Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. ∆ιονυσίου Τάτση 

 Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ἐπικοινωνία µὲ κάποιον ἄνθρωπο εἶναι δύσκολη ὑπόθεση. Ὅλοι τὴν ἐπιθυµοῦν καὶ σχεδὸν ὅλοι τὴν ἐµποδίζουν. Ἡ πνευµατικὴ ὡριµότητα – ποὺ προϋποθέτει ἀπονέκρωση τῶν παθῶν, βαθιὰ καὶ σταθερὴ µετάνοια, καὶ ὁλοκάρδια προσευχή- εἶναι σπάνια. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι ἐπικοινωνοῦν µὲ κατὰ συνθήκην λόγια, µὲ ἐκφράσεις εὐγένειας καὶ ὑποκριτικὲς ἐκδηλώσεις. Συνήθως ἀναφέρονται σὲ µάταια καὶ ἐφήµερα θέµατα, πολλὲς φορὲς καὶ σὲ ἁµαρτωλά, γεγονὸς ποὺ δείχνει ὅτι λείπει ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη.
 Ὡστόσο, παρ’ ὅλες τὶς δυσκολίες, πρέπει νὰ προσπαθοῦν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ πετύχουν τὴν ἀναγκαία ἐπικοινωνία καὶ νὰ δώσουν νόηµα στὶς πράξεις τους. Νὰ ἐπιδιώκουν τὴν ἐµπιστοσύνη µεταξύ τους, νὰ ἔχουν ὑποµονὴ καὶ νὰ εἶναι µετριοπαθεῖς. Ὁ καθένας νὰ προσφέρει αὐτὸ ποὺ ἔχει καὶ µπορεῖ. Νὰ ἀλληλοσυµπληρώνονται καὶ νὰ ἀλληλοστηρίζονται. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ ἔχουν καλύτερες σχέσεις, µιὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικός, ζεῖ ἀναγκαστικὰ µαζὶ µὲ ἄλλους καὶ ὅλους τοὺς ἔχει ἀνάγκη, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος εἶναι χρήσιµος στοὺς ἄλλους.
 Ὁ συνειδητὸς χριστιανός, βέβαια, µὲ ὅλα αὐτὰ δὲν µπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν βαθιά του ἀνάγκη νὰ ἐπικοινωνήσει πνευµατικὰ µὲ ἀδελφοὺς καὶ νὰ ἀνταλλάξει θεῖες ἐµπειρίες, τὶς ὁποῖες δυστυχῶς λίγοι ἔχουν καὶ δὲν εἶναι ὅλοι πρόθυµοι νὰ τὶς ἐξωτερικεύσουν. Εἶναι χαρακτηριστικὸ αὐτὸ ποὺ διαβάζουµε στὸ Γεροντικό. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σισώη ὅτι µιὰ φορά, ἐκεῖ ποὺ καθόταν σιωπηλός, ξέσπασε καὶ φώναξε δυνατά: «Ὤ ταλαιπωρία!». Ὁ µαθητής του ἀνήσυχος τὸν ρώτησε τί ἔχει κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: «Ἕνα ἄνθρωπο ζητῶ, γιὰ νὰ µιλήσω καὶ δὲν τὸν βρίσκω».
 Ὁ ἀββᾶς Σισώης ἤθελε νὰ µιλήσει καὶ νὰ ἀκούσει. Τὸν ἐνδιέφεραν οἱ πνευµατικὲς ἐµπειρίες τῶν ἄλλων, ἀλλὰ καὶ τοὺς λογισµούς του ἤθελε νὰ τοὺς ἐξωτερικεύσει καὶ νὰ βεβαιωθεῖ, ἄν ἡ πορεία του ἦταν ὀρθή. Ταπεινὰ ἤθελε καὶ νὰ δώσει κάτι ἀπὸ ὅσα εἶχε ἀποκτήσει, ἐφ’ ὅσον ἔβρισκε ἄνθρωπο µὲ τὸ ἀνάλογο ἐνδιαφέρον. Γι’ αὐτὸ ταλαιπωροῦνταν, ἀγωνιοῦσε καὶ εὔχονταν κάποτε νὰ τὸν βρεῖ. Ἴσως κάποιος ἀδελφὸς νὰ πεῖ ὅτι ἄν ὁ ἀββᾶς Σισώης εἶχε αὐτὴ τὴ δυσκολία, ζώντας ἀνάµεσα σὲ πολλοὺς συνασκητές του, τότε ἐµεῖς ποὺ ζοῦµε στὸν κόσµο τί νὰ ποῦµε; Ὁ προβληµατισµὸς αὐτὸς ἔχει σχετικὴ ἀξία, γιατὶ ὅπως ὅλοι γνωρίζουµε ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐξαγιάζεται ἀπὸ τὸν τόπο στὸν ὁποῖο ζεῖ, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν τρόπο µὲ τὸν ὁποῖο ζεῖ. Ἐκεῖνο ποὺ δὲν εὕρισκε στὴν ἔρηµο µποροῦσε νὰ τὸ βρεῖ στὸν κόσµο εὐκολότερα. ∆ὲν πρέπει ἐπίσης νὰ ξεχνᾶµε τὸν ἐξοµολογητικὸ λόγο τοῦ ἀββᾶ Σαρµατᾶ: «Προτιµῶ ἄνθρωπο ἁµαρτωλὸ ἄν ξέρει ὅτι ἁµάρτησε καὶ µετανοεῖ, ἀπὸ ἄνθρωπο ὅπου ἔχει τὴν ἰδέα ὅτι κάνει τὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ».
  Ἡ πνευµατικὴ ἐπικοινωνία µεταξὺ δύο ἤ περισσότερων ἀνθρώπων εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν πορεία τοῦ πιστοῦ. ∆ίχως αὐτὸς ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης πάντα θὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ καὶ τὸ σύννεφο τῆς ραθυµίας θὰ ἀνακόπτει κάθε καλὴ προσπάθεια.

Ορθόδοξος Τύπος, Αριθ Φύλλου 2123, 1 ΙΟΥΛΙΟΥ 2016