Ὁ ἀφανισμός τῆς Σμύρνης.Ἡ θυσία τοῦ Χρυσοστόμου

Σολομωνίδης Χρῆστος

Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Σμύρνῃ ἐκκλησίας γράψον… Γίνου πιστὸς μέχρι θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς».

Ἀποκάλυψις Ἰωάννου

Πενῆντα χρόνια συμπληρώνονται ἐφέτος ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ καὶ τὸ ξερριζωμὸ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὶς προγονικές τους πατρίδες.

Πέντε δεκαετηρίδες ἀπὸ τὶς φλόγες, τὸ αἷμα καὶ τὸν ἀφανισμὸ τῆς Σμύρνης. Ἱερὰ χώματα, ἑλληνικώτατες πατρίδες, σεπτοὶ βωμοί, θερμὲς ἑστίες στὴ Μικρασία, ὅλα χαμένα, ἀφανισμένα ὅλα.

Στὸ νοῦ μας ἔρχονται οἱ στίχοι τοῦ Σμυρναίου σοφιστῆ καὶ ποιητῆ Αἴλιου Ἀριστείδη, ὅταν ἀντίκρυσε, στὰ 178 μ.Χ. τὰ ματωμένα ἐρείπια καὶ τὰ καπνισμένα, ἀπὸ τὶς φλόγες, συντρίμμια τῆς ὡραίας ἰωνικῆς πολιτείας:

Ὦ Σμύρνη, οἵας ἐκληρονόμησας τύχης;
Ὦ κοινὴ τοῖς Ἕλλησιν ἀποφράς,
οἵαν κεφαλὴν τοῦ γένους ἀπήνεγκας;

Καὶ στὰ 1922 ἡ Σμύρνη, ἡ «πρώτη Ἀσίας κάλλει καὶ μεγέθει», ἡ «καλλίστη πόλεων αἱ ὑφ’ ἡλίῳ εἰσί», ἡ «κύκνων ὠδὴ καὶ ἀηδόνος χορός», τὸ «Νυμφῶν καὶ Χαρίτων ὕφασμα», τὸ «δάσος τῆς καλλιφωνίας», τὸ «Γῆς ἄγαλμα καὶ Στέμμα τῆς Ἰωνίας», ἡ «χαριεστάτη πόλις» καὶ «περιμάχητος ἀεί», σὲ ματωμένα συντρίμμια καὶ καπνισμένα ἐρείπια, ἀπὸ ἕναν ἀδυσώπητο ἐχθρό.

Μαῦρο σάβανο, ἡ στάχτη τῆς φωτιᾶς, τὴν κάλυψε πέρα ὡς πέρα:

Καὶ βούλιαξε κατακλυσμὸς
καὶ τίποτα δὲ μένει
ἀπὸ τὰ νέα θέμελα
κι ἀπὸ τ’ ἀρχαῖα παλάτια.

Ἡ πατρώα γῆ, ὁλοκαύτωμα τῆς μοίρας κι ὁλόγυρά της ὁ καπνὸς ἀκράτητος, τὸ σκοτεινό του ξετύλιγε ἀδράχτι. Τὸ ὄνειρο τῆς μεγάλης ὑπερπόντιας ‘Ελλάδος, θαμμένο στὰ φλογισμένα ἐρείπια τῆς ἰωνικῆς πολιτείας.

Ἡ τραγουδημένη, μὲ χίλιους σκοποὺς κι ἀπὸ χιλιάδες στόματα Σμύρνη, κάτω καὶ πάλι ἀπὸ τὴν Ἡμισέληνο.

Κι ἡ Εἰμαρμένη, τὸ μοιραῖο Σεπτέμβρη τοῦ 1922, ἐναπόθεσε καὶ χάραξε στὴν ἐπιτύμβια πλάκα της:
—Ἐδῶ, στὴν αἱματόβρεχτη γῆ. Ἐδῶ, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ γελαστοῦ καὶ σμαραγδένιου κόλπου, ποὺ ζείδωρες οἱ αὖρες τὴν χάϊδευαν, ἦταν κάποτε ἡ ἑλληνικὴ Σμύρνη…

Ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ εἶναι ἡ τραγικώτερη σελίδα τῆς τρισχιλιόχρονης ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, δραματικώτερη κι ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ Βυζαντίου. Γιατί, ἂν ἔπεσε στὰ 1453 ἡ πόλις τοῦ Κωνσταντίνου, ἡ «ὑπερέχουσα πασῶν ἄλλων ὅσον γαίης οὐρανὸς ἀστερόεις», παρέμειναν οἱ ρίζες τῆς Φυλῆς μας, στὰ ἐδάφη τῆς ἄλλοτε βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.

Κι ὁ Ἑλληνισμός, παρὰ τὶς διώξεις καὶ τοὺς κατατρεγμούς, ἀπὸ τὸν βάρβαρο κατακτητή, παρὰ τὶς σφαγὲς καὶ τὸ παιδομάζωμα κατώρθωνε, χάρις στὴν πνευματική του ἀνωτερότητα, τὴν τιμιότητα κι ἐργατικότητά του νὰ ἐπιζῆ, νὰ ἀκμάζη καὶ νὰ θάλλη στὶς ὑποδουλωθεῖσες πατρίδες.

Τὸ 1922 ὅμως ὑπῆρξε ἡ τελευταὶα φάση τοῦ ὑπερπόντιου Ἑλληνισμοῦ. Κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς ἀνείπωτης ἐκείνης συμφορᾶς, θάφτηκαν ὅλες οἱ Μικρασιατικὲς ἑλληνικὲς πατρίδες καὶ τὸ ἐκπολιτιστικὸ ἔργο τῶν Ἑλλήνων τῆς Τουρκοκρατίας.

Τὴν ἐποχὴ αὐτή, ποὺ εἶναι καθαγιασμένη μὲ τὸ ἁγιότερο ἑλληνικὸ αἷμα, τὸ Ἔθνος μας ἔχει καταγράψει στὶς αἱματηρότερες σελίδες τοῦ μαρτυρολογίου του καὶ δὲν θὰ πάψει ποτὲ νὰ προσφέρη σ’ αὐτὴ τὸ θυμίαμα τῆς σκέψης καὶ τὸ λιβανωτὸ τῆς μνήμης του.

Εἴμαστε ἕνας λαὸς μνήμης. Κι οἱ μνῆμες τῶν καιρῶν πάντα θὰ μᾶς μιλοῦν γιὰ ματωμένους θρύλους κι ὀδυνηρὲς τραγωδίες. Γιὰ δράματα καὶ γιὰ κλάματα.

Γιὰ τελευταίους Αὐτοκράτορες καὶ στερνὲς Λειτουργίες. Γιὰ τραγικοὺς χοροὺς Ζαλόγγου καὶ αἱματόβρεχτες σελίδες Μεσολογγίου. Γιὰ Σούλια καὶ γι’ Ἀρκάδια. Γιὰ κόκκινες ἀπὸ ἑλληνικὸ αἷμα πλαγιὲς τῆς Χίου καὶ γιὰ ὁλόμαυρες ράχες τῶν Ψαρῶν. Γιὰ βρόχους Φεραίων καὶ ἀνασκολοπίσματα Διάκων. Γιὰ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη καὶ κρεούργηση τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης. Γιὰ σφαγὴ Ἀμβροσίου Μοσχονησίων καὶ ζωντανὸ θάψιμο Γρηγορίου Κυδωνιῶν. Γιὰ συμφορὲς καὶ καταστροφές. Γιὰ διωγμοὺς καὶ ξερριζωμούς.

Ἀπὸ τὰ βάθη τῶν ἑλληνικῶν αἰώνων τὸ δάκρυ κι ἡ ὀδύνη ἀχώριστοι σύντροφοι τοῦ Γένους. Ὅλα αὐτὰ σπαράσσουν τὴν καρδιὰ καὶ τὴ μνήμη.

Ἔτσι καὶ ἡ συμφορὰ τοῦ 1922 δὲν θὰ λησμονηθῆ. Δὲν θὰ τὴ σκεπάσουν οἱ ἀραχνιασμένοι ἱστοὶ τῆς λήθης. Δὲν θὰ γίνει «παληὰ ἱστορία». Στὴν ἀνάμνηση τῶν χαμένων Μικρασιατικῶν Πατρίδων οἱ Πανέλληνες θὰ κλίνουν πάντα εὐλαβικὰ τὸ γόνυ.

Καὶ ἱερὸ καθῆκον μας εἶναι ν’ ἁπλώνεται ἡ σκέψη μας στὶς ἀκρογιαλιὲς τῆς Σμύρνης καὶ τῆς Ἐρυθραίας, τῆς Αἰολίδος καὶ τῆς Προποντίδος καὶ σ’ ὅλες τὶς ἄλλες πολιτεῖες τῆς Ἀνατολῆς.

Ἐκεῖ τ’ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς Φυλῆς μας. Ἐκεῖ καὶ οἱ τάφοι τῶν προγόνων μας. Πρὸς τὴ γῆ τοῦ μαρτυρίου νοῦς, ψυχὴ καὶ στοχασμοὶ στρέφονται. Εὐλαβικὴ λιτανεία ὁδεύουν πρὸς τὸ αἱματηρὸ θυσιαστήριο τοῦ Χρυσοστόμου. Μυροφόρες οἱ σκέψεις μας, σκορποῦν νάρδους καὶ ἀρώματα μπρὸς στὸ βωμὸ τῆς θυσίας ὅλων ἐκείνων, ποὺ πρόσφεραν τὴ ζωή τους στὴν ἱερότητα τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος. Οἱ νεκροί τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς δὲν λησμονοῦνται. Οἱ ἱερὲς σκιές των δὲν σβήνουν.
—Εἰ ἐπιλαθώμεθά σας ἐπλησθείη ἡ δεξιά μας…

Μὲ δέος στρέφομε τὰ φύλλα τῆς ἱστορίας μας ἀρχικὰ στὰ 1911, γιὰ νὰ σταθοῦμε ἔπειτα, στὴν τραγικώτερη σελίδα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ἐγράφη πρὶν πενῆντα χρόνια.

Στὶς 15 Ὀκτωβρίου 1911 δολοφονεῖται, ἀπὸ ὄργανα τοῦ τουρκικοῦ κομιτάτου, στὸ δάσος τοῦ Σνίχοβο τῆς Μακεδονίας, σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν, ὁ Μητροπολίτης Γρεβενῶν Αἰμιλιανός, ἀπὸ τὰ Περγάτα τοῦ Ἰκονίου. Ἡ δολοφονία τοῦ Μικρασιάτη Ἱεράρχη προκαλεῖ ἀπερίγραπτο σάλο στὴν Ἑλλάδα καὶ στοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ἰδιαίτερα στὴ Σμύρνη προκάλεσε ἀλγεινὴ ἐντύπωση καὶ ὁ σμυρναϊκὸς λαὸς πένθησε καὶ θρήνησε εἰλικρινὰ τὸν μάρτυρα Μητροπολίτη.

Ὁ Χρυσόστομος τελεῖ στὸ μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἐπιβλητικὸ μνημόσυνο καὶ σὲ συνέχεια, ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς κλίμακος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἐκφωνεῖ πρὸς τὸ «ἀσφυκτικῶς κατακλῦζον μεγάλον αὐλόγυρον τοῦ ναοῦ πλῆθος» λόγο, δονούμενο ἀπὸ πατρωτικὸ παλμό.

«Προσήλθομεν σήμερον πλήρεις ἄλγους καὶ ὀδύνης ἵνα ἀποτίσωμεν φόρον τιμῆς, εὐγνωμοσύνης καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸν θανατωθέντα Ἐθνομάρτυρα. Εἰς τὴν τελετὴν ὅμως ταύτην τὸ ἄλγος καὶ τὸ πένθος δὲν ἔχουσιν θέσιν.

» Ὀφείλομεν νὰ εἴμεθα εὐγνώμονες εἰς τὴν θείαν πρόνοιαν, ἥτις ηὐδόκησεν, ὅπως ἡ ἰδική μας Ἐκκλησία, ἐξ ὅλων τῶν στρατευομένων ἀποβῆ μαρτύριον τοῖς Ἔθνεσιν ὡς ἡ μόνη ἐκκλησία ἡ παρέχουσα ὁλοκαυτώματα εἰς τὸν θρόνον τοῦ Κυρίου. Ἐγιγαντώθη ἡ Ἐκκλησία μὲ δάκρυα καὶ πόνους. Ὀφείλομεν νὰ εἴμεθα ὑπερήφανοι, διότι ἀναβιοῦν οἱ παλαιοὶ χρόνοι καὶ παρουσιάζονται ἄνδρες ἐφάμιλλοι πρὸς τοὺς παλαιούς.

» Ἡμέραν ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας θὰ ἔπρεπε νὰ καλέσωμεν τὴν σημερινήν. Ὅταν Ἀρχιερεῖς καίωσιν ἑαυτοὺς ὡς λαμπάδας ἐνώπιον τοῦ εἰδώλου τῆς Πατρίδος, ὁ δὲ μαρτυρικός των θάνατος γίνεται ζωῆς καὶ δόξης ὑπόθεσις καὶ θεμέλιον ἀνωτέρου βίου, τὸ μνημόσυνόν των δὲν ἐναρμονίζεται μὲ δάκρυα καὶ θλῖψιν, ἀλλὰ μὲ ὑπερηφάνειαν καὶ ἀγαλλίασιν…».

Θὰ ἔπρεπε κι ἐμεῖς νὰ μὴν «ἐναρμονίσωμεν μὲ δάκρυα καὶ θλῖψιν» τὴν ἐξιστόρησιν τῆς θυσίας τοῦ ἥρωα καὶ μάρτυρα Ἱεράρχη τῆς Σμύρνης ἀλλὰ νὰ ἀναφέρωμε αὐτὴν μὲ «ὑπερηφάνειαν καὶ ἀγαλλίασιν».

