Όπως γνωρίζουμε, ο άνθρωπος έρχεται σ᾽ αυτόν τον κόσμο πολύ αδύναμος, ενώ τα μικρά άλλων όντων έρχονται πιο ετοιμασμένα για να επιβιώσουν μόνα τους, όπως, π.χ., το πιθηκάκι, το αρνάκι κ.α. Λένε ότι, για να μπορεί το παιδί του ανθρώπου κάπως να παραβληθεί με τα μικρά των άλλων όντων, θα έπρεπε να μένει ένα χρόνο ακόμη στην κοιλιά της μητέρας του, και έπειτα να γεννιέται. Δηλαδή, όταν γεννιέται ο άνθρωπος, να έχει τα δεδομένα και την ανάπτυξη παιδιού ενός έτους, όπως το ξέρουμε σήμερα. Μέσα στον χρόνο το παιδί μπορεί να σταθεί στα πόδια του, μπορεί να αρχίσει λίγο-λίγο να ψελλίζει μερικές λέξεις κτλ.
Λένε όμως ότι είναι καλύτερα που το παιδί δεν έρχεται, κατά κάποιον τρόπο, έτοιμο, δηλαδή που δεν μένει ακόμη ένα χρόνο μέσα στη μητέρα του, και έρχεται έτσι όπως έρχεται στον κόσμο. Διότι ολόκληρο αυτόν τον χρόνο, που παρουσιάζεται στον κόσμο αυτό τόσο αδύναμο, έχουν όλη την ευχέρεια οι γονείς να βοηθήσουν το παιδί και να το επηρεάσουν κατά τρόπο που θα μπορέσει να αναπτυχθεί όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχολογικά.
Εδώ μπορούμε να θυμηθούμε κάτι που λέει ο άγιος Ειρηναίος. Βέβαια, αυτό που λέει εκφράζει το πνεύμα όλων των Πατέρων, αλλά και μέσα στην Παλαιά Διαθήκη φαίνεται κάτι τέτοιο. Πιο συγκεκριμένα όμως το διδάσκει ο άγιος Ειρηναίος, ένας μεγάλος θεολόγος της Εκκλησίας και μεγάλος άγιος του δεύτερου αιώνα μ.Χ. Λέει ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό νήπιο πνευματικά, με την προοπτική να αυξηθεί μόνος του βοηθούμενος από τον Θεό. Ήλθε στην ύπαρξη ως ένα νήπιο, και χρειαζόταν, με τη χάρη του Θεού, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, να περπατήσει αυτόν τον δρόμο, που έπρεπε να περπατήσει, από το μηδέν, τρόπον τινά, που βρισκόταν, για να φθάσει στην τελειότητα.[1]
Δηλαδή, ο Θεός δεν φτιάχνει τον άνθρωπο καθ᾽ όλα έτοιμο. Τον φτιάχνει έτσι, που να έχει όλες τις δυνατότητες να φθάσει, με τη δική του χάρη και βοήθεια, στην τελειότητα· τον φτιάχνει με τέτοιον τρόπο, σαν να μην έχει τίποτε από αυτή την τελειότητα. Τα έχει όλα βέβαια, αλλά, όταν έρχεται στην ύπαρξη, βρίσκεται στο μηδέν του δρόμου που πρόκειται να περπατήσει και να προχωρήσει.
Ο άνθρωπος έχει να περπατήσει, π.χ., χίλια μέτρα. Όταν έρχεται στην ύπαρξη, όταν έρχεται στον κόσμο αυτό, δεν έρχεται στα δέκα μέτρα και έχει να περπατήσει τα εννιακόσια ενενήντα, αλλά έρχεται στο μηδέν και έχει να περπατήσει χίλια μέτρα. Ό,τι του χρειάζεται το έχει, για να μπορέσει να διανύσει αυτόν τον δρόμο, αλλά πάντως, όταν τον φέρνει ο Θεός στην ύπαρξη, δεν τον φέρνει ούτε ένα μέτρο προχωρημένο, αλλά τον φέρνει ακριβώς στην αρχή.
