Όποιος θέλει να σωθεί, πρέπει να επιδιώκει τις συναναστροφές με εναρέτους ανθρώπους.

Από το Γεροντικό

Ο αββάς Παλλάδιος είπε: «Η ψυχή που αγωνίζεται σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, πρέπει ή να μαθαίνει σωστά όσα δεν ξέρει ή να διδάσκει με σαφήνεια όσα έμαθε. Αν δεν θέλει να κάνει τίποτε από τα δύο, τότε δεν είναι καλά. Γιατί η αρχή της αποστασίας βρίσκεται στην έλλειψη της διδαχής και στην ανορεξία του θείου λόγου, πού τον πεινάει πάντα η φιλόθεη ψυχή».

Είπε πάλι ο αββάς Παλλάδιος: «Περισσότερο κι από παράθυρο φωτεινό, πρέπει να κυνηγάει κανείς τις συναναστροφές εναρέτων ανθρώπων, γιατί με τη βοήθειά τους θα μπορέσει να δει την καρδιά του σαν ένα καθαρογραμμένο βιβλίο και, συγκρίνοντας τη ζωή του με τη ζωή εκείνων, να διαπιστώσει τη δική του ραθυμία ή επιμέλεια. Γιατί στους εναρέτους υπάρχουν πολλά, και εξωτερικά ακόμα στοιχεία, που φανερώνουν την καθαρότητα της ψυχής τους: το χρώμα, πού απλώνεται στο πρόσωπο με τη θεάρεστη πολιτεία, ο τρόπος της ενδυμασίας, η απλότητα του ήθους, η σεμνότητα στα λόγια, το απέριττο στις λέξεις, η σύνεση στις σκέψεις, η προσοχή στις εκδηλώσεις. Όλα τούτα ωφελούν υπερβολικά όσους τα παρατηρούν, και αποτυπώνουν στις ψυχές τους αναλλοίωτα πρότυπα αρετής».

Ένας γέροντας – διηγήθηκε ο αββάς Κασσιανός – πού ασκήτευε στην έρημο, παρακάλεσε το Θεό να του δώσει τούτο το χάρισμα: Όταν γίνεται πνευματική συζήτηση, να μη νυστάζει ποτέ, όταν όμως κανείς αργολογεί ή κατακρίνει, τότε να τον παίρνει ο ύπνος, για να μη μολύνονται τ΄ αυτιά του με τέτοιο δηλητήριο. Και πραγματικά, του έδωσε ο Θεός αυτό που ζητούσε.
Έλεγε λοιπόν αυτός ο γέροντας, πώς ο διάβολος είναι διασώστης τηςαργολογίας και αντίπαλος κάθε πνευματικής διδαχής. Επιβεβαίωνε μάλιστα το λόγο του με τούτο το παράδειγμα:
– Μια φορά, καθώς μιλούσα για ψυχωφελή ζητήματα σε κάποιους αδελφούς, τόσο πολύ νύσταξαν, πού δεν μπορούσαν ούτε τα βλέφαρά τους να κουνήσουν. Κι εγώ τότε, θέλοντας να φανερώσω πώς αυτό συμβαίνει από δαιμονική ενέργεια, άρχισα ν΄ αργολογώ. Στη στιγμή ξενύσταξαν κι έγιναν ολόχαροι! Αναστέναξα και τους είπα: «Δέστε, αδελφοί μου! Όσο μιλούσαμε για ουράνια πράγματα, τα μάτια όλων σας τα έκλεινε ο ύπνος. Μόλις όμως ακούστηκαν λόγια μάταια, όλοι ξενυστάξατε και ακούγατε πρόθυμα. Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, να συναισθανθείτε την ενέργεια του πονηρού δαίμονα, κι έτσι να είστε προσεκτικοί και να φυλάγεστε από το νυσταγμό, κάθε φορά πού κάνετε ή ακούτε κάτι πνευματικό».

