Τοῦ Ἀντώνη Κουτεντάκη, Θεολόγου, ἱστορικού, διπλωματούχου λειτουργικῆς, ὑπ. διδάκτορος ἱστορίας στο Arxon.gr
«Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Ἐμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα φαγεῖν; Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. Καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι’ ἐμέ. Οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν τὸ μάννα καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ διδάσκων ἐν Καπερναούμ. Πολλοὶ οὖν ἀκούσαντες ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον· σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; Εἰδὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσι περὶ τούτου οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; Ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον; Τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν· τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν. Ἀλλ’ εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ πιστεύουσιν. ᾔδει γὰρ ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἰησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ πιστεύοντες καὶ τίς ἐστιν ὁ παραδώσων αὐτόν. Καὶ ἔλεγε· διὰ τοῦτο εἴρηκα ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου. Ἐκ τούτου πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ οὐκέτι μετ’ αὐτοῦ περιεπάτουν. Εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τοῖς δώδεκα· μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»[1]
Ξεκινῶ τὶς σκέψεις μου αὐτὲς μὲ τὸ ὡς ἄνω εὐαγγελικὸ χωρίο, ὄχι γιὰ νὰ γεμίσω περισσότερες ἀράδες, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταδειχθεῖ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς πὼς ἡ θεία Κοινωνία ἀποτελοῦσε αἰτία σκανδάλου τῶν ἀνθρώπων πρὶν κἂν συσταθεῖ ὡς Μυστήριο ὑπὸ τοῦ Κυρίου κατὰ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν νὰ τοὺς λέγει ὅτι πρέπει νὰ φᾶνε τὸ Σῶμά Του γιὰ νὰ ζήσουν αἰώνια ἔφυγαν σκανδαλισμένοι, καὶ μάλιστα ἀνάμεσά τους ὑπῆρξαν καὶ μαθητές Του. Ἀργότερα, τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ὁ Ἰούδας κράτησε τὸν τίμιο Ἄρτο ὥστε νὰ τὸν δείξει στοὺς γραμματεῖς ὡς πιστοποίηση δῆθεν τῆς ὕβρεως στὴν ὁποία εἶχε περιπέσει ὁ Ἰησοῦς. Κατὰ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς δὲ χρόνους, οἱ Χριστιανοὶ κατηγοροῦντο ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων ὅτι στὰ δεῖπνά τους ἔσφαζαν καὶ ἔτρωγαν μωρά.
2.000 χρόνια τώρα, στὸ ἐπίκεντρο κάθε ἐπιθέσεως, ἀμφισβητήσεως ἢ ἀκόμη καὶ ἁπλοῦ προβληματισμοῦ βρίσκεται ἡ θεία Κοινωνία. Τὸ 1988 ὁ τότε Βουλευτὴς Βασίλειος Ἀγοράστης εἶχε καταθέσει ἐρώτηση στὴν Βουλὴ ζητώντας ἀπὸ τὸ ἁρμόδιο Ὑπουργεῖο καὶ τοὺς Ἰατρικοὺς Συλλόγους νὰ λάβουν θέση γιὰ τὸ θέμα τῆς Θείας Κοινωνίας «γιὰ τὸ ἀπαράδεκτο καὶ θλιβερὸ αὐτὸ φαινόμενο» (sic), μέσῳ τῆς Ὁποίας θὰ μετεδίδετο ὁ ἰὸς τοῦ aids, γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ 2020, ὅπου καὶ πάλι ὁ ἐπικρατήσας κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες τρόπος μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας προβάλλεται ὡς ἐπικίνδυνος γιὰ τὴν διασπορὰ ἑνὸς ἄλλου ἰοῦ, τοῦ κορωνοϊοῦ, ὄχι μόνον ἀπὸ πολιτικοὺς καὶ δημοσιογράφους, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ ἀπὸ θεολόγους καὶ ἱερεῖς!
