ΤΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ
(ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία)
Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, θά μιλήσουμε γιά τά πάθη καί τόν τρόπο ἀντιμετώπισής τους.
Ὑπάρχει μία ἱστορία, μ’ ἕναν ἅγιο γέροντα, πού ἦταν στήν Αἴγυπτο καί δέχθηκε ἐπισκέψεις ἀπό κάποιους ἄλλους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἦρθαν ἀπό τήν περιοχή τῶν Ἱεροσολύμων. Στήν ἀρχή, αὐτοί οἱ ἐπισκέπτες εἶδαν τά καλογέρια τοῦ γέροντα, δηλ. τούς ὑποτακτικούς του καί ἔκαναν μία μικρή συζήτηση μαζί τους. Ἄρχισαν λοιπόν νά τά ρωτᾶνε τά καλογέρια: « Ὁ γέροντάς σας εἶναι χαρισματοῦχος; Ξέρει νά μᾶς πεῖ γιά τούς ἀγγέλους, γιά τίς πνευματικές καταστάσεις, γιά τά οὐράνια πράγματα καί φαινόμενα καί πῶς μποροῦμε νά τά ζήσουμε ὅλα αὐτά;»
Τά καλογέρια τοῦ γέροντα τό ἄκουσαν αὐτό καί πῆγαν καί τό εἶπαν στό γέροντά τους: «Γέροντα ἦρθαν κάποιοι μοναχοί καί μᾶς εἶπαν αὐτά τά πράγματα, ἄν ξέρεις νά τούς πεῖς γιά τά οὐράνια». Ἐκεῖνος ἦταν ἄνθρωπος πολύ ταπεινός καί πρακτικός, δηλ., τόν ἐνδιέφερε ἡ πράξη καί ὄχι ἡ θεωρία, ἡ οὐσία θά λέγαμε, ὄχι ἁπλῶς νά κάνουμε συλλογισμούς καί ὡραῖες σκέψεις ἤ νά μιλᾶμε γιά πράγματα πού εἶναι πολύ ὑψηλά καί πολύ ὑψηλότερα ἀπό τήν κατάστασή μας καί τούς λέει: «Παιδιά μου πέστε τους ὅτι ὁ γέροντας δέν ξέρει ἀπ’ αὐτά τά πράγματα, οὔτε γιά ἀγγέλους ξέρει νά τούς πεῖ, οὔτε γιά οὐράνια πράγματα, οὔτε γιά καταστάσεις τέτοιες, γιά τή θέωση καί ὅλα αὐτά. Ἄν θέλουνε νά τούς ποῦμε κάτι χαμηλό, κάτι γιά τίς ἀρρώστιες πού ἔχουμε, τίς ψυχικές, γιά τά πάθη… ε, γιά αὐτά… κάτι ξέρει ὁ γέροντας. Ἅμα τούς ἐνδιαφέρουν αὐτά καί πῶς μποροῦμε νά τά πολεμήσουμε… ε, τέτοια ξέρει νά τούς πεῖ. Ἅμα τούς ἐνδιαφέρει αὐτό, ἄς ἔρθουνε».
Πῆγαν, λοιπόν, τά καλογέρια καί εἴπανε στούς ἐπισκέπτες: «Αὐτό κι αὐτό. Ἔτσι μᾶς εἶπε ὁ γέροντας». Τότε αὐτοί, ἐπειδή ἦταν ἄνθρωποι συνετοί καί καλοί, κατάλαβαν τό λάθος τους καί λένε: «Πέστε στό γέροντα νά μᾶς συγχωρήσει καί θέλουμε νά μᾶς πεῖ γι’ αὐτά. Πῶς θά πετύχουμε δηλαδή, νά θεραπευτοῦμε, νά γίνει καλά ἡ ψυχή μας, νά καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη». Καί πράγματι, ὁ γέροντας μετά, τούς πῆρε, τούς δέχτηκε καί τούς μίλησε καί ὠφελήθηκαν πάρα πολύ.
Ἔτσι, λοιπόν, κι ἐμεῖς ἐδῶ πού μαζευτήκαμε, μαζευτήκαμε γιά νά ποῦμε, πῶς θά γίνουμε καλά ἀπό τίς ψυχικές μας ἀρρώστιες, πού τίς λέμε πάθη. Στήν Ἐκκλησία, ὅταν λέμε πάθος, ἐννοοῦμε τήν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι καί στό σῶμα, δήλ. ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ὅλο. Δέν μπορεῖς νά πεῖς ὅτι μόνο ἡ ψυχή εἶναι ἄρρωστη, εἶναι καί τό σῶμα ἄρρωστο. Γι’ αὐτό, βλέπετε, σήμερα, στήν ἐποχή μας, πού ἔχουμε ἄγχος. Ὁ κόσμος ἔχει ἄγχος. Αὐτό δέν εἶναι μόνο στήν ψυχή, βγαίνει καί στό σῶμα, παθαίνει καί τό σῶμα καί λένε οἱ γιατροί γιά ψυχοσωματικά νοσήματα, ὅπως εἶναι τό ἕλκος. Παθαίνεις ἕλκος στό στομάχι˙ γιατί παθαίνεις ἕλκος; Γιατί ἔχεις ἄγχος. Κυρίως ἀπό κεῖ βγαίνει, μπορεῖ νά ’ναι καί ἄλλοι λόγοι βέβαια, ἀλλά κυρίως εἶναι ἀπό κεῖ. Δηλ. εἶναι κάτι πού ξεκινάει μέν ἀπό τήν ψυχή, ἀλλά μετά ἀρρωσταίνει καί τό σῶμα. Ἑπομένως, τό σωστό εἶναι νά λέμε, ὅτι εἶναι ἀρρώστιες καί τῆς ψυχῆς, ἀλλά καί τοῦ σώματος. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι, ξαναλέω, ἕνα ἀδιαίρετο ὅλο, δέν εἶναι δύο κουτάκια ξεχωριστά, σῶμα-ψυχή, ἀλλά εἶναι ἕνα σύνολο καί λένε οἱ ἅγιοι ὅτι «ἡ ψυχή ἀγκαλιάζει ὅλο τό σῶμα, ὅπως ἡ φωτιά ἀγκαλιάζει τό πυρωμένο σίδερο». Ἔχετε δεῖ ἕνα σίδερο πού τό βάζουμε στή φωτιά καί κοκκινίζει. Ἔτσι, λέει, εἶναι καί ἡ ψυχή, πού ἀγκαλιάζει τό σῶμα καί συνέχει καί ζωοποιεῖ ὅλο τό σῶμα καί ὅταν χωριστεῖ ἀπό τό σῶμα –αὐτό εἶναι ὁ θάνατος– τότε καί τό σῶμα νεκρώνεται, ξεπαγιάζει.
Θά ποῦμε, λοιπόν, λίγα λόγια εἰσαγωγικά γι’ αὐτές τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, πού τίς λέμε πάθη καί σιγά-σιγά θά προχωρήσουμε, ἄν θέλει ὁ Θεός, νά ποῦμε καί πῶς θεραπεύονται. Τί προξενοῦν στήν ψυχή μας, τί ἐπιπτώσεις ἔχουν, ἀπό ποῦ ξεκινᾶνε καί ποιά εἶναι ἡ αἰτία, γιατί νά εἴμαστε ἄρρωστοι δηλαδή. Ὅτι εἴμαστε ἄρρωστοι ἐγώ σᾶς τό εἶπα σά δεδομένο, ἐσεῖς μπορεῖτε νά μοῦ πεῖτε ὅτι δέν εἴμαστε ἄρρωστοι, ἀλλά ἄν εἴμαστε εἰλικρινεῖς μέ τόν ἑαυτό μας, θά δοῦμε ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἄρρωστοι, λίγο ἤ πολύ. Εἴμαστε ὑποταγμένοι σ’ αὐτά τά πράγματα πού δέ μᾶς ἀρέσουν, πού τά λέμε πάθη, ὅπως εἶναι ὁ θυμός, ὅπως εἶναι ἡ μνησικακία, ὅπως εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Ὅλα αὐτά εἶναι τά πάθη πού κυριαρχοῦνε μέσα μας σέ μικρό ἤ μεγάλο βαθμό.
Εἴπαμε, προηγουμένως, ὅτι σήμερα κυριαρχεῖ τό ἄγχος. Γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι ψάχνουνε γιά εἰρήνη καί οἱ ψυχίατροι καί οἱ ψυχολόγοι κάνουνε χρυσές δουλειές. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουνε φύγει ἀπό τό Θεό, ἔχουνε αὐτονομηθεῖ, προσπαθοῦνε μόνοι τους, μέ τίς δυνάμεις τους καί λένε: «Ποῦ θά βρῶ τή λύση; Θά πάω», σού λέει «στόν εἰδικό. Ποιός εἶναι ὁ εἰδικός γιά τήν ψυχή; Εἶναι ὁ ψυχίατρος, εἶναι ὁ ψυχολόγος». Καί πᾶνε ἐκεῖ γιά νά θεραπευτοῦνε, ἀλλά δυστυχῶς δέ θεραπεύονται καί ἀπόδειξη εἶναι ὅτι τά ψυχιατρεῖα ὅλο καί περισσότερα εἶναι ἀντί λιγότερα καί τά ψυχοφάρμακα ἐπίσης. Καί οἱ ψυχικές ἀρρώστιες ὅλο καί αὐξάνονται. Ἄν ὄντως θεραπευόταν ὁ ἄνθρωπος θά ἔπρεπε νά μειώνονται. Ὅπως μειώθηκε ἡ φυματίωση μόλις βγῆκαν τά ἀντιβιοτικά˙ βρέθηκε τό φάρμακο καί σταμάτησε. Ἀλλά ἡ κατάθλιψη αὐξάνεται συνέχεια. Τώρα οἱ στατιστικές λένε, ὅτι περίπου ἕνα δισεκατομμύριο ἄνθρωποι, στόν κόσμο, ἔχουνε κατάθλιψη καί ὅλο καί αὐξάνεται. Αὐτά τά νοσήματα ὅλο καί καλπάζουνε στό σύγχρονο κόσμο. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, νά βροῦμε τή θεραπεία κάπου ἀλλοῦ, ὄχι στήν ψυχολογία καί στήν ψυχιατρική καί ἡ θεραπεία ὄντως ὑπάρχει, μέσα στήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα νοσοκομεῖο, ἕνα θεραπευτήριο, πού θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ἀπ’ ὅλα τά πάθη καί ἀπό τά ψυχικά καί ἀπό τά σωματικά.
