Ὁ Μικρὸς καὶ ὁ Μεγάλος Ἁγιασμὸς

Ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ εἶναι ἀπὸ τὶς συχνότερα χρησιμοποιούμενες Ἀκολουθίες τοῦ Εὐχολογίου μας. Καὶ αὐτὸ γιατί τελεῖται σὲ διάφορες περιπτώσεις καὶ πολλὲς ἐκφάνσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν μας, στὰ σπίτια, στὰ καταστήματα, στοὺς ἀγρούς, στὶς ἐπιχειρήσεις κ.ο.κ. Ἔχει γι’ αὐτὸ ἀρκετὲς παραλλαγὲς ἀλλὰ καὶ διαφορὲς στὰ χειρόγραφα, τὰ ὁποῖα περιλαμβάνουν τὴν Ἀκολουθία του. Ὀνομάζεται δὲ μικρὸς γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων. Ὁ τελευταῖος ὀνο­μάζεται «Μεγάλος» ἐξ αἰτίας τοῦ μήκους, τῆς ἰδιαιτέρας σκοπιμότητας καὶ ἐπισημότητάς του. Παλαιότερη εἶναι σίγουρα ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἴδια μὲ τὴν τοῦ Βαπτίσματος κάπως τροποποιημένη. Εἶναι γνωστὸ ὅτι στὸ ἁγιαζόμενο νερὸ τῶν Θεοφανείων βαπτίζονταν οἱ κατηχούμενοι. Πρὶν μποῦν αὐτοὶ στὸ ἁγιασμένο – πλέον – νερὸ ἔπαιρναν γιὰ εὐλογία οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἔπιναν ἢ ράντιζαν τὰ σπίτια τους.


Σκοπὸς τῆς Ἀκολου­θίας τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ εἶναι νὰ ἀποκτήσει τὸ νερὸ διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν τοῦ Κυρίου δύναμη, ἡ ὁποία εἶναι θεραπευτικὴ κάθε ἀσθενείας, ἀπελατικὴ παντὸς δαιμονίου καὶ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν διὰ τοὺς πίνοντας, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῆς ἴδιας τῆς Ἀκολουθίας.

Ἀρχικῶς ἡ Ἀκολουθία αὐτὴ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ μία καὶ μόνη εὐχή, ἡ ὁποία ἀναγινωσκόταν περίπου μετὰ τὰ ἀντίφωνα τῆς Θείας Λειτουργίας. Τέτοιες εὐχὲς ὑπάρχουν δύο σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα βιβλία ποὺ περιέχουν τέτοιες ἁγιαστικὲς εὐχὲς καὶ Ἀκολουθίες, δηλαδὴ στὸ εὐχολόγιο τοῦ Σεραπίωνος ἐπισκόπου Θμούεως (μέσα 4ου αἰῶνος). Ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἄλλες στὸ Βαρβερινὸ εὐχολόγιο (8ος αἰώνας) γιὰ διάφορες «χρήσεις».Ἀργότερα καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα κ.ἑ. καὶ ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ ἀποσυνδέθηκε ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία. Ἄρχισε δὲ καὶ αὐτὴ νὰ ἐξελίσσεται ὅπως τὰ ὑπόλοιπα μυστήρια ἢ ἀκολουθίες, ποὺ ἀποσυνδέθηκαν ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία. Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ τονισθεῖ ὅτι ὅλα τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας τελοῦνταν συνδεδεμένα μὲ τὴν Θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία εἶναι πραγματικὰ ἡ τελείωσις τῶν Μυστηρίων. Σήμερα μόνον τὸ Μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης τελεῖται ἐντὸς τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἔτσι λαμβάνει ὁ Ἁγιασμὸς βαθμηδὸν τὴν μορφὴ ποὺ ἔχει σήμερα –ὡς ἕνα εἶδος ἐπιτομῆς Ὄρθρου– καὶ τελεῖται αὐτοτελῶς. Ἔχει ἐπίσης ἀρκετὲς ἔμμεσες ἐπιδράσεις –ὅπως εἶναι φυσικὸ– ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ὅπως κάποια ἀπὸ τὰ Εἰρηνικὰ («Ὑπὲρ τοῦ φωτισθῆναι ἡμᾶς», «Ὑπὲρ τοῦ καταπεμφθῆναι αὐτῷ τὴν χάριν τῆς ἀπολυτρώσεως, τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἰορδάνου…»), φράσεις τῶν καθαγιαστικῶν εὐχῶν, ἡ εὐχὴ τῆς κεφαλοκλισίας καὶ ἡ ἐμβάπτιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Ἡ ἔρευνα ἔχει καταδείξει ὅτι στὴν διαμόρφωση τῆς Ἀκολουθίας αὐτῆς συνέβαλε ἀποφασιστικὰ ἡ πανηγυρικὴ τέλεσή του στὸ Ναὸ τῶν Βλαχερνῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου βρισκόταν τὸ περίφημο ἁγίασμα τῆς Θεοτόκου. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν Ἀκολουθία ἔχουν παρεμβληθεῖ τόσα πολλὰ τροπάρια ποὺ ἀφοροῦν στὴν Θεοτόκο μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μοιάζει μὲ ἕνα μικρὸ θεομητορικὸ Ὄρθρο. Συμπεριλαμβάνεται ὅμως καὶ ἕνας μεγάλος ἀριθ­μὸς ἐπικλήσεων διαφόρων Ἁγίων καὶ αὐτὸ ἔχει νὰ κάνει ἀναλόγως μὲ τὴν εὐλάβεια τοῦ λαοῦ πρὸς ὁρισμένους Ἁγίους, τὶς τοπικὲς παραδόσεις καὶ τὴν κατὰ τόπους τιμὴ ὁρισμένων ἐξ αὐτῶν.

Τὸν Ἁγιασμὸ ἔχει ἐπηρεάσει καὶ ἡ πράξη τοῦ παλατίου. Τὸ τροπάριο «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου» ἔχει μᾶλλον εἰσαχθεῖ γι’ αὐτὸν τὸν βασιλικό του χαρακτῆρα. Ὑπάρχει δὲ στὴν εὐχὴ καὶ σχετικὴ δέηση ὑπὲρ τοῦ βασιλέως.

Τέλος μία ἀκόμη ἐπιρροὴ εἶναι καὶ ἡ κατὰ τὴν βυζαντινὴ ἐποχὴ «βάπτισις τῶν τιμίων ξύλων» ἢ «ἀπομυρισμὸς τοῦ τιμίου σταυροῦ», δηλαδή ὁ ἁγιασμὸς νεροῦ γιὰ ἀναλόγους πρὸς τὸν Ἁγιασμὸ σκοποὺς διὰ τῆς ἐμβαπτίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς ἐμβαπτίσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ κατὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Ἁγιασμοῦ ἔχει εἰσαχθεῖ εἴτε ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ ὡς εἰκονικὴ ἀναπαράσταση τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου (ὁ Ἱερεὺς ἐμβαπτίζει τὸν Σταυρὸ στὸ ἤδη ἁγιασμένο νερὸ «ὄρθιον αὐτὸν κατάγων καὶ ἀνάγων»), ὅπως δηλαδὴ βαπτίσθηκε ὁ Κύριος στὸν Ἰορδάνη καὶ μάλιστα βγῆ­κε ἀμέσως ἀπὸ τὸ νερὸ, ἀφοῦ δὲν εἶχε νὰ ἐξομολογηθεῖ ἁμαρτίες ὅπως οἱ λοιποὶ βαπτιζόμενοι ἀπὸ τὸν Πρόδρομο Ἰωάννη, εἴτε ἀπὸ τὴν βάπτιση ἢ ἀπομύριση τῶν τιμίων ξύλων.

Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμὸς ποὺ τελεῖται καὶ κατὰ τὴν παραμονὴ ἀλλὰ καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων1 ἔχει τὴν καταγωγή του στὴν εὐλογία τοῦ νεροῦ τῆς Βαπτίσεως τῶν Κατηχουμένων καὶ εἶναι ἡ ἴδια Ἀκολουθία καὶ γιὰ τὶς δύο ἡμέρες. Ἦταν μάλιστα λαμπρότερος ὁ ἑορτασμὸς τῆς παραμονῆς ἀπὸ τὴν κυριώνυμο, τοὐλάχιστον ἀρχικά, ὅταν ὑπῆρχαν Κατηχούμενοι.

Ἰδιαίτερη νηστεία γιὰ τὴν πόση του δὲν χρειάζεται. Δὲν ὑπάρχει κάποιος ἱερὸς κανόνας ὁ ὁποῖος νὰ ἀναφέρεται σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα. Ἡ μόνη νηστεία – προετοιμασία γιὰ τὸν Μεγάλο Ἁγιασμὸ εἶναι, ὅσοι τὸν πιοῦν, νὰ εἶναι τελείως νηστικοὶ ἐκεῖνο τὸ πρωΐ. Πολλοὶ συγχέουν τὴ νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων μὲ τὴν πόση τοῦ Μεγ. Ἁγιασμοῦ. Ἡ νηστεία αὐτὴ καθιερώθηκε μετὰ τὸν διαχωρισμὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ τὴν τῶν Θεοφανείων. Μέχρι τὸν 5ο μ.Χ. αἰῶνα οἱ δυὸ αὐτὲς ἑορτὲς ἑορτάζονταν μαζὶ κατὰ τὴν 6η Ἰανουαρίου καὶ φυσικὰ ἡ προπαρασκευὴ διὰ νηστείας γιὰ συμμετοχὴ σ’ αὐτὲς ἦταν μία καὶ κοινή. Ὅταν γιὰ διάφορους λόγους μετατέθηκε ὁ ἑορτασμὸς τῶν Χριστουγέννων στὴν 25η Δεκεμβρίου καὶ ἡ ἀρχικὴ προπαρασκευὴ τῶν ἑπτὰ –τότε– ἡμερῶν ἔγινε τεσσαρακονθήμερη, οἱ Πατέρες, φιλανθρώπως σκεπτόμενοι, δὲν θέλησαν μετὰ ἀπὸ μιὰ τόσο μακρὰ νηστεία νὰ προσθέσουν καὶ μία ἀκόμη γιὰ τὰ Θεοφάνεια. Ἔτσι καθιέρωσαν τὴν μονοήμερη αὐτὴ νηστεία γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τῶν Φώτων, θεωρώντας ὅτι ἡ προπαρασκευὴ γιὰ τὰ Χριστούγεννα ἦταν ἀρκετὴ καὶ γιὰ τὰ Φῶτα.

Ἐὰν χρειαζόταν ἰδιαίτερη νηστεία γιὰ τὸν Μεγ. Ἁγιασμὸ τότε θὰ ἔπρεπε νὰ καθιερωθεῖ καί ἄλλη μιὰ νηστεία, τὴν 4η Ἰανουαρίου, γιατί στὰ νεώτερα χρόνια μετατοπίσθηκε ὁ ἑορτασμὸς τῆς παραμονῆς ἀπὸ τὸ βράδυ στὸ πρωῒ καὶ τελεῖται τὸ πρωῒ τῆς παραμονῆς. Ἐὰν βεβαίως κάποιοι γιὰ διαφόρους λόγους (π.χ. ὑγείας) δὲν μποροῦν νὰ περιμένουν μέχρι τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τοῦ Μεγ. Ἁγιασμοῦ καὶ δὲν θὰ κοινωνήσουν, τότε μποροῦν νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸν Μεγ. Ἁγιασμὸ τῆς παραμονῆς. Σημειωτέον ὅτι πρῶτα μεταλαμβάνουμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, στὴν συνέχεια τὸν Μεγάλο Ἁγιασμὸ καὶ στὸ τέλος τὸ ἀντίδωρο.

Τέλος, ἀπαντῶντας στὸ ἐρώτημα ἐὰν μποροῦμε νὰ κρατοῦμε στὸ σπίτι μας Μεγ. Ἁγιασμό, θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ὑπάρχει καὶ πάλι κάποιος ἀπαγορευτικὸς πρὸς τοῦτο ἱερὸς κανόνας. Μάλιστα ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀναφέρει πὼς οἱ χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς του τὸν κρατοῦσαν πρὸς χρήση καὶ εὐλογία γιὰ ἕνα, δύο ἢ ἀκόμη καὶ περισσότερα χρόνια, χωρὶς βεβαίως ποτὲ νὰ ἀλλοιωθεῖ.

Ὁ Μεγ. Ἁγιασμὸς λοιπὸν εἶναι πρὸς ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν καὶ μπορεῖ νὰ διατηρεῖται στὸ σπίτι, ἀνάμεσα στὰ εἰκονίσματα καὶ νὰ πίνεται ὅπως καὶ τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων ἀπὸ νηστικούς. Ἁγιάζει τὴν φύση, τὴν δημιουργία ὁλόκληρη ἀλλὰ κυρίως τὴν κορωνίδα τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο.

Ἡ Ἀκολουθία τῆς Ἀρτοκλασίας

Ἡ Ἀκολουθία τῆς Ἀρτοκλασίας εἶναι μιὰ μικρὴ σχετικῶς ἀκολουθία ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τὸ Τυπικὸ ἀποτελεῖ μέρος τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῶν Ἀγρυπνιῶν τῶν Δεσποτικῶν καὶ Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν μεγάλων Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μὲ μοναστηριακὰ Τυπικὰ ἑορτάζονται μὲ Ἀγρυπνία. Τελεῖται κατὰ τὴν ἀκρίβεια στὸ τέλος τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ, ἀκόμα καὶ στὸ τέλος τοῦ Ὄρθρου ἢ τῆς Θείας Λειτουργίας ἢ καὶ αὐτοτελῶς.

Ἡ σύγχρονη λειτουργικὴ ἔρευνα ἔχει καταδείξει ὅτι ἕλκει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἀγάπες, τὰ κοινὰ δεῖπνα ποὺ τελοῦνταν κατὰ τὴν ἑβδομαδιαία ἑσπερινὴ σύναξη τῆς Ἐκκλησίας. Συγκεκριμένα μετὰ τὴν ἀποδέσμευση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀπὸ τὸ δεῖπνο καὶ τὴν μεταφορά της μετὰ τὴν ὀρθρινὴ (πρωϊνὴ) Ἀκολουθία παρέμεινε κάποια εὐλογία ἄρτου καὶ οἴνου στὴν ἑσπερινὴ σύναξη τῶν Χριστιανῶν, ἡ ὁποία μάλιστα διέσωσε καὶ τὸν ἀρχαῖο ὅρο «κλάσις τοῦ ἄρτου». Βεβαίως πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι δὲν ἀπετέλεσε ποτὲ μυστήριο αὐτὴ ἡ εὐλογία τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου.

Ἔχει ἐπίσης ἀποδειχθεῖ ἡ σχέση τῆς τελετῆς αὐτῆς μὲ τὰ νεκρόδειπνα, τὰ ὁποῖα ἐλάμβαναν χώρα μετὰ τὴν κηδεία ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν τέλεση τῶν μνημοσύνων τῶν κεκοιμημένων χριστιανῶν ὅπως ἐπίσης καὶ κατὰ τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων. Εἶναι ἄλλωστε αὐτὰ τὰ νεκρόδειπνα συνέχεια καὶ ἐπιβίωση τῶν ἀρχαίων ἀγαπῶν μέχρι καὶ τὶς ἡμέρες μας. Κατ’ αὐτά, ὅπως δείχνουν οἱ λαϊκὲς παραδόσεις καὶ δοξασίες, θεωρεῖται ἀπαραίτητη ἡ παρουσία τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου. Συνοδεύονται ὅμως χαρακτηριστικὰ καὶ ἀπὸ ἔλαιο, ὕδωρ, κρέας καὶ φυσικὰ κόλλυβα, τὰ ὁποῖα θεωροῦνται «ἰσοδύναμα» τῆς προσφορᾶς ἄρτου καὶ οἴνου.