Το παιδί λοιπόν έρχεται στον κόσμο, τότε που έρχεται και έρχεται αδύναμο. Και όλο αυτόν τον χρόνο οι γονείς καλούνται, και ιδιαίτερα η μητέρα, να παίξουν τον ρόλο τους· δηλαδή να βοηθήσουν το παιδί. Δεν θα δώσουν αυτοί την αύξηση στο παιδί· όχι. Το παιδί είναι μια οντότητα, είναι μια νέα προσωπικότητα, που προσετέθη στη δημιουργία του Θεού και στην Εκκλησία, εφόσον βαπτίζεται. Είναι μια νέα οντότητα, και δεν μπορούν οι γονείς να βάλουν τη σφραγίδα τους στο παιδί ή να το φτιάξουν εξάρτημά τους ή να το μεγαλώσουν τραβώντας το, θέλει δεν θέλει.
Όλο όμως αυτό το χρονικό διάστημα –μιλάμε για τον έναν αυτό χρόνο– οι γονείς θα παίξουν τον ρόλο τους με τα λόγια τους, με τη συμπεριφορά τους, με την αγάπη τους, με τη στοργή τους, και το παιδί ως ύπαρξη ξεχωριστή, ως προσωπικότητα ξεχωριστή, θα αναπτύσσεται. Θα αναπτύσσεται σωματικά αλλά και ψυχικά.
Εάν οι γονείς εγκαταλείψουν το παιδί, το παιδί θα πεθάνει. Ενόσω το περιποιούνται, ενόσω το προσέχουν, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά απλώς το βοηθούν να αναπτυχθεί. Δεν μπορούν να μπουν μέσα του και να το τεντώσουν προς τα δω η προς τα κει και να το κάνουν έτσι ή έτσι.
Το παιδί λοιπόν, όταν έρχεται στον κόσμο αυτό, ούτε στα πόδια του δεν μπορεί να σταθεί· δηλαδή, τρόπον τινά, θα αρχίσει από το μηδέν. Και όλο αυτό το οικονόμησε έτσι ο Θεός, ώστε, ό,τι θα γίνει ο άνθρωπος κάποια μέρα, να γίνει με τη βοήθεια του Θεού αλλά και με τη δική του συμμετοχή.
Αυτό –μιλάμε τώρα για το μικρό παιδί– έχει μεγάλη σημασία και γενικότερα στην πνευματική ζωή. Καθόλου δηλαδή δεν προχωράει ο άνθρωπος στην πνευματική ζωή κατά έναν τρόπο μαγικό, μυστηριώδη, κατά έναν τρόπο ασυνείδητο. Ο άνθρωπος έρχεται σε κοινωνία με τον Θεό εν μυστηρίω, και έτσι γεφυρώνεται το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό. Παρά ταύτα όμως, η πορεία της όλης υπάρξεώς του προς την πρόοδο, γίνεται κατά έναν τρόπο ενσυνείδητο· το καταλαβαίνει, το ζει. Δεν γίνεται κατά έναν τρόπο ακαθόριστο, μυστηριώδη και μαγικό.
Έχει λοιπόν μεγάλη σημασία το ότι ο άνθρωπος έρχεται σ᾽ αυτόν τον κόσμο τόσο αδύναμος και, τρόπον τινά, αρχίζει τον δρόμο του από το μηδέν. Και φαίνεται ότι ο πρώτος αυτός χρόνος, που ίσως νομίζουμε ότι το παιδί μόνο κλαίει και μόνο απλώς θέλει να φάει, έχει πολύ μεγάλη σημασία για τον υπόλοιπο δρόμο, που θα κάνει έπειτα το παιδί. Και μάλιστα, το πώς θα γίνει η πορεία στον δρόμο που έχει να κάνει το παιδί κατά το πρώτο αυτό έτος, εξαρτάται πάρα πολύ από τους γονείς.
Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Συμεών Κραγιοπούλου Γονείς και παιδιά, τόμος Α’, σσ. 41-45.