ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΝΕΥΡΟΚΟΠΛΗ

Μετά από μια απογευματινή επισκεψη σε φίλο μου ασθενή, βγαίνω στην Βασιλίσσης Όλγας νύχτα, να πάρω ένα ταξί για να γυρίσω στο σπίτι. Το ταξί είναι μια πολυτέλεια που τέτοιες ώρες επιτρέπω στον εαυτό μου τα τελευταία χρόνια. Δεν μου αρέσει να περπατώ μόνη βραδιάτικα ούτε να περιμένω στις στάσεις των λεωφορείων που τόσο συμπαθώ κάτω απ’ το φως της μέρας. Η νύχτα πλέον είναι για το σπίτι, το διάβασμα και το γράψιμο.


Δεν παίρνω το πρώτο ούτε το δεύτερο άδειο ταξί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το αναβάλλω και δε σηκώνω το χέρι. Παίρνω όμως το τρίτο. Το τρίτο κι ομορφότερο, όπως θα ‘λεγαν τα δημοτικά μας τραγούδια, -και όχι τυχαία. 
Αφού λέω τον προορισμό μου, ο ταξιτζής πολύ συνεσταλμένα με παρακαλεί να τον καθοδηγήσω γιατί έχει μόνο μια βδομάδα στη δουλειά και δεν ξέρει ακόμα καλά τους δρόμους. Πρόθυμα του απαντώ πως θα τον βοηθήσω, και κατόπιν τον παρατηρώ. Δεν είναι κανένα νέο παλικαράκι που μόλις έπιασε την πρώτη του δουλειά. 
Αυτός θα πρέπει να είναι γύρω στα πενήντα. Το βρίσκω φυσικό να τον ρωτήσω τι δουλειά έκανε πριν. Είναι αδύνατος με λίγη φαλάκρα, ρουφηγμένα μάγουλα και πλατύ μέτωπο, έχει ευγενική και ζεςτή χροιά η φωνή του. Είναι κατηφής, ίσως και θλιμμένος. Μου απαντά σαν να περίμενε πώς και πώς την ερώτησή μου θέλοντας επιτέλους σε κάποιον να μιλήσει.

-Ήμουνα πλέκτης. Ένας από τους καλύτερους πλέκτες στη Βόρεια Ελλάδα. Από παιδί δούλευα στα πλεκτήρια. Μ’ αυτή τη δουλειά έφτιαξα οικογένεια, έχτισα δύο σπίτια, βοηθούσα τους γονείς μου, σπούδασα τα παιδιά μου. Ξέρετε καθόλου πώς είναι η δουλειά στα πλεκτήρια; με ρωτά.

-Μόνο μέσα από ταινίες, απαντώ. 
-Κάθε μηχανή, μου λέει, έχει κάποιους κώνους. Κάθε κώνος έχει εκατοντάδες βελόνες. Ο πλέκτης πρέπει να γνωρίζει καλά μία μία όλες αυτές τις βελόνες, Να τις ελέγχει συνέχεια, να τις περιποιείται, να τις λαδώνει, να τις αντικαθιστά αν σπάσουν. Μέσα στις χιλιάδες βελόνες μιας μηχανής, αν μία δεν είναι σωστά λαδωμένη, το πλεχτό που θα φτιαχτεί, θα έχει μία τρύπα. Για να είσαι πλέκτης θα πρέπει να είσαι νοικοκύρης, αλλιως δεν μπορείς. 
Το ταξί το οδηγάει οποιοσδήποτε, κι ένας σαψάλης τα καταφέρνει. Δουλειά είναι αυτή; Αλλά τι να κάνω; Κι ευτυχώς που με λυπήθηκε ένας θείος μου και μου την έδωσε. Αλλά δε μου πάει. Δε μου πάει καθόλου. Να δουλεύω νύχτα; Δε τη θέλω τη νύχτα. Το τι βλέπουν τα μάτια μου δεν το φαντάζεστε. Το πρωί τα λέω στη γυναίκα μου. Και δεν της τα λέω όλα, θα τρομάξει και θα μου πει να σταματήσω. Τι να κάνω; Δούλεψα στα μεγαλύτερα πλεκτήρια. Πολλές φορές δούλευα και τα απογεύματα σε κάποιο μικρό συνοικιακό γιατί την αγαπούσα τη δουλειά και με ζητούσαν, ήμουν καλός. Ε, ρε, τι γινόταν τότε… Κάθε συνοικία και πλεκτήριο. Πάνε όλα. Όλα έκλεισαν.

-Τι συνέβη; τον ρωτώ.
-ΤΙ συνέβη; Μπήκαν οι Τουρκοι και οι Βούλγαροι στην αγορά. Μας πούλησαν πλεκτά κακής ποιότητας, φανελάκια, κάλτσες, ό,τι μπορείς να φανταστείς σε λιγότερο από τη μισή τιμή που τα δίναμε εμείς. Κακές ποιότητες, φτηνά μεροκάματα, πάνε τα πλεκτήρια. Έκλεισαν το ένα μετά το άλλο… 
Πιο πολύ όμως κι απ’ αυτό με πειράζει που έφυγε στη Βουλγαρία ολόκληρο εργοστάσιο δικό μας και τώρα το αφεντικό μου κάνει εξαγωγές σ’ εμάς ρίχνοντας τις τιμές. Έλληνας είναι αυτός; 
Τέλος πάντων, αφήστε τα. Μου έκανε πολύ καλό που σας μίλησα. Ήμουν έτοιμος να πάω σπίτι μου, δεν άντεχα άλλο. Η ηρεμία σας με ησύχασε, μου πήρε όλο το βάρος. Τώρα μπορώ να βγάλω τη βάρδια.
Γελάω. Δεν καταλαβαίνω τι μου λέει και μου φαίνεται αστείο. Φαίνεται πως εννοεί κάτι που εγώ δεν το εννοώ.
Για να τον παρηγορήσω του λέω για τις δικές μας ασχολίες. Τι γίνεται στο χώρο του βιβλίου και της μουσικής. Να μη νιώθει μόνος.
Έκπληκτη τον ακούω στο τέλος να μου λέει, “τι κρίμα που τόση ώρα σας έλεγα τα δικά μου, και χάσαμε τόσο χρόνο. Πόσο θα ήθελα να μάθω περισσότερα γι’ αυτά που κάνετε εσείς. Είναι τόσο ωραία πράγματα…