Τρεις πατέρες είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν κάθε χρόνο στον μακάριο Αντώνιο. Απ΄ αυτούς οι δύο του έκαναν διάφορες ερωτήσεις για τους λογισμούς και τη σωτηρία της ψυχής. Ο τρίτος όμως σώπαινε και δεν ρωτούσε τίποτα. Αφού λοιπόν ήρθαν πολλές φορές και ο αδελφός εκείνος έτσι πάντα σώπαινε, μη ρωτώντας το παραμικρό, του λέει κάποτε ο αββάς Αντώνιος:
– Μά τόσον καιρό έχεις πού έρχεσαι εδώ, και δεν με ρωτάς τίποτα;
Εκείνος τότε αποκρίθηκε:
– Μου φτάνει μόνο πού σε βλέπω, πάτερ.

Έλεγε ο αββάς Παφνούτιος, ότι όσο ζούσαν οι γέροντες, πού έμεναν δώδεκα μίλια μακριά από το κελί του, πήγαινε και τους συναντούσε δύο φορές το μήνα. Τους φανέρωνε κάθε λογισμό του.
Κι εκείνοι δεν του έλεγαν τίποτε άλλο, παρά μόνο τούτο: «Όπου κι αν βρεθείς, μη λογαριάζεις τον εαυτό σου, και θα έχεις ανάπαυση».

Διηγήθηκαν για ένα γέροντα, ότι νήστεψε εβδομήντα εβδομάδες, τρώγοντας μόνο μια φορά την εβδομάδα, και παρακαλώντας στο διάστημα αυτό το Θεό να του φανερώσει τη σημασία ενός χωρίου της Γραφής. Αλλά ο Θεός δεν του την αποκάλυψε. Λέει τότε μέσα του: «Να, τόσους κόπους έκανα, και τίποτα δεν κατόρθωσα. Ας πάω λοιπόν στον αδελφό μου και ας τον ρωτήσω». Φεύγοντας όμως, καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα, έστειλε ο Κύριος έναν άγγελο, πού του είπε:
– Οι εβδομήντα εβδομάδες της νηστείας σου δεν έφτασαν στο Θεό. Όταν όμως ταπεινώθηκες και κίνησες να πας στον αδελφό σου, Εκείνος μ΄ έστειλε για να σου εξηγήσω το ρητό.
Και αφού τον πληροφόρησε για τη σημασία του χωρίου πού ζητούσε, αναχώρησε.

Είπε κάποιος γέροντας: «Αυτός πού μπαίνει σε αρωματοπωλείο, κι αν ακόμα δεν αγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως επάνω του κάποιαν ευωδία. Έτσι συμβαίνει και μ΄ αυτόν πού επισκέπτεται τους πατέρες. Αν θελήσει να εργαστεί πνευματικά, του δείχνουν το δρόμο της ταπεινώσεως, πού τον προστατεύει σαν τείχος από τις επιδρομές των δαιμόνων».

Πήγε κάποτε στον αββά Φήλικα ένας αδελφός, έχοντας μαζί του και μερικούς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπόν τον αββά να τους πει ωφέλιμο λόγο. Ο γέροντας όμως σώπαινε. Ο αδελφός συνέχισε να τον παρακαλεί ώρα πολλή, οπότε εκείνος τους είπε:
– Θέλετε ν΄ ακούσετε ψυχωφελή λόγο;
– Ναι, αββά, αποκρίθηκαν.
– Δεν υπάρχει πιά λόγος, είπε ο γέροντας. Γιατί όταν οι αδελφοί ρωτούσαν τους γέροντες και έκαναν όσα εκείνοι τους συμβούλευαν, ο Θεός έδινε λόγο, για να ωφεληθούν εκείνοι που ρωτούσαν. Τώρα όμως, επειδή ρωτάνε αλλά δεν εφαρμόζουν όσα ακούνε, πήρε ο Θεός τη χάρη του λόγου από τους γέροντες. Δεν βρίσκουν πιά τι να πούν, γιατί δεν υπάρχει εργάτης της αρετής.
Όταν τον άκουσαν οι επισκέπτες, αναστέναξαν και είπαν:
– Προσευχήσου για μας, αββά.

Του αββά Μάρκου

Ο άνθρωπος συμβουλεύει τον πλησίον του καθώς γνωρίζει. Ο Θεός πάλι ενεργεί σ΄ αυτόν που ακούει ανάλογα με την πίστη του.