Ἀλλὰ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ κρατήσωμε τοὺς σπαραγμοὺς τῆς ὀδύνης μας γιὰ τὴν αἱματόβρεχτη θυσία τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν μυριάδων μαρτύρων τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς;

Πῶς ἡ ἀβάσταχτη λύπη νὰ μὴν πλημμυρᾶ τὴν ψυχή μας καὶ τὸ φόρεμα τοῦ πένθους νὰ μὴν περιβάλλει τὴν καρδία μας γιὰ τὸ χαμὸ τοῦ Δεσπότη κι ἑνὸς ἁγνοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἰωνίας;

Μὲ δέος, γι’ αὐτὸ θὰ ὁδεύσωμε νοερὰ πρὸς τὴ Χώρα τοῦ ἀνιστόρητου ὀλέθρου καὶ θὰ ζήσωμε τὸ δρᾶμα τῆς Μικρασίας, ποὺ ἔκλεισε, μὲ τὴν κατακόκκινη ἀπὸ τὶς φλόγες καὶ τὸ αἷμα, αὐλαία τῆς Σμύρνης.

Ἕνα θλιβερὸ ἀναπόλημα μνήμης καὶ καρδιᾶς. Ἕνας στεναγμὸς κι ἕνας λυγμός. Ἕνα ἀναφυλλητὸ κι ἕνα δάκρυ…

Αὔγουστος 1922. Ὕστερα ἀπὸ τὶς τόσες νίκες καὶ τὶς δάφνες τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὴ Μικρασία, ἡ ἐχθρικὴ ἐπίθεση ἐκδηλώνεται στὶς 15 Αὐγούστου.

Ἡ κακιὰ ὥρα τῆς Φυλῆς φτάνει. Ἀκούγεται ἡ βοὴ τοῦ ὀλέθρου. Ἡ ἀσπίδα τῶν Ἀκριτῶν μας λυγίζει. Ἡ ἀήττητη, ὥς τότε, ἑλληνικὴ στρατιὰ διαρρέει. Οἱ πολεμιστές μας, ποὺ εἶχαν φέρει τὴν ἐθνικὴ ἀνάσταση στὶς Μικρασιατικὲς πατρίδες, γυρνοῦν, τώρα, στοὺς δρόμους τῶν τροπαίων, τσακισμένοι, ἐξουθενωμένοι. Σβησμένη ἡ νικητήριος ἰαχὴ!

Τὸ Μέτωπο ἔσπασε! Τὸ ἄγγελμα μεταδίδεται, σὰν ἀστραπή, στὴ Σμύρνη. Ἀπὸ συνοικία σὲ συνοικία, ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο, ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, ἀπὸ καρδιὰ σὲ καρδιά… Ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς συντριμμένος, σκορπισμένος. Καὶ μαζί του, μὲ χείλη σφιγμένα ἀπὸ θλίψη καὶ πόνο, μυριάδες πρόσφυγες ὁδεύουν πρὸς τὴν ἰωνικὴ πρωτεύουσα, ἐλπίζοντας πὼς θὰ βροῦν ἐκεῖ σωτηρία. Οἱ πῦλες τοῦ Ἅδου ἐξαπολύουν τὸν ὄλεθρο. Ἡ θεία Ἀποκάλυψη γίνεται πραγματικότητα:

«Ὦ πόλις αἱμάτων, φωνὴ μαστίγων καὶ φωνή σεισμοῦ, τροχῶν καὶ ἵππου διώκοντος καὶ ἅρματος ἀναβράζοντος καὶ ἱππέως ἀναβαίνοντος καὶ στιλβούσης ρομφαίας καὶ ἐξαστραπτόντων ὅπλων καὶ πλήθους τραυματιῶν καὶ βαρείας πτώσεως. Ἀνοιγόμενοι ἀνοιχθήσονται αἱ πῦλαι τῆς γῆς σου, ἐκεῖ κατάφαγεταί σε πῦρ, ἐξολοθρεύσει σε ρομφαία…».

Σὲ λίγο ἡ λεηλασία, ἡ ἀνελέητη σφαγή. Ἡ ἑλληνικὴ Σμύρνη θὰ παραδοθεῖ σὲ πύρινη ἀκολασία.

Ὁ Χρυσόστομος, ὁ ἄλλοτε τόσο αἰσιόδοξος, ἀντιλαμβάνεται πὼς τὸ πᾶν πιὰ χάνεται. Ὑποβάλει στὶς 23 Αὐγούστου στὰ δυὸ Κοινοτικὰ Σώματα τῆς Σμύρνης, ὡς μόνη λύση, τὴν ἀποστολὴ ἐκπρόσωπού των στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ἐκθέσει στοὺς ἐκεῖ ἀξιωματικοὺς τῆς Ἀμύνης τὸν ἄμεσο κίνδυνο τῆς Σμύρνης κι ἐπικαλεστεῖ τὴν κάθοδό τους πρὸς ἀναχαίτιση τοῦ ἐχθροῦ.

Ἡ πρόταση τοῦ Μητροπολίτη γίνεται ὁμόφωνα δεκτὴ ἀπὸ τὰ Κοινοτικὰ Σώματα κι ἀναθέτουν στὸ δημογέροντα καὶ διευθυντὴ τῆς ἐφημερίδος «Ἀμαλθείας» Σωκράτη Σολομωνίδη νὰ μεταβεῖ στὴν Πόλη. Ὁ Χρυσόστομος τὸν ἐφοδιάζει μὲ τὴν ἀκόλουθη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Μελέτιο:

«Παναγιώτατε. Πιστεύω ὅτι ἐλήφθη τὸ ἀπὸ 18 καὶ 19 Αὐγούστου γράμμα μου, τὸ ἐξαγγέλλον τὰς μεγάλας καὶ ἀθεραπεύτους συμφορὰς τῆς Μικρασίας. Μὴ δυνάμενος διὰ τοῦ χάρτου καὶ μελάνης νὰ περιγράψω τὴν ἀφαντάστως κρίσιμον καὶ ὀδυνηρὰν κατάστασιν, ἔκρινα εὔλογον νὰ προτείνω εἰς τὰ δύο Κοινοτικὰ Σώματα τῆς πόλεως νὰ ἐξαποστείλωμεν εἰς τὴν Κων/πολιν τὸν ἐπιδότην γνωστὸν καὶ φίλον τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος ἔντιμον κ. Σωκράτην Σολομωνίδην, ἐκ τῶν δημογερόντων τῆς πόλεως, ὅστις θὰ ἐκθέση Ὑμῖν προφορικῶς τὰ πάντα καὶ θὰ συσκεφθῆ μεθ’ Ὑμῶν καὶ τῶν ἀξιωματικῶν τῆς Ἀμύνης, ἔστω καὶ κατὰ τὴν δωδεκάτην ταύτην ὥραν, ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη τι διὰ τὴν δυνατὴν θεραπείαν τῆς καταστροφῆς. Ὑποδιετελῶ μετὰ σεβασμοῦ. Ἐν Σμύρνῃ τῇ 23 Αὐγούστου 1922. Τῆς Ὑμετέρας θειοτάτης Παναγιότητος ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ ἀδελφός. Ὁ Σμύρνης Χρυσόστομος».

Στὸ μεταξὺ τὰ γεγονότα ἐξελίσσονται ραγδαῖα. Ὁ ἐχθρὸς βρίσκεται λίγα πιὰ χιλιόμετρα ἔξω ἀπὸ τὴ Σμύρνη…

Στὶς δραματικὲς αὐτὲς στιγμὲς γιὰ τὸ Μικρασιατικὸ Ἑλληνισμό, ἦταν μοιραῖο γιὰ τὸ Χρυσόστομο, νὰ ὑποστεῖ τρομερὴ δοκιμασία, τρεῖς μέρες ἀκριβῶς πρὸ τοῦ μαρτυρίου του.

Στὸ λιμάνι τῆς Σμύρνης κατέπλευσαν στὶς 24 Αὐγούστου, ἀπὸ τὴ Ραιδεστό, τρία ἐπίτακτα, ἑλληνικὰ πλοῖα κατάφορτα ἀπὸ στρατό. Ὁ συγκεντρωμένος στὴν προκυμαία κόσμος ἄρχισε νὰ ἐλπίζει, πὼς μὲ τὴν ἀπόβαση τῶν ὁπλιτῶν μας, θὰ γινόταν κάποια ἀνασυγκρότηση τῶν στρατιωτικῶν μας δυνάμεων καὶ ἄμυνα. Ὅμως οἱ στρατιῶτες δὲν ἀποβιβάζονταν στὴν ξηρά. Εἶχε ἁπλώσει καὶ σ’ αὐτοὺς τὸ πνεῦμα τῆς αὐτοσυντηρήσεως κι οἱ φαντάροι δὲν ἐννοοῦσαν ν’ ἀφήσουν τὰ πλοῖα.

—Δὲν βγαίνουμε! Στὰ σπίτια μας! Στὰ σπίτια μας!

Οἱ ἀξιωματικοί των εἶχαν χάσει τὸ κῦρος καὶ τὴν ἐπιβολή τους. Ἦταν φανερὸ πὼς ὁ στρατὸς κουρασμένος κι ἐξουθενωμένος δὲν ἤθελε πιὰ νὰ πολεμήσει. Τὸ Κράτος βρισκόταν σ’ ἀδυναμία νὰ ἐπιβάλει τὴ θέλησή του.

Ὁ Ἀρχιστράτηγος Πολυμενάκος, ποὺ εἶχε διαδεχτεῖ τὸν ἤδη αἰχμάλωτο τοῦ ἐχθροῦ, Τρικούπη, μαζὶ μὲ τὸν ὑποστράτηγο Σκαρλᾶτο, ἀνεβαίνουν στὸ ἐπίτακτο «Βασιλεὺς Κωνσταντῖνος» γιὰ νὰ πείσουν τοὺς στρατιῶτες κι ἀποβιβαστοῦν, ἀλλ’ ἀποδοκιμάζονται.

Σ’ ἄλλο ἐπίτακτο, τὴ «Βασίλισσα Σοφία», ἀνεβαίνει ξαφνικὰ ὁ Χρυσόστομος. Δραματικὴ ἀπόπειρα τοῦ Δεσπότη νὰ ἐκθέσει στοὺς πολεμιστὲς τὴν τραγικότητα τῆς καταστάσεως καὶ νὰ ζητήσει τὴ σωτηρία τῆς Σμύρνης ἀπὸ τὸ στρατό. Τὸν συνοδεύουν δυὸ δημογέροντες καὶ τρεῖς ἀξιωματικοὶ τῆς Ἀμύνης.

Μὲ πρόσωπο χλωμό, μὲ τὸν ἀόρατο στέφανο τοῦ μελλοντικοῦ του μαρτυρίου, ὁ Χρυσόστομος δὲν ἦταν πιὰ ὁ ὑμνητὴς καὶ δοξαστὴς τῆς μεγάλης ἐθνικῆς δημιουργίας. Ἦταν ὁ ἱκέτης! Συγκινητικὴ ἡ ἔκκλησή του «ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Πατρίδος, τῆς Ἱστορίας καὶ τοῦ Ἀνθρωπισμοῦ!».

Στὴν ἔκκλησή του ἀπήντησε ἀρχικὰ ἡ εὔγλωττη σιωπὴ κι ἔπειτα ἡ κατηγορηματικὴ ἄρνηση.

Ὁ νικημένος Ἱεράρχης, ἀπελπισμένος ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἁλκή, ἔφυγε τρικλίζοντας ἀπὸ βαθύτατη συγκίνηση, γιὰ νὰ ζητήσει τὴν ἐλπίδα ψηλὰ στὸν Οὐρανό. Ὅταν βρέθηκε στὸ μητροπολιτικὸ μέγαρο, κλείστηκε στὸ δωμάτιό του, ἔσκυψε μπρὸς στὸ εἰκονοστάσι καὶ μ’ ἀναφυλλητὰ ψιθύρισε συγκλονιστικὴ δέηση.

Ὁ Σωκράτης Σολομωνίδης, ποὺ βρισκόταν στὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρο, ἔκρουσε δειλὰ τὴ θύρα τοῦ δωματίου τοῦ Δεσπότη καὶ μπῆκε μέσα. Τὸν εἶδε νὰ κλαίει:
—Κλαῖτε, Δέσποτά μου, Σεῖς.

Ὁ Χρυσόστομος, μόλις κρατώντας τοὺς λυγμούς του ἀπήντησε:

—Κλαίω, ὄχι γιὰ τὴν τύχη μου, ποὺ ἔχω προεξοφλήσει, μὰ γιὰ ὅλα τὰ σβησμένα ὄνειρα, γιὰ τὰ συντρίμμια τῆς Πατρίδας. Αὐτό, ποὺ ἀντίκρυσα στὸ πλοῖο, δὲν εἶναι μόνο ὁ αὐριανὸς χαμὸς τῆς Σμύρνης, ἀλλ’ ἀλοίμονο, ὁ χαμὸς κάθε ἐλπίδος γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος…

Τὸ βράδυ τῆς μέρας ἐκείνης ἡ Σμύρνη εἶχε κατακλυστεῖ ἀπὸ φυγάδες στρατιῶτες κι ἀπὸ χιλιάδες πρόσφυγες. Σκηνὲς ἀλλόφρονες διαδραματίζονται. Φαντάροι καὶ πολίτες δὲν ζοῦν παρὰ μὲ τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως. Ὁ σώζων ἑαυτὸν σωθήτω…

Ὁ Χρυσόστομος δὲν παύει ν’ ἀγωνίζεται γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ποιμνίου, γιὰ τὴ σωτηρία τῆς τιμῆς τῆς Ἑλλάδος. Στὶς 25 Αὐγούστου, δυὸ μέρες πρὸ τοῦ μαρτυρίου του, γράφει πολυσέλιδη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο καὶ τὴν ἐγχειρίζει στὸν Κυβερνήτη τῆς «Λήμνου», παρακαλώντας τον νὰ φροντίσει καὶ δοθεῖ τὸ ταχύτερο, στὸν τέως Πρωθυπουργό, ποὺ βρισκόταν στὸ Παρίσι.

Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ἀποκαλύπτει τὸν ἀνώτερον ἄνθρωπο, τὸν καρτερικὸν Ἱεράρχη. Ἀναμένει τὸν θάνατο καὶ τὸν θεωρεῖ σὰν ἐπισφράγιση ἡρωϊκῆς σταδιοδρομίας, ποὺ ἦταν ὁλόκληρη ἡ ζωή του. Μὲ ψυχραιμία καὶ θάρρος, τὴ στιγμὴ τοῦ ἐγγίζοντος ὀλέθρου, προσπαθεῖ ν’ ἀνακαλύψει κάποια ἐλπίδα:

«Ἀγαπητὲ φίλε καὶ ἀδελφὲ κ. Ἐλευθέριε Βενιζέλε. Ἐπέστη ἡ μεγάλη στιγμὴ τῆς μεγάλης ἐκ μέρους σας χειρονομίας. Ὁ Ἑλληνισμὸς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ ἑλληνικὸν Κράτος, ἄλλα καὶ σύμπαν τὸ ἑλληνικὸν Ἔθνος, κατεβαίνει πλέον εἰς τὸν Ἅδην, ἀπὸ τοῦ ὁποίου καμμία πλέον δύναμις δὲν θὰ δυνηθῆ νὰ τὸ ἀναβιβάση καὶ τὸ σώση. Τῆς ἀφαντάστου ταύτης καταστροφῆς, βεβαίως αἴτιοι εἶναι οἱ προσωπικοί σας ἐχθροί, πλὴν καὶ Ὑμεῖς φέρετε μέγιστον τῆς εὐθύνης βάρος διὰ δύο πράξεις Σας.

» Πρῶτον, διότι ἀποστείλατε εἰς Μ. Ἀσίαν ὡς Ὕπατον Ἀρμοστὴν ἕνα τοῦτ’ αὐτὸ παράφρονα καὶ ἐγωϊστήν, φλύαρον, ἀπερροφημένον ἐν τῷ αὐτοθαυμασμῷ του καὶ καταφρονοῦντα καὶ ὑβρίζοντα καὶ δέροντα καὶ ἐξορίζοντα καὶ φυλακίζοντα ὅλα τὰ ὑγιῆ καὶ σώφρονα στοιχεῖα τοῦ τόπου, διότι ἐν τῷ φρενοκομείῳ» του βεβαίως δὲν εἶχεν τόπον, καὶ εἰς τὸ τέλος ἀποδώσαντα αὐτοὺς τοὺς ἀγλαοὺς καρποὺς τῆς τελείας τοῦ Μικρασιατικοῦ λαοῦ καταστροφῆς, τοὺς ὁποίους νῦν θερίζομεν.

Καὶ δεύτερον, διότι πρὶν ἀποπερατώσετε τὸ ἔργον Σας καὶ θέσητε τὴν κορωνίδα καὶ τὸ ἐπιστέγασμα ἐπὶ τοῦ ἀνεγερθέντος ἀφαντάστως ὡραίου καὶ μεγαλοπρεποῦς δημιουργήματός Σας, τῆς καταθέσεως τῶν θεμελίων τῆς περικλεεστάτης ποτὲ Βυζαντινῆς μας Αὐτοκρατορίας, εἴχατε τὴν ἀτυχῆ καὶ ἔνοχον ἔμπνευσιν νὰ διατάξητε ἐκλογάς, κατ’ αὐτὰς ἀκριβῶς τὰς παραμονὰς τῆς εἰσόδου Σας εἰς τὴν Κων/πολιν καὶ τῆς καταλήψεως αὐτῆς ὑπὸ τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ πρὸς ἐκτέλεσιν τῶν ὅρων τῆς—οἴμοι—τῆς διὰ παντὸς καταστραφείσης συνθήκης τῶν Σεβρῶν.

» Ἀλλὰ γέγονεν ὅ γέγονεν. Ἀκόμη ὑπάρχει καιρός, ἂν ὄχι νὰ σωθῆ ἡ συνθήκη τῶν Σεβρῶν, ἀλλὰ τουλάχιστον νὰ μὴ καταστραφῆ πλέον τὸ ἑλληνικὸν Ἔθνος διὰ τῆς ἀπώλειας ὄχι μόνον τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀλλὰ καὶ τῆς Θράκης καὶ αὐτῆς ἴσως τῆς Μακεδονίας. Καὶ ἐπειδὴ οἱ καιροὶ οὐ μενετοὶ πλέον, ἔκρινα καθῆκον καὶ ἐμὸν ἀπαραίτητον, νὰ κυλίσω τὸν λίθον μου ἐν μέσῳ τῆς γενικῆς κινήσεως τῆς παγκοίνου ἐδῶ συμφορᾶς μας.

» Καὶ πρῶτον μὲν ἔγραψα, μὲ ἡμερομηνίαν 21 Αὐγούστου, πρὸς τὸν ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ Ἑλληνισμοῦ εὑρισκόμενον Κωνσταντῖνον νὰ προβῆ εἰς τὰς μεγάλας ἀποφάσεις, ἐν αἷς πρωτίστην θεωρῶ τὴν ἀνάληψιν τῆς πηδαλουχίας τοῦ ἑλληνικοῦ σκάφους, παρὰ τὴν πάγκοινον τὴν εὐρωπαϊκὴν ὑπόληψιν κεκτημένης Σας κορυφῆς. Τὴν παράδοσιν τῆς διοικήσεως τοῦ στρατοῦ εἰς τοὺς ἐκδιωχθέντας ἀξιωματικούς της Ἀμύνης, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν πῶς ἀνασυντάσσεται κατεστραμμένος στρατὸς καὶ ὁδηγεῖται εἰς τὴν νίκην καὶ τὴν ἄμεσον ἐντεῦθεν ἐκδίωξιν Στεργιάδου καὶ Χατζηανέστη καὶ ἄλλα σχετικά.

»Ἔκρινα δὲ πρὸ παντὸς ἀπαραίτητον ἐκ τῶν φλογῶν τῆς καταστροφῆς ἐν αἷς ὀδυνᾶται ὁ Μικρασιατικὸς Ἑλληνισμός, καὶ ζήτημα εἶναι ἐάν, ὅταν τὸ παρόν μου γράμμα ἀναγιγνώσκεται ὑπὸ τῆς Ὑμετέρας Ἐξοχότητος, ἡμεῖς ὑπάρχωμεν πλέον ἐν τῇ ζωῇ, προοριζόμενοι—τις οἶδε—κατὰ ἀνεξερευνήτους βουλὰς τῆς θείας προνοίας εἰς θυσίαν καὶ μαρτύριον, νὰ ἀπευθύνω τὴν ὑστάτην ταύτην ἔκκλησιν πρὸς τὴν φιλογενῆ καὶ μεγάλην ψυχήν Σας καὶ νὰ Σᾶς εἴπω μόνον δύο λέξεις.

» Ἐὰν διὰ νὰ σώσητε τὴν Ἑλλάδα ἐκρίνατε καθῆκον Σας νὰ προβῆτε εἰς τὸ ἐπαναστατικὸν κίνημα τῆς Θεσσαλονίκης, μὴ διστάσητε τώρα νὰ προβῆτε εἰς ἑκατὸν τοιαῦτα κινήματα, ἵνα σώσητε τώρα ὁλόκληρον τὸν ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ ἰδίᾳ τὸν Μικρασιατικὸν καὶ Θρακικὸν Ἑλληνισμόν, ὁ ὁποῖος τόσον θρησκευτικὴν λατρείαν τρέφει ,πρὸς Ὑμᾶς.

» Δὲν εἶναι ἀνάγκη ὁ Ἑλληνισμὸς οὗτος καὶ αἱ Χῶραι αὗται μετὰ τῆς Κων/πόλεως, νὰ ἑνωθῶσιν μετὰ τῆς Ἑλλάδος, διότι τὸ ὄνειρον τοῦτο ἀπεμακρύνθη ἀφ’ ἡμῶν τουλάχιστον δι’ ἑκατὸν ἔτη• ἀλλὰ νὰ ὑψώσετε πανταχοῦ τὴν ἐπιβλητικὴν φωνήν Σας, ὥστε αὐταὶ αἱ Χῶραι νὰ ἀποτελέσουν ἕνα αὐτόνομον ἀνατολικὸν Χριστιανικὸν Κράτος, ἔστω ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τοῦ Σουλτάνου, καὶ Ὕπατον Ἁρμοστήν, τὴν σὴν περινουστάτην κορυφήν.

Εἶναι ἡ μόνη καὶ ἐνδεδειγμένη λύσις, ἥτις θὰ θέση τέρμα εἰς τὰς συμφορὰς τῶν κατοίκων τῆς Ἀνατολῆς καὶ θὰ δώση τὴν ἡσυχίαν καὶ εἰρήνην εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν διπλωματίαν, διότι δι’ ὅλους τότε θὰ ὑπάρχη τόπος καὶ τρόπος ἐκμεταλλεύσεως τῶν ἀνεκμεταλλεύτων πηγῶν τοῦ πλούτου, τῆς τόσον ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εὐνοηθείσης καὶ εὐλογηθείσης, ἀλλὰ τόσον οἰκτρῶς κακοδαιμονούσης πλουσίας καὶ εὐδαίμονος ταύτης Χώρας.

» Καὶ νῦν, φίλτατε, ἀδελφέ, Σὲ μόνον θεωροῦμεν τὸν ἀπὸ μηχανῆς Θεόν, Σὲ βράχον, Σὲ ἐλπίδα, Σὲ σωτηρίαν καὶ Μεσσίαν μας. Περίζωσε τὴν ρομφαίαν τοῦ λόγου Σου καὶ κατευοδοῦ πρὸς ἡμᾶς καὶ κόψον τὸν ἄλυτον διὰ τὴν διπλωματίαν, μέχρι σήμερον, δεσμὸν τοῦ Ἀνατολικοῦ ζητήματος.

» Πίπτων ἐπὶ τοῦ τραχήλου Ὑμῶν, περιλούω Ὑμᾶς δι’ ἀπείρων φιλημάτων σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης.

» Ἐν Σμύρνῃ τῇ 25 Αὐγούστου 1922. Ὁ Σμύρνης Χρυσόστομος».

Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ Χρυσοστόμου κρύβεται ὅλο τὸ Μικρασιατικὸ δρᾶμα καὶ φανερώνεται ταυτόχρονα ὁλόκληρος ὁ Χρυσόστομος—ὁ ἄνθρωπος, ὁ πατριώτης, ὁ ἱεράρχης, ὁ μάρτυς…

Ἀπὸ τὸ ἀπόγεμά τῆς ἰδίας μέρας ἀρχίζει ὁ ρόγχος τῆς ἑτοιμοθάνατης Σμύρνης. Ἀργὰ τὴ νύχτα ἐξαντλημένοι, ἀπελπισμένοι οἱ ἐκεῖ Ἕλληνες, ἀποσύρονται ἀπὸ τὴν προκυμαία στὰ σπίτια τους. Κατὰ διαταγὴ τοῦ Στεργιάδη τὰ ἐπίτακτα πλοῖα ἀρνοῦνται νὰ τοὺς παραλάβουν. Κι ὅμως χιλιάδες θὰ μποροῦσαν νὰ σωθοῦν, γιατί πολλὰ πλοῖα βρισκόνταν στὸ λιμάνι, ποὺ μποροῦσαν, σὲ λίγες ὧρες, νὰ τοὺς μεταφέρουν στὴ Χίο, Μυτιλήνη καὶ Σάμο.

Ἡ 26η Αὐγούστου εἶναι ἡ μέρα τῆς ἀγωνίας καὶ τῆς ἀπόγνωσης τῶν Ἑλλήνων τῆς Σμύρνης. Ἡ ἐφιαλτικὴ ἡμέρα τῆς προσμονῆς. Ἀπὸ τὶς τουρκικὲς συνοικίες ἀκούγονται πυροβολισμοί, ποὺ ἐντείνουν τὴν ἀπελπισία. Οἱ τελευταῖοι δημόσιοι ὑπάλληλοι καὶ ἡ χωροφυλακὴ ἔχουν φύγει. Ἡ πόλη ἀνυπεράσπιστη! Ἔξαλλα τὰ πλήθη, ζητοῦν καταφύγιο σὲ σπίτια Εὐρωπαίων καὶ στὶς ἐκκλησίες. Πλημμυρίζει ὁ αὐλόγυρος τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ἀπὸ Σμυρναίους καὶ πρόσφυγες τοῦ ἐσωτερικοῦ. Ὁ Χρυσόστομος τοὺς παραμυθεῖ καὶ προσπαθεῖ νὰ τονώσει τὸ ἠθικό τους.

Τὸ δειλινὸ τῆς 26ης Αὐγούστου διατάσσεται ἡ ἄπαρση τῶν πολεμικῶν μας ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Προηγεῖται ἡ «Λῆμνος», ἀκολουθεῖ ἡ «Ἕλλη» καὶ ἕπονται τὰ ἀντιτορπιλλικά. Ἡ ὕστατη στιγμὴ τῆς ἑλληνικῆς παρουσίας στὴ Σμύρνη. Ἡ στερνὴ ἐλπίδα χιλιάδων Ἑλλήνων, ποὺ κατακλύζουν τὴν προκυμαία χάνεται. Δακρυσμένα μάτια, παρακολουθοῦν τὴ θλιβερὴ πομπή. Ἀπὸ μακριὰ φτάνουν οἱ στροφὲς τοῦ ἐθνικοῦ μας ὕμνου. Εἶναι οἱ ὀρχῆστρες τοῦ ἰταλικοῦ θωρηκτοῦ «Ντουΐλιο» καὶ τῶν γαλλικῶν «Βαλδὲκ Ρουσσὼ» καὶ «Ἐρνέστ Ρενάν», ποὺ παιανίζουν, καθὼς τὰ πολεμικά μας περνοῦν πλάϊ τους. Εἶναι ὁ τελευταῖος χαιρετιστήριος ὕμνος πρὸς τὴ Γαλανόλευκη… Σὲ λίγο τὰ πολεμικά μας φτάνουν στὸ Ξώκαστρο. Οἱ μαῦρες τολύπες καπνοῦ, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὶς καπνοδόχες των καὶ ποὺ τὶς ἀπομάκρυνε ὁ μπάτης, ἔμοιαζαν μὲ στίγματα, μὲ κουκίδες, μὲ ἀποσιωπητικά της μεγάλης τραγῳδίας…

Στὶς 71/2 τὸ βράδυ, τῆς ἰδίας ἡμέρας, ὁ μοιραῖος Ἁρμοστὴς Στεργιάδης, φρουρούμενος ἀπὸ σωματοφύλακες καὶ Ἄγγλους πεζοναῦτες «περιδεής» καὶ μὲ τὶς κατάρες καὶ γιουχαϊσμοὺς τοῦ πλήθους ἐπιβιβάζεται σὲ ἀγγλικὴ ἀτμάκατο κι ὁδηγεῖται στὸ ἀγγλικὸ θωρηκτὸ «Σιδηροῦς Δούξ» γιὰ νὰ καταφύγει στὴ Γαλλία… Ὁ τύραννος Ἁρμοστής, ὁ «ἀνισόρροπος», ὁ «βδελυρὸς καὶ ἀντεθνικός», κατὰ τὸν Ἀρχιστράτηγο τῆς Νίκης Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, ὁ «στιγματίσας τὴν Ἑλλάδα», κατὰ τὴ φράση τοῦ ἄλλου Ἀρχιστρατήγου Ἀναστασίου Παπούλα, ὁ κυριώτερος παράγων τῆς Μικρασιατικῆς Καταστροφῆς καὶ νεκροθάφτης τῆς Μικρασίας, δὲν τόλμησε νὰ πατήσει σὲ ἑλληνικὸ ἔδαφος. Πέθανε ἔξω στὴ Γαλλία, μὲ τὸ βάρος τοῦ ἀναθέματος τῶν μυριάδων θυμάτων του. Ἔχει ταφεῖ ἀμετάκλητα στὴ συνείδηση ὅλων τῶν Ἑλλήνων.

