Ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ Χριστιανός, ὁ «ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας» δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ «γλεντήσει τὴ ζωὴ του» φαίνεται ὅτι δὲν ἔχει βάση, ἂν καὶ εἶναι διαδεδομένη ἡ ἀντίληψη αὐτή, τόσο σὲ ἐντὸς ὅσο καὶ ἐκτός της Ἐκκλησίας ἀνθρώπους, ὥστε νὰ μεταγγίζει τὴν αἴσθηση μίας ζωῆς χωρὶς χαρὰ καὶ χωρὶς ἀπόλαυση τῶν ἀνθρωπίνων ἀπολαύσεων. Εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ πραγματικότητα;
Ὁ Χριστὸς συμμετεῖχε στὶς ἐκδηλώσεις χαρᾶς τῶν ἀνθρώπων καί, ἀσφαλῶς, χαιρόταν καὶ ὁ ἴδιος. Ἡ παρουσία του στὸ γάμο τῆς Κανὰ καὶ ἡ ἐπέμβασή του μὲ τὴ μετατροπὴ τοῦ νεροῦ σὲ κρασὶ γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ γλέντι, δείχνει τὸ πόσο θέλει νὰ διασκεδάζουν οἱ ἄνθρωποι.
Ὁ ἴδιος ἀποδέχεται τὸ χαρακτηρισμὸ ποὺ τοῦ ἔλεγαν ὅτι εἶναι «φάγος καὶ οἰνοπότης», κατηγορώντας τὸν, βέβαια, ὡς «τελωνῶν φίλο καὶ ἁμαρτωλῶν».
Ἀσφαλῶς, σὲ ὅλες τὶς ἐνέργειές μας ὁ διάβολος καραδοκεῖ γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἁμαρτία, μὲ στόχο νὰ μᾶς στερήσει τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη ποὺ ἀναπόφευκτα φέρνει μέσα μας ἡ διάπραξή της ὅπως καὶ ἡ ἐπιθυμία της. Ὅμως αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ σημαίνει τὴν παραίτηση ἀπὸ τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς, πού ὁ Θεὸς μᾶς χαρίζει γιὰ νὰ χαιρόμαστε;
Ἡ Ὀρθοδοξία, ποὺ διασώζει τὸ ὀρθὸ ἦθος καὶ τὸν ὀρθὸ τρόπο ζωῆς, δὲν προβάλλει στοὺς ἀνθρώπους βασανιστικὰ διλήμματα ἂν πρέπει ἢ ὄχι νὰ διασκεδάζουν, νὰ τραγουδοῦν ἢ νὰ χορεύουν, νὰ πίνουν κρασὶ ἢ ὄχι. Ὅλα εἶναι καλὰ ἂν γίνονται μὲ μέτρο καὶ συνετά.
Ἄλλωστε, ἡ διασκέδαση βοηθᾶ νὰ ἐκτονωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πίεση καὶ τὰ προβλήματα τῆς καθημερινότητας, νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν συνάνθρωπό του μ’ ἕνα ἄλλο τρόπο, νὰ αἰσθανθεῖ τὴ φύση του ὡς εὐλογία καὶ νὰ δεῖ τὴ ζωὴ μὲ ἄλλο φακό.
Στὸ Γεροντικὸ ἀναφέρεται ἡ περίπτωση τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ποὺ «χαριεντίζετο», χαιρόταν δηλαδὴ μὲ τοὺς μαθητὲς του παίζοντας κάποιο παιχνίδι στὴν ἔρημο ποὺ ἀσκήτευαν. ΄Ἕνας κυνηγὸς ἔτυχε νὰ βρεθεῖ ἐκεῖ καὶ βλέποντας τὸν σκανδαλίστηκε. Ο Μ. Ἀντώνιος, γνωρίζοντας τὸ λογισμὸ τοῦ κυνηγοῦ, τοῦ ζήτησε νὰ τεντώσει τὸ τόξο ποὺ κρατοῦσε. Κι ὅταν τοῦ ἔλεγε «κι ἄλλο, κι ἄλλο», αὐτὸς ἀντίτεινε ὅτι θὰ κοπεῖ. Τότε ὁ σοφὸς Γέροντας καὶ ὄντως Μέγας τοῦ θύμισε πὼς «χρειάζεται κάπου-κάπου νὰ συγκαταβαίνουμε στὰ ἀνθρώπινα, γιατί ὑπάρχει κίνδυνος μὲ τὸ τέντωμα νὰ σπάσει ὁ ἄνθρωπος».
Ὁ Χριστός, ὡς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, μᾶς ἔδειξε μὲ τὴ ζωή Του πῶς μποροῦμε νὰ ζοῦμε γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὴ ζωὴ καὶ πῶς μποροῦμε νὰ πορευτοῦμε στὴν ἄλλη ζωὴ μὲ λαχτάρα αἰωνιότητας. Γιατί κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ χαρεῖ τὴν ἄλλη, ἂν δὲν χάρηκε αὐτὴ ὡς δῶρο Θεοῦ.
Οἱ ὅποιες δοκιμασίες ἢ πόνος, δὲ μᾶς στεροῦν τὴ χαρὰ τῆς σχέσης μὲ τὸ Χριστὸ ἀλλά, ἀπεναντίας, τὴ σταθεροποιοῦν καὶ τὴν ὡριμάζουν ὡς μέσα ποὺ ἀποβάλλουν τὸ ψεύτικο.
Ἡ ἀπόλαυση τῶν ἀνθρωπίνων μπορεῖ νὰ γίνει μέσο εὐχαριστίας καὶ πιὸ δυνατῆς σχέσης μὲ τὸ Χριστό, ποὺ ἡ παρουσία Του ἀνάμεσά μας μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ὑποκρισία, τὴν ψεύτικη ζωή, τὴν ὑλιστικὴ προσκόλληση, χαρίζοντάς μας τὴ χαρά, τὴν ἀπόλαυση, τὴν ἐλευθερία, ὡς τέκνα Θεοῦ ζῶντος.