Ὁ λόγος βεβαίως περὶ τῆς ἱερᾶς λαβῖδος, σκεύους παντελῶς ἀγνώστου κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες χριστιανικοῦ βίου. Ἀγνώστου, διότι μέχρι καὶ τοῦ ιβ΄ αἰῶνος -βάσει τῶν λειτουργικῶν χειρογράφων- ἐφαρμόζετο ὁ τρόπος ποὺ καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἐφήρμοσε κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο. «Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου· καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες·[2]». Πῶς δηλαδὴ κοινώνησε ὁ Κύριος τοὺς Μαθητές Του; Τεμάχισε τὸν Ἄρτο καὶ τοὺς τὸν ἔδωσε στὰ χέρια, ἐνῷ στὴν συνέχεια τοὺς προσέφερε νὰ πιοῦν ἀπὸ τὸ ἴδιο ποτήριο τὸ Αἷμά Του. Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο συνέβαινε λοιπὸν καὶ σὲ κάθε θεία Λειτουργία μέχρι καὶ τοῦ ιβ΄ αἰῶνος. Οἱ πιστοὶ προσήρχοντο στοὺς Διακόνους σταυρώνοντας τὶς παλάμες τους, πάνω στὶς ὁποῖες ἐτοποθετεῖτο ὁ τίμιος Ἄρτος γιὰ νὰ Τὸν καταλύσουν, ἐνῷ στὴν συνέχεια προσήρχοντο στὸ Ποτήριο ἀπ’ ὅπου καὶ μετελάμβαναν τοῦ Αἵματος.
Ἡ λαβίδα ἀναφέρεται πρώτη φορὰ τὸ 861, ὡς μέσο μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας σὲ ἀσθενεῖς ἢ βρέφη[3], γιὰ νὰ καθιερωθεῖ πλέον ἀπὸ τοῦ ιβ΄ αἰῶνος καὶ ἑξῆς γιὰ καθαρὰ πρακτικοὺς λόγους. Πολλοὶ λόγοι συνετέλεσαν σὲ αὐτὴ τὴν λειτουργικὴ ἐξέλιξη. Ἀφ’ ἑνὸς ἦταν μιὰ λύση ἀνάγκης λόγῳ τῆς ἐλλείψεως Διακόνων ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Ναούς[4], δεδομένου ὅτι ὁ μέχρι τότε τρόπος χωριστῆς μεταδόσεως τοῦ Σώματος ἀπὸ τοῦ Αἵματος ἀπαιτοῦσε τὴν παρουσία δύο λειτουργῶν τοὐλάχιστον (Διακόνου καὶ Ἱερέως), ὥστε ὁ πρῶτος νὰ μεταδίδει τὸ Σῶμα ἀπὸ τοῦ Δισκαρίου καὶ ὁ δεύτερος τὸ Αἷμα ἀπὸ τοῦ Ποτηρίου. Ἀφ’ ἑτέρου, ἡ γενίκευση πλέον τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ καθιστοῦσε σχεδὸν ἀδύνατη τὴν συμμετοχὴ στὴν θεία Κοινωνία τῶν νηπίων τῇ ἡλικίᾳ μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ γενικότερη ἄμβλυνση τέλος τῆς λειτουργικῆς ἀγωγῆς τῶν πιστῶν, καθὼς καὶ ἡ σὺν τῷ χρόνῳ χαλάρωση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσαν μιὰ σοβαρὴ ὤθηση στὴν ἐξεύρεση ἑνὸς ἀσφαλοῦς τρόπου μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας, ὁ ὁποῖος θὰ ἐλαχιστοποιοῦσε τὶς πιθανότητες ἀτυχημάτων, δηλαδὴ τὴν χρήση τῆς λαβῖδος. Ὡς γενικευμένος τρόπος μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας συναντᾶται κατὰ τὸν ιγ΄ αἰῶνα, γιὰ νὰ φθάσουμε στὸν ιδ΄, ὅπου ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ λειτουργικὰ χειρόγραφα τὴν ἀναφέρουν ὡς τὸν μοναδικὸ τρόπο θείας Κοινωνίας τῶν πιστῶν.
