Η αλλαγή του χρόνου για το κοσμικό πρότυπο ζωής συνοδεύεται από πλήθος εκδηλώσεων που μαρτυρούν την ανάγκη του ανθρώπου να χαρεί, να ελπίσει, να φανεί αισιόδοξος. Δίνουν και παίρνουν οι ευχές. Τα αυτονόητα θα έλεγε κάποιος. Όμως το ζητούμενο είναι η χαρά την οποία ευχόμαστε να την ζούμε αληθινά και με διάρκεια. Αυτό το «καλή χρονιά» να μην είναι η ευχή των πρώτων ημερών ή της βασιλόπιττας, αλλά να είναι η έγνοια μας για όλο τον χρόνο. Όσο εξαρτάται από μας, να παλεύουμε ώστε η χρονιά να είναι όντως καλή. Να μην έχει να κάνει μόνο με την εκπλήρωση των στόχων μας, αλλά να συνδέεται με την αλλαγή της καρδιάς μας. Για να έχει διάρκεια η χαρά σε μία ύπαρξη η οποία έχει νόημα ζωής και η οποία μπορεί να διαχειριστεί και τα λυπηρά και τα ευχάριστα με το μέτρο της παρουσίας του Χριστού στη ζωή μας.
Στον εσπερινό της Πρωτοχρονιάς, της ημέρας μνήμης του Αγίου Βασιλείου, επισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας του θαυματουργού, διαβάζουμε ένα μικρό απόσπασμα από τις Παροιμίες της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αναφέρεται στην ενυπόστατο Σοφία του Θεού, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. «Εγώ ήμην, η προσέχαιρε . καθ’ ημέραν δε ευφραινόμην εν προσώπω αυτού εν παντί καιρώ» (Παροιμ. 8,30). «Εγώ είμαι η αιτία της χαράς Του. Κι εγώ χαίρομαι καθημερινά κοινωνώντας με το πρόσωπό Του για πάντα». Ο Υιός είναι η χαρά του Πατρός. Και ο Πατήρ η χαρά του Υιού για πάντα. Η χαρά έχει να κάνει με την κοινωνία των προσώπων. Και η χαρά είναι απερίγραπτη και αιώνια, δεν μετριέται στον χρόνο και ούτε με τον χρόνο.
Αν προεκτείνουμε τον λόγο αυτό στα πρόσωπα των αληθινών νικητών του χρόνου, που είναι οι άγιοί μας, τότε θα διαπιστώσουμε ότι η χαρά στη σχέση του Χριστού, της ενυποστάτου σοφίας του Θεού, με τους ανθρώπους λειτουργεί αμοιβαία. Ο Θεός χαίρεται με τους μιμητές του Υιού Του και εκείνοι με την κοινωνία με το πρόσωπο του Κυρίου. Και η χαρά του Θεού είναι τριπλή: χαίρεται διότι οι άγιοι επέλεξαν να είναι παιδιά Του. Χαίρεται διότι βλέπουν και τους άλλους ανθρώπους ως παιδιά του Θεού και αδέλφιά τους. Χαίρεται διότι εντός τους υπάρχει η προσδοκία της αιωνιότητας.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μέγας Βασίλειος, υπάρχουν τρία κίνητρα για την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό: ο φόβος της κολάσεως, που κάνει τον άνθρωπο να θέλει να είναι δούλος του Θεού, για να μην τιμωρηθεί για τις αμαρτίες του. Ο μισθός τον οποίο ο άνθρωπος προσδοκεί ότι θα λάβει, εφόσον τηρεί τις εντολές. Η αγάπη, η οποία κάνει τον άνθρωπο να παραδίδεται στην πατρότητα του Θεού και να εμπιστεύεται. Ο φόβος λειτουργεί ως δουλεία. Ο μισθός ως σχέση συναλλαγής. Η αγάπη ως σχέση υιότητας. Κανέναν δεν απορρίπτει ο Θεός. Ωστόσο, μείζων των πάντων η αγάπη (Α’ Κορ. 13,13). Ο Θεός χαίρεται και συνεργεί σε όλα σε εκείνους που επιλέγουν να είναι παιδιά Του. Να Τον αγαπούν πληρωτικά και να βρίσκουν ασφάλεια κοντά Του, ακόμη κι αν κάποτε η αγάπη είναι σκληρή, περιλαμβάνει δοκιμασίες, είτε για να μην υπερηφανεύεται ο άνθρωπος, είτε για ην υπομονή του.
