Σοῦ εἶπε ὁ ἀδελφός σου ὅτι εἶσαι ὕπουλος! Πάρε το γιά ἀστεῖο, καί μή σοῦ κακοφανῆ! Ἀλλά, κι ἄν ἀκόμη τό ἐννοοῦσε, σέ ἐρωτῶ: Μήπως στήν πραγματικότητα δέν εἴμαστε ὅλοι ὕπουλοι; Ποιός μπορεῖ νά ἰσχυρισθῆ πώς εἶναι παντοῦ καί πάντοτε εὐθύς καί εἰλικρινής; Πές ὅτι σοῦ τό εἶπε αὐτό ὁ ἀδελφός σου κατά παραχώρηση Θεοῦ, γιά νά ταπεινωθῆς καί νά διορθωθῆς. Καί ἐσύ νά νοιώθης ὄχι ἀντιπάθεια, ἀλλά ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη γιά τόν ἀδελφό σου, πού, ἔστω καί μ’ αὐτό τόν τρόπο, σέ βοηθᾶ νά διορθωθῆς καί νά σωθῆς!
Ὅταν σέ λυποῦν ἤ ὅταν σέ προσβάλλουν, τότε νά ἐνθυμῆσαι τά Πάθη τοῦ Κυρίου μας: Ὅταν τόν ὕβρισαν, αὐτός δέν ὕβριζε· ὅταν τόν εἰρωνεύονταν, αὐτός δέν εἰρωνευόταν· ὅταν τόν κτυποῦσαν, αὐτός δέν κτυποῦσε· ὅταν τόν κακολογοῦσαν, αὐτός δέν κακολογοῦσε· ἀλλά σ’ ὅλα αὐτά ἀνταποκρινόταν μέ ἠρεμία: “Εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περί τοῦ κακοῦ” (Ἰω. ιη’ 23). Καί προσευχόταν γιά τούς σταυρωτές Του. Νά ζοῦμε, ὅπως ἔζησε ὁ Χριστός· δηλαδή μέ ταπείνωση, μέ ὑπακοή, μέ ἀνεξικακία. Νά φροντίζουμε νά Τόν μιμούμαστε, ὅσο γίνεται, σέ ὅλα. Μετά χαρᾶς νά βαδίζουμε τή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, καί νά μισοῦμε τόν φαρδύ καί ἀστόχαστο βίο.
Πρόσεξε νά μή σοῦ κακοφαίνεται, ὅταν σοῦ ποῦν λόγο σκληρό. Οἱ λόγοι οἱ σκληροί, οἱ ὑβριστές, οἱ καταφρονήσεις ἀπαλλάτουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τούς κακούς λογισμούς, καί μάλιστα τούς αἰσχρούς. Τόν ἀπαλλάτουν ἀπ’ ὅλα τά πάθη, ἀρκεῖ νά ὑπομένη ὅλα αὐτά ἀγόγγυστα. Ὅταν φθάσης στό σημεῖο νά εὐχαριστεῖσαι, ὅταν σέ καταφρονοῦν, σέ ὑβρίζουν καί σέ συκοφαντοῦν, τότε νά ξέρης σίγουρα ὅτι θά ἀπολαύσης στέφανον ἀμάραντον στούς οὐρανούς.
Ἄν σέ κοροϊδεύουν, ἐσύ ἔχε καλούς λογισμούς, παῖρνε το π.χ. γιά ἀστεῖο, καί ἔτσι φεύγει εὔκολα ἡ παρεξήγηση καί τό σκάνδαλο. Νά σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα: Στό διακόνημα τῆς γεωργίας, εἶχα δύο λαϊκούς βοηθούς, μισθωτούς τῆς Μονῆς. Ὁ ἕνας ἦταν ἔμπειρος στή γεωργία, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἐργαζόταν προηγουμένως ὡς κουρέας, καί μόνο πρόσφατα εἶχε ἀρχίσει νά ἐπιδίδεται καί αὐτός στή γεωργία. Ὁ ἔμπειρος ἦταν μικρότερος στήν ἡλικία ἀπό τόν ἄλλο. Κι ὅμως τόν πείραζε, ἀποκαλώντας τον “ψωμᾶ”, ὑπονοώντας ὅτι δέν ἦταν ἄξιος στή δουλειά του, ἀλλά μόνο γιά νά τρώη ψωμί ἦταν ἱκανός. Ὅμως ὁ ἄλλος ἦταν πρᾶος καί ἀνεξίκακος, ἄν καί ἦταν μεγαλύτερος καί εἶχε καί δέκα παιδιά. Ἔλεγε μέ τόν λογισμό του: “γιατί νά μοῦ κακοφανῆ, ἄν μέ ἀποκάλεσε “ψωμᾶ”; Ἄς τον νά λέη. Δέν πειράζει!” Δηλαδή ταπεινώθηκε ἑκούσια, ἐξέλαβε τήν προσβολή γιά ἀστεῖο, δέν στενοχωρήθηκε, καί ἔτσι κέρδισε ὅ,τι πιό πολύτιμο: Τή Χάρη τοῦ Θεοῦ!
Ὁ Κύριος μακαρίζει τούς πραεῖς. Λέγει ὅτι “αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν” (Ματθ. ε’ 5). Αὐτός, πού εἶναι πραγματικά πρᾶος, ὄχι μόνο ἐξωτερικά δέν ὀργίζεται, ἀλλ’ οὔτε καί μέσα στήν ψυχή του. Τήν ὥρα τοῦ παροξυσμοῦ νά προτιμᾶς τή σιωπή, τήν προσευχή καί τή φυγή, καί ποτέ σου δέν θά τό μετανοιώσης.
Πολλοί ὀργίζονται ὄχι μόνον ἐναντίον ἀνθρώπων, ἀλλά καί ἐναντίον ἀψύχων πραγμάτων, καί ἀρχίζουν νά σπᾶνε ἀντικείμενα καί νά χτυποῦν τά ζῶα, πού νομίζουν ὅτι τούς ἔφταιξαν. Ὅμως ὁ ἀληθινά πρᾶος καί ἀνεξίκακος δέν ὀργίζεται μέ τίποτε καί εἶναι πάντοτε εἰρηνικός. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο κατοικεῖ μέσα στήν ψυχή του.
Ἡ πραότης, ὅταν εἶναι κατά Θεόν, δέν εἶναι οὔτε δειλία, οὔτε ἀδυναμία, ἀλλά εἶναι δύναμη πνευματική καί πίστη στόν Θεό ἀληθινή.
Ὁ πρᾶος παραμένει ἀνεπηρέαστος στόν νοῦ καί στήν καρδιά του. Δέν ταράσσεται, οὔτε ὅταν τόν κατηγοροῦν, οὔτε ὅταν τόν ἐπαινοῦν· οὔτε ὅταν τόν ὑπολογίζουν, οὔτε ὅταν τόν ἁγνοοῦν· οὔτε ὅταν τόν ἐξυψώνουν, οὔτε ὅταν τόν ταπεινώνουν. Αὐτή ὅμως ἡ ἀρετή εἶναι καρπός μεγάλης πίστης στόν Θεό, βαθιᾶς ταπείνωσης καί καθαρῆς προσευχῆς.
Ὁ πρᾶος ἐπηρεάζει καί τούς ἄλλους γύρω του. Εἰρηνεύει αὐτούς, πού διαπληκτίζονται, γαληνεύει αὐτούς, πού ἔχουν ταραχή καί σύγχυση.
Ὁ πρᾶος, καί μέ μόνη τή θέα του, σκορπίζει εἰρήνη καί χάρη.