Ὁ λόγος θά εἶναι «περί πατέρων», δήλ. τί λένε οἱ πατέρες, πῶς οἱ πατέρες μᾶς δίδαξαν. Οἱ πατέρες, βέβαια, δέ μιλοῦσαν ἀπό τό μυαλό τους, ἀπό τό νοῦ τους, ὅπως μιλᾶνε οἱ σύγχρονοι ἐπιστήμονες, ἀλλά μιλούσανε μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλαδή μᾶς παρέδωσαν αὐτά πού τούς εἶπε ὁ Θεός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν ἄνθρωποι Θεοφόροι, εἶχαν μέσα τούς τό Θεό, ἔφεραν τό Θεό καί ὁ Θεός τούς μιλοῦσε καί ἑρμήνευαν τήν Ἁγία Γραφή μέ αὐτό τό πνεῦμα πού εἶχαν, τό Ἅγιο Πνεῦμα, γι’ αὐτό καί τήν ἑρμήνευαν ἀλάνθαστα.
Οἱ προτεστάντες παίρνουν νά ἐξηγήσουν τήν Ἁγία Γραφή καί ὁ καθένας λέει διαφορετικά πράγματα, γιατί δέν ὑπάρχει τό Ἅγιο Πνεῦμα νά τούς φωτίζει. Καί αὐτοί ἰσχυρίζονται: «μᾶς φώτισε τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό εἴπαμε». Ἄν ἦταν τό Ἅγιο Πνεῦμα, θά λέγανε ὅλοι τό ἴδιο πράγμα, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἕνα εἶναι, δέν εἶναι πολλά. Οἱ προτεστάντες, ὅμως, ἔχουν πεντακόσιες ἐκκλησίες.
Καί μεῖς ,τώρα, γιά νά καταλάβουμε τήν Ἁγία Γραφή, πρέπει νά πᾶμε σ’ αὐτούς, πού τήν ἑρμήνευσαν αὐθεντικά καί αὐτοί εἶναι οἱ ἅγιοι πατέρες. Οἱ ἅγιοι ἦταν σάν τούς γιατρούς στά νοσοκομεῖα. Ἦταν καί εἶναι οἱ ἀρχίατροι. Αὐτοί πού μᾶς δίνουνε τά φάρμακα, γιατί γιά νά θεραπευτεῖς, πρέπει νά ὑπάρχει τό νοσοκομεῖο, τό περιβάλλον δηλαδή πού θά θεραπευτεῖς, πρέπει νά ὑπάρχει ὁ γιατρός καί πρέπει νά ὑπάρχουν καί τά φάρμακα.
Ὅλα αὐτά ὑπάρχουνε καί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, εἶναι οἱ ἅγιοι πατέρες καί εἶναι καί τά φάρμακα, πού θά τά ποῦμε στή συνέχεια. Γιατί τό κάθε νόσημα ἔχει καί τά δικά του φάρμακα. Τό κάθε πάθος δηλαδή ἔχει καί ἰδιαίτερη ἀντιμετώπιση, δέν γίνεται ὅλα τά πάθη νά θεραπευτοῦνε μέ τό ἴδιο φάρμακο.
Ἡ διδασκαλία τῶν πατέρων γιά τά πάθη καί τή θεραπεία τούς εἶναι καρπός μίας βαθιᾶς πνευματικῆς ἐμπειρίας καί ἀποκτήθηκε ἔπειτα ἀπό σκληρούς ἀγῶνες καί δοκιμασίες πολλῶν ἐτῶν. Οἱ ἅγιοι μιλᾶνε μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑνός καί ἀφ’ ἑτέρου μέ βάση τή ζωή τους, τήν ἐμπειρία τους, γιατί αὐτά πού μᾶς λένε, τά ἔζησαν, τά πέρασαν καί θεραπεύτηκαν καί τήν ἔνιωσαν αὐτή τή θεραπεία, τήν ἔζησαν καί τή βίωναν συνέχεια. Καί μᾶς δείχνανε μετά καί μᾶς δείχνουνε καί σήμερα τό δρόμο πῶς καί σύ θά περάσεις ἀπ’ αὐτό τό πάθος καί θά βγεῖς στό φῶς, στήν ὑγεία. Γιατί ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς εἶναι αὐτό πού λέμε ἀπάθεια, δηλαδή νά μήν ἔχεις πάθη. Αὐτή εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς. Ὄχι ἀπάθεια, μέ τήν κοσμική ἔννοια, πού λέμε: «Ά, αὐτός εἶναι ἀπαθής», δήλ. «εἶναι ἀναίσθητος», ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν ἔχεις πάθη, αὐτές τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος.
Ὁ ἀββάς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, πού ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς τούς πατέρες τούς θεραπευμένους, πού εἶχαν θεραπεύσει πρῶτα τόν ἑαυτό τους καί μετά μᾶς ἔγραψαν πῶς θεραπεύτηκαν, γιά νά θεραπευτοῦμε κι ἐμεῖς, λέει: «Ἀξιωθῆς μεγάλων ἀντιλήψεων ἐκκομισάμενοι αὐτοῦ πείρα ἐκ τῶν μακρῶν χρόνων». Μέ ἀξίωσε ὁ Θεός, λέει, μεγάλης βοηθείας. Δέ λέει, «μόνος μου τό κατάφερα», ἐνῶ ὁ σύγχρονος, πλανεμένος ἄνθρωπος, σού λέει: «μόνος σου, ἡ δύναμη τῆς θετικῆς σκέψης, νά κάνεις θετικές σκέψεις, μόνος σου θά τά βρεῖς ὅλα, τά ἔχεις ὅλα μέσα σου, τό ἐσωτερικό φῶς κλπ», τά ξέρετε αὐτά, τόσες πλάνες κυκλοφοροῦν.
Εἶναι ἡ αὐτονόμηση ἀπό τό Θεό, ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ μόνος του ν’ ἁγιάσει, μόνος του νά πάει ἐκεῖ πού πρέπει νά πάει. Εἶναι αὐτό πού εἶπε καί τό φίδι στήν Εὕα: «Τί νά παιδεύεσαι τώρα, νά κάνεις ὑπακοή στό Θεό… δέ χρειάζεται. Νά, θά φᾶς αὐτό τό φροῦτο καί θά γίνεις Θεός. Μήν ἀκοῦς τό Θεό». Συκοφάντησε καί τό Θεό δηλαδή. Τῆς ἔλεγε: «Ὁ Θεός ἀπό πονηρία σᾶς εἶπε νά μή φᾶτε ἀπ’ αὐτό. Ἅμα φᾶτε θά γίνετε Θεοί». Βλέπετε; Καί αὐτή τά δέχτηκε ὅλα αὐτά. Ἐνῶ οἱ πατέρες λένε, ὅτι «ὁ Θεός μᾶς βοήθησε» καί ἀπέκτησαν πείρα ἀπό τούς μακρούς χρόνους πού ἔκαναν στήν ἄσκηση, στήν προσπάθεια τήν πνευματική.
«Καί τούτων ἁπάντων ἐν πείρα γέγονα». Καί ὅλα αὐτά, λέει, πού σᾶς λέω, πού σᾶς περιγράφω ἐδῶ, τά ἔχω ζήσει, ἔχω γίνει «ἐν πείρα», «γέγονα ἐν πείρα», ἔχω ἐμπειρία δηλαδή αὐτῶν πού σᾶς λέω, δέν εἶναι κάτι θεωρητικό, πού τό ἔβγαλα, σάν ἕνα σύστημα φιλοσοφικό, ἀπό τό μυαλό μου. Οἱ πατέρες δέν γράφουν ἕνα ἐγχειρίδιο ἠθικῆς νά μᾶς δώσουν κάποιες συμβουλές «κᾶνε αὐτό, κᾶνε ἐκεῖνο, κᾶνε τ’ ἄλλο», ἀλλά δείχνουνε τό δρόμο, γιά νά ὁδηγηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν κάθαρση, ἀπό τά πάθη στήν ἀπάθεια –αὐτό πού εἴπαμε ὅτι εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχής– καί στή θέωση.
Ἡ αἰχμαλωσία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου στά αἰσθητά πράγματα καί ἡ ὑποδούλωσή του στά πάθη, κλείνουν τό δρόμο γιά τήν κοινωνία μέ τό Θεό. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει γίνει δοῦλος στήν ὕλη, στά αἰσθητά πράγματα. Στό χρῆμα, στά αὐτοκίνητα, στά σπίτια. Ἔλεγε ἕνας σύγχρονος πατέρας, ὁ πατήρ Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς, ὅτι ὁ σύγχρονος Εὐρωπαῖος ἄνθρωπος ἔχει γιά Θεό τήν ὕλη, λατρεύει τά εἴδωλα, εἶναι εἰδωλολάτρης δηλαδή. Παρόλο, πού λένε, ὅτι εἶναι χριστιανοί, δέν εἶναι χριστιανοί. Ἔτσι, λέει, δέν εἴμαστε χριστιανοί, λατρεύουμε τά πράγματα, εἴμαστε εἰδωλολάτρες καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι μία ὑποδούλωση. Εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ φιλοϋλία, ὅπως τό λένε ἀλλιῶς οἱ πατέρες, τό νά ἀγαπάει κανείς τήν ὕλη. Μαζί μέ τίς ἄλλες ὑποδουλώσεις πού ἔχουμε στά ἄλλα πάθη μας, ὅλα αὐτά εἶναι ἕνα τεῖχος πού μᾶς ἐμποδίζει νά δοῦμε τό Θεό. Καί σού λέει ὁ ἄλλος: «Τί Θεό μου λές τώρα ἐσύ»; Δέν μπορεῖ νά δεῖ τό Θεό γιατί εἶναι δοῦλος σ’ ὅλα αὐτά.
Ὁ ἄνθρωπος, τονίζουν οἱ πατέρες, πρέπει νά προχωρήσει στήν «κατά Θεόν ἐλευθερία», νά ἐλευθερωθεῖ, δήλ., ὄχι ὅμως μέ τήν ἐλευθερία πού λέει ὁ κόσμος. Σού λέει «εἶσαι ἐλεύθερος» καί ἐννοεῖ κάτι πολύ λίγο, δήλ. νά μπορεῖς νά διαλέξεις αὐτό ἤ ἐκεῖνο. Βλέπετε καί στά προϊόντα ποῦ μᾶς λανσάρουν, σού λένε: «Τί θέλεις, τό ἄσπρο ἤ τό μαῦρο;». Καί σύ ἔχεις τήν αἴσθηση ὅτι εἶσαι ἐλεύθερος καί ἔχεις καί ἐπιλογή. Αὐτό εἶναι κάτι πολύ πολύ λίγο, ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἔχει καλέσει σέ μία ἐλευθερία ὀντολογική. Τί θά πεῖ αὐτό τώρα; Δηλαδή, ἡ ὅλη μας ὕπαρξη νά ἐλευθερωθεῖ, νά μήν ἔχεις καμία δέσμευση.