Εἶναι βέβαιο λοιπὸν καὶ ἱστορικὰ κατοχυρωμένο ὅτι κατὰ τοὺς πρώτους ιβ΄ αἰῶνες δὲν χρησιμοποιεῖτο λαβίδα, ὅμως ΟΛΟΙ κοινωνοῦσαν τοῦ Αἵματος ἀπὸ τοῦ ΚΟΙΝΟΥ ΠΟΤΗΡΙΟΥ, γεγονὸς ποὺ τεχνηέντως ἀποσιωπᾶται σήμερα ἀπὸ ὅλους τοὺς κατακριτὲς τῆς λαβῖδος. Ὁ τρόπος μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας δὲν εἶναι ἀνούσιος τύπος ἢ ἁπλῆ παράδοση ποὺ μπορεῖ εὔκολα νὰ ἀλλάξει, ὅπως ὅλες οἱ παραδόσεις ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου, ἀλλὰ μιὰ ἔμπρακτος πιστοποίηση πὼς ἡ θεία Κοινωνία δὲν εἶναι μιὰ ἀτομικὴ ὑπόθεση, δεδομένου πὼς ὅλοι εἴμαστε «μέλη ἐκ μέρους» τοῦ ἑνὸς Σώματος τοῦ Χριστοῦ[5]. Τίποτα ἀτομικὸ ἄλλωστε δὲν ὑπάρχει ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε βεβαίως καὶ ὁ καινοφανέστατος ὅρος τῆς «ἀτομικῆς προσευχῆς» ποὺ ἐσχάτως εἰσήχθη. Ἡ προσευχὴ ποὺ κάνουμε κατ’ οἶκον ὀνομάζεται «κατ’ ἰδίαν προσευχὴ» καὶ σὲ καμία περίπτωση δὲν εἶναι ἀτομική, ἀφοῦ ἀκόμη καὶ ἡ κατ’ ἰδίαν προσευχὴ εἶναι -ἢ τοὐλάχιστον ὀφείλει νὰ εἶναι- οἰκουμενικὴ προσευχή, ὅπως ἦσαν οἱ προσευχὲς τοῦ Μ. Ἀντωνίου, ποὺ στήριξαν ὅλη τὴν οἰκουμένη, ἢ τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ὅταν προσηύχετο στύλος πυρὸς ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ κελλί του ἕως τοῦ οὐρανοῦ.
Ἡ λειτουργικὴ πράξη λοιπὸν ποὺ καταργεῖ πλήρως τὴν ἀτομικότητα εἶναι ἡ θεία Κοινωνία, ἡ ὁποία δὲν εἶναι κοινωνία μόνον μετὰ τοῦ προσφερομένου Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ μὲ σύνολη τὴν Ἐκκλησία, τοὺς Ἁγίους, τοὺς ζῶντες, τοὺς κεκοιμημένους καὶ κυρίως τοὺς συγκοινωνοῦντες πιστούς. Αὐτὸ ἀκριβῶς πιστοποιοῦσε τὸ κοινὸ Ποτήριο τὸ ὁποῖο σὺν τῷ χρόνῳ ἀντικατεστάθη ὑπὸ τῆς κοινῆς λαβῖδος. Ἡ θεία Κοινωνία δηλαδὴ στὸν τρόπο μεταδόσεώς Της πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διασώζει τὴν κοινὴ χρήση (τοῦ Ποτηρίου ἀρχικὰ καὶ τῆς λαβῖδος ἐν συνεχείᾳ), τὴν συνύπαρξη, τὴν κοινωνία, τὴν ἀλληλοπεριχώρηση, ἡ ὁποία ὅμως δὲν περιορίζεται σὲ φιλοσοφίες καὶ ἐμετικὲς ἀγαπολογίες, ἀλλ’ ἐφαρμόζεται ἐμπράκτως καὶ ὀντολογικῶς, ὅπως ἀκριβῶς ὑποστατικὴ συνύπαρξη καὶ κοινωνία μετὰ τῶν ἄλλων θὰ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρόγευση τῆς ὁποίας εἶναι ἡ θεία Κοινωνία.