Ἡ Ἀκολουθία αὐτὴ ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο μέρος τῆς Ἀγρυπνίας, ἡ ὁποία συναντᾶται μόνον στὸ μοναχικὸ Τυπικό. Τοῦτο διότι ὁλονύκτιες Ἀγρυπνίες (ἢ παννυχίδες ἀλλιῶς διότι διαρκοῦσαν ὅλη τὴν νύκτα) ἦταν ἀδύνατο νὰ δημιουργηθοῦν καὶ νὰ εὐδοκιμήσουν στὸ Τυπικὸ τῶν Ἐνοριῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν διέθεταν τὸν χρόνο ἴσως καὶ τὴν ἀνάλογη διάθεση πολλὲς φορές. Ἀποτέλεσε λοιπὸν μέρος τῆς παννυχίδος-ἀγρυπνίας καὶ διετυπώθη κατὰ τὸν Συμεὼν Θεσσαλονίκης «ἐξαιρέτως διά τόν κόπον τῆς ἀγρυπνίας, ἵνα καί εὐλογίας Χριστοῦ καί μικρᾶς παρακλήσεως οἱ ἀδελφοί διά τόν κόπον τυχόντες, ἔκτοτε προσευχήν διά τήν κοινωνίαν τῶν φρικτῶν μυστηρίων ἔχωσι καί μάλιστα οἱ ἱερωμένοι». Καθιερώθηκε δηλαδὴ γιὰ νὰ ἐνισχυθοῦν οἱ συμμετέχοντες στὴν ὁλονύκτιο ἀγρυπνία, οἱ ὁποῖοι θὰ ἔπρεπε νὰ κοπιάσουν σωματικὰ ὅλη τὴ νύκτα, ἀλλὰ καὶ νὰ παραμείνουν χωρὶς τροφὴ καὶ νερὸ ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὥρα καὶ μέχρι καὶ τὴν μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, σύμφωνα μὲ τοὺς σχετικοὺς μὲ τὴ Θεία Μετάληψη κανόνες.Ἤδη πολὺ νωρὶς συσχετίσθηκε ἡ Ἀρτοκλασία μὲ τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων στὴν ἔρημο καὶ δόθηκε σ’ αὐτὴν ἀπὸ κάποιους ἑρμηνευτὲς εὐχαριστιακὸ περιεχόμενο παρ’ ὅλον ὅτι ὅπως διευκρινίσθηκε ποτὲ δὲν θεωρήθηκε ὡς Μυστήριο. Ἐξ αὐτῆς μάλιστα ἔλαβε καὶ τὸν ἀριθμὸ τῶν προσφερομένων ἄρτων, συνήθως πέντε δηλαδή.

Στὰ χειρόγραφα ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἀρτοκλασία ὅμως ὑπάρχει κάποια ἀσυμφωνία ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν προσφερομένων ἄρτων. Κάποια ἀναφέρουν τρεῖς, ἄλλα πέντε, ἄλλα μόνο ἄρτους, κάποια ἄλλα πέντε ἄρτους καὶ οἶνο, ἄλλα μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ ψωμὶ κομμένο σὲ κομμάτια, σὲ ἄλλα προστίθεται τὸ ἔλαιο καὶ τέλος σὲ κάποια ἄλλα καὶ τὸ σιτάρι.

Αὐτὴ ἡ ἀσυμφωνία, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ ἀσυμφωνία γενικότερα ὡς πρὸς τὰ προσφερόμενα εἴδη, ὁδήγησε τὴν ἔρευνα στὴν Ἀκολουθία τῆς Προθέσεως. Ἀποδείχθηκε λοιπὸν ὅτι ἡ προσφορὰ ἐλαίου καὶ σίτου στὴν Ἀκολουθία τῆς Ἀρτοκλασίας εἶναι δάνειο ἀπὸ τὴν προσφορὰ ἀπαρχῶν στὸν Ναό, ἡ ὁποία στὰ ἀρχαῖα χρόνια γινόταν μᾶλλον κατὰ τὴν Ἀκολουθία τῆς Προθέσεως. Ὀφείλουμε ὅμως νὰ καταγράψουμε καὶ τὸ γεγονὸς πὼς κατ’ αὐτὴν προσφέρονταν καὶ ξεχωριστὰ ἄρτοι, ἐκτὸς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ προορίζονταν γιὰ τὴν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας καὶ τῶν ὁποίων ἡ εὐλογία εἶχε σκοπὸ τὴν ἴαση τῶν ἀσθενειῶν τῶν μεταλαμβανόντων ἀπὸ αὐτούς. Οἱ λειτουργικοὶ ὅμως χειρισμοὶ στὶς δύο αὐτὲς Ἀκολουθίες, δηλαδὴ τῆς Ἀρτοκλασίας καὶ τῆς Προθέσεως (τρόπος εὐλογίας κ.λπ.) παρουσιάζουν ὁμοιότητες.

Ἐπειδὴ ὅμως ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν 3ο Ἀποστολικὸ Κανόνα ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλους ἀπαγόρευσε τὴν προσφορὰ ἀπαρχῶν στὸ θυσιαστήριο ἡ εὐλογία τους μετετέθη ἐκτὸς τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ εὐλογία δὲ κάποιων ἀπὸ αὐτὰ –ὡς ἀπαρχῶν– βρῆκε μᾶλλον «καταφύγιο» στὴν Ἀκολουθία τῆς Ἀρτοκλασίας καὶ τοῦτα εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ σίτου καὶ τοῦ ἐλαίου, ἴσως καὶ τοῦ οἴνου (ὅταν προσφέρεται ὡς ἀπαρχή).

Ὅσον ἀφορᾷ τώρα αὐτὴν καθ’ ἑαυτὴν τὴν Ἀκολουθία τῆς Ἀρτοκλασίας ὁ ἱερεὺς ἢ ὁ διάκονος θυμιάζει σταυροειδῶς τὰ προσφερόμενα στὸ μέσον τοῦ Ναοῦ εἴδη «οὐχ ὡς ἅγια, ἀλλ’ ὡς ἁγιασθῆναι μέλλοντα, μᾶλλον δέ ὡς προαγιάζων αὐτά τῷ σταυρῷ καί τῷ θυμιάματι». Ἔπειτα ἀναγινώσκει ὁ ἱερεὺς τὴν εὐχὴ τῆς Ἀρτοκλασίας, εὐλογεῖ τὰ εἴδη καὶ ψάλλεται, κατὰ νεώτερη τάξη, ὁ στίχος «πλούσιοι ἐπτώχευσαν». Ὁ εὐλογηθεὶς ἄρτος κατὰ τὰ χειρόγραφα «διάφορα χαρίσματα» κυρίως ἰαματικά.

Σὲ κάποιο Τυπικὸ τοῦ 1545 ὑπάρχει μία παρατήρηση, ἡ ὁποία ἀφορᾷ στὸν εὐλογηθέντα ἄρτο: «ὁ δέ εὐλογηθείς ἄρτος, ἐστίν ἀλεξιτήριος παντοίων κακῶν, εἰ μετά πίστεως λαμβάνοιτο», παρατήρηση τὴν ὁποία κάνουν τὰ περισσότερα τῶν ἀρχαίων Τυπικῶν. Κάποιο ἄλλο Τυπικὸ τοῦ 12ου αἰῶνος ὁμιλεῖ καὶ περὶ φρύξεως (ἀποξήρανσης) καὶ διαφυλάξεως τοῦ εὐλογηθέντος ἄρτου, ὁ ὁποῖος ἀποστέλλεται «πρός ἴασιν ψυχικῶν παθῶν καί σωματικῶν, πινομένη μετά τοῦ ὕδατος καί μεταλαμβανομένη».

