Όσοι άκουσαν το κήρυγμα του Χριστού και το κατάλαβαν και πίστεψαν στον Χριστό, όλοι αυτοί απεφάσισαν να ανταποκριθούν στο κήρυγμα του Χριστού, στην αγάπη του Χριστού που παρέδωσε τον εαυτό του εις θάνατον για τις αμαρτίες των ανθρώπων, και έκαναν ακριβώς αυτό που έκανε κι ο Χριστός: Έδωσαν τον εαυτό τους εις θάνατον. Δεν κάθισαν να υπολογίσουν τα πράγματα μήπως έτσι μήπως αλλιώς, να τα συμβιβάσουν· όχι, δεν γίνεται έτσι. Δεν γίνεται, δεν μπορείς να γίνεις χριστιανός, δεν θα ελευθερωθείς από την αμαρτία, δεν θα γίνεις του Χριστού, δεν θα ακολουθήσεις τον Χριστό, εάν δεν κόψεις με το μαχαίρι την προτέρα σου ζωή· να χωρίσει αυτή η ζωή και να μπεις στην καινούργια ζωή που σου προσφέρει ο Χριστός. Ε, αυτό είναι θάνατος. Και θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ο βίος της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που η Εκκλησία μας όρισε να τιμάται η μνήμη της σήμερα, είναι ό,τι χρειάζεται. Αυτή θα έλεγε κανείς ότι είναι ένας γνήσιος εκπρόσωπος του πεπτωκότος ανθρώπου. Με όλη της την ψυχή, με όλες της τις δυνάμεις, χωρίς κανένα φραγμό, χωρίς καμιά επιφύλαξη, έδωσε τον εαυτό της στην αμαρτία. Και τι δεν έκανε!
Όταν όμως άκουσε τον Χριστό, όταν όμως έφθασε μέσ’ στην ψυχή της η αλήθεια του Χριστού, όταν έφθασε το μήνυμα, όταν έπιασε μέσα της τι έκανε ο Χριστός για να σώσει τον άνθρωπο τον αμαρτωλό, ναι, δεν προβληματίσθηκε. Δεν μπήκε σε δίλημμα τι να κάνει τι να μην κάνει και δεν προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα, αλλά έκοψε με το μαχαίρι την όλη ζωή της μέχρι εκείνη την ώρα, έκοψε τον εαυτό της θα λέγαμε. Αυτός είναι ο θάνατος.Και άφησε τα πάντα σαν να μην είχαν συμβεί ποτέ, σαν να μην ήταν αυτή η ίδια –δεν ήταν πράγματι, δεν ήταν! Σαν να μην ήταν αυτή η ίδια η οποία έκανε όσα έκανε, σαν να μην ήταν αυτή η ίδια η οποία είχε δώσει τον εαυτό της σ’ αυτά και χαιρόταν και ευχαριστιόταν τάχα και απολάμβανε. Σαν να μην ήταν αυτή η ίδια. Ναι, αυτή που τα ‘κανε όλα αυτά πέθανε. Και ζωντανεύει μέσα της ένας άλλος άνθρωπος, ο καινούργιος άνθρωπος, ο εν Χριστώ άνθρωπος. Είναι χαρακτηριστικό αυτό σ’ όλους τους αγίους. Όσο αισθάνονται ότι λύπησαν τον Χριστό με την αμαρτία τους, τόσο περισσότερο ύστερα ανταποκρίνονται. Δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους αυτήν την πολυτέλεια να συμβιβάσουν τα πράγματα και «να, μετενόησα, άλλαξα, ας ζήσω τώρα την ζωούλα μου». Δεν το επιτρέπουν αυτό στον εαυτό τους. Θα μπορούσε βέβαια η οσία Μαρία η Αιγυπτία –ήρθε σε μια μετάνοια, εξομολογήθηκε, συγχωρήθηκαν οι αμαρτίες της– θα μπορούσε να ζήσει μια συνηθισμένη ζωή. Θα λέγαμε σήμερα μάλιστα να βρει κάποιον να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια· δεν θα ‘ταν κακό πράγμα.