Ἐὰν λοιπὸν ἀποφασίσουμε ὡς Ἐκκλησία – καὶ χρησιμοποιῶ α΄ πληθ. πρόσωπο, διότι Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνον ὁ πρῶτος ἑκάστης Συνόδου, ὁ ὁποῖος ὡς δικτάτωρ ἐπιβάλλει τὴν ἄποψή του στοὺς λοιποὺς ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται μὲ τὴν σειρά τους ὡς μικροὶ δικτατορίσκοι νὰ τὴν ἐφαρμόσουν, μὲ ἐμᾶς τοὺς λαϊκοὺς νὰ ἀκολουθοῦμε τυφλά, χωρὶς νὰ μᾶς δίδεται κἂν τὸ δικαίωμα νὰ ἐκφράσουμε τὴν διαφωνία μας. Ἄλλα μαρτυρεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ὅσο κὶ ἂν δὲν συμφέρουν κάποιους ποὺ τὰ τελευταῖα χρόνια προσπαθοῦν νὰ ἐγκαθιδρύσουν στὴν ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τὸ πάντοτε ξένο καὶ ἀποβλητέο πρωτεῖο συγκεκριμένου προσώπου ἢ τὴν ἐν γένει δυτικὴ κληρικοκρατία- Ἐὰν λοιπὸν ἀποφασίσουμε ὡς Ἐκκλησία νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν ἀρχαία πρακτική (καὶ μακάρι νὰ εἴχαμε τὶς προϋποθέσεις, τὴν λειτουργικὴ ἀγωγὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ὠριμότητα γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε), θὰ πρέπει τὸ τίμιο Αἷμα νὰ Τὸ μεταλαμβάνουμε ὅλοι ἀπὸ τὸ ἴδιο Ποτήριο. Ἄλλος τρόπος δὲν ὑπάρχει, διότι κάθε προσπάθεια μετατροπῆς τῆς θείας Κοινωνίας σὲ ἀτομικὴ ὑπόθεση τὴν καταργεῖ, ἀφοῦ τὴν παύει ὡς Κοινωνία καὶ τὴν μετατρέπει σὲ κάτι ἄλλο, ξένο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι γιὰ 1987 χρόνια, ξένο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς συνέστησε στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ τὸ βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης κατὰ τὴν 13η τοῦ ἐβραϊκοῦ μηνὸς Νισσάν, δηλαδὴ κατὰ τὴν 4η Ἀπριλίου (ν.ἡ.) τοῦ 33 μ.Χ.
Ἔτσι λοιπόν, φθάσαμε σήμερα νὰ ἀμφισβητεῖται ἡ κοινὴ λαβίδα, ὄχι ὡς καινοφανὴς τρόπος μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας, ἀλλ’ ὡς ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν ὑγεία τῶν κοινωνούντων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἐξεύρεση ἢ ἐφεύρεση τρόπων κατὰ πάντα καινοφανῶν καὶ οὐδεμία σχέση ἐχόντων μὲ τὸ Μυστήριο. Ἀρχιερεὺς ἐφήρμοσε τὸν ἐμβαπτισμὸ τοῦ Σώματος ἐντὸς τοῦ Αἵματος χαρακτηρίζοντας τὴν πρακτικὴ αὐτὴ ὡς τρόπο μεταλήψεως τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. Ὁ ἐμβαπτισμὸς ὅμως αὐτὸς δὲν γινόταν μὲ σκοπὸ τὴν μετάληψη τῶν πιστῶν, ἡ ὁποία γινόταν ἀπὸ τοῦ Δίσκου καὶ τοῦ κοινοῦ Ποτηρίου, ὅπως δηλαδὴ ἀκριβῶς καὶ κατὰ τὶς ἄλλες θεῖες Λειτουργίες, ἀλλ’ ἦταν ἡ πράξη τοῦ μελισμοῦ καὶ τῆς ἑνώσεως, ἡ ὁποία παρουσίαζε μία πολυπλοκότητα ἐν συγκρίσει μὲ τὶς Λειτουργίες τοῦ βυζαντινοῦ τύπου[6].
