Κάθε ἀνθρώπινος χαρακτήρας θεωρεῖται ἀσθενής, ὅταν ἀπουσιάζει ἀπ’ αὐτὸν ἡ θεία Χάρη, ποὺ τελειοποιεῖ καὶ συνέχει τὰ πάντα, ἀφοῦ «τὰ ἀσθενῆ θεραπεύει καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῖ». Αὐτὸ τονίζει καὶ ὁ Κύριός μας, ὅταν λέει ὅτι «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. 15,5). Ἕκτος ὅμως τῆς παρουσίας τῆς Χάριτος, ἀπαραίτητα χρειάζεται καὶ ἡ ἀνθρώπινη πρόθεση καὶ συνεργασία, σύμφωνα μὲ τοὺς ἠθικοὺς κανόνες τῆς λογικῆς καὶ τὶς θεῖες ἐντολές, ποὺ θὰ προκαλέσουν τὴ θεία ἐπέμβαση.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εὔκολα κατηγορεῖ, τὸ κάνει γιατί συνήθισε νὰ ἐρευνᾶ τὶς ξένες πράξεις καὶ σκέψεις παρὰ τὶς δικές του. Λησμόνησε τὰ λόγια τῆς Γραφῆς «μὴ κρίνετε, ἴνα μὴ κριθῆτε» καὶ τὸ «ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε»
Ἡ τόσο εὔκολη συνήθεια τῆς κρίσεως ξένων λόγων καὶ πράξεων εἶναι ψυχικὴ ἀρρώστια ποὺ προέρχεται ἀπὸ πώρωση τῆς λογικῆς δυνάμεως τοῦ νοῦ, ποὺ εἶναι μᾶλλον γέννημα τοῦ ἐγωισμοῦ.
Ἡ ἐσωστρέφεια, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν αὐτομεμψία, κρίνεται ἀπαραίτητη γιὰ τὴ διάγνωση καὶ ἐπίγνωση τῶν δικῶν μᾶς σφαλμάτων καὶ λαθῶν. Ἀπαραίτητος κανόνας καὶ δόγμα τῆς ζωῆς εἶναι ἡ εὐαγγελικὴ νομοθεσία, χωρὶς τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δὲν ὀρθοποδεῖ. Ὁ «νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς» (Ρώμ. 8,2), ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀπελευθερώσει ἀπὸ τὸ θάνατο στὸν ὁποῖο κατρακυλήσαμε, μᾶς χαράζει τοὺς καινούργιους δρόμους τῆς ζωῆς. Ἡ ἀγάπη ἑνώνει τὰ «διεστῶτα εἰς ἕν», δημιουργεῖ ἕνα δεσμό, μία κοινωνία. Μᾶς διδάσκει ὅτι «ὀφείλομεν τὰς ψυχᾶς ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν τιθέναι» (Ἃ’ Ἰω. 3,16) καὶ «ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε» (Γάλ. 6,2) καὶ «πάντα ἡμῶν ἐν ἀγάπη γινέσθω» (Ἃ’Κόρ. 16,14).
Ἡ ἄγνοια τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας ἐπιτρέπει τὴν ἐπίδραση τοῦ παραλόγου καὶ ἀπομακρύνει τὴ θεία Χάρη. Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρα δὲν ἔφτασε ἀκόμη στὸ φωτισμό, πλανᾶται στὶς κρίσεις του. Ἀπ’ ἐδῶ ἀρχίζει τὸ δικαίωμα τοῦ «γιατί;», τοῦ «ἂν» καὶ τοῦ «μήπως;» καὶ ξεκινᾶ ἡ κατάκριση, ἡ ἀντίσταση, ἡ ἀπείθεια, τὸ μίσος καὶ γενικὰ ἡ κακία.
Ἀναίρεση σὲ ὅλα αὐτὰ μπορεῖ νὰ προσφέρει ὁ Κύριός μας μὲ τὸ λόγο του: «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμὶν ἴνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἴω. 13,34) καὶ «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἔστε ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἴω. 13,35). Ὅποιος φρόντισε νὰ κρατήσει τὸ νόμο τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μας, ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν περιεκτικὴ κακία. Τότε οὔτε κρίνει, οὔτε ἐπιβουλεύεται, οὔτε κακοποιεῖ. Χωρὶς ἰδιαίτερη προσπάθεια ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ ὅλο τὸ νόμο τῆς διαστροφῆς, ἀφοῦ ὅλα τὰ ρυθμίζει ἡ ἀγάπη.