του ενορίτου μας Νικολάου Βοϊνέσκου
Λένε μερικοί, του είπα, να κοινωνούμε μόνο μία φορά το μήνα για να μη μας γίνεται συνήθεια. “Δεν είναι σωστό αυτό, απήντησε ο γέρων, διότι και μία φορά το χρόνο να κοινωνεί κανείς, μπορεί να το πάρει σαν συνήθεια, ότι δικαιούμαι να κοινωνώ. Είχε έλθει ένας ιερέας, ο οποίος μου είπε ότι αποφεύγει να λειτουργεί συχνά για να μη του γίνει συνήθεια. Τότε στενοχωρήθηκα πολύ, διότι όσο πιο τακτικά λειτουργεί κανείς, τόσο περισσότερο πρέπει να διαλύεται συναισθανόμενος το μυστήριο πού επιτελεί. Πρέπει τακτικά να εξομολογούμεθα και να κοινωνούμε. Όταν ένας άνθρωπος αρρωστήσει, παίρνει δύναμη με την μετάγγιση αίματος. Πόσο μεγαλύτερη δύναμη παίρνει ο άνθρωπος, όταν μεταγγίζεται μέσα του το θείο αίμα του Χριστού; Καμμιά φορά παρατηρείται αλλοίωσις στο πρόσωπο εκείνου πού κοινωνεί. Ακόμη, συμβαίνει μερικές φορές ο άνθρωπος να νοιώθει μεγαλύτερη χαρά όταν δεν είναι πολύ καλά προετοιμασμένος για να κοινωνήσει, διότι τότε είναι πιο ταπεινός από άλλες φορές πού έχει προετοιμασθεί καλά”.
Τον ερώτησα, αν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη στα λόγια των δαιμονισμένων την ώρα πού έχουν κρίσι.
“Δεν πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη, μου είπε, διότι οι δαίμονες είναι ψεύτες”. Του ανέφερα κατόπιν ότι στην Πάτρα μία δαιμονισμένη, όταν βγαίνουν τα άγια φωνάζει: “Μ’ έκαψες, Μανώλη, μ’ έκαψες”. “Υπάρχουν περιπτώσεις, είπε ο γέρων, πού ο διάβολος μαρτυρείται μόνος του. Κάποτε που ήμουν σε ένα γυναικείο μοναστήρι μία δαιμονισμένη κοπέλα 17 ετών άρχισε να φωνάζει: “καίγομαι, διψώ”. Τότε οι μοναχές μού είπαν να μην κάνουμε υπακοή στον διάβολο και δώσουμε νερό στην κοπέλα. Δεν κάνομε υπακοή στον διάβολο, είπα στις αδελφές. Να δώσουμε νερό στο πλάσμα του Θεού, το οποίο τώρα βασανίζεται. Έδωσα λοιπόν ένα ποτήρι νερό το οποίο κατάπιε η καπέλα με μιας. Φοβήθηκα ότι θα κατάπινε και το ποτήρι, γι’ αυτό δεν της έδωσα άλλο νερό. Όταν συνήλθε η κοπέλα, είπε ότι ένοιωθε κάρβουνα να της καίνε το στήθος και ότι αν της έδιναν και ένα γουβά ακόμη νερό, θα τον έπινε. Όταν όμως επέρασε η κρίσις, δεν εδιψούσε καθόλου.
Ένα δαιμονισμένο παιδάκι πέντε ετών το κρατούσαν πέντε άνδρες για να το οδηγήσουν σε κάποιον ιερέα. Ξαφνικά, με μία κίνηση, τους επέταξε κάτω λέγοντας: “Παπά, δεν θα σου γίνει το θέλημα”.
Ο διάβολος έχει την εξουσία να συκοφαντεί τούς ιερείς. Κάποτε μία δαιμονισμένη συνάντησε στα Ιεροσόλυμα ένα ρασοφόρο σπουδαστή της Αθωνιάδος Σχολής, πού δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Έπεσε κάτω, εσπάραζε και ενώ εφούσκωσε η κοιλιά της εφώναζε: “Αυτός μου το έκανε αυτό”. Έτσι πολλοί έμειναν με την εντύπωση ότι ο παπάς είχε καταστήσει έγκυο την κοπέλα. Όταν δε συνήλθε η δαιμονισμένη, ζητούσε συγγνώμη από το νέο.
Ένας καλόγηρος ο οποίος δεν είχε διαβάσει ποτέ την Παλαιά Διαθήκη, ξαφνικά κάποια ημέρα άρχισε να λέει απ’ έξω την Π.Διαθήκη από διαβολική ενέργεια. Τότε σκέφτηκε να πάει στον τόπο του για να διδάσκει τον λόγο του Θεού. Όμως οι δικοί του, πού δεν ήθελαν να γίνει μοναχός, του είχαν στήσει παγίδα να τον μεθύσουν και να τον παντρέψουν. Αλλά ο Θεός τον εφύλαξε με κάποιον συντοπίτη του, ο οποίος πήγε και του είπε την παγίδα, πού είχαν στήσει και όταν εκείνος πήρε την απόφαση να μην πάει σπίτι του, τα εξέχασε όλα, δεν ήξερε λέξη από την Π.Διαθήκη”.
Πώς έρχεται συντριβή και ταπείνωση στην ψυχή του ανθρώπου, γέροντα;
“Ο Θεός από την πολλήν Του αγάπη, δεν δίνει αμέσως τη συντριβή και την ταπείνωση, αλλά με την πάροδο της ηλικίας και το μεγάλωμα στην πνευματική ζωή. Και τούτο διότι υπάρχει κίνδυνος βλέποντας ο άνθρωπος την αχαριστία του προς τις ευεργεσίες πού του έχει κάνει ο Θεός, να πέσει στο άλλο άκρο του εγωισμού, πού είναι η απόγνωση”.
Κάποια στιγμή μου είπε: “Τα μάτια τα σωματικά είναι για να βλέπουμε τα κούτσουρα και τα δένδρα για να μη σκοντάφτουμε, ενώ με τα μάτια της ψυχής μπορεί ο άνθρωπος να βλέπει πολύ μακριά, να βλέπει τί γίνεται στην Αμερική, στην Ιαπωνία και σ’ όλο τον κόσμο”. Έμεινα άναυδος. Αργότερα διαβάζοντας τον βίο του οσίου Σεργίου του Ραντονέζ κατάλαβα ότι εννοούσε το χάρισμα της διοράσεως.
Για να με παρακινήσει να λέω την νοερά προσευχή, ετόνισε: “Την ευχή, την ευχή, την ευχή”.
“Εύχομαι, είπε ο π. Παΐσιος, όλοι να είναι καλά στην υγιεία και να ζουν κοντά στον Θεόν”.
Στο τέλος έπιασε με τα άγια χέρια του το αμαρτωλό μου κεφάλι και με εφίλησε με πατρική στοργή.
Έφυγα συγκινημένος και εκστατικός. Η ψυχή μου ήταν πλημμυρισμένη από χαρά, δύναμη και ελπίδα. Εδόξαζα μυστικά τον Θεόν γι’ αυτήν την αλησμόνητη ευλογία. Δεν θσ ξεχάσω ποτέ την αγάπη, την απλότητα, τη σοφία, την ολιγόχρονη σιωπή προ των σοφών απαντήσεων, τον ήρεμο τρόπο με τον οποίο μιλούσε και το παιδικό χαμόγελο του αειμνήστου γέροντος Παϊσίου.