Προϊόντος τοῦ χρόνου, προστίθενται καὶ ἄλλες θαυματουργικὲς ἰδιότητες στὴν Ἀρτοκλασία: «ὁ δέ εὐλογηθείς ἄρτος ἔχει χαρίσματα διάφορα, ἤγουν παύει πυρετούς, πινόμενος μετά ὕδατος, φρίκην διώκει καί πᾶσαν μαλακίαν ἰᾶται, πρός δέ τούτοις καί σήτας (σαράκια) ἀπό τῶν γεννημάτων ἐλαύνει». Στὰ ἴδια πλαίσια κινεῖται καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης: «… ἅπερ (οἱ ἄρτοι καί ὁ οἶνος) καί τοῖς λαμβάνουσι μετά πίστεως, μεταδοτικά εἰσι χαρισμάτων, ἰάσεών τε καί ἄλλων δώρων πολλῶν».

Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἀκολουθοῦνταν αὐτὴ ἡ πρακτικὴ τῆς εὐλογίας ἄρτου ἢ ἐλαίου ἢ ὕδατος γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς πρὶν ἀκόμη καθιερωθεῖ τὸ μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου ὅπως τὸ γνωρίζουμε σήμερα. Στὸ εὐχολόγιο τοῦ Σεραπίωνος ἐπισκόπου Θμούεως τῆς Αἰγύπτου (4ος αἰ.) ὑπάρχουν δύο εὐχὲς οἱ ὁποῖες συσχετίζονται μὲ «διάφορα χαρίσματα», «πᾶσαν μαλακίαν», « ἴασιν ψυχικῶν καί σωματικῶν νόσων», ἡ ὁποία ἐπέρχεται «πινομένη μετά τοῦ ὕδατος καί μεταλαμβανομένη».

Ἀναφέρουν σχετικὰ οἱ εὐχές: «…Χάρισαι δύναμιν θεραπευτικήν ἐπί τά κτίσματα ταῦτα, ὅπως πᾶς πυρετός καί πᾶν δαιμόνιον καί πᾶσα νόσος διά τῆς πόσεως καί τῆς ἀλείψεως ἀπαλλαγῇ, καί γένηται φάρμακον θεραπευτικόν καί φάρμακον ὁλοκληρίας…», «… ὥστε ἐκπέμψαι δύναμιν ἰατικήν ἀπό τῶν οὐρανῶν τοῦ μονογενοῦς ἐπί τό ἔλαιον τοῦτο, ἵνα γένηται τοῖς χριομένοις (ἤ μεταλαμβάνουσι τῶν κτισμάτων σου τούτων) εἰς ἀποβολήν πάσης νόσου καί πάσης μαλακίας, εἰς ἀλεξιφάρμακον παντός δαιμονίου, εἰς ἐκχωρισμόν παντός πνεύματος ἀκαθάρτου, εἰς ἀφορισμόν παντός πνεύματος πονηροῦ, εἰς ἐκδιωγμόν παντός πυρετοῦ καί ῥίγους καί πάσης ἀσθενείας, εἰς χάριν ἀγαθήν καί ἄφεσιν ἁμαρτημάτων, εἰς φάρμακον ζωῆς καί σωτηρίας, εἰς ὑγείαν καί ὁλοκληρίαν ψυχῆς, σώματος, πνεύματος, εἰς ῥῶσιν τελείαν. Φοβηθήτω, δέσποτα, πᾶσα ἐνέργεια σατανική, πᾶν δαιμόνιον, πᾶσα ἐπιβουλή τοῦ ἀντικειμένου, πᾶσα πληγή, πᾶσα μάστιξ, πᾶσα ἀλγηδών, πᾶς πόνος ἤ ῥάπισμα ἤ ἐντίναγμα ἤ σκίασμα πονηρόν…».

Σχετικὴ εἶναι καὶ ἡ «εὐχή εἰς τό εὐλογῆσαι ἄρτον πρός ἴασιν ἀσθενοῦς» ἡ ὁποία περιέχεται σὲ κάποια μικρὰ εὐχολόγια, ὅπου ὁ ἄρτος εὐλογοῦνταν πρὸς ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ὑγεία καὶ εὐρωστία, ἀντίδοτο κατὰ τῶν ἀσθενειῶν καὶ τῶν ἐπιβουλῶν τοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ.

Εἶναι λοιπὸν μεγίστη ἡ εὐλογία καὶ ἀπὸ τὸν ἄρτο τῆς Ἀρτοκλασίας ποὺ ἀπολαμβάνει ὁ πιστὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν λαμβάνει μὲ εὐλάβεια.

Τὸ Ἀντίδωρο

Τὸ Ἀντίδωρο καθιερώθηκε ἀρκετὰ νωρὶς στὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία γιὰ ἐκείνους ποὺ δὲν θὰ ἔπαιρναν μέρος στὴν Θεία Λειτουργία, δηλαδὴ δὲν θὰ μετελάμβαναν τοῦ Παναγίου Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ μὴν φύγουν ἀπὸ τὸν Ναὸ χωρὶς καμία εὐλογία. Σήμερα βλέπουμε νὰ παίρνουν ἀντίδωρο καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κοινώνησαν καὶ πρόκειται μᾶλλον γιὰ πλεονασμό. Τοὺς δίδεται ὅμως ὥστε νὰ «ξεπλύνουν» τὸ στόμα τους ἀπὸ τοὺς μαργαρίτες, γιὰ τὴν τελεία δηλαδὴ κατάποση τῆς Θείας Κοινωνίας.

Πρέπει νὰ σημειωθεῖ καὶ ἰδιαιτέρως νὰ τονισθεῖ ὅτι τυγχάνει ἀδιανόητο γιὰ τοὺς πρώτους χριστιανοὺς νὰ παρίστανται στὴν Θεία Λειτουργία καὶ νὰ μὴν κοινωνοῦν. Σύμφωνα μὲ τοὺς 8ο καὶ 69ο κανόνες τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων ἀφορίζονται οἱ χριστιανοὶ ποὺ δὲν παραμένουν μέχρι τέλους τῆς Θείας Λειτουργίας ἢ ποὺ δὲν κοινωνοῦν. Γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ ποινὴ κατὰ τῶν μὴ κοινωνούντων ἡ Ἐκκλησία καθιερώνει τὸ ἀντίδωρο: «ὥστε καρτερεῖν ἐξ ἀνάγκης καὶ αὐτοὺς τοὺς μὴ δυναμένους μεταλαβεῖν τῶν ἀχράντων μυστηρίων μέχρι τῆς εὐχῆς τῆς ἀπολύσεως, ἵνα λάβωσιν ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἱερατεύσαντος τὴν εὐλογίαν τοῦ ἡγιασμένου κλάσματος (ἀντίδωρο)».