Ἕτερος ἀρχιερεὺς κατήργησε τὴν θεία Κοινωνία γιὰ τοὺς πιστούς, καθιστώντας ἔτσι τὴν θεία Λειτουργία μία ἀπλῆ προσευχητικὴ σύναξη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ πιστὸς λαμβάνει τὴν θεία Χάρι, χωρὶς ὅμως νὰ ἑνωθεῖ ὑποστατικῶς μὲ τὸν Χριστό, γεγονὸς ποὺ μόνον μὲ τὴν θεία Κοινωνία ἐπιτυγχάνεται. Διερωτῶμαι δὲ ἂν ὁ λειτουργὸς λέγει πρὸς τοὺς πιστοὺς τὴν παρακέλευση «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», δηλαδὴ ἂν ἐμπαίζει ἐκείνη τὴν ὥρα πιστοὺς καὶ Θεό. Ἄλλοι δὲ πιὸ εὐφάνταστοι καθιέρωσαν τὰ πολλαπλᾶ ἀτομικὰ κουταλάκια ἢ τὴν ἀπολύμανση τῆς λαβῖδος μετὰ ἀπὸ κάθε πιστό, σὰν τὰ ἱερὰ σκεύη σὲ τίποτα νὰ μὴν διαφέρουν ἀπὸ τὰ σκεύη ἑνὸς ἐστιατορίου, ἢ στὴν καλύτερη τῶν περιπτώσεων ἀπὸ τὰ ἰατρικὰ ἐργαλεῖα ἑνὸς ὀδοντιάτρου. Οἱ πρακτικὲς ὅμως αὐτὲς δύο πιθανὲς αἰτίες μόνον μποροῦν νὰ ἔχουν. Εἶτε δηλαδὴ οἱ ἴδιοι οἱ Ἀρχιερεῖς νὰ φοβοῦνται περὶ μεταδόσεως τοῦ ἰοῦ μέσῳ τῆς λαβῖδος, ὅπως ἐσχάτως ἄλλωστε διεκήρυξε ἱερεύς, σὰν ἡ θεία Κοινωνία νὰ εἶναι ἁπλὸς εὐλογημένος ἄρτος καὶ οἶνος καὶ ὄχι αὐτὸ τοῦτο τὸ τίμιο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Κυρίου, εἶτε νὰ εἶναι ἀναγκασμένοι ὑπὸ τῶν κυβερνώντων νὰ τηρήσουν τὰ μέτρα αὐτά, ἄλλος διότι πιέσθηκε καὶ ἄλλος διότι δὲν θέλει νὰ διαρρήξει τὶς σχέσεις του μαζί τους.
Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, ἐπιτέλους στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου, διότι «φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος[7]». «Πᾶσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις[8]». Καὶ αὐτὸ ποὺ τὸν τελευταῖο καιρὸ ὑφιστάμεθα καὶ βιώνουμε εἶναι μιὰ κατάφορος βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ἐκείνου δηλαδὴ ποὺ μεταβάλλει τὰ τίμια Δῶρα καὶ ἐνεργεῖ ἐντὸς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου.
Γιὰ μὲν τοὺς πολιτικοὺς καὶ δημοσιογράφους ἡ θεία Κοινωνία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ ψωμὶ καὶ κρασί. Μποροῦν λοιπὸν νὰ βλασφημοῦν κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος περιγελώντας καὶ ἀμφισβητώντας ὅσο θέλουν. Τοὺς παρακαλοῦμε ὅμως καὶ τοὺς προκαλοῦμε, ἀκόμη κὶ ἔτσι, νὰ μᾶς δείξουν ἔστω καὶ ἕνα περιστατικὸ ὅπου μεταδόθηκε ἡ ὁποιαδήποτε ἀσθένεια μέσῳ τῆς θείας Κοινωνίας. Ἔστω ἕνα! Φυσικὰ καὶ δὲν μποροῦν νὰ βροῦν, διότι δὲν ὑπάρχει.
Ὅσον ἀφορᾷ δὲ τοὺς –κατὰ τὰ ἄλλα- λειτουργοὺς τοῦ ἱεροῦ Θυσιαστηρίου, εἶναι ὄντως τραγικὸ νὰ εἶσαι διαχειριστὴς τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ποτὲ νὰ μὴν τὸ συνειδητοποίησες. Ὅταν καθιερώθηκε ἡ ἱερὰ λαβίδα (καὶ ὀνομάζεται λαβίδα, ὄχι κουταλάκι, ἀκριβῶς γιατὶ δὲν εἶναι ἕνα κουταλάκι καθημερινῆς χρήσεως) βεβαίως καὶ οἱ Πατέρες εἶχαν ἀπόλυτη γνώση τῆς ὑγιεινῆς καὶ τῶν τρόπων μεταδόσεως τῶν λοιμικῶν ἀσθενειῶν. Γνώριζαν ὅμως τοῦ Μυστηρίου τὴν δύναμη. Ἄλλωστε, ἡ σύγχρονη διεθνὴς ἰατρικὴ κοινότητα ἐπὶ τοῦ κορωνοϊοῦ προτείνει ὅ,τι ἀκριβῶς πρότεινε ὁ Ἱπποκράτης κατὰ τὸ 430 π.Χ.[9] Ἡ κοινὴ λαβίδα λοιπόν, συνέχεια τοῦ κοινοῦ Ποτηρίου, ὅπως καὶ ἀνωτέρω ἀνεφέρθη, δὲν εἶναι ἀνούσιος τύπος καὶ ἀδιάφορη πρακτική, ἀλλ’ ἔμπρακτος θεολογία.