Κι ἐνῶ ὁ Στεργιάδης ὑπὸ τὴν προστασία τῶν ἀγγλικῶν λογχῶν φυγαδεύτηκε ἀπὸ τὴ Σμύρνη, ὁ Χρυσόστομος ἀντίθετα θὰ παραμείνει ἐκεῖ καὶ θ’ ἀγωνιστεῖ ὡς τὴν τελευταία του στιγμὴ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ποιμνίου του. Ὁ Πρόξενος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν στὴ Σμύρνη Χόρτων, γράφει στὸ βιβλίο του γιὰ τὴν Καταστροφὴ τῆς Σμύρνης: «Ἡ σκιὰ τοῦ ἐγγίζοντος θανάτου ἁπλωνόταν στὸ πρόσωπο τοῦ Μητροπολίτου Σμύρνης κι ὅμως δὲν σκεπτόταν παρὰ τὸ πῶς νὰ σώσει τὸ ποίμνιόν του».

—Πρέπει νὰ φύγετε, τοῦ συνιστᾶ ὁ Χόρτων. Ἀμερικανικὸ ἀντιτορπιλλικὸ εἶναι πλευρισμένο στὴν προκυμαία. Θὰ σᾶς συνοδέψω ὡς ἐκεῖ γιὰ νὰ ἐπιβιβαστῆτε ἀσφαλῶς».

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῶν Καθολικῶν τὸν ἐξορκίζει νὰ φύγει μαζί του. Τοῦ εἶχε ἐξασφαλίσει θέση σὲ γαλλικὸ πολεμικό. Ὁ Γάλλος Πρόξενος Γκραγιὲ τοῦ προσφέρει ἄσυλο στὸ γαλλικὸ Προξενεῖο. Πολλοὶ πάλι Σμυρναῖοι πρόκριτοι, γνωρίζοντας ποιὰ τύχη τὸν ἐπιφυλάσσει τὸν παροτρύνουν νὰ φύγει. Σὲ ὅλους ὁ Χρυσόστομος ἀπαντᾶ:
—Παράδοσις τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου, ἀλλὰ καὶ καθῆκον τοῦ καλοῦ ποιμένος, εἶναι νὰ παραμένει μὲ τὸ ποίμνιό του.

Ἡ ἀπόφασή του εἶναι ἀκλόνητη, ἀμετάκλητη. Δὲν θ’ ἀφίσει ὁ «καλὸς ποιμήν» τὸ ποίμνιό του μόνο στὶς τραγικές του στιγμές. Καὶ παραμένει.

Ἐγκαταλειμένοι οἱ Σμυρναῖοι ἀπ’ ὅλους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Δεσπότη, τὶς τελευταῖες αὐτὲς μέρες τοῦ καλοκαιριοῦ.

«. . .Τὸ καλοκαῖρι τοῦ 1922 εἶχε πετάξει σὰν τὸ φοβισμένο πουλί. Οἱ ἄνθρωποι ἐγέρασαν ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη. Ὁ ἥλιος χλώμιασε ἀπὸ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη. Κι ἀπ’ τὸ γαλάζιο βάθος τοῦ Ἐσωτερικοῦ, ὅπου, κάθε βράδυ, ἔφθανε μὲ τὸ σιδηρόδρομο ὁ ρωμαλέος παλμὸς τοῦ Μετώπου, ξεχύνονταν τώρα φαντάσματα στρατιωτῶν μὲ ἄλλα φαντάσματα τρομαγμένων προσφύγων.

Τὰ παράθυρα, οἱ πόρτες, οἱ στέγες, τὰ κωδωνοστάσια, τὰ κύματα τῆς θάλασσας, τ’ ἄστρα, ὅλα εἶχαν γίνει χείλη καὶ ρωτοῦσαν: Εἶναι ἀλήθεια; Ὅλα εἶχαν γίνει αὐτιὰ καὶ ἀφουγκρίζονταν: Κοντοζυγώνουν οἱ Τοῦρκοι;..

Ὅλα τρέμουν, ὅπως τρέμουν τ’ ἀδύνατα καλάμια στὸ ἄγριο φύσημα τοῦ βορριᾶ. Τρέμουν τὰ χείλη τῶν ἀνθρώπων, ὅπου δὲν ἔσβησαν τὰ χαρούμενα τραγούδια. Οἱ καρδιὲς τῶν γυναικῶν, τὰ λευκὰ κεφάλια τῶν γερόντων. Τ’ ἄστρα τρέμουν νὰ πέσουν, τὰ λαμπρὰ ἄστρα, ποὺ φώτισαν τὰ λαμπρὰ χρόνια. Καὶ τὰ σπίτια τρέμουν, γιατί καταλαβαίνουν τὴ μοῖρα τους. Καὶ τὰ κωδωνοστάσια, στὸν ἀνήσυχο οὐρανό, καὶ τὰ φτερὰ τῶν ἀγγέλων στὰ παλιὰ βυζαντινὰ τέμπλα. Καὶ τὰ κύματα, στὸ μεγάλο λίκνο τοῦ λιμανιοῦ, τὰ τρελλὰ κύματα, ποὺ χόρεψαν τὶς ὦρες τῆς ἀλησμόνητης ἐλευθερίας.

Κι ἀπ’ τὰ «ντουρσέκια» κι ἀπ’ τοὺς «βερχανέδες», κι ἀπ’ τὰ πολύχρονα, τὰ χιλιοπατημένα ἑλληνικὰ «καλντερίμια», ἕνα ξόδι φριχτό, ἕνα κῦμα πολυτάραχο. Αἰώνων ζωή, ἅγιες θύρες, ποὺ τὶς πέρασαν ζωντανοὶ καὶ πεθαμένοι, αἰώνων παράθυρα, ὅπου ἀκούμπησαν τὸν ἄγκωνά τους, τόσες γενεές, ἐγκαταλείπονται.

Κι ὅσοι εἶναι ἄρρωστοι, δὲν βλέπουν πότε νὰ πεθάνουν, γιὰ νὰ μείνουν στὸν τόπο τους. Κι ὅσοι εἶναι τυφλοὶ μακαρίζουν τὴν τύχη, γιατί δὲν θὰ δοῦν κατάματα τὴ συμφορά. Κι ὅσοι ἀναπαύονται στὸ κοιμητῆρι, ἀκόμη κι ἐκεῖνοι ξυπνοῦν ἀπόψε, μέσα στὴ γαλήνη τῶν τάφων τους. Κι οἱ Παναγιές, οἱ γλυκὲς Παναγιές, ποὺ χαμογελοῦσαν στοὺς τοίχους τῶν ἐκκλησιῶν, ἀρχίζουν νὰ κλαῖνε, νὰ κλαῖνε, νὰ κλαῖνε.

Ἀπόψε; Αὔριο; Μεθαύριο; Σὲ πέντε μέρες; Δὲν ξαίρει κανείς. Οὔτε κανεὶς τὸ ρωτᾶ, γιὰ νὰ μὴ τ’ἀκούση ἡ καρδιά του. Ὡστόσο ἡ ἐλπίδα ἔφυγε ἀπὸ τὸν οὐρανό, κρύβοντας τὰ δακρυσμένα μάτια της. Οἱ σημαῖες, δεμένες ἀκόμη στὰ κοντάρια τους, φτεροκοπᾶνε, σὰ νὰ θέλουν μόνες τους νὰ σχιστοῦν προτοῦ τὶς κουρελιάσει τὸ χέρι τοῦ Τούρκου.

Κι ἀπάνω στὸ θολωμένο καθρέφτη τῆς θάλασσας, χιλιάδες χιλιάδων μάτια στάζουν τὰ τελευταῖα τους δάκρυα, τὸ φαρμάκι τοῦ χωρισμοῦ. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι οἱ ξερριζωμένοι ἀπ’ τὸ Ἐσωτερικό. Καὶ πίσω τους τὰ φαντάσματα τῶν νεκρῶν, οἱ ψυχὲς τῶν σκοτωμένων. Ἦρθαν κι αὐτὲς ἀπὸ τὰ βουνὰ καὶ τοὺς κάμπους, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς γιὰ νὰ ἰδοῦν στερνὴ φορὰ τὴν ἑλληνικὴ Σμύρνη!

Κι ἕνα πρωΐ, τὸ φριχτὸ πρωΐ, ποὺ πῆγε, τώρα, νὰ πιάση τὸ παγωμένο χέρι τῆς Ἁλώσεως, ἀπὸ τὸ κάτω μέρος τῆς προκυμαίας, ἀκούστηκαν ἄλογα νὰ κατεβαίνουν μὲ καλπασμό. Μιὰ ταραχή, μιὰ χλαλοή, μιὰ κραυγή:
—Οἱ Τοῦρκοι!

Κι οἱ ἑλληνικὲς καρδιές, σὰν καμπάνες μέσα στὰ στήθη, ἄρχισαν νὰ χτυποῦν λυπητερά:

Γλάν—γλάν—γλάν…
Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ἡ Σμύρνη!
Σήμερα θανατώνεται ὁ Δεσπότης!. . .

Σάββατο 27 Αὐγούστου. Τὸ τέλος τῶν ὀνείρων τοῦ Γένους. Ὁ θάνατος τῆς Σμύρνης. Ἡ σφαγή, ἡ Καταστροφή… Πρωΐ-πρωΐ ὁ Χρυσόστομος κατεβαίνει ἀπ’ τὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρο καὶ πορεύεται πρὸς τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς.

Τὰ τρομαγμένα πλήθη τῶν Ἑλλήνων, ἔχουν κατακλύσει τὴν ἐκκλησία καὶ τὸ μεγάλο της αὐλόγυρο. Μοναδικὴ ἐλπίδα ὁ Θεός. Μοναδικὴ καταφυγὴ ἡ ἁγνὴ κι ἡρωικὴ Σαμαρεῖτις, ποὺ ὅταν τὴν κάλεσαν ν’ ἀπαρνηθῆ τὸ Χριστὸ δὲν δέχτηκε καὶ θανατώθηκε, ψάλλοντας: —«Κύριε, ἐδοκίμασάς με καὶ ἔγνως με». Τὰ ἴδια λόγια θὰ ψιθυρίσουν, σὲ λίγο καὶ τὰ χείλη τοῦ Δεσπότη.

Οἱ ἐκκλησιαζόμενοι βλέπουν τὸν Χρυσόστομο νὰ γονατίζει μπρὸς στὴν Ἁγία Τράπεζα. Νὰ σκύβει τὸ σεπτό του κεφάλι καὶ νὰ τὸ ἀκουμπᾶ στὴν ἄκρη τοῦ Θείου Βωμοῦ. Παραμένει, λίγα λεπτά, σκυφτὸς κι ἀκίνητος. Ποιὸς ξαίρει ποιὰ εὐλαβικὴ δέηση ψιθυρίζει, πρὸς τὴ Μητέρα τοῦ Ἐλέους καὶ τῆς Εὐσπλαχνίας. Ἀναθυμᾶται τὰ λόγια, ποὺ σὰν ὑπόσχεση εἶχε δώσει στὸν Πατριάρχη ὅταν τὸν μετέθεταν στὴ Δράμα: «Ζητῶ σταυρόν, μεγάλον σταυρὸν ἐπὶ τοῦ ὁποίου νὰ δοκιμάσω τὴν εὐχαρίστησιν καθηλούμενος, καὶ μὴ ἔχων ἕτερόν τι νὰ δώσω πρὸς σωτηρίαν τῆς ἡμετέρας πατρίδος νὰ δώσω τὸ αἷμα μου».

Ὁ Δεσπότης τελειώνει τὴ δέησή του κι ἀνεβαίνει καὶ πάλι στὸ μητροπολιτικὸ θρόνο. Τὸ πρόσωπό του φωτίζεται ἀπὸ τὸ φέγγος τῆς μεγάλης ἀποφάσεως. Ἀτάραχος, μεγαλειώδης, γαλήνιος, ἀπευθύνει λόγια παρηγοριᾶς, λόγια ἐγκαρτερήσεως, λόγια χριστιανικά, πρὸς τὸ φοβισμένο καὶ τρομοκρατημένο ποίμνιό του:

«Ἡ θεία Πρόνοια, δοκιμάζει τὴν πίστιν μας καὶ τὸ θάρρος μας καὶ τὴν ὑπομονήν μας τὴν ὥρα ταύτην. Εἰς τὰς μεγάλας δοκιμασίας του ἀναδεικνύεται ὁ καλὸς Χριστιανός. Προσεύχεσθε, προσεύχεσθε. Θαρρεῖτε ὡς ἐμπρέπει εἰς καλοὺς Χριστιανούς…».