Δεν το σηκώνει η ψυχή της αυτό, δεν το σηκώνει: Εγώ, εγώ; Τελείωσε για μένα, πέθανε αυτός ο κόσμος. Πέθαναν τα πάντα. Για μένα είναι μόνο ο Χριστός. Γι’ αυτό παίρνει τον δρόμο που παίρνει, φυσικά το Πνεύμα του Θεού την οδηγεί, και πάει στην έρημο και σαρανταεπτά χρόνια αυτή, μια γυναίκα, ζει όπως ζει. Εμείς σήμερα ναι μεν είμεθα χριστιανοί, εκκλησιαζόμεθα, μελετούμε τον λόγο του Θεού, παρακολουθούμε όπως καλή ώρα και τώρα τον λόγο του Θεού, μετέχουμε των μυστηρίων, εξομολογούμεθα, λαμβάνουμε την άφεση και αγωνιζόμεθα λίγο πολύ να είμεθα χριστιανοί κατά το Ευαγγέλιο, κατά το θέλημα του Χριστού. Φοβούμαι όμως ότι μέσα μας κυριαρχεί αυτό το πνεύμα που είναι εντελώς διαφορετικό από το πνεύμα του Χριστού που έρχεται να πάθει υπέρ των αμαρτιών των ανθρώπων, υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων. Υπάρχει κάτι μέσα μας το οποίο είναι αντίθετο προς αυτό το πνεύμα. Δεν παραδώσαμε τον εαυτό μας ένεκα των αμαρτιών μας, των πολλών αμαρτιών που έχουμε κάνει και κάνουμε, δεν παραδώσαμε τον εαυτό μας ακόμη εις θάνατον. Αντί να πάρει κανείς τον εαυτό του και να τον παραδώσει εις θάνατον –να σε πάρει δηλαδή ο Χριστός και να σε οδηγήσει στο να πεθάνει το σώμα της αμαρτίας, να πεθάνει ο παλαιός άνθρωπος, να ζήσει ο καινούργιος άνθρωπος· αντί να δώσει κανείς με εμπιστοσύνη, με ελπίδα, με αγάπη, γιατί κάτι έχει «πάθει» μέσα του κανείς, τον άγγιξε η Χάρις του Θεού, αντί να παραδώσει έτσι τον εαυτό του λοιπόν στον Θεό, ζητάει αυτοδικαίωση, ζητάει αυτοεκτίμηση, ζητάει τέτοια πράγματα και είναι η ζωή άχαρη. Όλα αυτά τα λέμε, διότι τα καταφέραμε, ενώ είμεθα χριστιανοί, να μπερδέψουμε μέσα στην χριστιανική ζωή και την αμαρτία, με όλη την άνεση ας πούμε. Κάνουν οι χριστιανοί όλες τις αμαρτίες, ψευτομετανοούν λίγο, ψευτοπροσεύχονται λίγο, ψευτοκάνουν ορισμένα πράγματα, αλλά η ζωή παραμένει αμαρτωλή.
Ο χριστιανός παραμένει ένας άνθρωπος ο οποίος δουλεύει στην αμαρτία, δεν δουλεύει στον Θεό. Άσχετα αν φαίνεται ότι κάνει κάποιες προσπάθειες για να δουλέψει και στον Θεό. Δεν μπορεί να είναι τόσο αδύναμο το Πνεύμα του Θεού, τόσο αδύναμη η Χάρις του Θεού, που να μην μπορεί να μας κρατήσει μακριά από την αμαρτία. Δεν μπορεί να είναι έτσι. Εμείς δεν έχουμε σχέση καλή, έχουμε ψεύτικη σχέση και πιο πολύ δίνουμε τον εαυτό μας στον εαυτό μας και σ’ άλλα πράγματα, και όχι στον Χριστό. Διότι φοβόμαστε να κόψουμε την ζωή την παλιά, φοβόμαστε να πεθάνουμε εν Χριστώ. Η οσία Μαρία η Αιγυπτία αμάρτησε, ήταν αυτή η αμαρτωλή, αλλά από την στιγμή που έκοψε τα νήματα με την προηγούμενη ζωή της, από την στιγμή που πήρε απόφαση ν’ ακολουθήσει τον Χριστό, τον ακολουθεί σταθερά και αμετάκλητα. Και εκεί βέβαια μέσα στην έρημο, όπως τα διηγείται η ίδια στον αββά Ζωσιμά και από κει έχουμε τον βίο της, πόσες φορές πήγε ο εχθρός, πήγε ο διάβολος εκεί, ο πειρασμός, και της θύμιζε παλιά πράγματα, παλιές εικόνες, παλιές καταστάσεις, και έπεφτε κάτω –αυτό είναι ο χριστιανός, αυτό είναι ο βαπτισμένος, ο εξομολογημένος, ο μετανοημένος, αυτός που έκοψε τα νήματα. Δεν παραδίδεται στην αμαρτία, δεν αφήνεται στην αμαρτία· εκεί· θα πεθάνει. Προτιμάει να πεθάνει παρά να πέσει στην αμαρτία. «Και έπεφτα», λέει, «κάτω και δεν σηκωνόμουν από κει, ωσότου η Παναγία που την παρακαλούσα, έπαιρνε τους πειρασμούς και ξανασηκωνόμουν επάνω».