Βεβαίως καὶ οὐδὲν Μυστήριο ἐνεργεῖ καταναγκαστικά, διότι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν καταργεῖ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ὁ ἄνθρωπος δέχεται τόση χάρη ὅση ὁ ἴδιος ἐπιτρέπει στὸν Θεὸ νὰ τοῦ παράσχει. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο χωρίζουν ὁρισμένοι ποὺ παντρεύτηκαν μὲ ἐκκλησιαστικὸ γάμο. Ὄχι διότι δὲν ἐνήργησε ἡ θεία Χάρις, ἀλλ’ ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι οὐδέποτε θέλησαν νὰ Τὴν δεχθοῦν ἐνεργοῦσα ἐντός τους. Πράγματι, δὲν θεραπεύονται οἱ πάντες ἀπὸ τὸ ἔλαιο τοῦ εὐχελαίου, οὔτε καὶ ἁγιάζονται ὅλοι ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία.
Πολλῷ δὲ μᾶλλον, δὲν καταργοῦνται οἱ ἀδυναμίες τῶν ἱερέων. Τῷ ὄντι, ὑπάρχουν ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι χωρίζουν ἀπὸ τὴν σύζυγό τους, οἱ ὁποῖοι συζοῦν δημοσίως μὲ τὴν παλλακίδα, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν αἰτία σκανδάλου τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι παραμένουν κληρικοὶ διότι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐξασφαλίσουν δι’ ἄλλου τρόπου τὰ πρὸς τὸ ζῆν, οἱ ὁποῖοι δὲν πιστεύουν κἂν στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Τοὺς ἀνέχεται ὅμως ὁ Θεὸς καὶ τοὺς ἐπιτρέπει νὰ λειτουργοῦν καὶ νὰ διαχειρίζονται τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμά Του –παρ’ ὅτι οἱ ἴδιοι τὸ θεωροῦν ἁπλὸ ψωμὶ καὶ ἁπλὸ κρασί-, τὸ Ὁποῖο μάλιστα εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο σὲ δύναμη καὶ χάρι μὲ Ἐκεῖνο ποὺ εὐλογεῖται καὶ μεταβάλλεται στὴν θεία Λειτουργία ποὺ ἐπιτελεῖ ὁ ἁγιώτερος ἱερέας τῆς ὑφηλίου. Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν ἀναιροῦν τὴν πραγματικότητα ὅτι δὲν μεταδίδονται ἀσθένειες διὰ τῆς λαβῖδος. Ὁ Κύριος μπορεῖ νὰ μὴν εὐεργετεῖ καὶ ἁγιάζει ἐκείνους ποὺ δὲν Τοῦ τὸ ἐπιτρέπουν, οὐδένα ὅμως βλάπτει ἔστω καὶ δι’ ἀσθενείας.
