Ἡ θλίψη ἔρχεται καί ζορίζει, στενεύει τόν ἄνθρωπο. Καί ὁ Θεός ἐπεμβαίνει. Καί ὄχι ἁπλῶς φεύγει ἡ θλίψη, ἀλλά πλαταίνει ἡ καρδιά, ἡ ὅλη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Φανερώνονται τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Ὅλο αὐτό πού εἶναι φανερό μέν, ἀλλά δέν τό βλέπει ὁ ἄνθρωπος ἕνεκα στενοψυχίας καί φιλαυτίας.
Εἰς πεῖσμα τοῦ ὅτι ἐπιμένουν τά βάσανα, ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι θά ἐπέμβει ὁ Θεός. Εἰς πεῖσμα τοῦ ὅτι σιωπᾶ ὁ οὐρανός, ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἀκούει ὁ Θεός. Ἔτσι ἀρχίζει νά ἔρχεται ὄντως ἡ ἄλλη κατάσταση. Πρέπει ὅμως νά περάσει κανείς ἀπό αὐτή τή δοκιμασία.
Ὁ θάνατος ἐπιτυγχάνει πράγματα πού δέν μποροῦν νά ἐπιτευχθοῦν μέ ἄλλον τρόπο. Ὅ,τι καί νά γίνει, ἕνας ἄνθρωπος δέν ἡμε��ρεύει, ὅπως θά ἡμερέψει, ὅταν βρεθεῖ μπρο�στά στόν θάνατο. Δέν μπορεῖ νά ταπεινωθεῖ, ὅπως θά ταπεινωθεῖ μπροστά στόν θάνατο. Δέν μπορεῖ ἴσως νά πετάξει πέρα τήν ὅποια κακία ἀπό μέσα του, ὅπως θά τό κάνει, ὅταν βρεθεῖ μπροστά στόν θάνατο.
Ἄν πάρεις τό θέμα τῆς ἀρρώστιας σου κατά Θεόν, τότε, μέ τό νά μένει ἡ ἀσθένεια, αἰσθάνεσαι γιατρεμένος δύο φορές:
Ἄν σέ γιατρέψει, αἰσθάνεσαι μία φορά γιατρεμένος. Ἄν μείνει ἡ ἀρρώστια, αἰσθάνε�σαι γιατρεμένος δύο φορές. Γιατί;
Διότι καί ἀπό τήν ἀρρώστια θά γιατρευ�τεῖς, ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, καί ἕως ὅτου νά ἔρθει ἡ ὥρα νά γιατρευτεῖς ἀπό αὐτή, θά γιατρευτεῖ ἡ ψυχή σου. Θά γιατρευτεῖ ὁ ἐσωτερικός σου ἄνθρωπος, πού πάσχει ἀπό τήν ἀσθένεια, ἀ���πό τή λέπρα τῆς ἁμαρτίας.
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τίς ψυχασθένειες καί γιά ὅ,τι ἄλλο μᾶς πονάει.
Ἄν δεῖ κανείς ὅλα τά θέματά του μέσα στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, θά νιώσει τέτοια ἀ��νακούφιση μέσα του, σάν νά λύθηκαν ὅλα τά προβλήματά του. Διότι ἐν τῷ Θεῷ ὅλα εἶναι λελυμένα!
Δέν εἶναι τίποτε γιά τόν Θεό νά σέ ἀ��παλλάξει ἀπό αὐτό ἀπό τό ὁποῖο πάσχεις. Ἀλλά δέν σέ συμφέρει.
Ἄν ὄντως ἀγαπᾶς τήν ἀλήθεια, ἄν ἀγα�πᾶς τόν Θεό καί θέλεις νά βρεθεῖς στόν δρόμο τῆς σωτηρίας, θά καταλάβεις ὅτι ὅλα αὐτά πού παθαίνεις συντελοῦν στό νά λεπτυνθεῖ, νά μαλακώσει ἡ ψυχή σου. Νά ἔρθει μέσα σου μετάνοια, ταπείνωση, ἀληθινή ἐμπιστοσύνη καί ἀγάπη στόν Θεό.