Ὁ σεπτὸς Ἱεράρχης θὰ λειτουργήσει γιὰ τελευταία φορὰ κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τῆς αἰωνόβιας ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, σὰν μιὰ δεύτερη Ἅγια Σοφιὰ τὶς παραμονὲς τῆς Ἀλώσεως. Ὕστερα ἡ σιωπή. Δὲν θ’ ἀκουστοῦν πιὰ οἱ δοξαστικοὶ πρὸς τὸν Ὕψιστο ὕμνοι κι οἱ ψαλμοί, οἱ δεήσεις κι οἱ ἱκεσίες…

Τὸ μαρτυρικὸ κορμὶ τοῦ Χρυσοστόμου θὰ συρθεῖ, σὲ λίγο, στὰ καλντερίμια τῆς Σμύρνης γιὰ νὰ τὰ βάψει μὲ τὸ τίμιο αἷμα του.

Ὁ Δεσπότης τελειώνει τὴ στερνὴ Λειτουργία κι ἀνεβαίνει στὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρο. Καὶ πάλι φίλοι καὶ γνωστοί του τὸν παροτρύνουν νὰ φύγει. Καὶ πάλι ἡ ἴδια ἀρνητικὴ ἀπάντηση:
—Δὲν θὰ ἐγκαταλείψω ποτὲ τὸ ποίμνιό μου.

Στὶς 11 τὸ πρωΐ τῆς ἰδίας ἡμέρας (27 Αὐγούστου π.ἡ.) ἔφιππο ἀπόσπασμα ἀπὸ 125 ἀτάκτους Τούρκους στρατιῶτες (τσέτες), εἰσέρχεται ἀπὸ τὴ συνοικία Πούντας, στὴ Σμύρνη. Τὸ ἀπόσπασμα διασχίζει τὴν προκυμαία καὶ κατευθύνεται πρὸς τὸ Διοικητήριο καὶ τοὺς ἐκεῖ στρατῶνες. Οἱ Ἕλληνες πανικόβλητοι κλείνονται στὰ σπίτια τους. Ἀντίθετα Τοῦρκοι τῆς Σμύρνης ξεχύνονται μαινόμενοι στοὺς δρόμους, ὡπλισμένοι μὲ ρόπαλα καὶ μαχαίρια.

Τὴν ἴδια ὥρα στὴ μεγάλη αἴθουσα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Μεγάρου βρίσκεται ὁ Χρυσόστομος, μαζὶ μὲ λίγους προκρίτους καὶ τέσσαρες ἱερωμένους. Ὅλοι μὲ τὴν ἀπόγνωση ζωγραφισμένη στὸ πρόσωπο. Ἀπὸ τὸν ἀπέραντο αὐλόγυρο τοῦ ναοῦ φτάνουν φωνὲς ἀπελπισίας. Κάποιος ἀπὸ τοὺς προκρίτους ρωτᾶ τὸ Δεσπότη:
—Καὶ τώρα τί σκέπτεσθε, Σεβασμιώτατε;
—Δὲν σκέπτομαι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ ποίμνιό μου. Τὰ ἄλλα θὰ πάρουν τὸ δρόμο, ποὺ τοὺς ἔταξε ἡ θεία Πρόνοια.

Στὸν αὐλόγυρο ἐξακολουθεῖ τὸ θρηνολόϊ κι οἱ φωνὲς ἀπελπισίας. Ἥσυχα θροοῦν τὰ φυλλώματα τῶν δέντρων, χωρὶς νὰ ταράσσωνται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη καταιγίδα. Ἀπ’ τ’ ἀνοιχτὰ παράθυρα τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ξεχύνεται ἡ εὐωδιὰ τοῦ τελευταίου θυμιάματος, ποὺ ὑψώθηκε πρὸς τὸν Κύριο. Πάνω ἀπ’ ὅλα, φαντάζει τὸ ὁλομάρμαρο κωδωνοστάσιο, τριάντα μέτρα ὕψος, ποὺ θὰ τὸ μεταβάλλει σὲ συντρίμμια ὁ ἀδυσώπητος ἐχθρός.

Τὸ καμπαναριὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς! Πάνω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς Σμύρνης. Πάνω ἀπὸ τὴν ἀγριάδα καὶ τὴ φρίκη. Πάνω ἀπὸ τὶς φλόγες καὶ τοὺς καπνούς. Πάνω ἀπὸ τοὺς χείμαρρους τοῦ αἵματος. Σὰν ἄγρυπνο μάτι Θεοῦ. Παρατηρητήριο τῆς Φυλῆς. Σὰν σύμβολο, ὑψωνόταν τελευταῖο, μὲ τὸν πελώριο χρυσὸ δικέφαλο ἀετό. Ἀκίνητα τὰ σχοινιά. Βουβὲς οἱ καμπάνες. Δὲν μένει χέρι νὰ τὸ χτυπήση. Δὲν μένει ἐκκλησιὰ νὰ λειτουργηθῆ! Καὶ φέρνουν χαλαστάδες, καὶ φέρνουν γκρεμιστάδες, καὶ φέρνουν δυναμίτη. Οἱ Τοῦρκοι γκρεμίζουν τὸ καμπαναριό, ποὺ τοὺς βάραινε τὰ στήθη σὰν βουνό. Καὶ σωριάζεται τὸ καμπαναριό! Καὶ ὅσοι ἀκόμη μένουν στὴ Σμύρνη, τὴ μέρα ἐκείνη, γυναῖκες καὶ παιδιά, γέροι καὶ αἰχμάλωτοι, στιβαγμένοι στοὺς στρατῶνες, ὅλος αὐτὸς ὁ δυστυχισμένος ἑλληνόκοσμος, τοῦ φαίνεται πὼς ἀκούει μύριες μυστικὲς ἀόρατες καμπάνες νὰ χτυποῦν ἀργά, ἀργά, σὰ νὰ καλοῦν σὲ κηδεία, σὲ νεκρώσιμη ἀκολουθία…

Ὁ Δεσπότης κρατᾶ τὴν ψυχραιμία του. Κατεβαίνει στὸν αὐλόγυρο, ἐνθαρρύνει τὰ πλήθη, μοιράζει τρόφιμα καὶ φάρμακα κι ἀνεβαίνει καὶ πάλι στὴ Μητρόπολη. Τὴν ἴδια ὥρα ἔρχεται τὸ πρῶτο μήνυμα. Μὲ θόρυβο ἀνοίγει τὴν πόρτα ἀστυνόμος μὲ συνοδεία ἔνοπλου Τούρκου στρατιώτη καὶ διατάσσει τὸν Χρυσόστομο νὰ τὸν ἀκολουθήσει ὡς τὸ φρουραρχεῖο. Γαλήνιος τὸν ἀκολουθεῖ ἐνῶ ἀπὸ μακριὰ ἀκούγονται ἰαχὲς τῶν Τούρκων, ποὺ πανηγυρίζουν.

Μετὰ τρία τέταρτα τῆς ὥρας ὁ Μητροπολίτης ἐπιστρέφει στὴ Μητρόπολη, κάπως ἀνακουφισμένος. —«Διετάχθηκα, εἶπε, νὰ συντάξω προκήρυξη πρὸς τὸν ἑλληνικὸ λαὸ τῆς Σμύρνης καὶ νὰ τοῦ συνιστῶ τὴν ἄμεση παράδοση τῶν ὅπλων».

Συντάσσει τὴν προκήρυξη, τὴν γραφομηχανεῖ καὶ δίδει σὲ παρισταμένους στὴ Μητρόπολη ἀντίτυπα νὰ τὴ δώσουν καὶ τὴν τοιχοκολλήσουν ἔξω ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες.

Τὴν ἑσπέρα τῆς ἴδιας ἡμέρας δέχεται δεύτερο μήνυμα. Τοῦρκος ἀρχιαστυνόμος, μὲ ἕξη ἔνοπλους στρατιῶτες, διατάσσει τὸ Χρυσόστομο νὰ παρουσιαστεῖ, μὲ τοὺς Δημογέροντες, στὸ στρατιωτικὸ διοικητὴ Νουρεντὶν πασά. Ἀπὸ τοὺς Δημογέροντες δυὸ μόνον ἀνευρέθηκαν ὁ Νικόλαος Τσουρουκτσόγλου καὶ ὁ Γεώργιος Κλημάνογλου.

Προηγουμένως καὶ προτοῦ παραλάβει τοὺς τρεῖς ὁ Τοῦρκος ἀρχιαστυνόμος, ὁ Χρυσόστομος εἶχε ἀνοίξει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ διάβαζε, ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο τὸ κεφάλαιο τῆς προσαγωγῆς τοῦ Ἰησοῦ στὸν Πιλᾶτο: «. . .Τότε οὖν ἔλαβεν ὁ Πιλάτος τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε, καὶ οἱ στρατιῶται πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, ἐπέθηκαν τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ καὶ ἔδιδον εἰς αὐτὸν ραπίσματα…».

Τὸ Εὐαγγέλιο, ἀνοιχτὸ στὴ σελίδα αὐτή, βρέθηκε στὸ Μητροπολιτικὸ γραφεῖο τοῦ Χρυσοστόμου. Τὸ διέσωσε ὁ πιστός του κλητήρας καὶ τὸ παρέδωκε στὸν ἀνεψιὸ τοῦ ἐθνομάρτυρα, Χρυσόστομο Καβουνίδη. Σὲ ἄλλη σελίδα τοῦ Εὐαγγελίου ὑπάρχει ἰδιόγραφη σημείωση τοῦ Χρυσοστόμου: «Συγχωρῶ ὅλους καὶ ζητῶ τὴν συγχώρησιν ὅλων».

Ὁ Μητροπολίτης προσάγεται πρὸ τοῦ Νουρεντίν. Ὁ αἱμοβόρος στρατηγὸς ἀφοῦ τὸν ὕβρισε χυδαῖα, τὸν ἀποπέμπει, λέγοντας:
—Δὲν θὰ σὲ κρίνω ἐγώ. Θὰ σὲ κρίνει ὁ λαός μου.

Καὶ τὸν παραδίδει στ’ ἄγρια τουρκικὰ στίφη, ποὺ εἰδοποιημένα, εἶχαν κατακλύσει τὴν πλατεῖα τοῦ Διοικητηρίου. Καὶ τότε ὅπως πλατειὰ καὶ φουρτουνιασμένη θάλασσα σκεπάζει καὶ καταποντίζει ἀνερμάτιστο καράβι, ἔτσι κι ὁ Χρυσόστομος καταποντίζεται ἀνάμεσα στὸ λυσσαλέο ἐχθρικὸ ὄχλο.

Τοῦ ξερριζώνουν τὰ γένεια. Τοῦ βγάζουν μὲ ξιφολόγχη τὰ μάτια. Τοῦ κόβουν τὴ γλῶσσα, τ’αὐτιά, τὰ χέρια. Κι ἔτσι κομματιασμένος σέρνεται. Ἀπ’ τὸ κορμὶ του τὰ μεθυσμένα ἀπὸ κτηνωδία πλήθη ἀποσποῦν ράκη ἀπὸ τὸ ράσο του καὶ κομμάτια ἀκόμη ἀπὸ τὴ σάρκα του γιὰ τρόπαιο. Τὸ κεφάλι του, μὲ τὰ βγαλμένα μάτια καὶ ξερριζωμένα τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ γένεια τὸ περιφέρουν στοὺς τουρκομαχαλάδες. Ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπ’ τὸ διαμελισμένο σῶμα του τὸ ρίχνουν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Μέλη βορᾶ τῶν σκύλων!

Τὴν ἴδια ὥρα μαρτυροῦσαν κι οἱ δυὸ Δημογέροντες Τσουρουκτσόγλου καὶ Κλημάνογλου.

Ὁ Ἀμερικανὸς Πρόξενος Χόρτων, γράφει: «Περὶ τοῦ τρόπου τῆς θανατώσεως τοῦ Χρυσοστόμου ἐξιστοροῦνται πολλά. Γεγονὸς εἶναι ὅτι θανατώθηκε ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ὄχλο, στὸν ὁποῖο τὸν εἶχε παραδώσει ὁ Νουρεντὶν πασᾶς. Τὸν ξυλοκόπησαν, τὸν βασάνισαν, τὸν ἔσυραν στοὺς δρόμους, τὸν διαμέλισαν. Τὸ μόνο του ἁμάρτημα ἦταν ὅτι ὑπῆρξε καλὸς πατριώτης. Ἀπέθανε ὡς μάρτυς καὶ ἡ μνήμη του πρέπει νὰ τιμᾶται, μὲ τὶς μεγαλύτερες τιμὲς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ Ἐκκλησία καὶ τὸ ἑλληνικὸ Κράτος. Ἡ ὕστατη σκηνὴ τῆς ἐξοντώσεως τῶν Χριστιανῶν τῆς Σμύρνης, τὸ 1922, δοξάστηκε μὲ τὸν ἡρωϊκὸ θάνατο τοῦ τελευταίου Χριστιανοῦ ἐπισκόπου».

Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος, ἀπὸ Καβάλας, διηγεῖται:

«…Ἡμεῖς, οἱ εὑρισκόμενοι ἐν τῇ Μητροπόλει ἀναμένοντες, οὐδεμίαν εἴχαμεν γνῶσιν τῶν συμβαινόντων. Συνεῖχεν, ὅμως ἡμᾶς ἡ ἀγωνία, διότι ἐγνωρίζομεν τὸ αἱμοβόρον τῆς διαθέσεως τοῦ Νουρεντίν. Ἀργὰ τὴν νύκτα ἐτόλμησα νὰ ἐξέλθω ἐκ τῆς θύρας τοῦ κωδωνοστασίου διὰ νὰ ἐρωτήσω τὸν μόνιμον, ἀπὸ πολλοῦ, Τουρκοκρῆτα ἀστυνομικὸν τῆς ἔναντι Τραπέζης Ἀθηνῶν, περὶ τῆς τύχης τοῦ ἀοιδίμου Γέροντός μου καὶ τῶν Δημογερόντων. Ἡ ἀπάντησίς του ἦτο: «Τὸν ἰδικόν σας τὸν ἐξηφάνισαν αἰσχρά». Μοῦ προσέθεσε δὲ ὅτι αὐτὸς ἔρριψε κατὰ τῆς κεφαλῆς του τρεῖς χαριστικὰς βολάς, διότι ὤκτειρε τὴν ἐλεεινήν του κατάστασιν εἰς ἥν ἠθέλησε νὰ δώσει τέλος. Προσέθηκεν ἐπίσης, ὅτι οἱ δύο δημογέροντες ἔσχον τὴν εὐθανασίαν τῆς διὰ πυροβολισμῶν τελέσεως».

