλλα;
-῎Ε δέν θέλω ἄλλα, μοῦ εἶναι ἀρκετά αὐτά.
῏Ηταν ἀπόγευμα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου τοῦ ἔτους 1924, ὅταν ἐπῆρα τά χρήματα. ῏Ηταν καί ἡ ὥρα νά πᾶμε τά πρόβατα στήν βοσκή. ῾Οπότε μπροστά ὁ Πατέρας μου, πίσω τά πρόβατα καί παρά πίσω ἐγώ μέ τήν γκλίτσα στό χέρι, προχωρούσαμε γιά τό λειβάδι. Τότε μέ ἔπιασαν λογισμοί, ὄντας δεκαεφτάρης στήν ἡλικία, καί ἔλεγα· τί εἶναι αὐτό πού πάω νά κάνω; Ν᾿ ἀφήσῳ τούς γονεῖς, τίς ἀδελφές μου, τά πρόβατά μας; Μήπως θέλει νά μέ πλανήσῃ αὐτός ὁ Ἀρχιμανδρίτης; Ἀλλά ἀντιστάθηκα σ᾿ αὐτές τίς σκέψεις καί εἶπα: ῎Η θά φύγῳ τώρα ἤ δέν φεύγω ποτέ. Ἐπέταξα λοιπόν τήν γκλίτσα στά πρόβατα λέγοντας: ῎Αϊντε καί σεῖς στό καλό σας, ἐνῶ στόν πατέρα μου δέν εἶπα τίποτα πού ἐπήγαινε μπροστά. Γυρίζω λοιπόν πίσω στό μανδρί. Μέ βλέπουν ἡ μάννα μου καί οἱ ἀδελφές μου καί μέ ἐρωτοῦν:
-Γιατί γύρισες πίσω Νῖκο; Τότε μέ φώτισε ὁ Θεός καί τούς εἶπα:
-Μ᾿ ἔστειλε ὁ Πατέρας μου νά εἰδοποιήσῳ κάποιον χασάπη, νά βγῇ μπροστά στό κοπάδι νά ἀγοράσῃ μερικά ζῶα. ῾Η ἀδελφή μου μέ εἶδε ἀνήσυχο καί λέγει στήν μάννα μας: «Αὐτός φεύγει δέν τόν βλέπεις, πού μαζεύει καί τά ροῦχα του;». Τήν μάλωσα καί τῆς εἶπα· «Τί εἶναι αὐτά πού λές, ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα μου θά φύγω;» Μέ ἀγκαλιάζει μέ κλάματα ἡ μάννα μου καί μοῦ λέγει: «ποῦ θά πᾶς παιδάκι μου, γιατί θέλεις νά φύγῃς;
Τέλος πάντων, νά μή τά πολυλογοῦμε, ἔφυγα καί ἐπῆγα στόν Πόρο, ὅπου θά μέ περίμενε ὁ Ἀρχιμανδρίτης, Μέ ρώτησε γιά ταὐτότηα καί τοῦ εἶπα ὅτι δέν ἔχω. Μέσα σέ μιά νύχτα ἐκεῖνος μοῦ ἑτοίμασε ἕνα χαρτί ἀπό τήν Ἀστυνομία καί τήν ἑπομένη τό πρωῒ, θά φεύγαμε μέ τό πλοῖο. Τότε μέ ἐρωτᾶ ὁ ‘Ἀρχιμανδρίτης. Πῆρες καμμιά πέτρα μαζί σου;
-Τί νά τήν κάνω τοῦ λέγω.
-Νά δώσῃς μέ αὐτό ὅρκο καί νά πῇς: ῎Αν γυρίσῳ πίσω τάφος αὐτή ἡ πέτρα νά μοῦ γίνῃ. -Νά μή γυρίσῃς πίσω στό κόσμο πάλι.
-Εὐχαριστῶ πολύ τοῦ εἶπα, πάω γιά νά μείνω, δέν πάω νά γυρίσω πίσω. Ἐπήγαμε στόν Πειραιᾶ, μέ ἔβαλε σέ ξενοδοχεῖο, μοῦ ἐπλήρωνε τά τρόφιμά μου, μοῦ ἔδινε καί χρήματα. ῏Ηταν καλός ἄνθρωπος.
Ηταν ὁ ῎Αγγελός μου, ὁ Θεός τόν ἔστειλε.
῞Οταν ἦλθε ἡ ἡμέρα πού θά ταξίδευα γιά Θεσσαλονίκη μέ ἕνα παλιοκάραβο, ἀπό ἐκεῖνα τά ἀποστρατευμένα τοῦ Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, ἑτοιμάσθηκα, ἐφόρεσα τήν χωριάτικη πουκαμίσα μου, τά τσαρούχια μου καί μέ τόν ντορβᾶ στήν πλάτη ξεκίνησα. ῾Ο Ἀρχιμανδρίτης μοῦ εἶπε: “Δέν ἔχεις ἄλλα ροῦχα νά φορέσῃς; Θά σέ κοροϊδεύουν οἱ ἄλλοι οἱ Μοναχοί ἐκεῖ στό ῞Αγιον ῎Ορος.
-Καί τί νά κάνω, τοῦ λέγω, δέν ἔχω ἄλλα ροῦχα.
Ἐπῆγε ὁ καϋμένος καί μοῦ ἀγόρασε καινούργια ροῦχα, ἀπό αὐτά τά εὐρωπαϊκά πού λένε, καί μέ ἔντυσε. Τά χωριάτικα ροῦχα μοῦ εἶπε νά τά στείλω πίσω στό σπίτι. Ἐεε, αὐτό ἦταν…Βυθίσθηκαν οἱ δικοί μου σέ μέγα πένθος. Μαζί μέ τά ροῦχα τούς ἔβαλα καί ἕνα σημείωμα, στό ὁποῖον ἔγραφα: «Ἀναχωρῶ πρός ἄγνωστον κατεύθυνσιν πέντε ἡμέρες μέ τό πλοῖο καί, ὅταν θά φθάσω, θά σᾶς γράψῳ, ἀλλά καλή ἀντάμωσι στόν ἄλλο κόσμο».