Ἔρχεται ὥρα πού ὄντως τό βλέπεις καί τό ζεῖς κι ἐσύ αὐτό, ὅτι, δηλαδή, ἄν ἦταν ὠ��φέλιμο νά πάρει ὁ Θεός τόν πόνο καί τήν ὅποια ταλαιπωρία, ὁπωσδήποτε θά τά ἔ��παιρ�νε. Εἶναι ὅμως ὠφέλιμο καί χρειαζούμενο νά μείνει ὁ ὅποιος πόνος. Καί γι᾿ αὐτό τόν ἀφήνει ὁ Θεός.
Μποροῦμε διά τῆς πίστεως νά νιώσουμε ὅτι μᾶς σπλαχνίζεται ὁ Κύριος καί μᾶς λέει: «Κάνε κουράγιο. Ὅπου νά ᾿ναι, ἔρχεται ἡ ὥρα πού θά περάσουν ὅλα αὐτά πού σέ τυραν�νοῦν».
Καί ἄν μέν ἦρθε ἡ ὥρα νά ἀκούσουμε: «Ὥς ἐδῶ ἦταν. Λυτρώνεσαι», θά γίνει αὐτό. Ἐάν πάλι δέν γίνει, σημαίνει ὅτι δέν ἦρθε ἀ��κόμη ἡ ὥρα· σημαίνει ὅτι ἀκόμη δέν μᾶς συμ�φέρει νά γίνει αὐτό.
Μπορεῖ μέχρι τώρα νά ξεφεύγαμε ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, καί νά μήν ἔχει γίνει μέσα στήν ψυχή μας τό βῆμα αὐτό πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά εἶναι πιστός τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος. Ὅμως, ἦρθε ἡ ὥρα νά γίνει. Ὅσο περισσότερο βλέπουμε καί διαπιστώνουμε ὅτι δέν ἀπαντᾶ ὁ Θεός, ὅτι σιωπᾶ ὁ οὐρανός, ὅσο περισσότερο βλέπουμε ὅτι σάν νά μᾶς ἀπορρίπτει ὁ Θεός, σάν νά μή μᾶς ἀκούει, σάν νά μή μᾶς δέχεται, τόσο βεβαιότερο εἶναι ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα αὐτή, καί τόσο περισσότερο ἐμεῖς νά πιστέψουμε, νά ἐξακολουθήσουμε νά πιστεύουμε, νά παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς δώσει πίστη, καί νά ἐπιστρατεύσουμε τίς δυνάμεις μας, γιά νά ἐκδηλώσουμε αὐτή τήν πίστη. Εἶναι κάτι πού τό περιμένει ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο.
Συχνά ὁ Θεός ὁδηγεῖ τά πράγματα σέ σημεῖο πού, τρόπον τινά, δέν ἀντέχει κανείς. Ὁ Θεός γνωρίζει πόσο ἀντέχει ἡ καθεμιά ψυχή. Ἀλλά ἀκριβῶς ὅταν ἔλθουν ἔτσι τά πράγματα –μάλιστα ὄχι μιά ἀλλά πολλές φο��ρές– τότε ἐκεῖνος πού ἔχει στοιχειώδη ἐμ�πιστοσύνη στόν Θεό, μαθαίνει ἀκόμη πιό πο�λύ νά ἐμπιστεύεται. Ἔτσι θανατώνεται ὁ πα�λαιός ἄνθρωπος. Θανατώνεται ὁ ἐγωισμός· ὅλο αὐτό τό βέβηλο πνεῦμα πού ἔχει κανείς μέσα του.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά περάσει ἀσυνή��θιστες δυσκολίες. Ἀλλιῶς, ἡ ψυχή δέν στρώ�νεται, δέν μετανοεῖ, δέν ξεπερνάει κάποια πράγματα. Δέν ξεκολλοῦν τά κατακάθια τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Χαρίζεται κανείς στόν ἑαυτό του. Τόν ἀγαπᾶ καί δέν τόν πε��τάει πέρα.
Πρέπει νά περάσει ὁ ἄνθρωπος τέτοιες δυσκολίες, πού νά αἰσθανθεῖ ὅτι ὄντως δέν ἀντέχει. Ἀλλά πρέπει νά ἀντέξει. Ἐνῶ δέν ἀντέχει, πρέπει νά ἀντέξει. Καί γιά νά ἀντέξει, θά βάλει καί τίς ἐφεδρίες. Θά παραδοθεῖ δη�λαδή ἐξ ὁλοκλήρου στόν Θεό. Θά ἀπαρνη�θεῖ τελείως τόν ἑαυτό του, πού ὅλο καί κρατάει κρατούμενα.