Πάρτε, γιά παράδειγμα, τό θυμό. Ὅταν κανείς θυμώνει εὔκολα, αὐτό εἶναι μία φοβερή δουλεία. Εἶσαι δοῦλος αὐτοῦ του πάθους κι ἐνῶ θέλεις νά ἐλευθερωθεῖς, δυσκολεύεσαι, δέν μπορεῖς. Λές «δέ θά θυμώσω σήμερα» κι ἔρχεται ἡ ὥρα καί λές «πάλι, ἀμάν πάλι, πάλι, πάλι…», δέν μπορεῖς νά ἐλευθερωθεῖς. Ε, ὁ Θεός μπορεῖ νά σ’ ἐλευθερώσει. Μᾶς ἔχει δώσει αὐτή τή δυνατότητα ἀπό τή στιγμή πού βαφτιστήκαμε, μᾶς ἔχει ἐλευθερώσει. Ἀλλά τί γίνεται; Ἡ ἐλευθερία αὐτή εἶναι «δυνάμει», δέν ἔχει ἐνεργοποιηθεῖ, μέχρι τή στιγμή πού ἐμεῖς θά τό θελήσουμε. Ὅταν ἐμεῖς ποῦμε «ναί» στό Θεό, τότε ἐνεργοποιοῦμε αὐτό τό δῶρο.
Νά τό ποῦμε πιό ἁπλά. Σάν ὁ Θεός τήν ὥρα πού βαφτιστήκαμε νά ἔκανε μία κατάθεση στήν τράπεζα. Τήν ἔχεις τήν κατάθεση, τά λεφτά τά ἔχεις, ἀλλά πρέπει νά κάνεις μία κίνηση. Ποιά; Νά πᾶς νά τά πάρεις γιά νά τά ἔχεις καί πραγματικά δηλαδή. Ἔτσι εἶναι καί ἡ ἐλευθερία. Ὁ Θεός μᾶς ἐλευθερώνει στό βάπτισμα, ἀλλά περιμένει νά τοῦ ποῦμε τό «ναί».
Καί πῶς λέμε τό «ναί»; Ἐδῶ εἶναι τό σπουδαῖο τώρα. Ὅταν κανείς ἀρχίζει νά τηρεῖ τίς ἐντολές. Αὐτό θά πεῖ λέω «ναί» στό Θεό. Ὄχι θεωρητικά πιστεύω στό Θεό. Αὐτό καί ὁ διάβολος τό κάνει. Πιστεύει στό Θεό, πολύ καλά μάλιστα καί ξέρει τό Θεό γιατί κάποτε τόν ὑπηρέτησε ὡς ἀρχάγγελος. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό τό ζητούμενο, τό ζητούμενο εἶναι νά ἀγαπήσεις τό Θεό καί ποιός εἶναι αὐτός ποῦ ἀγαπάει τό Θεό; Μᾶς τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πολύ συγκεκριμένα. Ἐκεῖνος εἶναι πού μέ ἀγαπάει «ὁ ἔχων τάς ἐντολᾶς μου καί τηρῶν αὐτᾶς».
Βλέπετε; Εἶναι κάτι πολύ συγκεκριμένο. Δέν εἶναι θεωρητικό «ἀγαπάω τό Θεό κλπ.». Ἄν ἀγαπᾶς τό Θεό θά τηρεῖς αὐτά πού λέει. Ἐμεῖς ὄχι μόνο δέν τά τηροῦμε, ἀλλά οὔτε καν τά ξέρουμε. Ἄν ψάξουμε λίγο μέσα μας θά δεῖτε ὅτι δέν ξέρουμε τίς ἐντολές ποιές εἶναι, τί θέλει ὁ Θεός ἀπό μας. Καί θεωροῦμε ὅτι δέν τρέχει καί τίποτα. Εἶναι ἔνοχη αὐτή ἡ ἄγνοιά μας. Καί πῶς τό ξέρουμε ὅτι εἶναι ἔνοχη; Τό λέει ὁ Θεός: «Ὁ μή γνούς καί μή ποιήσας», αὐτός πού δέν ἤξερε καί δέν ἔπραξε, δέν ἐφάρμοσε τίς ἐντολές, «δαρήσεται ὀλίγας», θά φάει λίγο ξύλο, ἀλλά καί τό λίγο ξύλο πάλι κόλαση εἶναι. «Ὁ γνούς καί μή ποιήσας», αὐτός πού ἤξερε δήλ. καί δέν ἔπραξε, «δαρήσεται πολλᾶς», θά φάει πολύ ξύλο. Αὐτός θά πάει πιό κάτω στήν κόλαση, ἀλλά καί οἱ δύο κόλαση ἔχουν. Βλέπετε; Γιατί λένε μερικοί: «καλύτερα νά μή μάθω τά λόγια του Θεοῦ, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅποτε εἶμαι ἐντάξει». Δέν εἶσαι ἐντάξει. Πάλι κόλαση ἔχεις. Ἁπλῶς εἶσαι σέ μικρότερο βαθμό κόλασης, ἀλλά τί νά τό κάνεις; Μικρότερο-μεγαλύτερο, εἶσαι χωρισμένος ἀπό τό Θεό.
Ἑπομένως, γιά νά ἐλευθερωθοῦμε πραγματικά, πρέπει νά τά πάρουμε τά πράγματα σοβαρά. Πῶς γίνεται αὐτή ἡ ἐλευθερία, ἡ ὁποία οὐσιαστικά εἶναι ἐλευθερία ἀπό τά πάθη. Γίνεται μέ τό νά μεταστρέψουμε αὐτά τά πάθη, ὄχι νά τά νεκρώσουμε.
Ἄς ποῦμε ἕνα παράδειγμα γιά νά τό καταλάβουμε. Ὁ θυμός εἶναι κάτι καλό. Μά θά πεῖτε καλό εἶναι νά ὀργίζεσαι καί νά βρίζεις καί νά…Ὄχι. Γιατί δέν εἶναι καλό; Γιατί αὐτή τή δύναμη πού σου ’χει δώσει ὁ Θεός, πού εἶναι καλή, τό θυμικό, ὅπως λένε οἱ πατέρες, ἐσύ τή χρησιμοποιεῖς ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Ἐνῶ ὁ Θεός σου τήν ἔχει δώσει αὐτή τή δύναμη, τήν καλή, γιά νά τή χρησιμοποιεῖς ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί νά σκοτώνεις τούς κακούς λογισμούς μέ τό θυμό. Ὁ θυμός εἶναι ἀναιρετικός τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Γι’ αὐτό σου ἔχει δώσει τό θυμό ὁ Θεός. Ὄχι, γιά νά τόν στρέφεις ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, τῆς ἀδελφῆς σου κλπ. Τότε βέβαια, δέν κάνεις καλή χρήση. Ἔτσι;
Καί τώρα ποιά εἶναι ἡ θεραπεία; Δέν εἶναι νά κόψεις τό θυμό τελείως, νά νεκρωθεῖς ὡς πρός τό θυμό, νά γίνεις ἕνα πράγμα, ἄψυχο, ξεψυχο, ψοφίμι, ἀλλά τί; Αὐτό τό θυμό, αὐτή τή δύναμη, νά τή στρέψεις πρός τό Θεό καί νά ἀγαπήσεις τό Θεό καί τό συνάνθρωπο καί νά τή στρέψεις καί ἐναντίον τοῦ πονηροῦ καί νά τόν βγάλεις ἀπό μέσα σου, νά τόν διώξεις, μέ θυμό νά τόν διώξεις. Πῶς ἀλλιῶς θά τόν διώξεις; Θά τοῦ πεῖς, εὐγενικά, «σέ παρακαλῶ, φύγε»;. Δέν φεύγει ἔτσι. Καλούμαστε, λοιπόν, αὐτά τά πάθη, νά τά μεταστρέψουμε σέ ἀγαπητική διάθεση γιά τό Θεό, ὥστε νά μποροῦμε νά κάνουμε δική μας τή σωτηρία, ἡ ὁποία ἔχει ἔρθει διά τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅλοι ἐμεῖς πού εἴμαστε βαφτισμένοι, εἴμαστε σωσμένοι, δήλ. μᾶς ἔχει σώσει ὁ Θεός, γιατί ἔχει δώσει τό αἷμα του γιά μας. Ἀλλά πρέπει νά τήν κάνουμε δική μας τή σωτηρία. Εἶναι αὐτό πού εἴπαμε, ὁ Θεός ἔχει κάνει τήν κατάθεση στήν τράπεζα, τά ἔχει βάλει τά χρήματά του, πρέπει, ὅμως, νά πᾶμε νά τά πάρουμε, προσωπικά. Νά ποῦμε «ΝΑΙ» στό Θεό, νά μποῦμε δήλ. σέ αὐτή τή διαδικασία τῆς ὑπακοῆς, νά τηροῦμε τίς ἐντολές.
Νά τά πάρουμε, τώρα, πιό συστηματικά τά πράγματα. Νά δώσουμε καταρχήν ἕναν ὁρισμό: Τί εἶναι τό πάθος; Πάθος εἶναι ἡ ἐπανάληψη καί ἡ σταθεροποίηση μίας ἠθικῆς ἀσθένειας, μίας ἁμαρτίας. Βλέπετε; εἶναι διαφορετικό πράγμα τό πάθος καί ἡ ἁμαρτία. Ἁμαρτία εἶναι μία πράξη συγκεκριμένη πού κάνουμε. Πάθος εἶναι ὅταν αὐτή τήν πράξη τήν κάνεις πολλές φορές. Τήν ἐπαναλαμβάνεις, τήν ξαναεπαναλαμβάνεις, ὅποτε γίνεται μέσα σου μία κατάσταση. Σταθεροποιεῖται μία ἠθική ἀσθένεια, μία ἀδυναμία.
Σού λέει ὁ ἄλλος: «Θέλω νά μήν καπνίσω, ἀλλά δέν μπορῶ». Ἔχει γίνει ἀδυναμία μέσα του, ἔχει δημιουργηθεῖ μία σταθερή κατάσταση, μία ἄρρωστη ὅμως κατάσταση. Ἡ πλεονεξία, ἡ μέθη, ἡ ἀκολασία, ὅλα αὐτά εἶναι ἁμαρτίες πού ἔγιναν πολλές φορές, ὅποτε μετά ριζώσανε μέσα μας καί ἔγιναν πάθη. Ἐνῶ ἕνα ἁμάρτημα εἶναι μία μεμονωμένη πτώση, μία συγκεκριμένη παράβαση τοῦ ἠθικοῦ νόμου, τό πάθος εἶναι ἡ ριζωμένη κατάσταση τῆς κακίας. Εἶναι ἡ κατάληψη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ἀπό τήν ἠθική ἀσθένεια. Ἡ ἁμαρτία ἔχει γίνει κυρίαρχος στήν ψυχή. Δέν τήν προσβάλλει πλέον ἀπέξω, τήν ἔχει ὑποδουλώσει σέ πράγματα καί καταστάσεις, εἶναι ἀνίκανη ν’ ἀντιδράσει.