Ο άνθρωπος που μακροθυμεί, έχει πολλή φρόνηση (Παροιμ. 14:29). Το ίδιο κι εκείνος που τεντώνει το αυτί του για ν΄ ακούει λόγους πνευματικής σοφίας.

Μην αρνείσαι να μαθαίνεις, κι ας τυχαίνει να ξέρεις πάρα πολλά. Γιατί αυτό πού μπορεί να οικονομήσει ο Θεός, είναι πολύ πιο ωφέλιμο από τη δική μας φρόνηση.

Αυτός που θέλει να σηκώσει το σταυρό του και ν΄ ακολουθήσει το Χριστό, πρέπει πρώτα-πρώτα να επιδιώξει την αληθινή γνώση και μάθηση, εξετάζοντας ακατάπαυστα τους λογισμούς του και μεριμνώντας συνεχώς για τη σωτηρία του και ρωτώντας τους δούλους του Θεού πού έχουν το ίδιο φρόνημα και αγωνίζονται τον ίδιο αγώνα μ΄ αυτόν, έτσι ώστε να μην αγνοεί πού και πώς βαδίζει και να μην προχωράει μέσα στο σκοτάδι χωρίς λύχνο να του φέγγει. Γιατί εκείνος πού βαδίζει ιδιόρρυθμα, χωρίς ευαγγελική γνώση, χωρίς διάκριση και χωρίς την καθοδήγηση κάποιου, σκοντάφτει συχνά και πέφτει σε πολλούς λάκκους και παγίδες του πονηρού και πλανιέται πολύ και κοπιάζει πολύ και μπαίνει σε πολλούς κινδύνους και δεν γνωρίζει τι τέλος θα έχει. Γιατί δεν είναι λίγοι εκείνοι πού πέρασαν από πολλούς κόπους και ασκήσει και κακοπάθειες και πού υπέφεραν πολλούς μόχθους για το Θεό, αλλά η ιδιορρυθμία, η αδιακρισία και η έλλειψη πνευματικής βοήθειας από τον πλησίον έκαναν τους τόσους και τόσους κόπους τους ανίσχυρους και μάταιους.
Γι΄ αυτό αν είναι δυνατόν, πρέπει κανείς να φροντίζει και ν΄ αγωνίζεται να είναι συνεχώς μαζί με ανθρώπους πού έχουν πνευματική γνώση, με σκοπό, αν ο ίδιος δεν έχει φωτισμό αληθινής γνώσεως, βαδίζοντας μαζί μ΄ εκείνον που έχει, να μην περπατάει στο σκοτάδι, να μην κινδυνεύει από βρόχια και παγίδες και να μην πέφτει πάνω στα νοητά θηρία, που ζουν στο σκοτάδι και που αρπάζουν και αφανίζουν όσους περπατούν μέσα σ΄ αυτό χωρίς τον νοητό λύχνο του θείου λόγου.

Του αγίου Μαξίμου
 
Όπως οι κατά σάρκα γονείς έχουν ιδιαίτερη φυσική αγάπη στα παιδιά τους, έτσι και ο νους έχει φυσικό σύνδεσμο με τους λόγους του. Και όπως όσοι γονείς αγαπούν παθολογικά τα παιδιά τους, τα θεωρούν πώς είναι τα πιο ικανά και τα πιο ωραία, ακόμα κι αν είναι σε όλα τα πιο καταγέλαστα, έτσι και στον άφρονα νου οι λόγοι του, ακόμα κι αν είναι οι χειρότεροι απ΄ όλους, του φαίνονται φρονιμότατοι. Στον σοφό όμως νου δεν φαίνονται έτσι οι λόγοι του, απεναντίας, όταν νομίσει ότι είναι αντικειμενικοί και καλοί, τότε προπαντός δεν πιστεύει στην κρίση του, αλλά βάζει άλλους σοφούς να κρίνουν τους λόγους και τους λογισμούς του, «μήπως είς κενόν τρέχη ή έδραμε» (Γαλ. 2:2), και απ΄ αυτούς βεβαιώνεται.

Του αγίου Εφραίμ
 
Μην αρνείσαι τη συμβουλή αγίων ανθρώπων, έστω κι αν έχεις πνευματική γνώση. Γιατί κι αυτό είναι καρπός γνώσεως.