Ἡ ὅποια ἀρετή μας εἶναι ἕνα ἐπικάλυμμα, πού σκεπάζει τίς νοσηρές καί ἁμαρτωλές κα�ταστάσεις πού βρίσκονται βαθιά μέσα στήν ψυχή.
Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά ἔρθουν ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά ἀπελπισθεῖς. Νά μή μείνει τίποτε ὄρθιο. Νά ὑπάρχει βαθύτερα μόνο μιά σώζουσα ἐλπίδα ἀνεπαίσθητη, πού δέν τήν καταλαβαίνεις.
Ἔτσι ἀπαρνεῖσαι τόν ἑαυτό σου.
Γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει –ὅσες γεύσεις χά�ριτος κι ἄν ἔχει κανείς, ὅσα καλά βιώματα, ὅση πίστη, ὅση ἀρετή κι ἄν ἔχει– νά φθάσει ὁ ἄνθρωπος σέ κατάσταση πού ὄχι ἁπλῶς νομίζει, ἀλλά ὄντως ὅλα δείχνουν ὅτι ἔχει χαθεῖ τό πᾶν, καί σάν νά χάνεται καί ἡ ἴδια ἡ ψυχή του;
Διότι δέν θανατώνεται ἀλλιῶς ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος μέ χίλιους τρόπους προ�σπα�θεῖ νά κρατήσει τό ἐγώ. Ὅπως κάποιος πού, ὅσο κι ἄν βρέχεται, προσπαθεῖ νά κρατήσει κάτι πάνω του πού δέν θά βραχεῖ. Ἄν τόν ρίξουν ὅμως σέ μιά δεξαμενή, δέν ἔχει καμιά ἐλπίδα νά μείνει κάτι στεγνό πάνω του.
Ἔτσι, πέφτει κανείς σέ δεξαμενή ἀ��πελ�����πι�σίας, ἀπογνώσεως καί, καθώς ἀπό τήν ἀν�θρώπινη πλευρά φεύγουν ὅλα τά στηρίγματα, δέν ὑπάρχει τίποτε στό ὁποῖο νά μπορεῖ νά στηριχθεῖ καί νά κρύψει –μέ τήν ἔννοια νά περισώσει– τό ἐγώ του. Τό παραδίδει πλέον εἰς θάνατον.
Ὅσοι θελήσουν νά σωθοῦν, θά βρεθοῦν στόν δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Καί ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶς τόν Κύριο καί παραδίδεσαι σ᾿ αὐτόν, τόσο τό μαρτύριο θά μεγαλώνει.
Ὅποιος παίρνει τή χριστιανική ζωή ἔτσι πού νά θέλει νά γλιτώσει ἀπό τό μαρτύριο, δέν εἶναι «εὔθετος» στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θά μείνει πίσω. Θά μείνει στήν ἄκρη. Ὅποιος πιστέψει καί βάλει τόν ἑαυτό του μέσα στή ζωή τοῦ μαρτυρίου, αὐτός ὄντως θά μαρτυρήσει. Καί ὅσο ἀγαπᾶ τό μαρτύριο, ὅσο τό ποθεῖ, τόσο αὐτό θά ἔρχεται καί δέν θά τελειώνει. Δέν θά τόν ἀφήσει ὁ Θεός αὐτόν νά χαλαρώσει ἔτσι πού νά χάσει τόν μισθό του.
Ξέρει ὁ Θεός. Σέ βάζει στά χέρια του, σέ ἀναλαμβάνει καί ἀπό κεῖ καί πέρα σέ ὁδηγεῖ ἔτσι, πού ὁ ἕνας πόνος νά φέρνει τόν ἄλλο, τό ἕνα μαρτύριο νά ἀκολουθεῖ τό ἄλλο, ἀλ�λά καί ἡ μία χάρη νά φέρνει τήν ἄλλη, καί ὅλο νά προκόπτεις· νά μή χαραμίζεσαι.
Ἄν ὅλα αὐτά πού περνοῦμε τά πάρουμε σωστά καί ὡς εὐλογία Θεοῦ –γιατί ὄντως εἶναι μιά εὐλογία Θεοῦ– πόσο διαφορετικά θά νιώσουμε! Θά αἰσθανθοῦμε ὅτι, ἐνῶ πορευόμαστε γιά τόν Γολγοθᾶ μαζί μέ τόν Χριστό, εἴμαστε ἤδη μέσα στόν παράδεισο!