Σού λέει ὁ ἄλλος: «Ἀπό μέσα μου βγαίνει τό κακό, ἀπό μέσα μου, δέν μπορῶ ν’ ἀντισταθῶ». Εἶναι, ἀκριβῶς, τώρα, πλέον, πού δέν ἔρχεται ἡ ἁμαρτία ἀπ’ ἔξω νά σέ προσβάλλει, ἀλλά ἐπειδή τήν ἔχεις κάνει πολλές φορές, σού βγαίνει ἀπό μέσα. «Αὐθόρμητα», σού λέει ὁ ἄλλος, «μοῦ ἔρχεται». Φθάνουμε στό σημεῖο –κοιτάξτε νά δεῖτε τή διαστροφή μας– νά σού λέει: «Νά ἐκφραστεῖς ἐλεύθερα»˙ κι ἐννοοῦν νά βγάλεις ὅλη αὐτή τή σαπίλα, ὅλη αὐτή τή βρωμιά, νά ἀνοίξεις τό βόθρο, αὐτό ἐννοεῖ. Τό λένε καί στά παιδιά, στούς νέους. Καί ἀρχίζουνε ἔπειτα καί σού λένε: «Ἐγώ ἔτσι ἐκφράζομαι». Καί βρίζουνε, βλαστημᾶνε. «Ε, αὐτό μου λέει ἡ καρδιά μου». Ναί, ἀλλά ἄν ἡ καρδιά σου εἶναι σπήλαιο ληστῶν; Ε, φυσικά, αὐτά θά ἔχει, ἀλλά σκέψου καί τόν ἄλλο. Τί φταίει ὁ ἄλλος; Σοῦ λέει: «Ἐλεύθερος εἶμαι, μπορῶ νά κάνω ὅ,τι θέλω».
Τό πάθος εἶναι διαστροφή τῶν ψυχικῶν δυνάμεων. Αὐτό πού λέγαμε προηγουμένως γιά τό θυμό, ἰσχύει καί γιά ὅλα τά πάθη. Δηλ. ὁ ἄνθρωπος παίρνει τίς δυνάμεις τίς ψυχῆς, πού εἶναι δῶρο Θεοῦ καί τίς διαστρέφει.
Θυμηθεῖτε τήν παραβολή τοῦ ἀσώτου, πού λέει ὅτι ὁ πατέρας ἔδωσε στό παιδί τήν πατρική περιουσία˙ τό μερίδιο πού ἀνῆκε στό γιό τό νεότερο. Καί ὁ γιός τί ἔκανε; Τή σπατάλησε. Αὐτή ἡ περιουσία εἶναι αὐτές οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς πού μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός. Εἶναι ἡ λογική μας, εἶναι τό θυμικό, ὁ θυμός καί εἶναι καί τό ἐπιθυμητικό, οἱ διάφορες ἐπιθυμίες πού ἔχουμε. Μᾶς τά ’χει βάλει αὐτά ὁ Θεός μέσα μας καί ἐμεῖς ἀντί νά τά χρησιμοποιήσουμε σωστά, νά τά ἀξιοποιήσουμε, τά διαστρέψαμε καί τά χρησιμοποιοῦμε σέ λάθος κατεύθυνση.
Τή λογική μας δηλ. ἀντί νά τήν πᾶμε στό Θεό, ἀντί νά βλέπουμε τά μεγαλεία του Θεοῦ καί νά «ἀναγόμαστε» στόν Πλάστη, στόν Κτίστη, ἀντί νά προσευχόμαστε –γι’ αὐτό κυρίως μᾶς δόθηκε ὁ νους– ἐμεῖς τό χρησιμοποιοῦμε τό νοῦ μας γιά νά κάνουμε ὅλα αὐτά τά ἔργα τά ὑλιστικά, νά ὑποδουλωνόμαστε στά πράγματα καί νά φτιάχνουμε ἕνα σωρό κατασκευάσματα, ἀνούσια ἤ καί ἁμαρτωλά πολλές φορές. Τό θυμικό, πάλι, τό θυμό, ἀντί νά τό στρέψουμε ἐναντίον τοῦ κακοῦ, τό στρέφουμε ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας. Πάλι κάνουμε διαστροφή, σπαταλᾶμε δηλαδή τόν πλοῦτο τοῦ πατέρα μας. Καί τό ἐπιθυμητικό, ἀντί νά ἐπιθυμήσουμε τό Θεό, ν’ ἀγαπήσουμε τό Θεό, μέ αὐτή τή δύναμη τῆς ψυχῆς, ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε τά πράγματα, τίς ἡδονές. Πάλι κάνουμε διαστροφή.
Εἶναι μία παρά φύση κατάσταση καί κίνηση τῆς ψυχῆς. Ἡ φυσική κίνηση τῆς ψυχῆς εἴπαμε ποιά εἶναι. Τό λογιστικό νά πάει στό Θεό κλπ. Ὅλα νά πᾶνε στό Θεό. Ἐμεῖς, ἀντί νά τά πᾶμε στό Θεό, κάνουμε παρά φύση κίνηση καί τά πᾶμε στά κτίσματα, τά πᾶμε στίς ἡδονές τίς σαρκικές κλπ. Καί ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος «τό πάθος ἐν τή φύσει, οὐ πέφυκε», δήλ. τό πάθος δέν ὑπάρχει στή φύση τοῦ ἀνθρώπου. «Οὐ γάρ ἐστι κτίστης παθῶν ὁ Θεός», διότι δέν εἶναι ὁ Θεός δημιουργός τῶν παθῶν, δέν τά ’φτιαξε ὁ Θεός τά πάθη. Εἶναι δηλ. κάτι ἔξω ἀπό τή φύση μας, γι’ αὐτό καί μποροῦμε νά τό θεραπεύσουμε. Δέν εἶναι δηλ. κάτι πού μᾶς τό ’δωσε ὁ Θεός. Ὁ ἄλλος, λέει, εἶναι ἀπό φυσικοῦ του θυμώδης. Δέν εἶναι ἀπό φυσικοῦ του, ἁπλῶς εἶχε ἴσως κάποιες κλίσεις, δέν πρόσεξε, τό ἄφησε καί τοῦ φαίνεται σᾶν φυσικό τώρα.
Ὁ Θεός δέν ἔδωσε πάθη στόν ἄνθρωπο˙ ἡ ψυχή εἶναι ἀπαθής ὅπως τήν ἔφτιαξε ὁ Θεός. Ἐμεῖς, μετά, βάζουμε πολλές ἁμαρτίες καί πάθη, τά ὁποῖα τά κληρονομᾶμε καί ἀπό τούς γονεῖς μας καί τά ξαναδίνουμε στά παιδιά μας, κλπ καί διαιωνίζεται αὐτό τό κακό. Εὐτυχῶς, βέβαια, ὑπάρχει τό βάπτισμα, ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία μας καί ὑπάρχουν καί οἱ ἅγιοί μας, οἱ ὁποῖοι σπάζουνε, κατά κάποιο τρόπο, αὐτό τό φαῦλο κύκλο καί ἔχουμε αὐτούς τούς θεραπευμένους τούς ἁγίους μας, οἱ ὁποῖοι εἶναι τά πρότυπα γιά μας.
Ὀντολογικά τά πάθη συνδέονται μέ τήν ἀνυπαρξία, ἀφοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση δημιουργήθηκε ἀπό τό Θεό, χωρίς τό κακό μέσα της. Αὐτό θά πεῖ ὅτι οὐσιαστικά τά πάθη δέν ὑπάρχουνε, δέν ἔχουν μία ὀντότητα. Τό κακό δέν ὑπάρχει, ἀλλά τί εἶναι; Τό σκοτάδι τί εἶναι; Εἶναι ἡ ἔλλειψη, ἡ ἀπουσία τοῦ φωτός. Ἡ ἁμαρτία τί εἶναι; Εἶναι ἡ ἀπουσία τῆς κοινωνίας μέ τό Θεό. Δέν ὑπάρχει σάν οὐσία τό κακό, ἀλλά ὑπάρχει σάν ἄρνηση τοῦ καλοῦ. Ἐπειδή λείπει τό φῶς ἔχουμε σκοτάδι. Ἄν τώρα σβήναμε τό φῶς θά εἴχαμε σκοτάδι, ἀλλά τό σκοτάδι δέν ὑπάρχει, νά τό πιάσεις, νά τό ψηλαφίσεις. Εἶναι τό ὅτι λείπει τό φῶς.
Ἔτσι καί ἡ ἁμαρτία. Δέ μᾶς τήν ἔδωσε ὁ Θεός, γιατί δέν ὑπάρχει, ὑπάρχει μόνο ὁ Θεός, δήλ. μόνο τό καλό ὑπάρχει. Δέν ὑπάρχει τό κακό, ἀλλά τό κακό τί εἶναι; Ὅταν γυρνᾶμε τήν πλάτη στό καλό, τότε αὐτό εἶναι τό κακό. Ὅταν γυρνᾶς τήν πλάτη στό Θεό, αὐτό εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ὅταν δέν κοινωνεῖς μέ τό Θεό, αὐτό εἶναι κόλαση. Αὐτή εἶναι ἡ κόλαση, ἡ ἀκοινωνησία μέ τό Θεό. Καί ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἀπαθής καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου «φυσικῶς ἀπαθής ἐστίν». Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα του καί ὅπως ὁ Θεός εἶναι ἀπαθής κι ἐμᾶς ἔτσι μᾶς ἔπλασε, ἀπαθεῖς, χωρίς πάθη. Καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὕα ἦταν ἀπαθεῖς, μέχρι τή στιγμή, βέβαια, πού ἔκαναν τήν ἁμαρτία.
«Μετά τό θάνατο», θά μᾶς πεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «καί ὁ τῶν παθῶν ἐπεισῆλθε ὄχλος τή ψυχή». Δήλ. τά πάθη δέν εἶναι φυσική κατάσταση τῆς ψυχῆς, ἐμφανίζονται στόν ἄνθρωπο ἐκ τῶν ὑστέρων, μετά τήν ἁμαρτία. Αὐτός εἶναι ὁ θάνατος. Δέν ἐννοεῖ τό σωματικό θάνατο, ἀλλά τό θάνατο τῆς ψυχῆς.