Ο Θεός εικονίζεται στο πρόσωπο του κάθε πλησίον. Νόημα στη ζωή έχει η συνύπαρξη. Και αυτή δεν είναι αυθεντική, χωρίς την αγάπη. Η έκφρασή της είναι η προσευχή, ιδίως για τους εχθρούς, αλλά και για όλο τον πεπτωκότα Αδάμ (γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ). Η έκφρασή της είναι η ελεημοσύνη και η ευσπλαχνία. Είναι η συγχώρεση μέσα από την καρδιά που πλαταίνει και ανοίγεται. Και αναπαύεται ο Θεός σε μία τέτοια στάση ζωής. Και χαίρεται με τον άνθρωπο που αγαπά και δίδεται στον πλησίον του, αγωνιζόμενος να υπερβεί κάθε ιδιοτέλεια και ανταπόδοση.
Ο Θεός χαίρεται με εκείνους οι οποίοι προσδοκούν την αιώνια κοινωνία μαζί Του. Γνωρίζουν την αναξιότητά τους. Είναι εν μετανοία. Δεν φοβούνται όμως τον θάνατο, διότι έχουν στηρίξει το νόημα της ζωής και την ελπίδα τους στον ουρανό. Και αποτυπώνουν αυτή την προσδοκία της αιωνιότητας στο μυστήριο της Ευχαριστίας. Στην θεία λειτουργία, όπου συναντιούνται οι καρδιές, τα βλέμματα και οι προσδοκίες με τον Χριστό και τους Αγίους, για να ξεκινά συνεχώς η χαρά της αιωνιότητας, όχι μόνο ως ανάμνηση, αλλά ως εμπειρία ζωής και ευλογία που αλλάζει τον άνθρωπο υπαρξιακά. Διότι ο Χριστός προσφέρει και προσφέρεται. Και η χαρά είναι πεπληρωμένη.
Απέναντι σ’ αυτήν την ευλογία της χαράς, την οποία και ο Θεός και ο άνθρωπος μοιράζονται, ο κόσμος ζητά στον προσωρινό χρόνο της ζωής, ο οποίος θα συνεχίσει την πορεία του ακόμη κι όταν ο καθένας μας θα εξέλθει από αυτόν δια του θανάτου, τις εφήμερες χαρές του πολιτισμού και της καθημερινότητας. Αντί για την υιοθεσία από τον Θεό, ο άνθρωπος διαλέγει την αυτονόμηση. Την αυτοθέωση. «Δεν μου χρειάζεται ο Θεός» είναι το μότο των πολλών. Η δύναμη του μυαλού, της γνώσης, της επιστήμης, η αίσθηση της παντογνωσίας έχουν γεννήσει έναν ανθρώπινο τύπο, ο οποίος έχει στείλει τον Θεό στη γωνία. Αλλά και ο πλησίον δεν μας χρειάζεται ως πρόσωπο, ως πηγή χαράς και κοινωνίας. Υπάρχει μόνο για να τον χρησιμοποιούμε για την εκπλήρωση των αναγκών μας, κυρίως της ηδονής, αλλά και της προσωπικής μας αυτάρκειας. Έτσι δεν μας ενδιαφέρει η συνύπαρξη, αλλά η εξουσία. Το ίδιο συμβαίνει και με την προσδοκία της αιωνιότητας. Δεν μας αφορά, αλλά μένουμε στο σήμερα, στο «να περνάω καλά» , «εδώ και τώρα». Τον θάνατο ζητούμε να τον ξεγελάσουμε, να τον αναστείλουμε. Προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει και γι’ αυτό είναι αδύνατον να τον διαχειριστούμε.
Τα πρότυπα των Αγίων μας, όπως ο εκ των κορυφαίων των Πατέρων Μέγας Βασίλειος, μας δείχνουν πώς μπορούμε να διαχειριστούμε τον χρόνο μας, αλλά και να βρούμε την χαρά που διαρκεί. Η υιοθεσία μας από τον Θεό, η συνύπαρξη της αγάπης και η προσδοκία της αιωνιότητας νοηματοδοτούν αληθινά την ζωή μας, διότι μας δείχνουν πώς μπορούμε να βιώσουμε την δεδομένη αγάπη του Θεού. Και αυτή είναι που τελικά μας κάνει να χαιρόμαστε αληθινά, ότι ο χρόνος μας δόθηκε για να είμαστε παιδιά του Θεού, άνθρωποι που στοχεύουμε στην αιωνιότητα δια της αγάπης. Στον δρόμο δηλαδή της Εκκλησίας, που κάνει την χαρά να μη μένει στην γιορτή, αλλά να κρατά στην καρδιά μας!