Καὶ τί εἶναι τὸ ἀντίδωρο; Κατὰ τὸν μέγα λειτουργιολόγο μας Ἅγ. Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης (15ο αἰ.) «(τό ἀντίδωρον) ἡγιασμένος ἐστίν ἄρτος ἐν τῇ προθέσει προσενεχθείς, ἐξ οὗ τό μεσαίτατον ἐκβληθέν καί ἱερουργηθῆναι προσενεχθέν, οὗτος ὕστερον, ὡς καί τῇ λόγχῃ σφραγισθείς καί θεῖα δεξάμενος ῥήματα, ἀντί τῶν δώρων, τῶν φρικτῶν δηλαδή μυστηρίων, τοῖς μή μετασχοῦσι τούτων παρέχεται». Τὸ ἀντίδωρο λοιπὸν εἶναι τὰ περισσεύματα τοῦ προσφόρου ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξήχθη ὁ Ἀμνός, τὸ κομμάτι δηλαδὴ τοῦ προσφόρου μὲ τὸ ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ, τὸ ὁποῖο μετεβλήθη κατὰ τὴν Ἀναφορὰ τῆς Θείας Λειτουργίας σὲ Σῶμα Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ πρόσφορο κατὰ τοὺς Πατέρες καὶ ἑρμηνευτὲς συμβολίζει τὸ παρθενικὸ σῶμα τῆς Παναγίας μας ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε ὁ ἐνσαρκωθεὶς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· «τί δ’ ἄλλο ἐστί τό λειπόμενον ἤ ὁ τοῦ παρθενικοῦ σώματος μερισμός τῆς εὐλογίας καί προσφορᾶς;» (Θεόδωρος Ἀνδίδων). Αὐτὸς ὁ ἄρτος (τὸ πρόσφορο) προσήχθη στὰ ἅγια, ὅπως ἡ Παναγία μας τριετίζουσα προσεφέρθη στὸ Ναό, καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀπεκόπη ὁ ἀμνός, ὅπως ἀπὸ ἐκείνην γεννήθηκε ὁ Χριστός. Ἐπειδὴ ὅμως συνήθως δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ τὸ πρόσφορο εὐλογεῖται διὰ τῆς ὑψώσεως καὶ ἄλλος ἄρτος κατὰ τὸν θεομητορικὸ ὕμνο, ποὺ παρεμβάλλεται στὴν Θεία Λειτουργία, δηλαδὴ τὸ «Ἄξιόν ἐστι». Σὲ καμία περίπτωση ὅμως τὸ ἀντίδωρο δὲν θεωρεῖται ἰσότιμο καὶ ἰσάξιο μὲ τὴν Θεία Κοινωνία. Εἶναι μιὰ εὐλογία ἐξ ἀγάπης τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς πιστούς· «εὐλογία Κυρίου καί ἔλεος ἔλθοι ἐπί σε» εὔχεται ὁ Ἱερέας στὸν πιστὸ δίδοντάς του τὸ ἀντίδωρο. Γι’ αὐτὸ καὶ κανένας πιστὸς δὲν πρέπει νὰ φεύγει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Εὐχαριστίας χωρὶς νὰ πάρει τὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ λειτουργοῦ Ἱερέως. Εἶναι κακὴ ἡ συνήθεια νὰ διανέμεται τὸ ἀντίδωρο στὸ παγκάρι ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, ποὺ εἶναι λαϊκοί, εἴτε νὰ λαμβάνεται δι’ αὐτοεξυπηρετήσεως ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς πιστούς. Παίρνοντας κανεὶς τὸ ἀντίδωρο ἀπὸ τὸ παγκάρι στερεῖται τῆς εὐκαιρίας νὰ λάβει τὴν εὐλογία τοῦ λειτουργοῦ Ἱερέως φιλῶντάς του τὸ χέρι. Γράφει ὁ Ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας, σπουδαῖος ἑρμηνευτὴς τῆς Θείας Λειτουργίας: «οἱ δὲ (πιστοὶ) σὺν εὐλαβείᾳ πάσῃ δέχονται (τὸ Ἀντίδωρο) καὶ καταφιλοῦν τὴν δεξιάν, ὡς ἂν προσφάτως ἁψαμένην τοῦ Παναγίου Σώματος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ τὸν ἐκεῖθεν ἁγιασμὸν καὶ δεξαμένην καὶ μεταδοῦναι τοῖς ψαύουσι δυναμένην».Ἡ σωστὴ λοιπὸν τάξη τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι νὰ περνοῦν μὲ τὴ σειρὰ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν λειτουργήσαντα Ἱερέα καὶ ἔχοντας τὶς δύο παλάμες των ἀνοικτὲς σὲ σχῆμα σταυροῦ, ἀσπαζόμενοι τὸ χέρι του νὰ παίρνουν τὸ ἀντίδωρο. Μερικοὶ βεβαίως πιστοὶ δὲν ἔχουν συνηθίσει νὰ ἀσπάζονται τὸ χέρι τοῦ Ἱερέως των παίρνοντας τὸ ἀντίδωρο. Κάνουν λάθος καὶ μάλιστα σοβαρὸ διότι τὸ χέρι ἐκεῖνο πρὶν λίγο ἔψαυσε τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, Τὸν τεμάχισε κ.λπ..

Εὐλαβὴς εἶναι καὶ ἡ συνήθεια ὁρισμένων χριστιανῶν νὰ παίρνουν ἀντίδωρο μαζί τους ὥστε νὰ τὸ τρώγουν τὶς ἡμέρες ποὺ δὲν θὰ ἐκκλησιασθοῦν, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ εὐλάβεια –κυρίως τῶν μεγαλυτέρων– νὰ προσέχουν ὥστε νὰ μὴν πέσει κάτω καὶ πατηθεῖ οὔτε ἕνα μικρὸ ψίχουλό του, ἀφοῦ συμβολίζει τὴν Παναγία μας, ἔχει δὲ εὐλογηθεῖ ἰδιαιτέρως. Πάντως τὸ ἀντίδωρο τρώγεται ἀπαραιτήτως ἀπὸ νηστικοὺς καὶ δὲν συνοδεύει γιὰ παράδειγμα τὸν καφὲ ἢ τὸ φαγητό μας.

Εἶναι κρίμα δὲ νὰ φεύγουν κάποιοι ἀπὸ τὸ Ναὸ χωρὶς οὔτε καὶ αὐτὴν τὴν εὐλογία τοῦ ἀντιδώρου καὶ τοῦ ἀσπασμοῦ τῶν χειρῶν τοῦ λειτουργήσαντος Ἱερέως, προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τὴν τέλεση τῶν Μνημοσύνων ἢ τὸ προχωρημένο τῆς ὥρας καὶ τὴν πληθώρα τοῦ κόσμου. Δυστυχῶς μόνον στὸν ἐκκλησιασμὸ μᾶς πιάνουν βιασύνες καὶ δὲν διαθέτουμε 10-15 λεπτὰ παραπάνω ποὺ θὰ διαρκέσει ἴσως ἡ τελετὴ τοῦ Μνημοσύνου μαζὶ καὶ ἡ διανομὴ τοῦ ἀντιδώρου.

Ἡ τάξη λοιπὸν καὶ ἡ εὐπρέπεια πρέπει νὰ χαρακτηρίζει πρωτίστως τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ὀφείλουν καὶ νὰ ὀρθοπρακτοῦν!

Μισοσαραντισμὸς

Πολλὲς εἶναι οἱ νέες μητέρες ποὺ μετὰ τὴν γέννα ζητοῦν νὰ ἐπισκεφθεῖ ὁ Ἱερέας τὸ σπίτι τους τὴν 20ὴ ἡμέρα γιὰ νὰ εὐλογήσει τὴν λεχώνα καὶ τὸ παιδί της μὲ τὴν λεγομένη εὐχὴ τῆς «μισοσαράντισης». Προκαταβολικὰ ὅμως θὰ πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι δὲν ὑφίσταται τέτοια εὐχὴ ἢ Ἀκολουθία, δὲν ὑπάρχει μισοσαραντισμός.

Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση καὶ τὴν τάξη τῆς Ἐκκλησίας ἡ λεχώνα δέχεται τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἱερέα τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς γεννήσεως γιὰ νὰ τὴν εὐλογήσει («εὐχὴ εἰς γυναῖκα λεχώ»). Κατὰ τὴν ὀγδόη ἡμέρα φέρεται στὸν Ναὸ τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τοῦ δοθεῖ τὸ ὄνομα («εὐχὴ εἰς τὸ κατασφραγῖσαι παιδίον λαμβάνον ὄνομα τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ ἀπὸ τῆς γεννήσεως αὐτοῦ») ὅπως καὶ ἡ Παναγία μας ἔκανε μὲ τὸν Κύριο παραδίδοντάς Τον τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἀπὸ τῆς Γεννήσεώς Του στὸν δίκαιο Συμεὼν (καὶ ὄχι κατὰ τὴν Βάπτιση). Τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα προσέρχεται στὸ Ναὸ ἡ μητέρα μὲ τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ «ἐκκλησιάσει», ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε καὶ ἡ Θεοτόκος μὲ τὸν Κύριο. Δυστυχῶς ὅμως οἱ δύο πρῶτες εὐχές, δηλαδὴ τῆς πρώτης καὶ τῆς ὀγδόης ἡμέρας ἀπὸ τῆς γεννήσεως ἔχουν πλέον σχεδὸν «ἐξαφανισθεῖ» ἀπὸ τὶς συνήθειες τῶν χριστιανῶν μας· ἡ δὲ Βάπτιση θεωρεῖται –λανθασμένως– ὀνοματοδοσία.