Ἐμεῖς, ὅταν λέμε θάνατο, ἐννοοῦμε νά χωριστεῖ ἡ ψυχή ἀπ’ τό σῶμα, ἀλλά οἱ πατέρες λένε ὅτι κυρίως θάνατος εἶναι νά χωριστεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό Θεό. Νά χωριστεῖ δήλ. ἡ ψυχή ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ κυρίως θάνατος καί αὐτό συμβαίνει, ἐνῶ εἴμαστε «ἐν ζωή». Δηλ. μπορεῖ νά ζεῖς καί νά εἶσαι νεκρός πνευματικά, ὅταν χωριστεῖς ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν δέν ἔχεις κοινωνία μέ τό Θεό.
Ἡ ψυχή εἶναι ὑγιής ὅταν δέν ἔχει πάθη. Τότε ὑπάρχει ὑγεία στήν ψυχή. Ὑγεία στήν ψυχή εἶναι ἡ ἀρετή. Ἡ ὑγεία προϋπάρχει τῆς ἀσθένειας. Εἴπαμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ὑγιής, ἑπομένως ἡ νόσος ἔρχεται ἀργότερα, δεύτερη στήν τάξη. Εἶναι ἀδύνατο νά ὑπάρχει μία φύσις, πού νά εἶναι συγχρόνως ὑγιής καί ἀσθενής, ἀγαθή καί πονηρά. Ἀναγκαστικά ἡ μία προηγεῖται τῆς ἄλλης. Τό καταλαβαίνετε αὐτό. Δέν μποροῦμε νά ἔχουμε καί φῶς καί σκοτάδι. Δέ γίνεται. Ἤ φῶς θά ἔχεις ἤ σκοτάδι.
Γι’ αὐτό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει πραγματικά, ἔρχεται τό φῶς καί φωτίζεται. Δέν μπορεῖς νά ’χεις καί λίγο φῶς καί λίγο σκοτάδι, νά εἶσαι κι ἔτσι κι ἀλλιῶς, μισός-μισός. Αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός μας: «Δέν μπορεῖ νά δουλεύετε καί στό Χριστό καί στό μαμωνά», δέ γίνεται. Ἄς λές ὅτι εἶσαι χριστιανός. Δέν μπορεῖς νά λατρεύεις τό χρῆμα καί νά λές ὅτι εἶσαι καί χριστιανός. Μπορεῖ νά τό λές, ἀλλά δέν εἶσαι, γιατί δέ γίνεται ἀπ’ τήν ἴδια πηγή, λέει πάλι ὁ Χριστός, νά βγεῖ καί πικρό καί γλυκό νερό, δέ γίνεται. Ἤ πικρό θά εἶναι ἤ γλυκό.
Ὅμως, σήμερα, ἔχουμε φτάσει σέ αὐτό τό σημεῖο καί οἱ λεγόμενοι Χριστιανοί. Ε, καί σού λέει τί; Γιατί νά μήν ἔχουμε καί κάτι κοσμικό. Ἐντάξει, θά πᾶμε καί στήν Ἐκκλησία μας, θά κάνουμε καί τούς σταυρούς μας, θ’ ἀνάψουμε καί τίς λαμπάδες μας, ἐντάξει, καλοί εἴμαστε, δέν μᾶς πιάνει καί ἡ ἀστυνομία νά μᾶς κλείσει μέσα, δέν κάναμε φόνους καί ληστεῖες, καλοί εἴμαστε. Τώρα τά περισσότερα, ἄστα, αὐτά εἶναι γιά τούς καλογέρους καί τούς παπάδες. Καί ἔχουν καί τή συνείδησή τους τακτοποιημένη. Εἶναι ὁ Φαρισαῖος αὐτός, εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θέλει νά περπατάει σχιζοφρενικά σέ δύο δρόμους. Δέ γίνεται νά περπατᾶς σέ δύο ἀντίθετους δρόμους, θά σκιστεῖς στή μέση. Εἶναι αὐτό, πού λέει ὁ Χριστός πάλι, στήν Ἀποκάλυψη: «Νά εἶσαι ἤ ψυχρός ἤ θερμός. Ἄν εἶσαι χλιαρός θά σέ ἐμμέσω», θά σέ κάνω ἐμετό. Δέν θέλει νά μᾶς δεῖ ὁ Θεός, ἅμα εἴμαστε ἔτσι.
Ὁ Μέγας Βασίλειος θά μᾶς πεῖ ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή βρίσκεται στή φυσική της κατάσταση, ζεῖ στόν οὐράνιο κόσμο. Ὅταν ὅμως βρεθεῖ μακριά ἀπό τήν κατάσταση αὐτή, τότε βρίσκεται κάτω. Στήν πρώτη περίπτωση εἶναι ἀπαθής, στή δεύτερη βρίσκεται μέσα στά πάθη. Βλέπετε; Ἄν εἶσαι, λέει, ὑγιής ἡ ψυχή σου ζεῖ στόν οὐράνιο κόσμο, βρίσκεται στόν οὐρανό ἀπό τώρα, ὄχι στήν ἄλλη ζωή. Ἡ σωτηρία δέν εἶναι κάτι –ἴσως μᾶς ἔχει περάσει αὐτή ἡ ἰδέα ἀπό τό σχολεῖο, δέν ξέρω ἀπό πού– πού στήν ἄλλη ζωή θά τ’ ἀπολαύσουμε. Ὄχι, ἀπό δῶ ἀρχίζει ἡ χαρά, ὁ οὐρανός, ὁ παράδεισος, ἡ εὐτυχία, ὅλα αὐτά πού ψάχνουμε, ἡ μακαριότητα, ἀπό δῶ ἀρχίζουνε καί ἀπό δῶ τά γεύεσαι.
Ὁ πατήρ Πορφύριος, πού ἦταν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, θεραπευμένος, τό ἔλεγε: «Ὁ χριστιανός ζεῖ στό ἄπειρο». Αὐτό πού ἔλεγε καί ὁ Μέγας Βασίλειος. Βλέπετε; Τά ἴδια πράγματα, γιατί εἶναι τό ἴδιο, τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού μιλάει. Ὁ χριστιανός, λέει, ζεῖ στό σύμπαν, δέν περιορίζεται ἀπό χῶρο καί χρόνο καί τά ζοῦσε ὁ γέροντας καί μᾶς τά ἔλεγε, γι’ αὐτό τά ξέρουμε. Δέν εἶναι ὅτι θά τά ζοῦσε μετά θάνατον, ἀλλά τά ζοῦσε καί ἐνῶ ἤτανε στόν Ὡρωπό, ἔβλεπε τί γίνεται στή Ρουμανία καί ἔκλαιγε. Τότε, μέ τόν Τσαουσέσκου, ἐκεῖ πού σκοτώνανε τούς ἀνθρώπους μές στό δρόμο, ἔκλαιγε ὅλη τήν ἡμέρα ὁ γέροντας, γιατί ἡ ψυχή του, ὁ νοῦς του, τό πνεῦμα τοῦ ἦταν ἐκεῖ, εἶχε πάθει ἡ καρδιά του ἀπό κεῖνα πού ἔβλεπε. Ἤ ἔβλεπε τί γίνεται στόν Ἀτλαντικό ὠκεανό, ἐκεῖ πού εἶναι τό ἀκρωτήρι τῆς «Καλῆς Ἐλπίδος» – ἦταν ἕνα πνευματικό του παιδί σ’ ἕνα ὑποβρύχιο καί τοῦ λέει: «Πρόσεξε τώρα, πέφτει πάνω στό βράχο» καί τούς γλίτωσε, ἐνῶ ἦταν στόν Ὡρωπό. Βλέπετε, δήλ., τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο καί πράγματι ζοῦσε στά οὐράνια, ζοῦσε παντοῦ. Γιατί ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὅταν εἶσαι μέ τά πάθη, ὅταν εἶσαι ἄρρωστος βρίσκεσαι κάτω, εἶσαι χῶμα. Στήν πρώτη περίπτωση, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπαθής, στή δεύτερη βρίσκεται μέσα στά πάθη.
Ὅλα αὐτά εἶναι ἀντίθετα μέ τή σημερινή ἄποψη πού ἐπικρατεῖ στόν κόσμο. Σήμερα, φυσικός θεωρεῖται ὁ ἄνθρωπος πού ἱκανοποιεῖ τίς ὅποιες ἐπιθυμίες του καί ἀφύσικος, ἐκεῖνος, πού ἀγωνίζεται νά κόψει τά πάθη του. Ἔτσι δέν εἶναι; Σού λέει ὁ ἄλλος: «Ε, γιατί τώρα, ἀφοῦ σου βγαίνει αὐθόρμητα, γιατί νά ζοριστεῖς, νά πᾶς κόντρα στή φύση σου; Ὄχι, νά ἱκανοποιήσεις τά πάθη σου, τό λένε οἱ γιατροί, εἶναι ὀργανική ἀνάγκη, δέ γίνεται». Ὅπως τό φαΐ, ἔτσι εἶναι καί τ’ ἄλλα, τά πάθη. Εἴδατε; Ἀκόμη περισσότερο ἄρρωστοι οἱ ἄνθρωποι. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Θά ἔρθει καιρός πού τό ἄσπρο θά τό λένε μαῦρο καί τό μαῦρο ἄσπρο». Καί ἦρθε αὐτός ὁ καιρός. Ἡ κακία καί τά πάθη δήλ. θά εἶναι στό ἀποκορύφωμά τους.
Ἄς ξαναγυρίσουμε ὅμως στό θέμα μας. Πῶς διακρίνονται τά πάθη. Μία διαίρεση τῶν παθῶν. Ἄς δοῦμε τί εἶναι καί πότε ἐμφανίστηκαν τά πάθη καί ἄς δοῦμε καί τό χωρισμό τους. Ὑπάρχουν ἀρετές σωματικές καί ψυχικές. Κατ’ ἀναλογία ὑπάρχουνε καί πάθη πού ἀναφέρονται στό σῶμα, τά σωματικά καί πάθη πού ἀναφέρονται στήν ψυχή, τά ψυχικά.
Σωματικά πάθη εἶναι ἡ δίψα, ἡ πείνα, ὁ ὕπνος, εἶναι αὐτά τά λεγόμενα ἀδιάβλητα πάθη. Ἀδιάβλητα, δήλ., δέν ἔχεις ἐνοχή γι’ αὐτά. Δέν ἔχεις ἐνοχή ἐπειδή πεινᾶς, ἐπειδή διψᾶς˙ δέν εἶναι κάτι ἁμαρτωλό αὐτό. Εἶναι ἀδιάβλητο πάθος, εἶναι κάτι πού μᾶς ἦρθε μετά τήν πτώση, σάν συνέπεια. Εἶναι «οἱ δερμάτινοι χιτῶνες», πού φορέσαμε μετά τήν πτώση. Ἦταν ἡ συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά γι’ αὐτό δέ φταῖμε, ὅτι πεινᾶμε, ὅτι διψᾶμε.
