Δὲν εἶναι πολὺς ὁ καιρὸς ἀπὸ τότε ποὺ στὶς ἐκκλησιές μας ἀκουγόταν τὸ κάλεσμα τὸ λειτουργικὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» χωρὶς κανεὶς νὰ πλησιάζει, χωρὶς κανεὶς νὰ ἀνταποκρίνεται, χωρὶς κανεὶς νὰ κοινωνεῖ. Ἦταν οἱ μέρες ἐκεῖνες τῆς ὀδύνης, ποὺ οἱ θεῖες Λειτουργίες τελοῦνταν κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, ἀπὸ ἔρμους παπάδες μὲ τοὺς ἀκόμα «ἀπαραίτητους» τρεῖς.Σήμερα οἱ ναοὶ εἶναι ἀνοιχτοί, τηρώντας μέτρα αὐστηρὰ ποὺ ἡ πολιτεία ὅρισε. Ὅμως σὲ τούτη τὴ συγκυρία ἕνα ἄλλο κέλευσμα ἀρχίζει νὰ ἀκούγεται ἠχηρὰ καὶ ἐπίμονα: «Στὸν καιρὸ μιᾶς τέτοιας πανδημίας δὲν εἶναι ὑπεύθυνο, μὰ οὔτε συνετό, οἱ πιστοὶ νὰ κοινωνοῦν, γιατὶ ὑπάρχει ὁ φόβος νὰ κολλήσουν τὸν ἐπικίνδυνο ἰὸ καὶ νὰ καταστοῦν κίνδυνος γιὰ ὅλους τοὺς πολίτες». Κάποιοι μάλιστα ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ ὑποστηρίξουν τὴν ἀπαγόρευση διὰ νόμου τῆς θείας κοινωνίας, ὅπως συνέβη ἐξάλλου καὶ σὲ κράτη σπουδαῖα καὶ προηγμένα.



Μπροστὰ σὲ τούτη τὴν ἀπειλή, ὑπῆρξαν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, κάποιοι θεολόγοι καλοί (χωρὶς εἰσαγωγικά), ποὺ πρότειναν, γιὰ νὰ προλάβουμε τὶς πρωτοβουλίες τὶς ὁποῖες ἐνδέχεται νὰ πάρει ἡ πολιτεία, νὰ προχωρήσουμε σὲ ἀλλαγὲς στὸν τρόπο τῆς θείας Μεταλήψεως, ἀναζητώντας λύσεις στὶς ἀρχαῖες λειτουργικὲς παραδόσεις (μὲ κύρια ἀναφορὰ στὴ Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου). Συγκεκριμένα εἰσηγοῦνται τὴν κατάργηση τῆς λαβίδας ὡς μέσο μεταδόσεως τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καὶ προτείνουν νὰ ἀντικατασταθεῖ μὲ τὴν πρακτικὴ τῆς ἐμβαπτίσεως τῆς κάθε μερίδος ξεχωριστὰ ἐντὸς τοῦ Ποτηρίου καὶ τὴ μετάληψη ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἱερέως στοὺς πιστούς. Τοῦτο τὸ σκεπτικὸ ὑποστηρίζουν, εἶναι ἱκανὸ νὰ παρηγορήσει τὸν φόβο τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴ θεία Κοινωνία, ἐνῷ παράλληλα θὰ προλάβει τὴν ἀπόλυτη ἀπαγόρευση τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τῆς θείας Μεταλήψεως ἀπὸ τοὺς κυβερνῶντες.Ἡ πρόταση αὐτὴ κατατίθεται, μᾶς διαβεβαιώνουν οἱ εἰσηγητές της, γιὰ νὰ ἀντιμετωπιστοῦν οἱ φόβοι τῶν ἀνθρώπων, κυρίως αὐτῶν ποὺ στέκονται μακριὰ ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός. Τελικὰ μιὰ τέτοια ἐπιλογὴ θὰ καταφέρει πράγματι νὰ απαντήσει πειστικὰ στοὺς φόβους; Φρόνιμο νομίζουμε πὼς θὰ ἦταν πρὶν προβοῦμε σὲ τοποθετήσεις νὰ ἐξετάσουμε τὸ ποιὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται στὶς μέρες μας.
Φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατο. Πάντα τὸν φοβόντουσαν, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ἔσχατος ἐχθρός. Ὁ φόβος ὅμως αὐτὸς γιγαντώθηκε στὴ νεωτερικὴ ἐποχή, ἀφοῦ κατὰ τοὺς χρόνους τούτους, κάθε μεταφυσικὴ προσέγγιση τῆς ζωῆς ἀπαξιώθηκε καὶ λοιδορήθηκε, καὶ ἔτσι δὲν ἔμεινε τίποτα ἱκανὸ νὰ παρηγορεῖ τὶς ἀνασφάλειές μας καὶ τὶς φοβίες μας. Ὁ μόνος τελικὰ τρόπος γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὸν θάνατο ἀποφανθήκαμε πὼς εἶναι νὰ τὸν ξεχάσουμε. Παραιτηθήκαμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν προσπάθεια νὰ δώσουμε μιὰ ἀπάντηση στὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου. Πιστέψαμε πὼς θὰ καταφέρουμε νὰ ζήσουμε ὡς νὰ μὴν ὑπάρχει. Γι’ αὐτὸ πλέον δὲν ἐπισκεπτόμαστε ἀσθενεῖς, δὲν κρατοῦμε τοὺς νεκροὺς στὸ σπίτι μέχρι νὰ ταφοῦν, σταματήσαμε νὰ πηγαίνουμε σὲ κηδεῖες καὶ μνημόσυνα, ἀφήσαμε τὰ μνήματα τῶν δικῶν μας χορταριασμένα καὶ τὰ νεκροταφεῖα μας ἐπιτρέψαμε νὰ μοιάζουν μὲ σκουπιδότοπους. Μὰ ἐκεῖνος, ὁ θάνατος, ὅσο κι ἄν τὸν ἀπωθήσαμε, ὅσο καὶ ἂν κρυφτήκαμε ἀπ’ αὐτόν, βρίσκει τὸν τρόπο καὶ μᾶς αἰφνιδιάζει. Χτυπᾶ τοὺς γύρω· γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους, φίλους καὶ συνεργάτες, ἀγαπημένους καὶ οἰκείους. Ἔπειτα ὁρμᾶ καὶ σ’ ἐμᾶς ἀπειλώντας μὲ μιὰ συμφορά, μὲ μιὰ ἀρρώστια, μ’ ἕνα ἀτύχημα, πρὶν μᾶς καταβάλει ὁριστικά. Εἶναι συνέχεια παρών, παρότι στρέψαμε τὸ βλέμμα μακριά του. Κάπως ἔτσι λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται τὸν θάνατο.
Φοβοῦνται ὅμως οἱ ἄνθρωποι καὶ τὴ ζωή. Καὶ τοῦτο συμβαίνει γιατὶ τὴν ἔχουν ἀπόλυτα ταυτίσει μὲ τὴ βιολογικότητα. Ἡ ζωὴ κατανοεῖται ὡς ἡ ἀλληλουχία τῆς ἀνάσας, τὸ ἀδιάκοπο σφυροκόπημα τῶν καρδιακῶν παλμῶν, ἡ καλὴ λειτουργία τῶν ἐγκεφαλικῶν νευρώνων. Στὸ πλαίσιο αὐτό, ἡ ζωὴ καὶ τὸ προσδόκιμό της εἶναι μεγέθη μετρήσιμα. Καὶ ἡ μονάδα τούτης τῆς μέτρησης εἶναι ἡ ὑγεία. Βιοϊατρικὰ ἐργαστήρια μὲ ἐπίσημο τρόπο μᾶς βεβαιώνουν ὅτι εἶμαστε ζωντανοί. Καὶ δὲν περνᾶ καθόλου ἀπὸ τὸν νοῦ μας πὼς ζωντανὸς κάποιος λογίζεται ὅταν ζεῖ μὲ νόημα καὶ σκοπό· πὼς ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ δημιουργήθηκε γιὰ νὰ αὐξηθεῖ καὶ νὰ τελειωθεῖ. Γιὰ νὰ ἀγωνιστεῖ ἐνάντια σὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τὸν καθιστοῦν νεκρὸ ἐν τῷ βίῳ, ἄκαμπτο καὶ ἀκίνητο μὲ ἀνάσα καὶ παλμό. Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἀληθινὰ ὅταν δὲν ἐγκαταλείπεται στὴν ἀδράνεια, στὶς μέριμνες, στὰ πάθη· ὅταν πλάθει τὸν ἑαυτό του συνεχῶς ὥστε νὰ τὸν καταστήσει δημιουργικό, φωτεινὸ καὶ ἐλεύθερο. Ὅμως τούτη ἡ πορεία τρομάζει τοὺς πολλοὺς γιατὶ συνδέεται μὲ τὸν κόπο, τὴν ἀπαίτηση καὶ τὴν ἄσκηση. Φοβόμαστε ὅ,τι δὲν εἶναι βατὸ καὶ εὔκολο· ὅ,τι ζητᾶ χρόνο καὶ ὑπομονή· ὅ,τι ἀπαιτεῖ νὰ ἀλλάξουμε, νὰ γίνουμε κάτι πληρέστερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἤμασταν χθές. Κάπως ἔτσι λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται τὴ ζωή.
Φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸν συνάνθρωπο. Κι εἶναι ἀλήθεια πὼς πολλὰ κακὰ μπορεῖ νὰ ὑποστεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους: Ἀδικία, ἐκμετάλλευση, ἐξάρτηση, πόνο, σκληρότητα, βία. Ἐξάλλου οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου κατὰ τὸν 20ο αἰώνα τὸ διακήρυξαν κατηγορηματικά: «Οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ κόλασή μου». Ὁ συνάνθρωπος στὴν καλύτερη τῶν περιπτώσεων προβάλλει ὡς ἕνα ἀναγκαῖο κακό. Μόνο ἡ ἀνάγκη μᾶς κάνει νὰ συμπορευόμαστε μὲ τοὺς γύρω·γιατὶ μονάχοι, τὴν ἐπίγνωση ἔχουμε, πὼς δὲν θὰ τὰ καταφέρουμε. Καμία ὑποψία ὅμως γιὰ τὸ ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη ἐκδοχή, ἐκείνη ποὺ ἀποκαλύπτει πὼς «Οἱ ἄλλοι εἶναι ἡ σωτηρία μου». Πὼς κάθε ἄνθρωπος δηλαδή, κάτι σημαντικὸ φυλάσσει ἐντός του καὶ ὡραῖο· πὼς δύναται χαρᾶς αἶτιος νὰ γίνει καὶ πολὺ ἀγαθοῦ, πὼς ἡ ὕπαρξή του δώρημα εἶναι καὶ εὐλογία· πὼς τύπο ἀποτελεῖ καὶ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὄχι, τοῦτα εἶναι λόγια καὶ θεωρίες ἀσύνετες, θὰ ἀνταπαντήσει ἡ κυρίαρχη ἰδεολογία. Ἀπὸ τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ κρατᾶς τὶς ἐνδεδειγμένες ἀποστάσεις, γιατὶ κίνδυνος εἶναι καὶ ἀπειλή. Ἡ ἐγγύτητα θὰ σὲ βλάψει, ἡ ἐμπιστοσύνη θὰ σὲ ἀπογοητεύσει, ἡ σχέση θὰ σὲ πληγώσει. Κάτι θὰ κολλήσεις ἀπὸ αὐτούς· καὶ θὰ πάθεις, θὰ ὑποφέρεις, θὰ χαθεῖς. Κάπως ἔτσι λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται τὸν συνάνθρωπο.Φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸν Θεό. Καὶ τοῦτος ὁ φόβος εἶναι ὁ πιὸ παράλογος, μιᾶς καὶ ὁ σύγχρονος δυτικὸς πολιτισμὸς μὲ πολλοὺς τρόπους διακήρυξε τῆν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ· πιὸ γλαφυρά, ἐξήγγειλε τὸν θάνατό του. Μὰ πῶς γίνεται νὰ φοβᾶσαι ἐκεῖνον ποὺ δὲν ὑπάρχει; Κι ὅμως τοῦτος ὁ φόβος εἶναι ὁ πιὸ βαθύς, ὁ πιὸ ὀξύς, κι αὐτὸ φανερώνει ἡ ἐμμονικὴ ἐπιθετικότητα τῶν ἀθέων πρὸς τὴν πίστη. Ἡ ὕπαρξη τῶν ἀτόμων αὐτῶν συνεχῶς περιστρέφεται στὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ Θεοῦ, κι ὁ φόβος τῆς ἀμφιβολίας τοὺς τρώει ἀδιάλειπτα. Ὅμως ὁ κόσμος αὐτός, ποὺ τὸν Θεὸ ἀπαρνήθηκε, ἦταν κατὰ βάση χριστιανικός. Ἦταν ἕνας κόσμος ποὺ σίγουρα εἶχε ἀκούσει τὴ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν». Τούτη τὴν ἀλήθεια τὴν ξέρει καλά. Κι ἴσως ἀκριβὼς ἐδῶ ἑδράζεται ὁ παράδοξος φόβος τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό· στὴ δυσκολία δηλαδὴ νὰ ἀγαπήσει, μὰ ἀκόμα περισσότερο νὰ ἀγαπηθεῖ. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀρνεῖται τὴν ἀγάπη ὡς κέντρο τοῦ κόσμου. Ὁ πολιτισμὸς ποὺ οἰκοδομεῖ ὀφείλει νὰ εἶναι ἀνθρωποκεντρικός. Ἡ ἀγάπη ὀφείλει νὰ ὑποβιβαστεῖ σ’ ἕνα συναίσθημα, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἔχει ἀγάπη, ὅμως ἀρνεῖται νὰ γίνει ἀγάπη· ἀρνεῖται νὰ μεταμορφώσει τὸν τρόπο ὕπαρξής του· ἀρνεῖται τὸν προορισμό του νὰ ὁμοιάσει στὸν Θεό. Κάπως ἔτσι λοιπὸν οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται τὸν Θεό.
Κι ἦρθε τούτη ἡ παγκόσμια δοκιμασία, αὐτὸς ὁ λοιμὸς ποὺ ἐξαπλώθηκε σὲ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς καὶ ξύπνησε ὅλους τοὺς φόβους τῶν ἀνθρώπων. Μετροῦμε καθημερινὰ τὰ κρούσματα, τοὺς διασωληνωμένους, τοὺς νεκρούς, μὰ καμία στατιστικὴ δὲν μπορεῖ νὰ καταγράψει τὴν εὐπάθειά μας στὸν φόβο, ποὺ ἀνελέητα καταδυναστεύει τοὺς πάντες, μὲ πάμπολλους τρόπους κι ἀφορμές, συνειδητὰ μὰ καὶ ἀσυνείδητα. Οἱ βαθύτεροι φόβοι μας, οἱ κεκρυμμένοι καὶ σιωπηλοί, πλέον ἔρχονται βίαια στὴν ἐπιφάνεια καὶ ἐκδηλώνονται στὴν καθημερινότητά μας, μέσα ἀπὸ συνήθειες καὶ πρακτικὲς ποὺ γιὰ χρόνια ἦταν ἀποδεκτές καὶ αὐτονόητες. Γι’ αὐτὸ ἐνῷ σπάνια