9 Ἀπόστητε ἀπ’ ἐμοῦ πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, ὅτι εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς τοῦ κλαυθμοῦ μου· 10 ἤκουσε Κύριος τῆς δεήσεώς μου, Κύριος τὴν προσευχήν μου προσεδέξατο. 11 αἰσχυνθείησαν καὶ ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οἱ ἐχθροί μου, ἀποστραφείησαν καὶ καταισχυνθείησαν σφόδρα διὰ τάχους.
9 Φύγετε μακρυά μου ὅλοι οἱ ἐργάτες τῆς παρανομίας, διότι ὁ Κύριός μου ἄκουσε μέ εὐμένεια τήν φωνή πού μέ δάκρυα πολλά τοῦ ἀπηύθυνα· 10 Ἄκουσε ὁ Κύριος τήν προσευχή μου καί ἔκαμε δεκτή τήν αἴτησί μου. 11 Ἄς νοιώσουν ἐσωτερικά ντροπή καί ἐξωτερικά ἄς ἀναστατωθοῦν καί ἄς τραποῦν πανικόβλητοι σέ φυγή ὅλοι οἱ ἐχθροί μου. Καί ἔτσι, ἄς ὑποχωρήσουν νικημένοι καί ἄς καταντροπιασθοῦν γρήγορα καί ἀμέσως τώρα.
* * *
Ὁ ἱερός ψαλμωδός ἐξέρχεται ἀποτόμως ἀπό τό πλέγμα τῆς ἐνοχῆς του καί τήν καταθλιπτική ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγωνίας καί τοῦ πόνου, μέσα στήν ὁποία ζῆ μόνος του τίς πιό σκληρές καί δραματικές του ὧρες. Ὁ πληγωμένος ἀετός, μέ τά σπασμένα του φτερά, προσπαθεῖ νά πετάξη ψηλά, ἀλλά δέν τά καταφέρνει μόνος του. Ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν περιμένει, πλέον, καμιά βοήθεια. Οἱ ἄνθρωποι ἄλλοτε δέν θέλουν καί ἄλλοτε δέν μποροῦν νά βοηθήσουν. Καί ὅταν οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις ἀρνοῦνται τήν προσφορά τους, τότε μία καί μόνον λύσις ὑπάρχει, ὁ Θεός.
Ἡ καταφυγή τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό, μέ ὁδηγό τήν πίστι καί μέ σύντροφο τήν ἐλπίδα, ὁδηγεῖ στήν ἀσφάλεια καί στήν σιγουριά.
Ὁ Δαυΐδ ἀνοίγει τήν καρδιά του καί συνδιαλέγεται μέ τόν Κύριο μετά δακρύων. Προσεύχεται μέ ὅλη τήν θέρμη τῆς ψυχῆς του καί ἐλπίζει καί πιστεύει ὅτι ὁ Κύριος δέν θά τοῦ ἀρνηθῆ τήν βοήθειά Του. Καί ἐνῶ ὁλόκληρος ὁ ψυχικός του κόσμος εἶναι ἕνας συννεφιασμένος οὐρανός καί ἡ καρδιά του μιά τρικυμισμένη θάλασσα, ξαφνικά τό σκηνικό ἀλλάζει. Ἡ σκοτεινιασμένη του σκέψις φωτίζεται. Οἱ χαμένες ἐλπίδες του ἀναζωογονοῦνται. Μιά ἐσωτερική ἀγαλλίασις κατακλύζει τόν ψυχικό του κόσμο. Μιά ἐσωτερική φωνή τόν πληροφορεῖ ὅτι τά αἰτήματά του ἔγιναν δεκτά. Ὁ Κύριος εἶδε τά δάκρυά του, τόν πόνο καί τήν ἀγωνία του, γι’ αὐτό τόν βεβαιώνει πώς οἱ ἐχθροί του καταντροπιασμένοι θά διασκορπισθοῦν.
Στήν κατάστασι αὐτή, πού βρέθηκε ὁ Δαυΐδ, μπορεῖ νά βρεθοῦμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ὁ καθένας μας ἔχει τίς δύσκολες ὧρες του. Πολλές φορές ὁ ψυχικός μας κόσμος πνίγεται στήν πληθώρα τῶν προβλημάτων του. Ἡ καρδιά μας φορτωμένη ἀπό τίς πολλές μέριμνες, τήν ἀνασφάλεια, τόν φόβο καί τό μόνιμο ἄγχος, χάνεται μέσα στόν ὠκεανό τῆς ἀπελπισίας. Αὐτοί πού εἶναι γύρω μας δέν ἔχουν τήν δύναμι νά μᾶς βοηθήσουν. Ὅλοι οἱ δρόμοι εἶναι κλειστοί. Ἕνας μονάχα παραμένει πάντα ἀνοιχτός. Καί αὐτός εἶναι ὁ δρόμος τῆς προσευχῆς.
Γιά τόν προσευχόμενο ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει κανένα πρόβλημα ἄλυτο. Ὅποιος ἔμαθε νά ἐναποθέτη στά χέρια τοῦ Θεοῦ τίς ὑποθέσεις του, τά προβλήματά του, τίς ἀγωνίες του, τίς ἐλπίδες του, αὐτός διατηρεῖ ὑψηλό καί ἀκμαῖο τό φρόνημά του καί μένει γαλήνιος καί ἀτάραχος καί τότε πού οἱ καταιγῖδες τῆς ζωῆς ξεσποῦν ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης καί νομίζουμε πώς ὁ ἥλιος τῆς ζωῆς μας ἔχει βασιλεύσει γιά πάντα. Ὁ προσευχόμενος ἄνθρωπος αἰσθάνεται κοντά στόν Θεό, ὅπως τό παιδί κοντά στόν πατέρα του.
Πηγή: (†) Ἀρχιμανδρίτου π. ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΖΗΣΟΠΟΥΛΟΥ, «Ψαλῷ τῷ Θεῷ μου», ἐκδόσεις Ο.Χ.Α. «ΛΥΔΙΑ».