Ὀνομάζονται ὅμως καί ψεκτά αὐτά τά πάθη, δήλ. ἔχουν ἕνα ψόγο, ἔχουν μία κατηγόρια μέσα τους, διότι καί ἡ τροφή εἶναι φθαρτή καί ὁ ὕπνος δουλεύει γιά τό φθαρτό, τό πρόσκαιρο καί θνητό σῶμα καί ἡ θνητή γέννηση τῶν παιδιῶν χαρίζει στόν ἄνθρωπο μαζί μέ τήν ὕπαρξη καί τή θνητή σάρκα. Δηλ., δουλεύεις, θά λέγαμε, στήν προσωρινότητα, μέ αὐτά τά πάθη. Τρῶς, θά πεινάσεις πάλι, θά ξαναφᾶς, θά διψάσεις πάλι. Τό ἴδιο, κοιμᾶσαι, πάλι θά ξανανυστάξεις… εἶναι μία προσωρινότητα. Δέ δουλεύεις γιά τό αἰώνιο καί μέ αὐτή τήν ἔννοια τά λέμε ψεκτά˙ ἔχουν, ἄς ποῦμε, μέσα τούς μία κατηγόρια. Γι’ αὐτό καί οἱ ἅγιοι προσπαθοῦσαν κι αὐτά νά τά ἱκανοποιοῦν ὅσο γίνεται λιγότερο. Νά τρῶνε ὅσο γίνεται λιγότερο, νά κοιμοῦνται ὅσο γίνεται λιγότερο γιά νά ἔχουνε πνευματικές δυνάμεις, γιά νά πλησιάζουνε τό Θεό.
Ὅμως καί αὐτά τά πάθη πού τά λέμε ἀδιάβλητα, μποροῦν νά γίνουνε διαβλητά, δηλ., νά γίνουνε ἔνοχα, πότε; Ὅταν κανείς δέν προσέξει καί τά ἱκανοποιήσει παραπάνω ἀπό ὅτι πρέπει. Πεινᾶς, ἄς ποῦμε, καί τρῶς. Ἅμα φᾶς παραπάνω ἀπ’ ὅτι πρέπει, πέσεις στή γαστριμαργία, πέσεις στή λαιμαργία, ἱκανοποιεῖς μέν τό πάθος τῆς πείνας, ἀλλά τό ἱκανοποιεῖς παραπάνω ἀπ’ ὅσο πρέπει, ὅποτε πέφτεις σέ ἁμαρτία καί τό πάθος αὐτό ἀπό ἀδιάβλητο γίνεται διαβλητό.
Σωματικά εἶναι ἐπίσης τά πάθη πού προέρχονται ἀπό τίς σωματικές αἰσθήσεις˙ τά πάθη, δήλ., ποῦ ἔχουν τίς ἀφορμές τους στό σῶμα, ὅπως εἶναι ἡ γαστριμαργία.
Ψυχικά πάθη εἶναι αὐτά πού προέρχονται ἐξαιτίας τῆς ψυχῆς, ἐξαιτίας, ἄν θέλετε, τῆς φαντασίας. Ἕνα πάθος ψυχικό εἶναι αὐτό πού λένε οἱ πατέρες «οἴησις». Ἡ οἴηση εἶναι ἡ ἰδέα ὅτι εἴμαστε κάτι, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ κρυμμένη ὅμως. Κάτι πού ἔχουμε μέσα μας, σάν μία πικρή ρίζα, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος, τό ὁποῖο, ἄν δέν τό βγάλει ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά προχωρήσει καθόλου στήν πνευματική ζωή. Ἄν δέν βγάλει αὐτή τήν κρυμμένη ἰδεούλα ὅτι εἶναι κάτι –πού εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια στό βάθος– δέν μπορεῖ νά προχωρήσει στά πνευματικά, καθόλου. Αὐτό ξεκινάει ἀπό τή φαντασία, εἶναι ἕνα ψυχικό πάθος.
Καί ὑπάρχουν καί ἄλλα πάθη, τά ὁποῖα εἶναι μικτά, δηλ. συνεργάζονται καί οἱ αἰσθήσεις καί ἡ φαντασία καί τέτοια πάθη εἶναι ἡ κενοδοξία, ἡ ὑπερηφάνεια, ὅπου οἱ ἀφορμές ἔρχονται καί ἀπό ἔξω, ἀπό τίς αἰσθήσεις καί ἀπό τή φαντασία, ἀπό μέσα. Μᾶς φουσκώνει ὁ πονηρός ὅτι εἴμαστε κάτι σπουδαῖο καί μᾶς τρέφει τήν ὑπερηφάνεια, ἀλλά καί ἀπό ἔξω, ἀκοῦμε ἐπαίνους˙ τά αἰσθητήρια τῆς ἀκοῆς, τῶν ὀφθαλμῶν τροφοδοτοῦνε πάλι αὐτό τό πάθος. Αὐτά εἶναι τά μικτά πάθη ἤ ἀλλιῶς σύνθετα πάθη.
Ἀκόμη μία ἄλλη διάκριση πού ἔχουμε στά πάθη εἶναι αὐτά πού λέμε ἰσχυρά καί αὐτά πού λέμε ἀσθενῆ. Ἰσχυρά πάθη εἶναι αὐτά τά ὁποία «ἰσχυρῶς κατά τῆς ψυχῆς ἐπανίστανται», ἐπαναστατοῦν, δήλ., μέ πολύ δύναμη ἐναντίον τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἀσθενῆ εἶναι ὅσα κινοῦνται «κλεψιμαίω τρόπω», λένε οἱ πατέρες, δήλ., σάν κλέφτες ἔρχονται καί μᾶς κλέβουνε, ἀσθενικά πάθη.
Τέλος, ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού πολεμοῦν τόν ἄνθρωπο, ὑπάρχουνε πάθη πού τόν προσβάλουνε φανερά καί ἄλλα πού προξενοῦν μόνο στενοχώρια καί θλίψη, ὅπως ἡ ἀκηδία, ἡ λύπη, ἡ ἀμέλεια. Εἶναι αὐτά, ἀφανῆ, θά λέγαμε, πάθη. Μπορεῖ νά τό κρατήσει ὁ ἄνθρωπος μέσα του, νά ἔχει μέν μία θλίψη, ἀλλά νά μή τό δείχνει. Εἶναι ἕνα κρυφό πάθος, ἕνα ἀφανές πάθος, ἀλλά ἅμα θυμώσει τόν καταλαβαίνουν ὅλοι, γιατί ἀλλοιώνεται ὅλος καί τό πρόσωπό του κοκκινίζει καί δαιμονοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος.
ΠΩΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ[1]
Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη του εἶναι ψυχοπαθής, κατά τούς ἅγιους Πατέρες.
Ἀληθινά ψυχο-παθής ἄνθρωπος εἶναι κάθε ἄνθρωπος πού εἶναι δέσμιος τῶν παθῶν του. Ὁπωσδήποτε καί ὁ καταθλιπτικός –μέ τήν πατερική ἔννοια– εἶναι ψυχοπαθής. Ἡ ψυχο-πάθεια ἔγκειται στό ὅτι ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι καθαρή, ἀλλά εἶναι μολυσμένη ἀπό λογισμούς καί δέσμια τῶν παθῶν.
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος χρήζει θεραπείας. Ἡ θεραπεία εἶναι ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ (διά τῆς ἀσκητικῆς καί μυστηριακῆς ζωῆς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας). Τότε ὁ ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ψυχοπαθής. Τότε ἐλευθερώνεται καί ἀπό τήν κατάθλιψη.
«Ὁ κάθε ἄνθρωπος», μᾶς διδάσκει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «εἶναι ψυχοπαθὴς, κατὰ τὴν Πατερικὴ ἔννοια. Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ εἶναι κάποιος σχιζοφρενὴς γιὰ νὰ εἶναι ψυχοπαθής. Ὁ ὁρισμὸς τῆς ψυχοπάθειας ἀπὸ Πατερικῆς ἀπόψεως εἶναι ὅτι ψυχοπάθεια ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ δὲν λειτουργεῖ σωστὰ ἡ νοερὰ ἐνέργεια μέσα του. Ὅταν δηλαδὴ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι γεμάτος ἀπὸ λογισμούς, ὄχι μόνο κακοὺς λογισμούς, ἀλλὰ καὶ καλοὺς λογισμούς[2].
Ὅποιος ἔχει λογισμούς, καλοὺς ἡ κακοὺς μέσα στὴν καρδιά του, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ Πατερικῆς ἀπόψεως εἶναι ψυχοπαθής. Ἂς εἶναι οἱ λογισμοὶ αὐτοὶ ἠθικοί –ἀκόμη καὶ ἠθικώτατοι, ἀνήθικοι ἤ ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Δηλαδὴ, κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅποιος δὲν ἔχει περάσει ἀπὸ κάθαρσι τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη καὶ δὲν ἔχει φθάσει σὲ κατάστασι φωτισμοῦ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ψυχοπαθής. Ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἔννοια τῆς Ψυχιατρικῆς. Ὁ ψυχοπαθὴς γιὰ τὸν ψυχίατρο εἶναι κάτι ἄλλο. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πάσχει ἀπὸ ψύχωση, εἶναι ὁ σχιζοφρενής»[3].
Ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος δέν ἦταν ψυχο-παθής. Ἡ νοερά του ἐνέργεια λειτουργοῦσε κανονικά. «Στὸν προπτωτικὸ ἄνθρωπο», σημείωνει ὁ π. Ἱερόθεος Βλάχος, «ὁ νοῦς ἐλάμβανε τὴν θεία Χάρη καὶ αὐτὴ διαπορθμευόταν στὸ σῶμα του καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀκτινοβολοῦσε σὲ ὅλη τὴν κτίση» [4].
Μετά τήν πτώση ὅλα ἄλλαξαν, «Ἡ ψυχὴ ἀπομυζᾶ τὸ σῶμα καὶ δημιουργοῦνται ἡ φιλαυτία καὶ τὰ ψυχικὰ πάθη. Τὸ σῶμα ἀπομυζᾶ τὴν κτίση καὶ δημιουργοῦνται τὰ σωματικὰ πάθη καὶ ἀκολουθεῖ τὸ οἰκολογικὸ πρόβλημα. Ἡ ἔκφραση αὐτὴ τῶν παθῶν δημιουργεῖ καὶ τὰ κοινωνικὰ προβλήματα» [5].
Ὑπάρχει ἑπομένως ἀνάγκη θεραπείας. Θά πρέπει «τὸ σῶμα νὰ ὑποταχθῆ στὴν ψυχὴ καὶ ἡ ψυχὴ νὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ»[6].
