Στὰ θρησκευτικά, εἴχαμε δάσκαλο ἕναν ὡραῖο νεαρὸ παπά, μὲ πλούσια μαλλιά. Ὁ παπὰς δὲ μ’ ἀγαποῦσε, γιατί δὲν εἶχα τὴν «Ἱερὰ Ἱστορία τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης», καὶ γιατί κορόιδευα τὸν τρόπο ποὺ μιλοῦσε.
Μόλις ἔμπαινε στὴν τάξη, πρώτη του δουλειὰ ἤτανε νὰ μὲ ρωτήσει:
– Πεσκόφ, ἔφερες τὴν Βίβλο ἢ ὄχι: Ναὶ τὴν Βίβλο.
Ἐγὼ ἀπαντοῦσα:
– Ὄχι. Δὲν ἔφερα. Ναὶ
– Τί ναί;
– Ὄχι;
– Ἄντε, πήγαινε στὸ σπίτι. Ναὶ στὸ σπίτι. Γιατί δὲν σκοπεύω νὰ κάνω μάθημα. Ναί. Δὲν σκοπεύω!
Αὐτὸ δὲ μὲ πολυστενοχωροῦσε, ἔφευγα κι ὥσπου νὰ τελειώσουν τὰ μαθήματα, τριγυρνοῦσα στοὺς γεμάτους λάσπη δρόμους τῆς κωμόπολης, χαζεύοντας τὴν πολυτάραχη ζωή της.
Ὁ παπὰς εἶχε ἕνα ὡραῖο πρόσωπο, σὰν τοῦ Χριστοῦ, τρυφερὰ γυναικεῖα μάτια, καὶ μικρὰ χέρια, ποὺ κι αὐτὰ ἦταν τρυφερά, γιὰ κάθε πράγμα ποὺ τοὺς ἔπεφτε. Κάθε πράγμα. -Βιβλίο, χάρακα, κοντυλοφόρο- τὸ ‘πιανε μὲ καταπληκτικὴ χάρη, λὲς καὶ τὸ πράγμα αὐτὸ ἦταν ζωντανά, εὔθραυστο. Ὁ παπὰς τὸ ἀγαποῦσε καὶ φοβότανε, θαρρεῖς, μήπως τὸ χαλάσει μὲ μιὰ ἀπρόσεχτη κίνησή του. Μὲ τὰ παιδιὰ δὲν ἦταν τόσο τρυφερός, μὰ τὸν ἀγαποῦσαν.
Παρ’ ὅλο ποὺ ἡ ἀπόδοσή μου στὰ μαθήματα ἦταν ὑποφερτή, μοῦ εἶπαν πολὺ γρήγορα πὼς θὰ μὲ ἀποβάλουνε ἀπὸ τὸ σχολεῖο γιὰ ἀνάξια διαγωγή. Στεναχωρέθηκα. Αὐτὸ σήμαινε γιὰ μένα μεγάλες φασαρίες γιατί ἡ μητέρα, ποὺ γινόταν κάθε μέρα καὶ πιὰ νευρική, μ’ ἔδερνε συχνά.
Μὰ ἦρθε ἡ βοήθεια. Ξαφνικά, ἦρθε στὸ σχολεῖο ὁ ἐπίσκοπος Χρύσανθος, ἕνας ἄνθρωπος, ἀπ’ ὅ,τι θυμᾶμαι, καμπούρης ποὺ θύμιζε μάγο. Πολὺ κοντός, μ’ ἕνα φαρδὺ μαῦρο ράσο κι ἕνα κωμικὸ κουβαδάκι στὸ κεφάλι μόλις ἔκατσε στὸ τραπέζι, ἀνασκουμπώθηκε κι εἶπε:
– Ἐλᾶτε, λοιπόν, νὰ κουβεντιάσουμε, παιδιά μου.
Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς τάξης ἄλλαξε ἀμέσως, ἔγινε ζεστή, χαρούμενη, εὐχάριστη. Ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους, φώναζε καὶ μένα στὸ τραπέζι του καὶ μὲ ρώτησε σοβαρὰ
– Πόσω χρονῶν εἶσαι. Μόνοοο; Πολὺ ψηλὸς εἶσαι, ἀδελφέ μου, δὲν εἶν’ ἔτσι; Καθόσουν συχνὰ κάτω ἀπὸ τὶς βροχές, ἔ;
Ἔβαλε στὸ τραπέζι τὸ κοκκαλιάρικο χέρι του, μὲ τὰ μεγάλα μυτερὰ νύχια, ἔπιασε στὰ δάχτυλά του τὴ φτωχὴ γενειάδα του, κάρφωσε στὸ πρόσωπό μου τὸ καλοσυνάτο βλέμμα του καὶ πρότεινε
– Πές μου κάτι ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Ἱστορία, τί σ’ ἄρεσε σ’ αὐτήν;
Ὅταν τοῦ εἶπα πὼς δὲν ἔχω βιβλίο καὶ δὲ μαθαίνω τὴν Ἱερὰ Ἱστορία ἔσαξε τὸ καλυμμαύχι του καὶ ρώτησε
– Πῶς γίνεται αὐτό. Πρέπει νὰ τὴ μάθεις! Μήπως ξέρεις τίποτε ἄλλο, ἄκουσες τίποτα; Ξέρεις τὸ Ψαλτήρι; Πολὺ καλά! Καὶ προσευχές; Βλέπεις, λοιπόν; Ξέρεις κι ἀπὸ πάνω καὶ τοὺς βίους τῶν Ἅγιων; Καὶ μάλιστα σὲ στίχους; Μὰ ἐσύ μοῦ εἶσαι πολύξερος, βλέπω!
Μόνο τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἐμφανίστηκε ὁ παπάς μας, κόκκινος, λαχανιασμένος. Ὁ ἐπίσκοπος τὸν εὐλόγησε, μὰ ὅταν ὁ παπὰς ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ μένα, ὁ ἐπίσκοπος σήκωσε τὸ χέρι κι εἶπε:
– Μία στιγμή, παρακαλῶ… Ἄντε, πές μας γιὰ τὸν Ἀλεξέι, τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ.
– Ὑπέρκαλοι στίχοι, ἀδελφέ μου, ἔ; εἶπε, ὅταν κόμπιασα λιγάκι, ξεχνώντας κάποιο στίχο. Τίποτε ἄλλο;… Γιὰ τὸν βασιλιὰ Δαβίδ: Εἶμαι ὅλος αὐτιά!
Εἶδα, πὼς πραγματικὰ ἀκούει καὶ τοῦ ἀρέσουν οἱ στίχοι. Μὲ ρώτησε πολλὴν ὥρα, ἔπειτα, ξαφνικά, σταμάτησε καὶ ζήτησε βιαστικὰ νὰ μάθει.
– Διάβασες ψαλτήρι: Ποιός σοῦ τὰ ἔμαθε. Ὁ καλός σου ὁ παππούς; Τί, κακὸς εἶναι; Εἶναι δυνατόν; Καὶ σὺ κάνεις πολλὲς τρέλες;
Ζάρωσα, μὰ εἶπα-ναὶ- Ὁ δάσκαλος μὲ τὸν παπὰ ἐπιβεβαίωσαν, μὲ πολλὰ λόγια, τὴν ὁμολογία μου. Ὁ ἐπίσκοπος τοὺς ἄκουσε μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, ἔπειτα εἶπε, ἀναστενάζοντας:
– Νὰ τί λένε γιὰ σένα. τ’ ἄκουσες; Ἄντε, ἔλα πιὸ κοντά!
Ἔβαλε τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι μου, ποὺ ἀνάδινε μιὰ μυρωδιὰ ἀπὸ κυπαρρυσόξυλο, καὶ ρώτησε
– Γιὰ ποιὸ λόγο κάνεις ἀταξίες;
– Εἶναι ποὺ βαριέμαι τὸ μάθημα, εἶναι ἀνιαρό.