Επειδή πήρε αυτή την απόφαση και πήγε στην έρημο και δεν έβλεπε ανθρώπους, δεν ήτανε ειδυλλιακά τα πράγματα. Χρόνια, όχι για λίγες μέρες, όχι για λίγους μήνες, αλλά χρόνια επέτρεψε ο Θεός, γιατί είναι και μια οικονομία του Θεού, επέτρεψε να ταλαιπωρηθεί, για να φανεί πόσο γενναίος πράγματι μπορεί να ‘ναι ο άνθρωπος και πόσο πράγματι ο άνθρωπος μπορεί να ανταποκριθεί στην αγάπη του Θεού, όταν θέλει. Για να φανεί ότι ο Θεός έδωσε κάποιες δυνάμεις στον άνθρωπο και τις δυνάμεις αυτές πρέπει να τις χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος για ν’ αγωνισθεί εναντίον του κακού και να ζήσει κατά Θεόν. Οικονομία Θεού λοιπόν· όχι λίγες μέρες και λίγους μήνες αλλά χρόνια, αρκετά χρόνια, παιδευόταν από τους πειρασμούς αυτούς. Και κάποτε ήρθε η ανάπαυση, ήρθε η λύτρωση. Αλλά, επαναλαμβάνω, είναι αδιανόητο ένας ο οποίος είναι στον δρόμο της αγιότητος να αμαρτάνει κιόλας. Δεν γίνεται. Παρακαλώ πάρα πολύ λοιπόν να προσέξουμε αυτό το θέμα το σοβαρό. Δεν ήρθε ο Χριστός στη γη απλώς να δημιουργήσει μια κάποια κατάσταση, απλώς για να βελτιώσει ορισμένα πράγματα. Ο Χριστός ήλθε για να σώσει τον άνθρωπο από την αμαρτία. Οι χριστιανοί, υποτίθεται, ότι αφού πιστέψαμε στον Χριστό, βαπτισθήκαμε, γίναμε μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, είμεθα χριστιανοί, υποτίθεται λοιπόν ότι μας έσωσε από την αμαρτία. Και θέλω να πω αυτό. Σωθήκαμε από την αμαρτία; Πράγματι σωθήκαμε από την αμαρτία; Μπορούμε να σταθούμε ενώπιον του Θεού και να πούμε· «Ναι, Κύριε, σώθηκα από την αμαρτία και ανταποκρίθηκα ανάλογα. Το ‘νιωσα αυτό το πράγμα και ανταποκρίθηκα». Μπορούμε να το πούμε αυτό; Όποιος μπορεί να το πει, να συνεχίσει αυτή τη ζωή. Όποιος όμως δεν μπορεί να το πει και βρίσκεται σε πολύ αλλιώτικη κατάσταση κι ακόμη οργιάζει μέσα του η αμαρτία, κυριαρχείται η ύπαρξή του από την αμαρτία κι ακόμη διαφεντεύει μέσα του η αμαρτία… Να τα προσέξουμε αυτά, να ξυπνήσουμε, αδελφοί μου, να ταρακουνηθούμε. Να ορμήσουμε στον θάνατο, που είναι ο θάνατος της αμαρτίας, είναι ο θάνατος του σώματος της αμαρτίας, είναι ο θάνατος του παλαιού ανθρώπου. Ήρθε η ώρα να πεθάνει. Και να ζήσει ο καινούργιος άνθρωπος. Το εύχομαι, αδελφοί μου, όλες αυτές τις ημέρες να πάθουμε, να συμπάθουμε με τον Χριστό πράγματι, να πεθάνουμε ως προς τον παλαιό άνθρωπο και να ζήσουμε ως προς τον νέο άνθρωπο εν Χριστώ Ιησού. Σας εύχομαι και καλή ανάσταση.
π. Συμεών Κραγιόπουλος (†)