Ἡ θεραπεία τοῦ ψυχο-παθοῦς μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου περιλαμβάνει:
α) τήν ἀποκατάσταση τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἐντός τῆς καρδίας του
β) τήν ἀποβολή τῆς φιλαυτίας καί τήν ἀντικατάστασή της μέ τήν ἀνιδιοτελή –τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι– ἀγάπη πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον.
Ὁ ἐγωισμός καί ἡ φιλαυτία
Ὁ ἐγωισμός, πού συνδέεται κατ’ ἐξοχήν ὅπως ἐλέχθη μέ τήν ὑπερηφάνεια, συνδέεται φυσικά καί μέ τήν φιλαυτία. «Ἀπό τήν φιλαυτία γεννιοῦνται ὅλα τά πάθη»[7]. Προϊόν τῆς φιλαυτίας εἶναι καί ὁ ἐγωισμός.
Ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος, ὅταν τόν ρώτησαν τί εἶναι φιλαυτία: «(Φιλαυτία εἶναι) τό νά κάνεις τά χατίρια τοῦ παλαιοῦ σου ἀνθρώπου, νά ἀγαπᾶς δηλαδή τόν παλαιό σου ἄνθρωπο. Καί ἡ γαστριμαργία καί ὁ ἐγωισμός καί τό πεῖσμα καί ἡ ζήλεια, πρακτορεῖο τους ἔχουν τήν φιλαυτία»[8].
Ἡ ἀγάπη τοῦ ἐγώ, ἡ αὐτολατρεία, τό νά θεωρεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του ὡς τό κέντρο τοῦ κόσμου, αὐτό εἶναι καί ἡ καταστροφή τοῦ ἀνθρώπου.
Τό κλείσιμο στό ἐγώ, ἡ πρός ἑαυτόν καί μόνον στροφή τῆς ἀγαπητικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι λειτουργία αὐτοφυλάκισης, αὐτοκαταστροφῆς, αὐτοδιάλυσης τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικό ὄν. Εἶναι πλασμένος γιά νά ἀγαπήσει τόν Θεό καί τόν πλησίον. Γιά νά τό πετύχει θά πρέπει νά πάψει νά εἶναι φίλαυτος. Γιά νά ἀγαπήσει μέ τήν κατά Θεόν ἀγάπη τόν πλησίον, δηλαδή γιά νά ἀγαπήσει:
α) ἀνιδιοτελῶς,
β) χωρίς ὅρια καί διακρίσεις, καί
γ) μέ δική του θυσία, πού μπορεῖ νά φθάσει ὡς τόν θάνατο, πρέπει νά πολεμήσει τήν φιλαυτία.
Θά πρέπει νά ἀγωνίζεται συνεχῶς νά «βγαίνει», νά ἐξέρχεται ἀπό τήν πρός τόν ἑαυτό του ἄρρωστη ἀγάπη καί νά κινεῖται ἀγαπητικά πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον.
Ἡ «ἐξοδος» αὐτή βεβαίως, δέν εἶναι σκόρπισμα τοῦ νοῦ πρός τά ἔξω, πρός τά κτίσματα. Εἶναι εὕρεση τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ μας, τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς μας καί κατόπιν εὕρεση τοῦ Θεοῦ, ἄρνηση τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ, τοῦ ἐγωιστικοῦ θελήματος, καί γενικά τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἄρνηση «τοῦ παλαιοῦ, τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ μας», κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου:«εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν…»[9].
Γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τήν φιλαυτία, θά πρέπει νά γίνει ἡ κάθαρση τῆς καρδίας ἀπό τά πάθη διά τῆς μετανοίας.
Ἡ κάθαρση αὐτήν εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο συνεργάζεται μέ τήν ἀνθρώπινη βούληση.
Ἡ συγκέντρωση τοῦ νοῦ στήν καρδιά καί ἡ ἀδιάλειπτη ἐκζήτηση τοῦ Θείου ἐλέους εἶναι ἀπαραίτητες γιά τήν ἐνεργοποίηση τῆς καθαρτικῆς ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ὑπάρχει στό κέντρο τῆς καρδίας τοῦ βαπτισμένου πιστοῦ.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά βρίσκεται στήν καρδιά.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, πρέπει νά βρίσκεται ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, στήν καρδία του. Δέν θά πρέπει νά διασκορπίζεται πρός τά ἔξω διά τῶν αἰσθήσεων, ἀλλά νά ἔρχεται «εἰς ἑαυτόν» καί νά παραμένει ἐντός τῆς καρδίας προσευχόμενος.
Ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, πού διασκορπίζεται διά τῶν αἰσθητηρίων στό περιβάλλον, θά πρέπει νά ἐπανέλθει στήν οὐσία τοῦ νοῦ, πού βρίσκεται ἐντός τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου[10].
Τότε, ὅταν ὁλοκληρωθεῖ αὐτήν ἡ ἐπιστροφή, ὁ νοῦς διά τοῦ ἑαυτοῦ του «ἐπί τήν ἔννοιαν τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνει» (ὁ νοῦς ἀνεβαίνει καί ὁρᾶ τόν Θεό), σύμφωνα μέ τόν Μ.Βασίλειο[11]. Τότε ἡ νοερά ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου λειτουργεῖ σωστά. Τότε ὁ νοῦς (δηλ. ἡ ψυχή, κατά τούς ἁγίους Πατέρες) λειτουργεῖ κατά φύσιν. Ἡ νοερά προσευχή ἀποτελεῖ τήν ἀπόδειξη τῆς θεραπευμένης ψυχῆς. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν προσεύχεται εἶναι ψυχικά ἄρρωστος ἤ καί νεκρός.
«Νά καταλάβουμε», δίδασκε ὁ Γέροντας Σέργιος, «ὅτι, ὅπως τό σῶμα ἀρρωσταίνει καί πεθαίνει χωρίς τροφή, ἔτσι καί ἡ ψυχή ἀρρωσταίνει καί πεθαίνει χωρίς τήν προσευχή. Ἡ προσευχή εἶναι ἡ τροφή τῆς ψυχῆς»[12]. Γιά νά εἶναι θεραπευμένη ἡ ψυχή πρέπει νά προσεύχεται.
Ἡ ἀποκατάσταση τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς σκοπό νά ἀποκαταστήσει τήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τήν ἀδιάλειπτη νοερά κοινωνία μαζί Του (οὐσιαστικά, τήν νοερά προσευχή στίς ψυχές τῶν μελῶν Της).
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης μᾶς διδάσκει: «Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ κύρια μέριμνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε θεράπευε τὸν χῶρο τῆς ψυχῆς. Εἶχε διαπιστώσει –ἀπὸ τὴν Ἑβραϊκὴ παράδοση καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Ἀποστόλους– ὅτι στὸν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς λειτουργεῖ κάτι ποὺ οἱ Πατέρες ὠνόμασαν «νοῦν». Πήρανε δηλαδὴ τὸν παραδοσιακὸ «νοῦν», ποὺ σημαίνει διάνοια καὶ λόγος, καὶ κάνανε μία διαφοροποίησι. Ὠνόμασαν νοῦν αὐτὴν τὴν νοερὰ ἐνέργεια, ἡ ὁποία λειτουργεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ὑγιοῦς ψυχικὰ ἀνθρώπου. Δὲν γνωρίζομε πότε ἔγινε αὐτὴ ἡ διαφοροποίησις, διότι συμβαίνει ἐπίσης μερικοὶ Πατέρες νὰ ὀνομάζουν μὲ τὴν ἴδια λέξι, νοῦν, καὶ τὴν λογική ἀλλὰ καὶ τὴν νοερὰ ἐνέργεια ὅταν αὐτὴ κατεβαίνη καὶ λειτουργῆ στὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς.
Ὁπότε, ἐξ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, ἡ νοερὰ ἐνέργεια εἶναι μία καὶ μόνη ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία στὸν μὲν ἐγκέφαλο λειτουργεῖ ὡς λογική, ἡ ἴδια ὅμως λειτουργεῖ συγχρόνως καὶ στὴν καρδιὰ ὡς νοῦς. Δηλαδὴ τὸ ἴδιο ὄργανο, ὁ νοῦς, προσεύχεται ἀδιάλειπτα στὴν καρδιά (σὲ ὅσους ἐννοεῖται ἔχουν ἀδιάλειπτη καρδιακὴ προσευχή) καὶ συγχρόνως σκέπτεται, π.χ. μαθηματικὰ προβλήματα καὶ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, στὸν ἐγκέφαλο»[13].
Στὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων γίνεται πολὺς λόγος γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ στὴν καρδιά, τὴν ἐπιστροφὴ τῆς ἐνεργείας στὴν οὐσία. Λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι «ὁ νοῦς πού δὲν διασκορπίζεται πρὸς τὰ ἔξω καὶ δὲν διαχέεται μέσῳ τῶν αἰσθητηρίων στὸν κόσμο ἐπιστρέφει στὸν ἑαυτό του καὶ διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του ἀναβαίνει στὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Στὴν συνέχεια, περιλαμπόμενος καὶ ἐλλαμπόμενος ἀπὸ τὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν Θεία Χάρη, ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ τό Ἄκτιστον, δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ γήινα καὶ ξεχνᾶ ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν φύση· δηλ. δέν φροντίζει μέ ἀγωνία οὔτε γιά τήν τροφή του οὔτε γιά τό τί θά φορέσει»[14] ὁ ἄνθρωπος αὐτός.
Ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν διάχυσή του στὴν καρδιά, δηλαδὴ ἡ ἐπιστροφὴ τῆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ στὴν οὐσία του, εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ, ἡ ἀποκατάστασή του στό κατά φύσιν.
Τότε, ἡ καρδιά καθαρίζεται –διά μέσου τῆς ἀδιάλειπτης νοερᾶς καρδιακῆς προσευχῆς– καί ἔρχεται ἐντός της ἔνοικος τό Πανάγιον Πνεῦμα μέ τόν καρπό Του, πού εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία κ.λπ.». Τότε, φυσικά, ἐξαφανίζονται τά πάθη, ἐξαφανίζεται ὁ ἐγωισμός· ἐξαφανίζεται ἑπομένως καί ἡ λύπη πού αὐτός προκαλεῖ, καθώς καί ἡ κατάθλιψη.
Ἡ θεραπεία τῶν παθῶν γενικά.
Ἡ θεραπεία τῶν ποικίλων παθῶν μας ἐπιτυγχάνεται ὅταν χρησιμοποιήσουμε σωστά τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας (τό αὐτεξούσιο) καί συνεργαστοῦμε μέ τήν Θεία Χάρη, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία.
