Την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως, σύμφωνα με το συναξάρι της ημέρας˙ μνήμην ἄγειν ἐτάχθημεν παρὰ τῶν Ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, ἀπὸ Ἀδὰμ ἄχρι καὶ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, κατὰ γενεαλογίαν, καθὼς ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἱστορικῶς ἠριθμήσατο, ὁμοίως καὶ τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Προφητίδων.
Ανάμεσα δε στους ευαρεστήσαντες τον Θεό περιλαμβάνονται και ορισμένα πρόσωπα, που δεν εντάσσονται στην γνωστή γενεαλογία του Ευαγγελιστή Λουκά, όπως για παράδειγμα ο δίκαιος Ιώβ.
Τον Ιώβ επαινούν οι συναξαριακοί στίχοι της ημέρας με τα παρακάτω θαυμάσια λόγια˙
Ὕψιστον εὑρὼν ἀξίως ἐπαινέτην,
Ἰὼβ ἐπαίνων οὐ δέῃ τῶν γηΐνων.
Στον Ιώβ είναι αφιερωμένο ένα εξαιρετικά διδακτικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το ομώνυμο βιβλίο του Ιώβ.
Γραμμένο σχεδόν ολόκληρο με ποιητική μορφή προσεγγίζει το πρόβλημα και το ερώτημα της δυστυχίας των δικαίων ανθρώπων.
Αυτή η δυστυχία εγείρει λογικά ερωτήματα σχετικά με την δικαιοσύνη του Θεού, ερωτήματα, που βασανίζουν πολλούς ανθρώπους διαχρονικά.
Το βιβλίο του Ιώβ διηγείται ακριβώς την ιστορία ενός δίκαιου ανθρώπου, ο οποίος δοκιμάζεται σκληρά αλλά με την υπομονή του βιώνει στο τέλος πλούσια την ευλογία του Θεού.
Ο Ιώβ ζούσε σε μια χώρα, που ονομαζόταν Αυσίτιδα, Νοτιοανατολικά της Νεκράς Θάλασσας. Σύμφωνα με την διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης, ήταν δίκαιος και τέλειος, με βαθειά πίστη και ευσέβεια στον Θεό και αποστροφή προς το κακό.
Είχε εφτά γιους, τρεις κόρες και πολύ μεγάλη περιουσία, ήταν ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ανατολής!
Αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και είχε αγωνία για την πνευματική τους κατάσταση, ανησυχούσε μήπως αμαρτήσουν και φύγουν μακριά από τον Θεό.
Για αυτό προσευχόταν θερμά στον Θεό να τα ευλογεί και να τα συγχωρεί, ακόμα και αν αμάρτησαν μόνο με την σκέψη τους.
Μια μέρα παρουσιάστηκε μπροστά στον Θεό ο διάβολος.
Αυτός ήταν ο πρώτος αποστάτης στην ιστορία από την αγάπη του Θεού, καθώς υπερηφανεύτηκε και θέλησε να υπερυψωθεί πιο πάνω από τον Θεό και εξαιτίας αυτής της αμαρτίας εξέπεσε από το αρχαγγελικό του αξίωμα και, ενώ είχε δημιουργηθεί από τον Θεό ως ολοφώτεινος άγγελος, έγινε διάβολος.
Από τότε μέχρι και σήμερα αγωνίζεται, ώστε και οι άνθρωποι να μιμηθούν την δική του διαγωγή. Να φύγουν μακριά από τον Θεό.
Αυτό έκανε με τους πρωτόπλαστους, τον Αδάμ και την Εύα, το ίδιο προσπάθησε να επιτύχει και με τον Ιώβ. Όταν είπε ο Θεός στον διάβολο ότι ο Ιώβ είναι ο πιο δίκαιος άνθρωπος στη γη, ο σατανάς απέδωσε την δικαιοσύνη του Ιώβ στις ευλογίες του Θεού και εξέφρασε την βεβαιότητα ότι, αν ο Ιώβ υποστεί σοβαρές δοκιμασίες, θα χάσει την πίστη του. Επέτρεψε τότε ο Θεός να συμβούν στον αγαπημένο δούλο Του, Ιώβ, δοκιμασίες μεγάλες και σκληρές.
Ληστές άρπαξαν τα βόδια και τα γαϊδούρια των κοπαδιών του και σκότωσαν τους δούλους του.