οἱ ἀνθρωποι παραδέχονταν εὐθέως πὼς φοβοῦνται τὸν θάνατο ἢ τὸν συνάνθρωπο, τὸν τελευταῖο καιρὸ ἀσυναίσθητα ἀναγνωρίζουν τοὺς φόβους αὐτοὺς πλαγίῳ τῷ τρόπῳ. Ὁμολογοῦν δηλαδὴ πὼς δυσκολεύονται νὰ πάρουν τὸ λεωφορεῖο, ὄχι γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο, ἀλλὰ γιατὶ ἔχουν ἀραιώσει πολὺ τὰ δρομολόγια· πὼς δὲν θέλουν νὰ μπαίνουν στὸ ἀσανσέρ, γιατὶ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ χάσουν κανένα κιλό· πὼς ἀποφεύγουν νὰ κυκλοφοροῦν ἅμα δύσει ὁ ἥλιος, ἁπλὰ γιατὶ χρειάζονται βιταμίνη D· πὼς σταμάτησαν νὰ τρῶνε μανιτάρια στὴν πίτσα, γιατὶ κάπου διάβασαν ὅτι παχαίνουν· πὼς πλέον πίνουν μόνο νερὸ ἐμφιαλωμένο, γιατὶ ὅλοι τὸ λένε πὼς τοῦ δικτύου δὲν ἔχει ὡραία γεύση. Ὁ φόβος κρύβεται στὰ καθημερινά, παραμυθιάζοντάς μας πὼς δὲν ὑπάρχει. Ἕτσι ἡ ζωὴ μεταλλάσσεται σὲ μιὰ φοβικὴ ἐπιβίωση. Μέσα σὲ τοῦτο τὸ πλαίσιο ἐν τέλει, κάποιοι ἄνθρωποι ἐκφράζουν φόβο καὶ γιὰ τὴ θεία Κοινωνία, ἕνα φόβο ποὺ μὲ ἐπιμέλεια πολλὴ καὶ ζῆλο μεγάλο, τὰ Μέσα τῆς ἐποχῆς ὑπέδειξαν καὶ καλλιέργησαν. Ὅμως τοῦτος ὁ φόβος στοὺς βαθύτερους παραπέμπει καὶ αὐτοὺς μαρτυρεῖ.Καὶ ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ χριστιανοί, μπερδεμένοι ἀπὸ τοὺς δικούς μας τρόμους (μὲ βασικότερο ὅλων πὼς ἴσως δὲν εἴμαστε καὶ τόσο σημερινοί), ἀντὶ νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὶς αἰτίες, ἐμπλεκόμαστε στὴ δίνη τῶν ἀφορμῶν· ἀντὶ νὰ παρηγορήσουμε ἐκεῖνα ποὺ πραγματικὰ πονοῦν τοὺς ἀνθρώπους, παρασυρόμαστε σὲ συζητήσεις μὲ τὸν ἄλογο φόβο· ἀντὶ νὰ κάνουμε τὴ ζωὴ μυσταγωγία, θέλουμε νὰ ἐγκλωβίσουμε τὴ θεία Λειτουργία σὲ ἕνα τετράγωνο ὀρθολογισμό.Ἔτσι προκύπτει ἡ πρόταση: «Νὰ ἀποσύρουμε τὴ λαβίδα ἀπὸ τὴ λειτουργική χρήση». Καὶ τί κομίζουμε στοὺς πολλοὺς μὲ τοῦτο τὸν ἐλιγμό; Οἱ ἀνασφάλειές τους καὶ ὁ πόνος τους θὰ θεραπευθοῦν; Τολμῶ νὰ ὑποστηρίξω πὼς ὄχι. Ἡ ἀμφισβήτηση θὰ μετατοπιστεῖ ἀπὸ τὴ λαβίδα, στὰ ἱερατικὰ δάχτυλα, στὸ Ποτήριο καὶ στὸ Δισκάριο, κι ὅπου ἀλλοῦ ἡ ἀμφιβολία θὰ στρέψει τὸν φόβο. Μὰ καὶ κάτι χειρότερο πρόκειται νὰ συμβεῖ. Ἡ στάση αὐτὴ θὰ δικαιώσει τὴν ἀμφιβολία, θὰ τὴν θρέψει καὶ θὰ τὴν ἑδραιώσει. Κι ἐκείνη θὰ κυοφορήσει καινοὺς τρόμους, καὶ νέα αἰτήματα θὰ προβάλει ὡς ἐπιτακτικά.