Τότε, ἀπό τήν Θεία Χάρη θά ἐπιτευχθοῦν τά ἐξῆς:
α) ἡ κάθαρση καί ἡ ἀποκατάσταση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας-λειτουργίας μέσα μας καθώς καί
β) ἡ ἀνακατεύθυνση τῶν θυμικοῦ-ἐπιθυμητικοῦ μας πρός τόν Θεό.
Συγκεκριμένα θά πρέπει διά τῆς Θείας Χάριτος:
α) νά πτερώσουμε τό λογιστικό τῆς ψυχῆς μέ τήν ἀδιάλειπτη καθαρή προσευχή,
β) νά κυριαρχήσουμε στό θυμικό τῆς ψυχῆς μέ τήν ἀγάπη καί
γ) νά χαλιναγωγήσουμε τό ἐπιθυμητικό τῆς ψυχῆς μέ τήν ἐγκράτεια.
Πρέπει, βεβαίως, παραλλήλως νά πολεμηθοῦν οἱ τρεῖς γίγαντες τῶν παθῶν:
· ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ,
· ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ καί
· ἡ ραθυμία-ἀμέλεια-προσκόλληση στήν σάρκα καί τό σαρκικό φρόνημα.
Γιά τήν θεραπεία τοῦ Χριστιανοῦ, γιά τήν ἐπίτευξη τῆς Κάθαρσης καί τοῦ Φωτισμοῦ, χρειάζεται ἡ συνεργασία τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος συνεργάζεται μέ τήν Θεία Χάρη, ἀκολουθώντας τίς ὁδηγίες τοῦ πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ. Χωρίς πνευματικό ὁδηγό πού νά ἔχει τήν διάκριση τῶν πνευμάτων δέν μπορεῖ νά γίνει πνευματική ζωή καί νά ἐπιτευχθεῖ ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη.
Ἡ προετοιμασία γιά νά λάβει ὁ ἄνθρωπος τήν Θεία Χάρη γίνεται μέ τήν ἀσκητική ζωή, ἡ ὁποία προετοιμάζει τήν ψυχή ὥστε νά δεχθεῖ τήν ἄκτιστη θεοποιό ἐνέργεια (Θεία Χάρη).
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἡσυχάζει καί μετανοεῖ, νηστεύει καί ἐγκρατεύεται, κοπιάζει σωματικά καί προσεύχεται, γίνεται σιγά-σιγά δεκτικός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Θείας Χάριτος. Αὐτήν ἡ Θεία Χάρις ἐνισχύει τόν πιστό στόν ἀσκητικό του ἀγῶνα καί ἐνεργεῖ τήν Κάθαρση καί τόν Φωτισμό. «Καί πῶς προσφέρεται ἡ Θεία Χάρις στόν ἀγωνιζόμενο χριστιανό;» ἀναρωτιέται κανείς. Διά τῶν Ἁγίων Μυστηρίων καί πρό πάντων διά τῆς τακτικῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας.
Ἐκεῖνο πού κατ’ ἐξοχήν συντελεῖ στήν Κάθαρση τῆς Καρδιᾶς εἶναι ἡ ὑπακοή στόν Πνευματικό ὁδηγό καί ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος, ἡ ὁποία βεβαίως συνοδεύεται ἀπό τήν ἐν μέτρῳ νηστεία καί ἀγρυπνία. Παράλληλα, ὁ Χριστιανός ἀγωνίζεται νά κόβει τίς αἰτίες τῶν παθῶν καί νά κάνει ἀνθρωπίνως ὅ,τι μπορεῖ γιά νά τά χαλιναγωγήσει.
«Ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Χριστιανοὶ διακρίνονταν “οἱ ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα” τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ νέα πιὰ “ἐκλογὴ” τοῦ Θεοῦ ταυτιζόταν μὲ τὸν ἀγώνα “τοῦ βαστᾶσαι τὸ ὄνομά” Του. Ὅπως ὁ Κύριος εἶπε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ “ζήσωμεν εἰς τὸν αἰῶνα”, ἂν δὲν “φάγωμεν τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου καὶ πίωμεν Αὐτοῦ τὸ αἷμα”, ἔτσι καὶ οἱ μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του, πολὺ νωρὶς βεβαίωσαν ὅτι “οὐδὲν ὄνομα ἐστὶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς”.
Ἡ ἐπίκληση, λοιπόν, τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ μετοχὴ στὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, ἔγιναν οἱ δύο κεντρικοὶ πόλοι ζωῆς γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους πραγματοποιεῖται ἡ σωτηρία τοῦ νέου λαοῦ, πού ἐξαγοράσθηκε μὲ “τὸ πάθημα τοῦ θανάτου” Του»[15].
Γιά νά νικηθοῦν τά πάθη, θά πρέπει νά νικηθοῦν οἱ ἀντίστοιχες ἁμαρτίες τῶν τριῶν μερῶν τῆς ψυχῆς. Γι’ αυτό θά τελειώσουμε τήν μικρή μας ἀναφορά στά πάθη μέ τήν ἀναφορά στά ἁμαρτήματα τῶν τριῶν μερῶν τῆς ψυχῆς καί στήν θεραπεία κάθε ἀντίστοιχης ἁμαρτίας. Στήν συνέχεια, θά ἀναφερθοῦμε καί στήν πρόληψη τῶν παθῶν καί τῶν ἁμαρτιῶν, διά τῆς καταπολέμησης τῶν ἀντίστοιχων λογισμῶν.
Ποιά εἶναι τά ἁμαρτήματά τῶν τριῶν μερῶν τῆς ψυχῆς καί πῶς θεραπεύονται.
Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Ἡ ψυχὴ διαιρεῖται σὲ τρία μέρη, τὸ λογιστικό, τὸ θυμικό, καὶ τὸ ἐπιθυμητικό.
Τοῦ λογιστικοῦ ἁμαρτήματα εἶναι αὐτά: Ἀπιστία, αἵρεση, ἀφροσύνη, βλασφημία, ἀχαριστία, καὶ οἱ συγκαταθέσεις τῶν ἁμαρτημάτων, οἱ ὁποῖες γίνονται ἀπὸ τὸ παθητικὸ μέρος. Ἡ ἴαση καὶ ἡ θεραπεία αὐτῶν τῶν κακῶν, εἶναι ἡ ἀδίστακτη πίστη στὸ Θεὸ καὶ τὰ ἀληθινὰ καὶ χωρὶς πλάνη ὀρθόδοξα δόγματα τῆς εὐσέβειας, ἡ ἀδιάκοπη μελέτη τῶν λόγων τοῦ Πνεύματος, ἡ καθαρὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, καὶ ἡ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό.
Τὰ ἁμαρτήματα τοῦ θυμικοῦ εἶναι τὰ ἑξῆς: Ἡ ἀσπλαχνία, τὸ μίσος, ἡ ἀσυμπάθεια, ἡ μνησικακία, ὁ φθόνος, ὁ φόνος καὶ ἡ συνεχὴς αὐτῶν καὶ τῶν παρομοίων μελέτη. Ἡ ἴαση καὶ θεραπεία τους εἶναι ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἀγάπη, ἡ πραότητα, ἡ φιλαδελφία, ἡ συμπάθεια, ἡ ἀνεξικακία καὶ ἡ καλοσύνη.
Τοῦ ἐπιθυμητικοῦ τὰ ἁμαρτήματα εἶναι τὰ ἑξῆς: Ἡ γαστριμαργία, ἡ λαιμαργία, ἡ οἰνοποσία, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ἀκαθαρσία, ἡ ἀσελγεία, ἡ φιλοχρηματία, ἡ ἐπιθυμία τῆς κενῆς δόξας, καὶ ἡ ἐπιθυμία χρυσοῦ καὶ πλούτου καὶ σαρκικῶν ἀπολαύσεων. Ἡ ἴαση καὶ ἡ θεραπεία αὐτῶν εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ κακοπάθεια, ἡ ἀκτημοσύνη, τὸ σκόρπισμα τῶν χρημάτων στοὺς φτωχούς, ἡ ἐπιθυμία τῶν μελλόντων ἐκείνων ἀγαθῶν, ὁ πόθος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς θείας υἱοθεσίας»[16].
Πρόληψη διά τῆς καταπολέμησης τῶν κακῶν λογισμῶν
Εἴπαμε ὅτι οἱ κακοί λογισμοί εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ἁμαρτίας καί τῆς δημιουργίας τῶν παθῶν. Θά πρέπει λοιπόν νά καταπολεμηθοῦν οἱ ὀκτώ βασικοί λογισμοί τῆς κακίας γιά νά καταπολεμηθοῦν τά ἀντίστοιχα πάθη καί οἱ ἁμαρτίες στίς ὁποῖες αὐτά ὁδηγοῦν.
Ὁ τρόπος μᾶς διδάσκεται ἀπό τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό:
« Ἡ κατάργηση τῶν ὀκτὼ παθῶν ἂς γίνεται μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο.
Μὲ τὴν ἐγκράτεια καταργεῖται ἡ γαστριμαργία.
Μὲ τὸν θεῖο πόθο καὶ τὴν ἐπιθυμία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν καταργεῖται ἡ πορνεία.
Μὲ τὴν συμπάθεια πρὸς τοὺς φτωχοὺς καταργεῖται ἡ φιλαργυρία.
Μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν καλοσύνη πρὸς ὅλους καταργεῖται ἡ ὀργή.
Μὲ τὴν πνευματικὴ χαρὰ καταργεῖται ἡ κοσμικὴ λύπη.
Μὲ τὴν ὑπομονή, τὴν καρτερία καὶ τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ καταργεῖται ἡ ἀκηδία.
Μὲ τὴν κρυφὴ ἐργασία τῶν ἀρετῶν καὶ τὴν συνεχή προσευχὴ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς, καταργεῖται ἡ κενοδοξία.
Μὲ τὸ νὰ μὴν κρίνει κανεὶς τὸν ἄλλο ἢ νὰ τὸν ἐξευτελίζει, ὅπως ἔκανε ὁ ἀλαζόνας Φαρισαῖος, ἀλλὰ νὰ νομίζει τὸν ἑαυτὸ του τελευταῖο ἀπὸ ὅλους, καταργεῖται ἡὑπερηφάνεια»[17].
Ἐπιλογικά
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἦταν μία συνοπτική ἀναφορά στό τί εἶναι τά πάθη, πῶς δημιουργοῦνται, ποιά εἶναι τά ἀποτελέσματά τους καί πῶς θεραπεύονται. Ἄς εὐχηθοῦμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Πάντων τῶν Ἁγίων νά ἀναδεικνυόμαστε νικητές στήν μάχη ἐναντίον τῶν παθῶν μας, γιά νά ἀξιωθοῦμε τοῦ Θείου Φωτισμοῦ καί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν!
Ιερομόναχος Σάββας Αγιορείτης