Πολλὲς ἀκόμη ἀφηγήσεις ὑπάρχουν γιὰ τὴ μαρτυρικὴ θανάτωση τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ ἀσφαλέστερη ὅμως εἶναι ἐκείνη, ποὺ ἐξιστόρησε μετὰ ἕνα μῆνα, στὴ Γαλλική Βουλή, ὁ βουλευτὴς Παρισίων καὶ πάστωρ Ἐδουάρδος Σουλιέ:

«Τὸ ἀπόγεμα τῆς 27ης Αὐγούστου, τὸ γαλλικὸ προξενεῖο, εἰδοποιήθηκε πὼς ὁ Ἕλλην Μητροπολίτης Χρυσόστομος διέτρεχε σοβαρὸ κίνδυνο καὶ ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ σταλεῖ ἄγημα ἀπὸ Γάλλους ναῦτες γιὰ νὰ τὸν προστατεύσει. Πράγματι ὁ Γάλλος Πρόξενος Σμύρνης Γκραγιὲ ἔστειλε ἀμέσως ἄγημα, ὁ δ’ ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ ἀγήματος ἀξιωματικὸς πρότεινε στὸ Χρυσόστομο νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ γαλλικὸ Προξενεῖο ὅπου θὰ τοῦ χορηγούταν ἄσυλο. Ὁ Χρυσόστομος δὲν ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τῆς Γαλλίας, ἀλλ’ αὐτὸ δὲν μ’ ἐμποδίζει νὰ ἐκφράσω βαθύτατο σεβασμὸ πρὸς τὴ μνήμη του. Μὲ ὡραιότητα ψυχῆς ἀρνήθηκε νὰ δεχτεῖ τὸ προσφερόμενο καταφύγιο, λέγοντας ὅτι καθῆκον του εἶναι νὰ μείνει μαζὶ μὲ τὸ ποίμνιό του.

Ὅταν τὸ γαλλικὸ ἄγημα ἀπεχώρησε, κατέφθασε μὲ ἅμαξα Τοῦρκος ἀξιωματικός, συνοδευόμενος ἀπὸ ἐνόπλους στρατιῶτες καὶ διέταξε τὸ Χρυσόστομο νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὁδήγησαν, τότε, τὸν Ἱεράρχη στὰ ἄκρα τῶν εὐρωπαϊκῶν συνοικιῶν μπρὸς σ’ ἕνα κουρεῖο. Ἐκεῖ τοῦ φόρεσαν ἄσπρη μπλοῦζα, ἴσως γιὰ νὰ διακρίνεται καλύτερα, κι ἐκεῖ ἔλαβε χώραν φρικτὸ κακούργημα, ἀπὸ κεῖνα, ποὺ εἶναι γεμάτη ἡ ἱστορία τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦ ξερρίζωσαν τὰ γένεια, τὸν μαχαίρωσαν, τοῦ ἔκοψαν τὴ μύτη καὶ τ’ αὐτιά. Πλάϊ στοὺς Τούρκους παίρνουν μέρος καὶ Τούρκισσες. Οἱ παρόντες ναῦτες μας πάνοπλοι, ἀγανακτησμένοι, ἔξαλλοι παρακολουθοῦν τὴ φρικτὴ σκηνὴ καὶ θέλουν νὰ ἐπέμβουν. Ὑποχρεωμένος ὅμως ἀπὸ τὶς διαταγές, ποὺ εἶχε λάβει ὁ ἐπὶ κεφαλῆς των ἀξιωματικὸς τοὺς ἀπειλεῖ, μὲ τὸ περίστροφο στὸ χέρι, ὅτι θὰ πυροβολήσει ἐκείνους ποὺ θὰ ἐπιχειρήσουν νὰ ἐπέμβουν. Μετέφεραν ὕστερα οἱ Τοῦρκοι τὸν Ἱεράρχη, στὶς τουρκικὲς συνοικίες, ὅπου τὸν διεμέλισαν, καὶ τὸν ἀφῆκαν βορὰ τῶν σκύλων…».

Γιὰ τὴ μαρτυρικὴ θανάτωση τοῦ Χρυσοστόμου οἱ Τοῦρκοι, τόσο στὰ ἱστορικά τους συγγράμματα, ὅσο καὶ στὸν τύπο, ἀπέφυγαν ν’ ἀναφέρουν ὅτι ὁ Χρυσόστομος κρεουργήθηκε ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ὄχλο κι ἀνέγραφαν πὼς ἀπαγχονίστηκε σ’ ἐκτέλεση ἀποφάσεως ποὺ εἶχε ἐκδώσει παλαιότερα τὸ Δικαστήριο τῆς Ἀνεξαρτησίας τῆς Ἄγκυρας (Ἰστικλὰλ Μαχκεμεσί). Γιὰ πρώτη φορὰ ὁμολογεῖται στὸ φύλλο τῆς 6ης Σεπτεμβρίου 1970 τῆς πολιτικῆς καθημερινῆς ἐφημερίδος τῆς Κων/πόλεως «Μιλγιέτ» ὅτι ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης λυντσαρίστηκε ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ὄχλο.

Γιὰ τὴν κρεούργηση τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν μυριάδων Ἑλλήνων τῆς Σμύρνης οἱ Μεγάλοι Σύμμαχοί μας ἔδειξαν ἀχαρακτήριστη ἀδιαφορία. Καὶ ἰδιαίτερα οἱ Γάλλοι ποὺ ἡ ἔχθρα τους ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἦταν ἀπερίγραπτη. Πρόεδρος τῆς Γαλλικῆς Κυβερνήσεως, ὁ Πουανκαρέ, ἔδειχνε φανερὰ τὴν ἀντιπάθειά του πρὸς τὴν πατρίδα μας. Μόλις ἔγινε γνωστὴ στὸ Παρίσι ἡ κατακρεούργηση τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παρισίων Λουΐ Ντυμπουά, σὰν πραγματικὸς Χριστιανός, τοιχοκόλλησε στὶς ἐκκλησίες καὶ στοὺς δρόμους ἔκκληση πρὸς τὸ ποίμνιό του καλώντας το σὲ σταυροφορία πρὸς ὑπεράσπιση τῆς Χριστιανοσύνης. Ἡ ἀνθρωπιστικὴ ὅμως καὶ χριστιανικὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐξώργισε τὸν Πουανκαρέ, γιατί θὰ ἐπηρέαζε τὸ γαλλικὸ λαὸ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος καὶ διέταξε τὴν ἀστυνομία νὰ σκίση κι ἐξαφανίση τὴν ἔκκληση, συμβούλεψε δὲ τὸν Γάλλο Ἱεράρχη νὰ περιοριστῆ στὰ καθαρῶς θρησκευτικά του καθήκοντα καὶ νὰ μὴν ἀναμιγνύεται στὴν πολιτική.

Τὴν ἀφήγηση τοῦ μαρτυρίου τοῦ Χρυσοστόμου, ἄκουσε ἡ γαλλικὴ Βουλὴ μὲ πλήρη ἀδιαφορία. Τόσος ἦταν ὁ φιλοτουρκισμὸς τῶν Γάλλων, ὥστε ὁ βουλευτὴς Ἰζραὲλ «ἀνεκάγχασε», ὁ βουλευτὴς Κλωζὲλ «ἐμηκτύρισε», ὁ βουλευτὴς Μπακὸν εἶπε πὼς οἱ Τοῦρκοι εἶναι «πολιτισμένοι» ἐνῷ, ἀντίθετα, οἱ Ἕλληνες εἶναι «βάρβαροι»! Ὁ βουλευτὴς Τισεγγκρὲ ἐπετέθη κατὰ τῶν Ἑλλήνων γιατί εἶχαν δολοφονήση καὶ ληστέψη τοὺς Γάλλους ναῦτες στὴν Ἀθήνα τὸ Νοέμβριο τοῦ 1916. Τέλος ὁ περίφημος Φρανκλὲν Μπουγιόν, ποὺ εἶχε παραδώσει ὅλο τὸ γαλλικὸ πολεμικό τῆς Κιλικίας στοὺς Τούρκους, τὸ 1921, διαμαρτυρήθηκε γιατί ὡρισμένοι ἀποκαλοῦν τοὺς Κεμαλικοὺς ληστές, ἐνῷ εἶναι ἥρωες!

Ὁ μισελληνισμὸς τῶν Γάλλων ἦταν τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀφάνταστος. Ὁ Γάλλος Ναύαρχος στὴ Σμύρνη, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἐξόντωση τοῦ Χρυσοστόμου εἶπε «πὼς τοῦ ἄξιζε». Οἱ φιλοτουρκικὲς πάλι ἐφημερίδες στὴ Γαλλία, Ἀγγλία καὶ Ἰταλία ἀνέγραψαν τὴν κρεούργηση τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τὴ σφαγὴ τῶν
Ἑλλήνων στὴ Σμύρνη χρονογραφικὰ καὶ μὲ κάποια κακεντρέχεια. Καὶ ὁ Μπριάν, ὄχι μόνον δὲν ἐξεδήλωσε συμπάθεια γιὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Χρυσοστόμου, ἀλλὰ συνεχῶς ἐπαινοῦσε κι ἐγκωμίαζε τοὺς «πατριῶτες» καὶ «πολιτισμένους» Τούρκους!

Ἐδῶ σημειώνομε, πὼς οἱ μεγάλοι Χριστιανοὶ Σύμμαχοί μας τῆς Εὐρώπης ὑπῆρξαν στυγνοὶ κι ἀνοικτίρμονες μπρὸς στὴ σφαγὴ καὶ τὴν πυρπόληση τῆς Σμύρνης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Κάτω ἀπὸ τὰ τηλεβόλα τοῦ συμμαχικοῦ στόλου συνετελέσθη ἡ κρεούργηση τοῦ Χρυσοστόμου κι ἡ φρικωδέστερη ἀνθρωποσφαγή.

Τριανταδύο μεγάλα πολεμικὰ ἦσαν ἀραγμένα στὸ λιμάνι τῆς Σμύρνης. Τὰ νερά, ποὺ χτυποῦσαν τὰ πλοῖα τους, ἦσαν κατακόκκινα ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν Ἑλλήνων, ποὺ χάνονταν σὲ λίγη ἀπ’ αὐτὰ ἀπόσταση. Ναύαρχοι, ἀξιωματικοί, ναῦτες, παρακολουθοῦσαν ἀπὸ τὰ πλοῖα τους, μὲ ἀπάθεια, τὴ σφαγὴ καὶ τὴν πυρπόληση τῶν ἑλληνικῶν συνοικιῶν τῆς Σμύρνης. «Νέρωνες ἀσυμπόνετοι τῆς Δύσης τὰ καράβια», ὅπως ἔγραψε μὲ στίχους, γεμάτους πικρία, ὁ Σμυρναῖος ποιητὴς Ἀνδρέας Παπαδόπουλος:

Κεῖνο τὸ βράδυ, ποὺ ἡ φωτιὰ σὲ σκέπαζε κ’ ἡ λάβα
κι’ ἀπὸ τὸ αἷμα τῆς σφαγῆς κοκκίνησαν οἱ δρόμοι,
δὲν ἤσουν ἡ Γκιαοὺρ Ἰζμίρ — ἡ πουλημένη σκλάβα
στὰ χέρια τῶν Ἀγαρηνῶν. Ἤσουν ἡ Ρώμη, ἡ Ρώμη!
Στὸ τσίρκο μέσα, τὰ θεριὰ τοῦ Ἰσλάμ, ἀγριεμένα
σπαράζανε τοὺς Χριστιανούς. Καὶ πέρα κεῖ μ’ εὐλάβεια,
σκύβανε πάνω ἀπ’ τὰ νερὰ τὰ φλογοφωτισμένα
—Νέρωνες ἀσυμπόνετοι—τῆς Δύσης τὰ καράβια!

Κι ὄχι μόνο δὲν ἔσπευσαν νὰ σώσουν, τὰ πληρώματα τῶν συμμαχικῶν πλοίων, τοὺς σφαζόμενους Ἕλληνες καὶ Ἀρμενίους, ἀλλ’ ὅταν μερικοὶ κατώρθωναν κολυμπώντας νὰ φτάσουν ὡς τὰ πολεμικά, οἱ ναῦτες των τοὺς χτυποῦσαν μὲ ἁρπάγες ἢ τοὺς ἒρριχναν ζεματιστὰ νερὰ γιὰ νὰ μὴν ἀνέβουν ἐπάνω.

Ὁ Πάλμερ Κίεμεργκ στὸ βιβλίο του «Κορωνίδα ἐγκλήματος τοῦ πολιτισμοῦ», γράφοντας γιὰ τὴν κρεούργηση, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τῶν μυριάδων Ἑλλήνων ἀναφέρει: «Οἱ ἐπιβαίνοντες στὰ πολεμικὰ τῶν «λεγομένων Χριστιανικῶν Ἐθνῶν», ποὺ ἦσαν ἀραγμένα στὸ λιμάνι τῆς Σμύρνης, ἔβλεπαν μὲ ἀδιαφορία τὴ σφαγὴ καὶ ἄκουγαν μὲ ἀπάθεια τὶς φωνὲς τῶν ἀτιμαζόμενων γυναικῶν, τοὺς θρήνους τῶν παιδιῶν καὶ τοὺς βόγγους τῶν σφαζομένων ἀνδρῶν».

Στὴν «Ἐπιθεώρηση τῶν Παρισίων», ἀναγράφονται: «Οἱ φωνὲς τῶν κρεουργούμενων Ἑλλήνων ἔφταναν ἀπὸ τὴν παραλία καὶ τὰ πτώματά των ἐπέπλεαν γύρω ἀπὸ τὰ συμμαχικὰ πολεμικά. Καὶ μέσα στὴν ἀγριότητα αὐτὴ ἀκούστηκαν, ἀπὸ ἀγγλικὸ πολεμικό, ἦχοι ἐλαφρᾶς μουσικῆς «πρὸς τέρψιν τῶν ἐπιβαινόντων»!

