του ενορίτου μας Νικολάου Βοϊνέσκου
Ο Θεός, «ο βάθει σοφίας φιλανθρώπως πάντα οικονομών και το συμφέρον πάσιν απονέμων», μου έκανε τη μεγάλη χάρη να συναντήσω δύο φορές τον αείμνηστο γέροντα Παΐσιο τον αγιορείτη, αλλά και να πληροφορηθώ θαυμαστά περιστατικά από τη ζωήν του, καθώς και σοφές διδαχές του από διηγήσεις άλλων ευλαβών προσκυνητών. Ενθυμούμενος το καθήκον πού έχει κάθε χριστιανός να καταγγέλλει τα θαυμάσια του Θεού, επικαλούμαι τις ευχές του γέροντος Παϊσίου για να μεταφέρω στην αγάπη σας με την πλέον δυνατή ακρίβεια όσα μου είπε και όσα έμαθα γι’ αυτόν.
Για το Άγιον Όρος και τους Αγιορείτες Πατέρες δεν ήξερα τίποτε μέχρι το 1977. Τότε έμαθα για το γέροντα Μάξιμο, τον προσμονάριο της Παναγίας Πορταϊτίσσης. Λίγο αργότερα ένας αρχιτέκτων, ο οποίος ως ιερομόναχος υπηρετεί την Εκκλησία του Χριστού ιεραποστολικά, μου μίλησε με τα θερμότερα λόγια για το γέροντα Παΐσιο. Έτσι, παρακινήθηκα να πάω στο Άγιον Όρος.
Στις 14 Αυγούστου 1978 φθάσαμε με την οικογένειά μου στην Ουρανούπολη. Την επομένη λειτουργηθήκαμε εκεί και μετά πήραμε το καραβάκι για Δάφνη. Το απόγευμα φθάσαμε στξ μονή Ιβήρων. Στις 16 Αυγούστου πήγαμε στη μονή Σταυρονικήτα και έπειτα με θερμό πόθο κινήσαμε προς συνάντησιν του γέροντος Παϊσίου.
Ο γέρων Παΐσιος έμενε τότε στην καλύβη του Τιμίου Σταυρού όπου είχε ζήσει ο Ρώσος γέρων Τύχων. Όταν τον είδε ο πατέρας μου, τον ερώτησε: “Σεις είσθε ο γέρων Παΐσιος ;”. Εκείνος απήντησε: “Ελάτε, ελάτε”. Εμέ ο γέρων εφίλησε σταυρωτά, εκέρασε λουκουμάκι, με εσταύρωσε με λαδάκι από το καντήλι της Παναγίας και μου εχάρισε ένα κομποσχοινάκι και δύο ξυλόγλυπτα εικονάκια με τον Εσταυρωμένο και την Παναγία.
Εκάθησε απέναντί μου σε ένα κουτσουράκι και συζητήσαμε περίπου μιάμιση ώρα. Με ερώτησε για την περιπέτεια της υγιείας μου και όταν του είπα τί είχε συμβεί, μου είπε: “Αυτή είναι μεγάλη ευλογία, διότι δεν επροξένησες μόνος σου την ασθένεια, αλλά προήλθε κατ’ ευθείαν από το χέρι του Θεού. Να κάνεις υπομονή και να μη στενοχωρείσαι. Εγώ από την υγιεία μου δεν είδα κανένα καλό, μόνο από τις αρρώστειες ωφελήθηκα. Επίστευα ότι θα κατακτούσα τον Παράδεισο με το σπαθί μου, αλλά ο Θεός με τις αρρώστειες μου έδειξε ότι με την ταπείνωση κατακτά κανείς τον Παράδεισο. Όταν ήμουν στα νοσοκομεία και είχα αιμοπτύσεις και μου έβαζαν σωλήνες στους πνεύμονες, σκεπτόμουν τί περνούσαν οι μάρτυρες και ταυτόχρονα τα ζούσα, ενώ προηγουμένως μόνο τα εδιάβαζα χωρίς να καταλαβαίνω τί περνούσαν. Οι θλίψεις είναι ωφέλιμες, γι’ αυτό ζητώ από τον Θεόν να μου δίνει υπομονή και αρρώστειες”.