Μισοσαραντισμὸς λοιπὸν δὲν ὑπάρχει σὰν Ἀκολουθία ἢ Εὐχὴ στὰ Εὐχολόγιά μας. Ἡ Ἐκκλησία μας γνωρίζει μόνον τὸν Σαραντισμὸ τὴν 40ὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννηση μὲ τὴν παρουσία καὶ τῆς μητέρας, στὸν Ναό, ὄχι στὸ σπίτι, διότι πρόκειται περὶ ἐκκλησιασμοῦ.

Ἐὰν πάλι κάποιες γυναῖκες ὑποχρεώνονται γιὰ διαφόρους ἀνυπέρβλητους λόγους νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ σπίτι πρὶν ἀπὸ τὶς 40 ἡμέρες, ἂς τὸ κάνουν, ἀφοῦ ἔχουν δεχθεῖ κανονικὰ τὶς δύο προηγούμενες Εὐχὲς-Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀναφέρθηκαν καὶ τὴν 40ὴ ἂς προσέρχονται στὸν Ναὸ μὲ τὸ παιδὶ γιὰ νὰ δεχθοῦν τὶς ἀνάλογες εὐχές, ὥστε νὰ μεταλάβουν ἀκατακρίτως τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Οἱ παλαιότερες μητέρες βεβαίως γνωρίζουν ὅτι ἀπέφευγαν τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸ σπίτι ὅλες αὐτὲς τὶς ἡμέρες, καὶ τὶς 40. Τοῦτο γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὶς μολύνσεις ἀπὸ τὰ μικρόβια, τὶς σπλαγχνικὲς ἐνοχλήσεις τῆς λεχώνας, τὴν βασκανία τοῦ κόσμου καὶ ἔτσι νὰ ἀναλάβουν δυνάμεις μετὰ ἀπὸ τὶς δυσκολίες ἑνὸς τοκετοῦ.

Οἱ ἐξορκισμοὶ

Ὅπως διαβάζουμε στὰ διάφορα εἰδικὰ ἐγχειρίδια ὅταν μιλᾶμε γιὰ ἐξορκισμοὺς ἐννοοῦμε ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ ἁγιαστικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας τῆς κατηγορίας τῶν ἀρνητικῶν καθιερώσεων. Σκοπὸς δηλαδὴ τοῦ ἐξορκισμοῦ εἶναι ἡ ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ ἀπαλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ τῶν κτισμάτων Του ἀπὸ τῆς δαιμονικῆς κατοχῆς ἢ ἐπηρείας ἢ καὶ αὐτῆς τῆς ροπῆς τῶν δαιμονίων δυνάμεων, ὑπὸ τὴν ὁποία βρίσκεται ἡ λογικὴ καὶ ἄλογη φύση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἐξορκισμὸς ἔχει συνήθως ἐπιτιμητικὸ ἢ προστακτικὸ χαρακτῆρα. Ὁ Ἅγ. Ἰουστῖνος, φιλόσοφος καὶ μάρτυς τῶν ἀρχῶν τοῦ 2ου αἰ., τονίζει τὴν ἀρχαιότατη πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἔχει τὶς ρίζες της στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἀναφέρει στὴν Ἀπολογία του: «πᾶν δαιμόνιον ἐξορκιζόμενον τῇ δυνάμει τοῦ Ἰησοῦ ὀνόματος νικᾶται καὶ ὑποτάσσεται».

Ἤδη ὁ Κύριος ἐνεργεῖ πολλὰ θαύματα θεραπείας καὶ ἀπαλλαγῆς ἀνθρώπων ἀπὸ τοὺς δαίμονες (ὅπως τοῦ νέου στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν), ἀλλὰ κατηγορεῖται ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους ὅτι «ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια» (Ματθ. 9,34 και 12,24). Σὲ τέτοιες θεραπεῖες προβαίνουν στὴ συνέχεια καὶ οἱ Ἀπόστολοι, ἐπικαλούμενοι βεβαίως τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε γιὰ ἐκείνους· «ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς, ὄφεις ἀροῦσι, κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει, ἐπὶ ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι καὶ καλῶς ἕξουσι» (Μάρκ. 16,17). Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος ἀναφέρει τὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβάλλετε» (Ματθ. 10,18).

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ ἐξορκισμοὺς στοὺς ἀσθενεῖς, ποὺ βρίσκονται ὑπὸ τὴν ἐπήρεια ἀκαθάρτων πνευμάτων, στὶς προβαπτισματικές της ἀκολουθίες (ἤδη ἀπὸ τὸν 3ο αἰ.) καὶ σὲ κάποιες ἀκόμη περιστάσεις.

Οἱ πρὸ τοῦ Βαπτίσματος ἀφορκισμοὶ ἢ ἐξορκισμοὶ κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀναγινώσκονται ἅπαξ ἐπὶ τοῦ μέλλοντος νὰ βαπτισθεῖ κατὰ τὴν ἀκολουθία τῆς Κατηχήσεως, ἡ ὁποία τελεῖται συναπτὰ μὲ τὸ Βάπτισμα. Παλαιότερα διαβάζονταν περισσότερες φορὲς καὶ πυκνότερα κατὰ τὶς πρὸ τοῦ Βαπτίσματος ἡμέρες. Μὲ αὐτὲς ἐξορκίζεται ἐν ὀνόματι τοῦ ἀληθινοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ πονηρὸ πνεῦμα τοῦ Διαβόλου καὶ ἐπιτάσσεται νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸ ἀκόμη ἀβάπτιστο νήπιο, καθ’ ὅσον καὶ τὰ νήπια πρὶν ἀπὸ τὸ Βάπτισμα τελοῦν ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ τοῦ Σατανᾶ.Συμπεριλαμβάνονται βεβαίως στὸ Εὐχολόγιο καὶ τρεῖς ἐκτεταμένες εὐχὲς ἐξορκισμῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τέσσερις ἀκόμη τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου (ἀναγινωσκόμενες «πρὸς τοὺς πάσχοντας ὑπὸ δαιμόνων καὶ πρὸς πᾶσαν ἀσθένειαν») καὶ μία τοῦ Ἁγ. Τρύφωνος «λεγομένη εἰς κήπους, ἀμπελῶνας καὶ χωράφια», ἀφοῦ καὶ ἡ κτίση, ὁλόκληρη ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων συστενάζει καὶ συνοδυνᾶται μὲ τὸν ἄνθρωπο.

Οἱ ἐξορκισμοὶ σήμερα ἀναγινώσκονται ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς, ἀλλὰ στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὑπῆρχε εἰδικὴ τάξη ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν, τῶν ἐξορκιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀνεγίνωσκαν αὐτὲς τὶς καθιερωμένες ἐξορκιστικὲς εὐχές. Δὲν εἶχαν ὅμως καμία σχέση μὲ τοὺς πρὸ καὶ μετὰ Χριστὸν ἐξορκιστές, ὅπως οἱ «ἑπτὰ υἱοὶ Σκευᾶ Ἰουδαίου ἀρχιερέως», ποὺ ἀναφέρονται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονταν ὅτι ἔδιωχναν τὰ δαιμόνια ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ διαφόρους τόπους διὰ μαγείας ἢ ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀλλὰ καταδικάστηκαν ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία.