Πόσο λεπτός πρέπει να είναι ένας άνθρωπος για να πει αυτή την κουβέντα, σκέφτομαι. Πλησιάζοντας προς το σπίτι, μού λέει πως μένει σ’ ένα χωριό του Κιλκίς κι εκεί έχει κάποια χωραφάκια που τα νοικιάζει σ’ έναν βοσκό για ελάχιστα χρήματα το χρόνο, για να βοσκάει τα ζώα του.
Πολλές φορές, μου λέει, σκέφτηκα μήπως τα καλλιεργήσω, αλλά δεν είναι για μένα τέτοιες δουλειές, δεν τις ξέρω. Αλλά μήπως κι αυτή δουλειά είναι; Να δουλεύεις δεκαπέντε ώρες για να βγάλεις δεκαπέντε ευρώ;


-Μα τι λέτε; Ενώ μπορείτε να είστε κύριος του εαυτούς σας και της δουλειά σας, καλλιεργώντας τη γη σας, επιλέγετε να είστε δούλος σε κάποιον άλλον για δέκα ή δεκαπέντε ευρώ τη μέρα; τον ρωτώ. Δεν είναι κρίμα;
-Μα δεν τη ξέρω τη γη.
-Ξέρετε όμως χιλιάδες βελόνες, του απαντώ με ενθουσιασμό. Είναι δυνατόν να κάνατε τέτοια λεπτοδουλειά με τόση νοικοκυροσύνη και να μην μπορείτε να αναστήσετε τη γη; Εσείς άμα πιάςετε τη γη θα φτιάξετε τα τελειότερα, τα ομορφότερα χωράφια.

Φτάνουμε στο σπίτι. Η συζήτηση δε λέει να σταματήσει. Δεν κατεβαίνω. Πάνω στη κουβέντα βρίσκουμε κι έναν κοινό γνωστό που έχει χωράφια στο Κιλκίς και καλλιεργεί βιολογικά. Λίγο λίγο το πρόσωπο του ανθρώπου φωτίζεται. Νομίζω, του λέω, πως αυτός πήγε καλόγερος, τ’ αφησε τα χωράφια.
Καλόγερος; Σαν αυτούς τους τρελούς που μένουν μόνοι τους και τρώνε ρίζες; Τρελάθηκε; Είναι σοβαρά πράγματα αυτά;
Μαι χαρά είναι, του λέω. Άλλος βρίσκει τον εαυτό του στην καλογερική. Τι σε πειράζει; Άλλος τον βρίσκει στο μπορδέλο. Δε μας πέφτει λόγος. Το θέμα είνα ινα βρει ο καθένας αυτό που του δίνει χαρά και ευτυχία. Να είναι καλά με τον εαυτό του και να μην προσπαθεί να πείσει και τους άλλους να τον ακολουθήσουν. Μακάρι ο καθένας να έκανε αυτό που του ταιριάζει…

Α, ρε συγγραφέα, τι μου έκανες…, μου λέει έχοντας γυρίσει προς το μέρος μου. Θα πάω στην κυρά μου και θα της πω ότι μέχρι εδώ ήτανε. Θα πιάσω τη γη μου και θα την αναστήσω. Έχω στην άκρη λίγα λεφτουδάκια. Να σου πω. Έχω δώδεκα χιλιάδες. Θα δώσω τις δέκα για να φτιάξω ένα θερμοκήπιο και θα κρατήσω τις δύο για να έχουμε κάτι στην άρκη. Μου άλλαξες τη ζωή… να ‘σαι καλά κοπέλα μου…
Να πάνε όλα καλα!

Σφίγγουμε τα χέρια. Μου φαίνεται σχεδόν αστείο όλο αυτό που συνέβη μέσα σε δεκαπέντε λεπτά διαδρομής. Μα δεν είναι. Σίγουρα καθόλου ασττείο γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Μπαίνω στο σπίτι με μια χαρά απερίγραπτη. 
Σκέφτομαι. Δεν πήρα το πρώτο ταξί ούτε το δεύτερο. Πήρα αυτό που ήθελε ο καλός Θεός να πάρω και βρήκα αυτόν τον άνθρωπο που αποζητούσε σε κάποιον να μιλήσει, αλλά και που ήταν έτοιμος ν’ ακούσει κάποιον που θα του έδινε λίγο κουράγιο, θα του έλεγε μια καλή κουβέντα, θα του έδειχνε ένα δρόμο που ήταν δικός του, ήταν μπροστά του και δεν τον έβλεπε. 
Ήθελε τόσο λίγο να κάνει το βήμα που φοβότανε. Μπορεί να αρκούν δεκαπέντε λεπτά για ν’ αλλάξει η ζωή ενός ανθρώπου; Φαίνεται πως μπορούν. Ίσως μπορεί να αρκεί και ένα. Σπουδαία πράγματα…