– Ἀνιαρό; Αὐτό, ἀδελφέ μου, σὰν νὰ μὴν εἶναι σωστό! Ἂν βαριόσουνα τὰ μαθήματα θὰ ἤσουνα κακὸς μαθητής. Καὶ οἱ δάσκαλοί σου λένε πὼς εἶσαι καλὸς στὰ μαθήματα. Ἑπομένως κάτι ἄλλο συμβαίνει.
Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα μικρὸ βιβλιαράκι κι ἔγραψε πάνω του: Πεσκὸφ Ἀλεξέι.
– Ἐντάξει. Πάρτο αὐτό, καλὸ θὰ εἶναι νὰ συγκρατηθεῖς, ἀδελφέ, νὰ μὴν εἶσαι τόσο ἄτακτος! Λιγάκι, ἐπιτρέπεται, μὰ τὸ πολὺ κάνει ζημιὰ στοὺς ἄλλους. Λέγω καλά, παιδιά;
Πολλὲς φωνὲς μαζὶ ἀπάντησαν χαρούμενα:
– Καλά.
– Καὶ σεῖς λιγάκι ἀταχτεῖτε, δὲν εἶναι ἔτσι;
Τὰ παιδιὰ ἄρχισαν, γελώντας, νὰ λένε:
– Ὄχι. Καὶ μεῖς πολύ!
Ὁ ἐπίσκοπος ἀκούμπησε στὴν πλάτη τῆς καρέκλας, μ’ ἔσφιξε στὴν ἀγκαλιά του καὶ εἶπε μὲ κατάπληξη, μ’ ἕναν τέτοιο τόνο, ποὺ ὅλοι, ἀκόμα κι ὁ δάσκαλος κι ὁ παπὰς γέλασαν:
– Περίεργο πράγμα, ἀδελφοί μου, κι ἐγὼ στὰ χρόνια σας, ἤμουνα μεγάλος καπετὰν φασαρίας! Γιατί, τί φταίει, ἀδελφοί μου;
Τὰ παιδιὰ γελοῦσαν, ἐκεῖνος τοὺς ρωτοῦσε, μπερδεύοντάς τους ὅλους, μὲ τέχνη, προκαλώντας διαφωνίες καὶ ἀντιρρήσεις μεταξύ τους, καὶ δυναμώνοντας διαρκῶς τὴν εὐθυμία τελικά, σηκώθηκε καὶ εἶπε:
– Καλὰ τὰ περνᾶμε μαζί, ἔκτακτα, μὰ καιρὸς νὰ φύγω!
Σήκωσε τὸ χέρι, πέταξε, μὲ μιὰ κίνηση, τὸ μανίκι του πάνω στὸν ὦμο, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, μὲ πλατιὲς κινήσεις, πάνω σ’ ὅλους καὶ εὐλόγησε:
– Στὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σᾶς εὐλογῶ γιὰ καλὲς ἐπιδόσεις στὰ μαθήματά σας. Ἀντίο σας!
Ὅλοι μαζὶ φώναξαν:
– Ὥρα σας καλὴ παππούλη! Νὰ μᾶς ξαναρθεῖτε!
Κουνώντας τὸ καλυμμαύκι του εἶπε ἐκεῖνος:
– Θὰ ἔρθω, θὰ ἔρθω! Θὰ σᾶς φέρω βιβλία!
Καὶ εἶπε στὸν δάσκαλο, βγαίνοντας ἀπὸ τὴν τάξη.
– Σχολάσετε τὰ παιδιά!
Μὲ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μ’ ἔβαλε στὸν διάδρομο καὶ κεῖ μοῦ λέει – Ἔτσι λοιπόν, συγκρατήσου, ἐντάξει; Καταλαβαίνω γιατί κάνεις ἀταξίες. Ἄντε, ἀντίο, ἀδελφέ.
Ἤμουν πολὺ συγκινημένος. Κάποιο ἰδιαίτερο αἴσθημα φούντωνε μέσα μου. Ἀκόμη κι ὅταν ὁ δάσκαλος ἀπόλυσε τὰ παιδιὰ μὲ κράτησε κι ἄρχισε νὰ μοῦ λέει, πὼς τώρα πρέπει νὰ εἶμαι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς· τὸν ἄκουσα μὲ προσοχὴ καὶ προθυμία…