Ο Αντωνάκης
Ο δρόμος ήταν γεμάτος παιχνιδάδικα. Το παιδί που κρατούσε ο πατέρας από το χέρι τσίριζε αδιάκοπα, παρ’ όλο που μόλις πριν λίγο του είχε αγοράσει παιχνίδι. Φαίνεται πως ήθελε και κάτι άλλο. Κι έκλαιγε και τσίριζε και τράβαγε τον πατέρα του προς τα κει που ήθελε αυτό. Εκείνος, διατηρώντας την ψυχραιμία του, ψιθύριζε σιγανά και ευγενικά:
-Ήρεμα, Αντωνάκη. Μη θυμώνεις, Αντωνάκη. Συγκρατήσου, Αντωνάκη.
Η κυρία που ερχόταν πίσω τους σχεδόν αγανάκτησε με το κακομαθημένο παιδί. Και θαύμασε τον πατέρα για την αυτοσυγκράτησή του. Θέλησε μάλιστα να τον ενθαρρύνει:
-Κύριέ μου, του λέει κάποια στιγμή. Οφείλω να σας συγχαρώ για την ηρεμία σας. Εγώ, αν το παιδί ήταν δικό μου, δεν θα μπορούσα να συγκρατηθώ. Θα του ’δινα δυο τρεις στον ποπό να τις θυμάται.
Ύστερα στράφηκε προς το παιδί:
-Δεν κάνουν έτσι τα καλά παιδιά, Αντωνάκη. Ούτε κλαίνε μεσ’ στον δρόμο ούτε στενοχωρούν τον μπαμπά τους.
Εκείνο σταμάτησε για λίγο να τσιρίζει. Κοίταξε την περαστική γυναίκα, κι ύστερα της είπε:
-Δεν με λένε Αντωνάκη, όμως, Γιάννη με λένε. Ο μπαμπάς μου είναι ο Αντωνάκης…
Μαρία Γουμενοπούλου, Ο Κόσμος της Ελληνίδος, Μάρτιος – Απρίλιος 2013, Αρ.596