Δυστυχῶς ὅμως ἀκόμη καὶ σήμερα ὑπάρχουν πλεῖστοι ὅσοι «ἐξορκιστές», οἱ ὁποῖοι καταφέρνουν νὰ ἐξαπατοῦν καθημερινὰ πολλοὺς συνανθρώπους μας, κυρίως τοὺς μωρόπιστους, τοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ τοὺς δεισιδαίμονες. Ὅλους αὐτοὺς τοὺς «ἐξορκιστὲς» θὰ μπορούσαμε νὰ τοὺς ἐντάξουμε σὲ ἕνα εὐρὺ φάσμα τὸ ὁποῖο συμπεριλαμβάνει ἀπὸ τοὺς ὄντως πιστοὺς καὶ ὁπαδοὺς τοῦ Σατανᾶ καὶ τῶν δαιμόνων του, ποὺ προβαίνουν σὲ τέτοιου εἴδους τελετὲς καὶ μαγεῖες, οἱ ὁποῖες ὅμως εἶναι σκεπασμένες μὲ ἕνα πέπλο ὀμορφιᾶς, ἀθωότητας καὶ καλωσύνης μέχρι τὶς «ξεματιάστρες», τὶς κυρίες ποὺ «λένε τὸ φλυτζάνι» ἢ ποὺ «ρίχνουν τὰ χαρτιὰ» καὶ τοὺς ἀπατεῶνες ποὺ ἐξαπατοῦν προσπαθώντας νὰ πορισθοῦν χρήματα ἀπὸ αὐτὴν τὴν «ἐργασία». Μόλις βεβαίως ποὺ χρειάζεται νὰ εἰπωθεῖ ὅτι τὰ προβλήματα, γιὰ τὰ ὁποῖα προβαίνουν σὲ τέτοιου εἴδους πράξεις «λύνονται». Ὁ Διάβολος τὰ δημιουργεῖ, ὁ ἴδιος τὰ λύνει καὶ ἔπειτα εὔκολα, ὅσοι ἐμπλέκονται σὲ τέτοιου εἴδους καταστάσεις, πέφτουν στὰ χέρια του, γίνονται ὑποχείριά του καὶ δέχονται ἢ πιστεύουν πλέον τὰ πάντα.

Δὲν λείπουν βεβαίως καὶ ἐκεῖνοι οἱ συνάνθρωποί μας, ποὺ δὲν θέλουν νὰ ἐμπλακοῦν σὲ τέτοιες καταστάσεις καὶ προτιμοῦν νὰ ἀπευθυνθοῦν ὄχι σὲ ἕναν μάγο ἢ σὲ μία «χαρτορίχτρα», ἀλλὰ σὲ ἕναν Ἱερέα, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς διαβάσει κάποια ἢ κάποιες ἀπὸ τὶς παραπάνω εὐχὲς ἢ τὶς εὐχὲς τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ –ὅπως συνηθίζεται ἐσχάτως– μὴ ἔχοντας ξεκαθαρίσει μέσα τους τοὺς λόγους γιὰ μιὰ τέτοια κίνηση. Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς χριστιανούς μας δὲν ἔχουν τὴν διάθεση γιὰ πνευματικὸ ἀγῶνα. Νομίζουν ὅτι μὲ τὴν ἀνάγνωση ἀπὸ τὸν Ἱερέα αὐτῶν τῶν εὐχῶν θὰ λυθοῦν αὐτομάτως καὶ ὅλα τους τὰ προβλήματα, ἂν καὶ θὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι αὐτὲς οἱ εὐχὲς εἶναι γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν καταληφθεῖ ἀπὸ τὸν Σατανᾶ καὶ τὰ δαιμόνιά του καὶ δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀναγινώσκονται τυχαῖα στὸν ὁποιονδήποτε (δυστυχῶς ὅμως συμβαίνει καὶ τοῦτο). Ἄλλωστε καὶ ὁ Κύριος εἶπε ὅτι τὸ γένος τοῦτο, δηλαδὴ τῶν δαιμόνων, δὲν ἐξέρχεται εἰ μὴ «ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Χρειάζεται ἐπίσης ἁγιότητα βίου ἐκ μέρους τοῦ Ἱερέα, ποὺ θὰ προβεῖ σὲ ἐξορκισμό. Ἔχουμε μάθει ὅμως νὰ μεταθέτουμε στοὺς ἄλλους τὴν λύση τῶν δικῶν μας προβλημάτων. Δὲν ἀγωνιζόμαστε τὸν «ἀγῶνα τὸν καλόν», δὲν διαθέτουμε χρόνο γιὰ προσευχὴ καὶ ἐκκλησιασμό, δὲν ἐξομολογούμαστε τὶς ἀνομίες μας, δὲν ἔχουμε ταπείνωση ἀλλὰ ἐγωϊσμό, δὲν ἐργαζόμαστε θεάρεστα, δὲν συγχωροῦμε, ἀλλὰ κατακρίνουμε, καταδικάζουμε καὶ συκοφαντοῦμε τὸν ἀδελφό μας, πολλὲς φορὲς μεταλαμβάνουμε ἀναξίως καὶ χωρὶς πνευματικὴ προετοιμασία τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου. Μὲ ἄλλα λόγια ὅταν «ἀφήνουμε ἀνοιχτὰ παράθυρα» στὴν ψυχή μας, τότε εὔκολα αὐτὴ παραβιάζεται.

Ὅλα αὐτὰ βρίσκουν τόπο στὴν καθημερινότητα πολλῶν ἀνθρώπων. Ἡ Ἐκκλησία σοφὰ ἐπεφύλαξε τὴν ἀνάγνωση τῶν ἐξορκισμῶν σὲ συγκεκριμένους ἀνθρώπους καὶ γιὰ εἰδικοὺς λόγους καὶ καταστάσεις καὶ ἔτσι θὰ πρέπει νὰ παραμείνει. Καὶ ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι «εἰ ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν» τότε «οὐδεὶς καθ’ ἡμῶν».

Φανουρόπιττα

ὉἍγιος Φανούριος εἶναι ἄγνωστος στὰ ἀρχαῖα Μαρτυρολόγια, τὰ βιβλία δηλαδὴ ἐκεῖνα ποὺ συντάσσονταν ἀπὸ διάφορες τοπικὲς Ἐκκλησίες π.χ. τῶν Ἱεροσολύμων ἢ τῆς Αἰγύπτου κ.λπ. καὶ περιελάμβαναν τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, ποὺ εἶχαν ἁγιοκαταταχθεῖ ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἔζησαν ἢ μαρτύρησαν στὴν περιοχή τους.

Ἡ πρώτη μαρτυρία γιὰ τὸν Ἅγιο Φανούριο προέρχεται ἀπὸ τὸν 14ο αἰ. καὶ ἀπὸ τὴ νῆσο Ρόδο. Ἐκεῖ ἐπὶ Μητροπολίτου Ρόδου Νείλου (1355-1369) οἱ κάτοικοι βρῆκαν ἕναν παλαιὸ Ναὸ πλησίον τῶν τειχῶν καὶ μεταξὺ τῶν ἐρειπίων καὶ μία εἰκόνα. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἀνέγραφε τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀγνώστου μέχρι τότε Ἁγίου, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε σταυρὸ (ἄρα ἐπρόκειτο γιὰ μάρτυρα) καὶ ἔφερε στρατιωτικὴ ἀμφίεση καθὼς ἐπίσης καὶ 12 σκηνὲς ἀπὸ τὸν βίο καὶ τὰ μαρτύριά του. Ἐπρόκειτο γιὰ τὸν Ἅγ. Φανούριο. Ἔκτοτε ἡ μνήμη του, ἡ ὁποία ἑορτάζεται στὶς 27 Αὐγούστου, ἡμέρα εὑρέσεως τῆς εἰκόνας, διαδόθηκε σὲ ὅλον τὸν ἑλληνορθόδοξο κόσμο. Σ’ αὐτὸ βεβαίως συνετέλεσαν τὰ ἄπειρα θαύματα, ποὺ ἡ λαϊκή μας εὐσέβεια ἀπέδωσε σ’ ἐκεῖνον.