Ἡ θεία Λειτουργία πὰντα ἦταν παρηγορία στοὺς φόβους, ἀπάντηση στὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου, νοηματοδότηση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς, ἀποκατάσταση τῆς ἀκεραιότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης, μετοχὴ στὴ Ἐνέργεια καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ θεία Κοινωνία πὰντα φώτιζε τὸ ἐντός μας σκοτάδι, τὴν ἕδρα τῆς φρίκης μας, τὴν ἑστία τῶν φόβων μας. Κοινωνῶ σημαίνει πὼς δὲ ζῶ ὡς νεκρὸς καὶ τοῦτο νίκη λογίζεται ἐπὶ τοῦ θανάτου. Κοινωνῶ σημαίνει πὼς τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὴν ἀσθένεια καὶ τὴ φθορὰ ἀποκαθίστανται στὸ ὑγειῶς ὑπάρχειν. Κοινωνῶ σημαίνει πὼς ἑνώνομαι ἀληθινὰ μὲ τὸν ἀδελφὸ ποὺ προσέρχεται στὸ Ποτήριο τὸ κοινό. Κοινωνῶ σημαίνει πὼς ἐμπιστεύομαι τὸν τρόπο τῆς Ἀγάπης, τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.Τὴν περίοδο τούτη οἱ ἄνθρωποι φοβοῦνται, ναί, εἶναι ἀλήθεια. Ἂν παρασυρθοῦμε ὡς θεολόγοι ἀπὸ αὐτὸ τὸν στροβιλισμὸ τῆς φοβίας· ἄν ὁ λόγος μας περιοριστεῖ σὲ τεχνάσματα καὶ στρατηγικές· ἄν ἡ ἀπότασή μας στοὺς ἄλλους ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ πετύχουμε ἕνα καλὸ «deal», τότε θὰ ἔχουμε ἀπωλέσει μιὰ μεγάλη εὐκαιρία νὰ μιλήσουμε στὸν κόσμο γιὰ ἐκεῖνα ποὺ ἀληθινὰ ἔχει ἀνάγκη· τότε δὲ θὰ ἔχουμε καταφέρει νὰ ἀντιπαλέψουμε τὶς ὁρμὲς τοῦ θανάτου ποὺ ὁδηγοῦν στὸ μηδέν· τότε θὰ ἔχουμε συρρικνώσει τὴ μυστηριακὴ ζωὴ σ’ ἕνα καθῆκον θρησκευτικό.
Μὰ ὅλα αὐτὰ καθόλου ἀπαραίτητο δὲν εἶναι πὼς ἔτσι θὰ γίνουν, μιᾶς καὶ στὴν ἐποχή μας ὁ Θεὸς μᾶς ἔχει χαρίσει πολλοὺς καλοὺς θεολόγους (χωρὶς εἰσαγωγικά), λαϊκοὺς καὶ κληρικούς, ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεό καὶ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἔχουν ταπείνωση καὶ ξέρουν νὰ διαλέγονται, ποὺ εἶναι ἱκανοὶ νὰ μιλήσουν μὲ τρόπο συγκλονιστικὸ γιὰ τὸ πῶς ἡ ζωὴ τὸν θάνατο καταργεῖ· γιὰ τὸ πῶς τὸ φῶς τὸ σκοτάδι ἀφανίζει· γιὰ τὸ πῶς ἡ ἀγάπη τὸν φόβο ἐκβάλλει.Κι ἂν ὁ κόσμος, ἀνεπίγνωστα ἴσως, κάτι προσμένει ἀπὸ ἐμᾶς, ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀνταποκριθεῖ, ὅπως ἔκανε πάντα, ἀξιώνοντας κι ἐμᾶς, τοὺς σημερινοὺς χριστιανούς, νὰ γίνουμε, παρὰ τὶς πολλές μας ἀδυναμίες, χάδι δικό του παρηγορητικό, κάθε φόβου λυτήριο.
Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα «Θεία Κοινωνία», του τρέχοντος τεύχους (αρ. 326, Ιούνιος 2020) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”.