Ὁ φιλέλλην Πρόξενος τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν Χόρτων, ἀφηγεῖται ὅτι ὁ συνάδελφός του Ἄγγλος Πρόξενος στὴ Σμύρνη, δικαιολογώντας καθυστέρηση προσελεύσεώς του σὲ γεῦμα, ποὺ παρέθετε στὴ ναυαρχίδα ὁ Γάλλος Ναύαρχος στοὺς δύο τους, εἶπε πὼς ἡ ἀργοπορία του δὲν ὠφείλετο σ’ αὐτόν, ἀλλὰ στὰ πολλὰ πτώματα τῶν Ἑλλήνων, ποὺ εἶχαν ρίξει οἱ Τοῦρκοι στὴ θάλασσα καὶ στὰ ὁποῖα προσέκρουε ἡ ἀτμάκατος ποὺ τὸν μετέφερε στὴ ναυαρχίδα! Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Ἀμερικανὸς Πρόξενος προσθέτει: —Ὤκτειρα, τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὸν ἑαυτόν μου, ὅτι ἀνήκω στὸ ἀνθρώπινο γένος!»

Στὸ μεταξὺ στὶς ἑλληνικὲς καὶ ἀρμενικὲς συνοικίες τῆς Σμύρνης ἀρχίζουν οἱ λεηλασίες καὶ οἱ σφαγές. Οἱ κάτοικοι τρομοκρατημένοι παραμένουν κλειστοὶ στὰ σπίτια τους. Οἱ θύρες ὅμως παραβιάζονται, τὸ περιεχόμενό τους διαρπάζεται καὶ οἱ ἔνοικοι φονεύονται. Ἡ λεηλασία καὶ ἡ σφαγὴ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα γενικεύεται. Στὴ συνοικία Τεπεντζῆκι, σφάζονται 450 ἄνδρες, 300 γυναῖκες καὶ 66 βρέφη. Στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἀτιμάζονται πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα δεκάδες Ἑλληνίδες. Ἑκατοντάδες Ἕλληνες, ποὺ κατέφυγαν στὸ ἐργοστάσιο τοῦ Παναρέτου, στὴ συνοικία τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, σκοτώνονται μὲ χειροβομβίδες. Στὰ προάστια τοῦ Μπουρνόβα καὶ τοῦ Μπουτζᾶ τὸ αἷμα ξεχειλᾶ στοὺς δρόμους. Τὸ ἀπόγευμα τῆς Τετάρτης 31ης Αὐγούστου πύρινες γλῶσσες ξεχύνονται ἀπὸ τὴν ἀρμενικὴ συνοικία.

Οἱ Τοῦρκοι ἀφοῦ κατέβαλαν τὴν ἡρωικὴ καὶ ἀπεγνωσμένη ἀντίσταση τῶν Ἀρμενίων, ποὺ εἶχαν καταφύγει στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ ἀφοῦ ἔσφαξαν 5.000 ἄτομα, βάζουν φωτιὰ καὶ τὸν πυρπολοῦν. Ταυτόχρονα οἱ Τοῦρκοι καταβρέχουν μὲ πετρέλαιο καὶ βενζίνη σπίτια σὲ δυὸ ἄλλες ἑλληνικὲς συνοικίες καὶ ρίχνουν ἐμπρηστικὲς βόμβες. Ἡ φωτιὰ λαβαίνει γρήγορα τεράστιες διαστάσεις, μιὰ ποὺ ὂχι μόνο κανεὶς δὲν φροντίζει γιὰ τὴν καταστολή της ἀλλ’ ἀντίθετα Τοῦρκοι στρατιῶτες δημιουργοῦν καὶ νέες ἑστίες πυρός. Ἔτσι μέσα σὲ λίγες ὧρες ἡ Σμύρνη—τὸ ἀποκλειστικὰ χριστιανικό της τμήμα—παραδίδεται, στὶς φλόγες. Οἰκοδομήματα παλαιά, ἀκλόνητα, στερεά, ὅλες οἱ ἑστίες τοῦ μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ κράτησαν μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ τὴν ἐθνική μας παράδοση, τόσα καὶ τόσα χρόνια, μεταβάλλονται σὲ τέφρα. Τὸ θέαμα τῆς πυρκαϊᾶς εἶναι κάτι τὸ τρομακτικό. Οἱ φλόγες ἀνοίγουν τὶς πόρτες, χαϊδεύουν τοὺς τοίχους, σκαρφαλώνουν, ἁπλώνονται παντοῦ, τυλίγουν, χτυποῦν, καίουν. Προχωροῦν καὶ μεταβάλλουν σ’ ἐρείπια τὰ πάντα. Οἱ κρότοι ἀπὸ τὶς ἀνατινάξεις δονοῦν καταθλιπτικὰ τὸν αἰθέρα. Ἡ φωτιά —ὁλοπόρφυρο φεῖδι— παρασύρει στὴν καταστρεπτική του μανία τὸ κάθε τι.

Ἡ ἑλληνικὴ Σμύρνη δοσμένη, τώρα, στὴν πύρινη ἀκολασία. Καπνὸς καὶ στάχτη παντοῦ. Ξεσκλίδια καὶ ἀποκαΐδια ὁλοῦθε. Σπίτια καὶ σχολεῖα καὶ μαζὶ μ’ αὐτὰ ἡ αἰωνόβια Εὐαγγελική, τὸ Ὀρφανοτροφεῖο, τὰ ἄσυλα, τὰ ἀγαθοεργὰ ἱδρύματα, ὅλα λαμπαδιάζουν καὶ καίγονται. Γκρεμισμένες κι ἀποτεφρωμένες οἱ Ἐκκλησιὲς μὲ τοὺς βυζαντινοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς Ἀγγέλους. Οἱ Ἐσταυρωμένοι καὶ τὰ δισκοπότηρα στάχτη. «Κι ὅπου ἠχοῦσαν οἱ Ναοὶ Ὠσαννά, γέρνουν γκρεμισμένοι, βουβοὶ λίθοι…». Κατεστραμμένες ὅλες οἱ Ἐκκλησιές -καὶ οἱ 46- τῆς Σμύρνης. Ὁ ναὸς «ἡ καρδιὰ τοῦ Γένους» γραμμένο εἶναι πρῶτος αὐτὸς νὰ δέχεται τὸ χτύπημα στὶς συμφορὲς τοῦ Γένους.

Ἀλλόφρονες οἱ Ἕλληνες ἐγκαταλείπουν τὰ σπίτια καὶ τ’ ἀγαθά τους. Ξεχύνονται στοὺς δρόμους, σὲ δρόμους αἱματόβρεχτους, σὲ δρόμους ὅλο στάχτη μ’ ἕνα κακοῦργο ἄνεμο ὅλο φωτιὰ καὶ λύσσα. Βαδίζουν πρὸς τὴν παραλία ἐλπίζοντας νὰ σωθοῦν ἐκεῖ. Ἀλλὰ σὲ κάθε γωνιὰ τοὺς παραμονεύει ἡ λόγχη καὶ τὸ βόλι. Ἡ σφαγή, καὶ ἡ ἁρπαγή. Τὸ σχοινὶ καὶ ὁ βρόχος. Τὸ μαχαίρι καὶ τὸ ψυχορράγημα. Ὁ θάνατος μὲ σάβανο γυρνᾶ σκούζοντας καὶ οὐρλιάζοντας στοὺς δρόμους καὶ στὶς συνοικίες. Οἱ στίχοι τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ στὴν πλήρη ἐνσάρκωσή τους:

Παντοῦ φόβος καὶ τρομάρα καὶ φωνὲς καὶ στεναγμοί,
παντοῦ κλάψα, παντοῦ ἀντάρα καὶ παντοῦ ξεψυχισμοί.

Παντοῦ ρήγματα καὶ χαλάσματα καὶ λιτανεῖες θανάτου κι’ ἐρείπια καὶ συντρίμμια. Πυραμίδες τὰ πτώματα. Ποτάμι τὸ αἷμα. Κύματα κόσμου σὲ κατάσταση ἔξαλλης ἀγωνίας καὶ ἀπόγνωσης ξεχύνονται στὴν προκυμαία. Συνωθοῦνται σὲ μιὰ ἀνθρωπόμαζα πυκνή, συμπαγῆ, ἀδιαπέραστη. Γέροντες καὶ ἀσθενεῖς, ἀνίκανοι νὰ περπατήσουν, σκοντάφτουν καὶ πέφτουν, ποδοπατοῦνται ἀπὸ χιλιάδες πρόσωπα, ποὺ κινοῦνται ὁρμητικὰ γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὸ μαχαῖρι τοῦ Τούρκου. Κορίτσια ἀτιμάζονται μπρὸς στοὺς γονεῖς τους. Ἄνδρες κρεουργοῦνται μπρὸς στὶς γυναῖκες τους. Ἀπ’ ὅλα τὰ σημεῖα ἀκούγονται θρῆνοι καὶ κοπετοί, φωνὲς ἀπελπισίας καὶ κραυγὲς σπαραγμοῦ. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ φλόγες συνεχίζουν τὴν καταστρεπτική τους πορεία. Ἕνα δαιμονιῶδες τριζοβόλημα ἀντηχεῖ. Γδοῦποι τῶν καταρρεόντων τοίχων ἀκούγονται. Κρότοι πυροβόλων καὶ μυδραλιοβόλων τοὺς συνοδεύουν. Ὀσμὴ ἀνυπόφορη καιομένων ξύλων καὶ πετρελαίου. Ἀποπνικτικὴ καπνιὰ γεμίζει τὰ στήθη καὶ δυσκολεύει τὴν ἀναπνοή.

Καὶ κοντὰ σ’ αὐτά, ποδοδολητὰ ἀλόγων, γοερὰ κλάματα, προσευχές, κατάρες, ἄγριες φωνὲς σφαγέων, ρόγχοι σφαζομένων. Ἀπὸ τὴ μία οἱ φλόγες κι’ ἀπ’ τὴν ἄλλη τὸ σπαθὶ κι’ ἡ θάλασσα! Ἐδῶ ἕνας γέρος ξεψυχᾶ πάνω στοὺς ὤμους τοῦ γυιοῦ του, ποὺ τὸν μεταφέρει στοὺς ὤμους. Ἐκεῖ, μιὰ παρθένος ρίχνετα στὶς φλόγες γιὰ νὰ ξεφύγη στοὺς Τούρκους ποὺ θέλουν νὰ τὴν βιάσουν. Ἐδῶ, μιὰ μητέρα παραφρονεῖ γιὰ τὸ φριχτὸ θάνατο τοῦ γυιοῦ της καὶ χορεύει μισόγυμνη γύρω ἀπὸ τὸ πτῶμα του. Ἐκεῖ, μιᾶς γυναίκας κόβουν τὰ δάχτυλα• γιὰ νὰ πάρουν γρηγορότερα τὰ δαχτυλίδια της. Ἕνας ἱερέας κρεμασμένος, αἰωρεῖται, καὶ τὸ ράσο του ἀνεμίζει σὰ μαύρη σημαία. Τραυματίες ἀπὸ λογχισμοὺς ξεψυχοῦν στὰ πεζοδρόμια, πτώματα ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν ἐπιπλέουν στὴ θάλασσα. Πρὸς τὸ τελωνεῖο λόχος Τούρκων περιζώνει μεγάλη ὁμάδα Ἑλλήνων, τοὺς ἐπιβιβάζει σὲ φορτηγίδα ποὺ εἶχε καταβρέξει μὲ βενζίνη καὶ πετρέλαιο καὶ τὴν πυρπολεῖ.

Καὶ ἡ καταστροφὴ συνεχίζεται. Ἡ βιβλικὴ ρήση σὲ ὅλη της τὴν ἔκταση: «Νέμεται τὸ αἷμα, τὸ πῦρ καὶ αἱ ἀτμῖδες καπνοῦ». Μαῦροι ὄγκοι καπνοῦ ἀποτελοῦν τὸ νεκρώσιμο θυμίαμα τῆς ἀνείπωτης Καταστροφῆς.

Ὁ χείμαρρος τοῦ πανικόβλητου πλήθους διωκόμενου καὶ σφαζόμενου σπεύδει πρὸς τὴ θέση Δαραγάτς, πρὸς τὸ ἐκεῖ ὀρθόδοξο νεκροταφεῖο. Κύματα ἀπὸ ἀλλόφρονες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις κατακλύζουν τὸ κοιμητήριο. Στή συνοικία τῶν νεκρῶν οἱ ζωντανοί. Τὰ μνήματα μεταβάλλονται σὲ κατοικία. Τὰ μαυσωλεῖα σὲ ἄσυλα.

Εὐτυχισμένοι ὅσοι βρίσκουν μιὰ γωνιὰ μέσα στὸ νεκροταφεῖο. Μαζεύουν οἱ δύστυχοι ρίζες γιὰ νὰ παρηγορήσουν τὴν πείνα τους, μασοῦν φύλλα γιὰ νὰ δροσίσουν τὰ φλογισμένα ἀπὸ τὴ δίψα χείλη τους. Ἄλλοι κατορθώνουν νὰ μαζέψουν λίγα ἄγρια χόρτα καὶ τὰ μαγειρεύουν χρησιμοποιώντας γιὰ καύσιμη ὕλη τὰ ξύλα τῶν φερέτρων. Κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τῶν μαυσωλείων ἀντηχοῦν ψίθυροι προσευχῶν, λυγμοὶ ἀπελπισίας καὶ θρῆνοι γιὰ κείνους, ποὺ βρῆκαν τὸ θάνατο καὶ γιὰ ὅσους μέλλουν νὰ τὸν βροῦν.

Γεμάτο τὸ νεκροταφεῖο. Ἴσως ἐδῶ θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι θὰ σταματοῦσε ὁ ἀπροσδόκητος νικητὴς κάθε βία καὶ κτηνωδία. Μὰ οὔτε καὶ ἐδῶ σταματᾶ. Κι ὁ τόπος τῆς αἰωνίας γαλήνης, τὸ λιμάνι ποὺ δὲν φθάνει ἡ ἐγκόσμια τρικυμία, γίνεται γιὰ τοὺς δυστυχισμένους καινούργιας ἀγωνίας καὶ τρόμου σταθμός.