Ἐκ τοῦ βίου του συμπεραίνεται ὅτι βοήθησε στὴν ἀνεύρεση ἀπολεσθέντων ἀντικειμένων καὶ ζώων ἢ θεράπευσε μοναχοὺς καὶ ἄλλους. Στὴν ἐπιβολὴ αὐτῆς τῆς πίστεως φυσικὰ συνετέλεσε καὶ ἡ ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματός του: Φανούριος-φανερώνω, δηλαδὴ ἀποκαλύπτω κάτι τὸ ὁποῖο θεωρεῖται ἀπολεσθέν.

Συναφὴς εἶναι καὶ ἡ χρήση τῆς Φανουρόπιττας ἀπὸ τοὺς πιστούς μας. Προστρέχουν στὸν Ἅγιο καὶ μὲ βαθιὰ πίστη τὸν παρακαλοῦν νὰ τοὺς φανερώσει ἀπολεσθέντα ἀντικείμενα ἢ ὅσα ἔχουν ἀνάγκη νὰ ἀποκτήσουν, τάζοντας μιὰ πίττα πρὸς τιμήν του. Καὶ εἶναι πράγματι παράδοξο –κυρίως γιὰ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας– ὅσα θαυμαστὰ πραγματοποιεῖ καθημερινῶς ἀναλόγως πρὸς τὸ συμφέρον κάθε μιᾶς ψυχῆς ὁ Ἅγιος Φανούριος καὶ μάλιστα τάχιστα. Οἱ περισσότεροι πιστοί μας ἔχουν νὰ διηγηθοῦν κάποια θαυμαστὴ παρέμβαση τοῦ Ἁγίου Φανουρίου στὴν ζωή τους.

Βεβαίως τὸ ἔθιμο αὐτὸ τοῦ ταξίματος τῆς πίττας, τὸ ὁποῖο ἴσως σκανδαλίζει κάποιους ἐκ τῶν πιστῶν μας, «ἡ Ἐκκλησία τὸ ἀνέχεται ἀφοῦ δὲν ἀντίκειται πρὸς τὸ δόγμα καὶ τὸ ἀληθινὸ πνεῦμα τῆς θείας λατρείας. Ἐδῶ οὐσιαστικὰ δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ἐπιλήψιμο· μιὰ προσφορὰ ποὺ γίνεται πρὸς τιμὴν ἑνὸς Ἁγίου ὡς ἀποτέλεσμα κάποιας εὐχῆς-ταξίματος», ὅπως ἔγραφε ὁ ἐγκρατὴς –μακαριστὸς πλέον– καθηγητὴς Λειτουργικῆς Ἰω. Φουντούλης. Ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία μας γνωρίζει καὶ ἄλλες προσφορὲς πρὸς τιμὴν Ἁγίων κατόπιν τέτοιων εὐχῶν-ταξιμάτων, ὅπως π.χ. τὶς προσφορὲς κολλύβων ἢ ἀρτοκλασιῶν.

Ὑπεμφαίνεται ἐπίσης νομίζουμε μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προσφορὰ (ὅπως καὶ τῶν κολλύβων τῶν Ἁγίων καὶ τῶν ἀρτοκλασιῶν) καὶ μιὰ ἄλλη διάσταση τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας μας, αὐτὸ τῆς ἐλεημοσύνης διὰ τῶν προσφερομένων εἰδῶν. Ὅσοι λάβουν ἀπὸ τὰ προσφερόμενα καὶ εὐλογηθέντα εἴδη θὰ εὐφρανθοῦν, μπορεῖ νὰ χορτάσουν κάποιοι πεινῶντες (ἴσως σὲ παλαιότερες ἐποχές), θὰ δοξολογήσουν τὸν πανάγαθο Θεὸ καὶ θὰ τὸν παρακαλέσουν γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ τάματος τοῦ προσφέροντος.

Θὰ πρέπει ὅμως ὅλα αὐτὰ νὰ γίνονται μὲ προσοχή. Ἡ φανουρόπιττα συνδεόταν παλαιότερα ἐξ αἰτίας κάποιων λαϊκῶν τοπικῶν δοξασιῶν μὲ τὴν μητέρα τοῦ Ἁγίου, ἡ ὁποία θεωροῦνταν πολὺ ἁμαρτωλή, ὥστε ὅσοι θὰ λάβουν ἀπὸ αὐτὴ νὰ εὐχηθοῦν ὁ Κύριος νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες της. Ἀπεδίδετο μάλιστα ἡ διαδικασία στὸν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος ἄφησε τὴν «ἐντολὴ» αὐτή, τὸ νὰ προσφέρεται δηλαδὴ στὴν μνήμη τῆς μητέρας του αὐτὴ ἡ πίττα. Αὐτὰ ὅμως εἶναι καταδικαστέα, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μοναδικὴ πηγὴ γιὰ τὸν βίο του, τὴν εὑρεθεῖσα στὴ Ρόδο εἰκόνα, δὲν προκύπτει κάτι τέτοιο. Ἐπίσης δὲν θὰ πρέπει νὰ προσφέρεται εὐκαίρως ἀκαίρως ἀλλὰ μὲ διάκριση, ἰδιαιτέρως κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς αὐστηρᾶς νηστείας, ὁπότε δὲν καταλύεται οὔτε τὸ λάδι, τὸ ὁποῖο περιέχει (Τετάρτη-Παρασκευή, Μεγ. Τεσσαρακοστὴ κ.λπ.).

Εὐχὲς γιὰ τὴν εὐλογία τῆς πίττας τοῦ Ἁγ. Φανουρίου ἔχουν συνταχθεῖ ἀρκετές, ὅλες ὅμως νεώτερες, γνωστότερη τῶν ὁποίων εἶναι ἡ τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Ν. Ἰωνίας καὶ Φιλαδελφείας Τιμοθέου. Παλαιότερα χρησιμοποιεῖτο ἡ εὐχὴ γιὰ τὴν εὐλογία τῶν κολλύβων ποὺ προσφέρονταν πρὸς τιμὴν τῶν Ἁγίων ἢ ἡ εὐχὴ τῆς ἀρτοκλασίας.

Ἐπιβάλλεται νὰ προσέξουμε καὶ κάτι ἀκόμη. Ἡ προσφορὰ τῆς πίττας πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀντικαταστήσει, νὰ ὑποβαθμίσει ἢ ἀκόμα καὶ νὰ ἐπηρεάσει τὴν πίστη μας πρὸς τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ τελεῖ τὰ θαύματα μὲ τὴ μεσιτεία καὶ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων μας. Σ’ Ἐκεῖνον ὀφείλονται πρωτίστως οἱ εὐχαριστίες μας καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη μας, κυρίως ἡ ὁλόθερμη καὶ ὁλοκάρδια ἀφοσίωσή μας. Μὲ ἁπλὰ λόγια: συνήθως μετὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς εὐχῆς-ταξίματός μας προσφέρουμε τὴν πίττα καὶ ἔτσι πιστεύουμε ὅτι «ξεμπερδέψαμε» μὲ τὶς «ὑποχρεώσεις» μας. Δὲν εἶναι ἔτσι ὅμως. Ὁ Θεὸς θέλει τὴν ἀληθινὴ καὶ καθαρὴ λατρεία μας, ζητᾷ ἡ ζωή μας νὰ συμβαδίζει μὲ τὸ θεῖό Του Εὐαγγέλιο καὶ νὰ Τὸν ἀγαποῦμε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μας. Τότε εἴμαστε πραγματικοὶ χριστιανοί.

Ι.Μ Α.Π