Ὅσον ἀφορᾷ τέλος τὴν ἑρμηνεία ποὺ δίδει ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸν κη΄ κανόνα τῆς στ΄ οἰκουμενικῆς Συνόδου[10], ποὺ ἐσχάτως ἔχει χρησιμοποιηθεῖ καὶ παραποιηθεῖ ὅσο τίποτε, ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται στὸν τρόπο μεταλήψεως ἐκτὸς θείας Λειτουργίας ἤδη ἀσθενῶν ποὺ ἐβρίσκοντο σὲ ἀπομόνωση καὶ ὁρίζει νὰ πλένεται μὲ ξύδι ἡ λαβίδα καὶ τὸ Ποτήριο, ὄχι φοβούμενος ὁ ἴδιος τὴν μετάδοση τῆς νόσου, ἀλλὰ θεραπεύοντας τὴν ὀλιγοπιστία τῶν ἱερέων. Προκειμένου δηλαδὴ οἱ ἱερεῖς αὐτοὶ νὰ μὴν βεβηλώνουν τὴν θεία Κοινωνία θέτοντάς Την ἐντὸς σταφίδων, σύκων ἢ ἄλλων φρούτων καὶ καρπῶν γιὰ νὰ κοινωνήσουν τοὺς ἐγκλείστους ἀσθενεῖς, προτάσσει τὴν πρακτικὴ τῆς ἀπολυμάνσεως τῆς κοινῆς λαβῖδος ὡς λιγότερο βέβηλη τῆς πρώτης. Σὲ καμία λοιπὸν περίπτωση ἡ κατ’ ἐξαίρεση αὐτὴ περίπτωση μεταφορᾶς τῆς θείας Κοινωνίας ἐκτὸς Ναοῦ μπορεῖ νὰ γενικευθεῖ ἐντὸς τῆς θείας συνάξεως. Ἀφοῦ ὅμως ἔλαβαν ἀνὰ χεῖρας ὅλοι αὐτοὶ τὸ ἱερὸ Πηδάλιο, ἂς τὸ μελετήσουν πέραν τῆς συγκεκριμένης ὑποσημειώσεως καὶ ἂς ἐφαρμόσουν μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς ζῆλο ὅ,τι ἄλλο ἀναφέρει μέσα ὁ Ἅγιος…
Συνελόντι εἰπεῖν, ἡ λαβίδα εἶναι νεώτερο λειτουργικὸ σκεῦος, ὅμως πρὸ αὐτῆς εἴχαμε τὸ κοινὸ Ποτήριο, ἀφοῦ γιὰ νὰ ἔχουμε θεία Κοινωνία θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε κοινὴ χρήση ἱεροῦ σκεύους ὑπὸ τῶν πιστῶν, εἰδάλως δὲν εἶναι καὶ οὔτε κἂν μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ Κοινωνία. Ὅποιος φοβᾶται, διστάζει ἢ ἁπλῶς σιχαίνεται εἶναι ἀπολύτως ἐλεύθερος νὰ μὴν προσέλθει στὴν θεία Κοινωνία. «Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου[11]».
Ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία ἐπ’ οὐδενὶ μπορεῖ νὰ ἐπιτρέπει στὴν κάθε κυβέρνηση ὁποιασδήποτε χώρας νὰ ἐπεμβαίνει στὰ ἐσωτερικὰ τῆς λατρείας της ἁπλῶς καὶ μόνον μὲ ὑποθέσεις. Θὰ πρέπει ἐπιτέλους νὰ σταθεῖ στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων χωρὶς νὰ φαβᾶται μήπως καὶ χάσει τὴν εὔνοια τῶν πολιτικῶν. Ἐμεῖς ἔχουμε τὴν βεβαιότητα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία 2.000 χρόνων, ἐνῷ οἱ κυβερνῶντες τὶς ὑποθέσεις ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὸ μίσος τους κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι δὲ ἱερεῖς -ἢ ἀκόμη καὶ ἀρχιερεῖς- θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄκαμπτη καὶ θὰ πρέπει νὰ γίνει πιὸ διαλλακτικὴ σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς θείας Κοινωνίας, ἂς μελετήσουν τὸ στ΄ κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου. «Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν[12];»
Χριστὸς ἀνέστη καὶ ἐδόθη εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν τοῖς πιστοῖς!
[1] Ἰωάν, στ΄, 51-67.
[2] Ματθ. κστ΄, 26-27.
[3] Κουμαριανοῦ Θεοδώρου Πρωτοπρεσβυτέρου, Ἡ Θεία Λειτουρ-γία κατὰ τὴν Παράδοση τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν Παραδόσεων, Ἀκαδημαϊκὸ ἔτος 2001-2002. Σελ. 147.
[4] Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἐκδ. Ῥηγοπούλου. Σελ. 311.
[5] Βλ. Α’ Κορινθ., ιβ΄, 27.
[6] Ἰωάννου Φουντούλη, κείμενα Λειτουργικῆς, Θεῖαι Λειτουργίαι, τόμ. Γ΄, Θες/νίκη 1994. Σελ. 81.
[7] Ἐβρ., ι΄, 31.
[8] Ματθ., ιβ΄, 31.
[9] Βλ. Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, β΄, 47-50.
[10] Βλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, ἐκδ. Ῥηγοπούλου. Σελ. 34.
[11] Α΄ Κορινθ., ια΄, 28-29.
[12] Ἰωάν, στ΄, 67.