Σβηστὰ τὰ καντήλια τῶν τάφων. Τὰ κυπαρίσσια, σὰν μαῦρες λαμπάδες ὑψώνονται δεητικὰ στὸν οὐρανό, ποὺ ξάστερος κι ὁλόλαμπρος σκεπάζει τὸ Μέγα Δρᾶμα. Νεκροὶ καὶ ζωντανοὶ μαζί. Στὸ λιθόστρωτό του Δαραγατσιοῦ δὲν σταματᾶ τὸ ποδοβολητὸ τῶν τσέτηδων. Συχνὰ φτάνουν καὶ κάποιες πνιγμένες φωνὲς ἀπὸ τὰ περίγυρα, ποὺ καλοῦν βοήθεια. Καὶ πάντα ὁ οὐρανὸς ξάστερος, καὶ πάντα τὰ κυπαρίσσια δέονται…

Καὶ κάτω ἡ ἴδια ἀγωνία καὶ τρόμος. Κι ἡ ἀγωνία μεγαλώνει ὅταν ἀρχινᾶ νὰ φέγγη. Τότε ἀνοίγουν τὰ κενοτάφια καὶ σφαλοῦν μέσα τὶς Ἑλληνοποῦλες παρθένες, ὂχι πιά γιὰ νὰ μὴ τὶς δῆ ὁ ἥλιος, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ τὶς δῆ ὁ τσέτης καὶ τὶς σύρει στὸ κτηνῶδες μεθύσι του. Ἔτσι μένουν ὅλη τὴ μέρα μέσα στὰ μνήματα καὶ κάτω ἀπὸ τὶς ταφόπετρες. Οἱ Τοῦρκοι παίρνουν μυρωδιὰ καὶ μπαίνουν μέσα. Βλέπουν μόνον γέρους καὶ γρηὲς κι ἀγριεύουν:
—Ποῦ εἶναι τὰ κορίτσια σας;
—Μᾶς τὰ πῆραν ἄλλοι…

Ψάχνουν παντοῦ, πάνω κάτω. Τοὺς παίρνουν τοὺς παράδες, τὰ ροῦχα, τὸ κάθε τί. Κάτω ἀπὸ τὰ μνήματα ἀκοῦν οἱ κρυμμένες Ἑλληνοποῦλες τὸ θόρυβο καὶ σταματοῦν τὴν ἀναπνοή τους…

—Ποῦ εἶναι τὰ μωρά, ποὺ κλαῖνε; ρωτοῦν ἀγριωποὶ οἱ τσέτες ἀκούγοντας μωρουδιακίστικες κλάψες… Καὶ οἱ κλάψες δὲν ἀκούγονται πιά… Καὶ φεύγουν οἱ Τοῦρκοι, βλαστημῶντας καὶ ξεκοιλιάζοντας, μὲ τὴ λόγχη, ὅποιον τύχαινε μπροστά τους!

Ὅταν ἄνοιγαν οἱ γέροι τοὺς τάφους, γιὰ νὰ βγάλουν τὰ κορίτσια τους καὶ τὶς νέες γυναῖκες, τὶς περισσότερες τὶς βρίσκουν λιποθυμισμένες. Βρίσκουν καὶ νεκρὰ βρέφη. Τὰ ἔπνιξαν οἱ μάνες τους γιὰ νὰ σώσουν τὰ κορίτσια τους ἀπὸ τὴν ἀτίμωση!…

Σὲ 30.000 ψυχὲς ὑπολογίζονται ὅσοι κατέφυγαν στὸ νεκροταφεῖο τῆς Σμύρνης. Ἡ τραγικὴ ζωή τους, στὸν ἱερὸ χῶρο τῶν νεκρῶν, διήρκεσε 17 ὁλόκληρα μερόνυχτα, μέχρις ὅτου ἐπετράπει στὰ γυναικόπαιδα καὶ τοὺς γέροντες νὰ ἐπιβιβαστοῦν σὲ πλοῖα καὶ νὰ μεταφερθοῦν στὴν Ἑλλάδα.

Ἡ πυρπόληση τῆς Σμύρνης διήρκεσε ἀπὸ τὸ ἀπομεσήμερο τῆς Τετάρτης 31 Αὐγούστου ἕως τὸ πρωὶ τοῦ Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου. Μυριάδες σπίτια καὶ καταστήματα πυρπολήθηκαν. Ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ «ἑλληνούπολη», τὴν καρδιὰ τῆς Σμύρνης, τίποτε δὲν ἀπομένει. Κάηκαν καὶ οἱ 65 συνοικίες της, 55.000 σπίτια καὶ 5.000 καταστήματα, ὅλα σχεδὸν ἑλληνικά. Ἐπίσης ἀποτεφρώθηκαν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, τὰ σχολεῖα καὶ τὰ εὐαγῆ ἑλληνικὰ ἱδρύματα.

Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσωμε ὅτι τὰ θύματα στὴ Σμύρνη καὶ στὴν περιοχή της, ὑπερβαίνουν τὶς 50.000 ἄτομα, γενικὰ δὲ οἱ θανατωθέντες κι ἐξαφανισθέντες Ἕλληνες σ’ ὅλη τὴ Μικρασία, φθάνουν τὶς πεντακόσες χιλιάδες!

Ἀλλὰ καὶ πόσων λειτουργῶν τοῦ Ὑψίστου χύθηκε τὸ αἷμα σὰν ἱερὴ σπονδή! Γνώριμος πάντα ὁ δρόμος τοῦ Γολγοθᾶ στὸν ἑλληνικὸ κλῆρο. Ἀπὸ τοὺς Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὶς χρυσὲς μίτρες καὶ τὰ ἀδαμαντοποίκιλτα ἐγκόλπια, ἕως τὸν τελευταῖο ἱερέα μὲ τὸ ξεβαμμένο καλιμαῦχι καὶ τὸ ξεφτεισμένο ράσο, ἕτοιμοι πάντα ὅλοι, γιὰ κάθε θυσία. Πόσες φορὲς τὸ αἷμα, ποὺ ἔβρεξε τὰ ὁλόμαυρα ἄμφιά τους, τὰ κοκκίνησε, ἀλλὰ καὶ τὰ μετέτρεψε σὲ πορφύρες δόξας!

Ἀπὸ τοὺς 450 κληρικοὺς τῆς Ἐπαρχίας Σμύρνης οἱ 347 βρῆκαν οἰκτρὸ θάνατο. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης, ἐμαρτύρησαν ὁ Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος, ποὺ ἔσφαξαν, ὁ Κυδωνιῶν Γρηγόριος, ποὺ ἔθαψαν ζωντανό, ὁ Εὐθύμιος Ἰκονίου, ποὺ κρεούργησαν. Τὸν ἀρχιερατικο ἐπίτροπο τοῦ Μπουτζᾶ Ἀρχαντζικάκη σούβλισαν, τὸν διάκονο Γρηγόριο τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Κορδελιοῦ, ἔκαψαν ζωντανό, τὸν ἱερέα Μελέτιο τοῦ ναοῦ Εὐαγγελιστρίας κάρφωσαν σὲ πεῦκο! «Καὶ σώματα ἱεραρχῶν καὶ ἱερέων ἅμα, ἄσκεπα, ἄταφα, κόνιν μεμεστωμένα», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν ἄγνωστο στιχουργὸ τοῦ «Θρήνου τῆς Πόλης».

Δυὸ χιλιάδες ὀκτακόσιες πάλι ἐκκλησίες καὶ τρεῖς χιλιάδες πεντακόσα ἑλληνικὰ σχολεῖα τῆς Μικρασίας, μετεβλήθησαν σ’ ἐρείπια, σὲ τζαμιά, σὲ ἀποθῆκες ἢ καὶ σὲ σταύλους!

Κι ἐπανερχόμαστε, ὕστερα ἀπὸ τὴν τραγικὴ αὐτὴ παρένθεση, στὸν μεγάλο Ἐθνομάρτυρα Ἱεράρχη τῆς Σμύρνης.

Ἀπ’ ὅλες τὶς ἀφηγήσεις καὶ τὶς πληροφορίες ἀπὸ αὐτόπτες μάρτυρες τῆς σφαγῆς τοῦ Χρυσοστόμου, εἶναι ἀπόλυτα ἐξακριβωμένο πὼς ὁ Μητροπολίτης ὥδευσε πρὸς τὸν θάνατο, σὰν ἀληθινὸς μάρτυς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ψιθυρίζοντας, ἀσφαλῶς, τὰ λόγια τῆς Ἀποκαλύψεως, τὰ τόσο σ’ αὐτὸν προσφιλῆ:
—Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς.

Ὁ Χρυσόστομος πέθανε σὰν Χριστιανὸς μάρτυς, σὰν ἥρωας Ἕλληνας. Τὸ σκήνωμά του ἦταν μοιραῖο νὰ μὴ τὸ καλύψει ἡ ἀγαπημένη του γῆ.

Κατὰ μιὰ πληροφορία τὸ κρεουργημένο σῶμα του ρίχτηκε στὴ θάλασσα, κατ’ ἄλλη πετάχτηκε σὲ ξεροπόταμο, στὴ θέση «Σταῦρος», καὶ κατ’ ἄλλη τὸ πῆραν οἱ Τοῦρκοι καὶ τὸ ἐνταφίασαν σ’ ἀπομονωμένα χώματα τοῦ Ἐσωτερικοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἀνακαλύψουν ποτὲ οἱ Χριστιανοὶ τὰ λείψανά του.

Ἂν ὅμως τὸ σκήνωμα τοῦ Χρυσοστόμου χάθηκε κι ἐξαφανίστηκε, τάφηκε στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Λήκυθός του ἡ ψυχὴ τοῦ Γένους καὶ μνήμη του αἰώνια ἡ Ἱστορία. Ἀπὸ τότε:

Ὅπου καρδιά, ὅπου φρόνημα, τὸ Γένος, ἡ Ἐκκλησία,
καὶ τῶν Ἑλλήνων οἱ χοροὶ καὶ τῶν πιστῶν τὰ πλήθη,
Σοῦ προσκηνοῦνε, ἄμωμε, τὴ θεία δοκιμασία
καὶ τὸ μεταλαβαίνουνε τὸ αἷμα σου ποὺ ἐχυθη,

τραγουδᾶ ὁ Παλαμᾶς. Κι ὁ ποιητὴς τῆς Ἰωνίας Νῖκος Τουτουντζάκης, ψάλλει:

Μάταια ἡ Σμύρνη ἀναζητᾶ τὸ σκυλεμένο σου κορμί,
μὲ μοιρολόγια σκάβοντας τῆς Ἰωνίας τὸ χῶμα,
ἐλπιδοφόρος φοίνικας ἡ φλογισμένη σου ψυχὴ
λυτρωτικὰ φτερούγισε πρὸς τὸ γαλάζιο δῶμα.

Ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ Πρύτανις Λεωνίδας Φιλιππίδης, γράφει:

«…Θρόνον ἀχειροποίητον ἀντὶ τάφου ἔστησεν εἰς αὐτὸν ἡ ψυχὴ τῆς Ἑλλάδος εἰς τὰ μυχιαιότατα βάθη της, θρόνον περίοπτον ἀπὸ τὰς ἑλληνικὰς γενεάς, παρούσας καὶ μελλούσας, καὶ ἀνὰ τὴν Οἰκουμένην, θρόνον διαιώνιον…».

Καὶ ὁ δημοσιογράφος Κωνσταντῖνος Σπανούδης:

«… Οὔτε σποδός, οὔτε τέφρα ἔμεινεν ἀπὸ τὸ σῶμα του τὸ φθαρτόν. Ἡ ὕλη ἐσεβάσθη τὸν ἐξαϋλωθέντα μάρτυρα καὶ ἀφῆκεν εἰς τὴν θέσιν της κυρίαρχον τὸ πνεῦμα, τὴν ἰδέαν, τὸ σύμβολον».

Στὸ ἀτίμητο ψηφιδωτὸ ποὺ ἀπεικονίζει τοὺς μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πατρίδας, προσετέθη μιὰ ἀκόμη ψηφῖδα στίλβουσα, τοῦ Χρυσοστόμου ἡ ψηφῖδα.

Τοῦ μεγάλου Ἐθνομάρτυρα τῆς Σμύρνης, ποὺ ὑπὸ τὶς κωδονοκρουσίες ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανοσύνης, θὰ ψάλλεται—σύντομα πιὰ—ὁ ἀπολυτίκιος ὕμνος ποὺ συνέθεσε ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Λεωνίδας Φιλιππίδης:

Μέγαν μάρτυρα τῆς Ἐκκλησίας,
μέγαν πρόμαχον Γένους Ἑλλήνων,
τὸν τῆς Σμύρνης ὑμνοῦμεν Χρυσόστομον
καὶ γὰρ γενναίως ἀθλήσας ὑπέμεινε
ὑπὲρ Πατρίδος καὶ Πίστεως θάνατον,
Ἱεράρχου τε ὑπόδειγμα ἑαυτὸν ἀνέδειξε
τὸν στέφανον λαβὼν τὸν ἀμάραντινον.

Ποτίζοντας μὲ τὸ αἷμα του ὁ Χρυσόστομος τὰ ἰωνικὰ χώματα, ἔγραψε ὑποθήκη, μ’ ἐκτελεστὴ τὸ Πανελλήνιο καὶ εἰδικώτερα τὸ Μικρασιατικὸ λαό.

Ἡ θεία μορφὴ τοῦ Χρυσοστόμου, ἄστρο φωτεινό, ἄστρο λαμπερό, θὰ σελαγίζει πάντα στὶς σκοτεινὲς νύχτες τῆς Ἰωνίας, φωτίζοντας τὸ δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὸ Σπήλαιον, ὅπου στὴν ἄχραντη φάτνη του, λικνίζονται πάντοτε οἱ ἐλπίδες καὶ τὰ ὄνειρα τοῦ Γένους.

Ἀπὸ τὸ ὑπέρλαμπρο αὐτὸ ἄστρο Ἕλληνες, Ἕλληνες, δεῦτε λάβετε φῶς!…

(Ἔκδ. Συλλόγου Φοιτησάντων εἰς τὴν Εὐαγγελικὴν Σχολὴν Σμύρνης, Ἀθήνα 1972.)