Φωτιά έπεσε από τον ουρανό και έκαψε τα πρόβατα και τους δούλους του, που τα βοσκούσαν. Χαλδαίοι άρπαξαν τις καμήλες και σκότωσαν και εκείνους τους δούλους.
Άνεμος δυνατός γκρέμισε το σπίτι, στο οποίο βρίσκονταν όλα τα παιδιά του, καταπλακώθηκαν από τα συντρίμμια και σκοτώθηκαν!
Τότε ο Ιώβ έπεσε στην γη προσκύνησε τον Θεό και είπε˙
Γυμνός γεννήθηκα γυμνός στη μάνα γη θα γυρίσω.
Ο Κύριος όλα τα έδωσε τώρα τα πήρε πίσω.
Μα τ’ όνομα του Κυρίου μοναχά θα ευλογήσω το όνομά Του το άγιο ποτέ δεν θα βλασφημήσω.
Έτσι, ο Ιώβ δεν αμάρτησε και δεν έχασε την σύνεσή του ούτε την πίστη του στον Θεό[1].
Αφού ολοκληρώθηκαν αυτές οι δοκιμασίες ο Θεός είπε στον σατανά˙ είδες τον δούλο μου τον Ιώβ;
Παραμένει άκακος, αληθινός, ευσεβής πιστός, αποστρέφεται το κακό.
Ο διάβολος απάντησε ότι δεν ήταν αρκετές οι προηγούμενες δοκιμασίες αλλά, αν επέτρεπε ο Θεός να ασθενήσει σοβαρά ο ίδιος ο Ιώβ, τότε σίγουρα θα βλασφημούσε τον Θεό.
Πραγματικά, επέτρεψε ο Θεός να συμβεί και αυτή η δοκιμασία.
Το σώμα του γέμισε πληγές, από τις οποίες υπέφερε φοβερά.
Η ίδια η γυναίκα του αντί να τον στηρίξει του έλεγε να βλασφημήσει επιτέλους τον Θεό και να πεθάνει. Ο Ιώβ, όμως, της απάντησε αυστηρά˙ εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;
Δηλαδή, αν δεχτήκαμε από τον Θεό τα καλά και τις ευλογίες, τώρα δεν πρέπει να υπομείνουμε και τις δοκιμασίες, που επέτρεψε η αγάπη Του να συμβούν σε εμάς;
Με τον τρόπο αυτό ο Ιώβ έμεινε ασάλευτος στην βαθειά πίστη του προς τον Θεό και δεν υπέπεσε στην βλασφημία, όπως ανέμενε ο διάβολος[2].
Τρεις φίλοι του Ιώβ, ο Ελιφάζ, ο Βιλδάδ και ο Σωφάρ, μόλις έμαθαν τις συμφορές του φίλου τους έσπευσαν να τον επισκεφτούν και να τον παρηγορήσουν.
Όταν, όμως, πλησιάζοντας τον είδαν από μακριά σε τόσο άθλια κατάσταση ξέσπασαν σε θρήνο και για εφτά μερόνυχτα δεν είπαν λέξη. Μόνο με την παρουσία τους και σιωπηλά συμμετείχαν στον πόνο του Ιώβ[3].
Ο Ιώβ στη συνέχεια σε κατάσταση ακραίας ταπείνωσης και συντριβής εξέφρασε τον πόνο και την δυστυχία του με την ευχή να μην είχε γεννηθεί ποτέ, καθώς έχασε την ειρήνη, την ησυχία και την ανάπαυση και νοιώθει μόνο ταραχή έχοντας χάσει πια το νόημα της ζωής[4].
Στα λόγια αυτά απαντά ο φίλος του, Ελιφάζ, που τον μαλώνει αυστηρά υπενθυμίζοντας στον Ιώβ τον τρόπο, που εκείνος πάντα παρηγορούσε και ενδυνάμωνε όσους υπέφεραν, για να μην χάσουν την υπομονή τους.
Προσπαθεί να τον στηρίξει και να τον βοηθήσει, ώστε να μην χάσει την ελπίδα του.
Επίσης, τον βοηθά να κατανοήσει ότι δεν ευθύνεται ο Θεός για το κακό, που τον βρήκε, και τον συμβουλεύει να απευθύνει θερμή προσευχή στον Θεό[5].
Ο Ελιφάζ ερμηνεύει ως ευλογία, νουθεσία και παιδαγωγία του Θεού τις δοκιμασίες και προσπαθεί να στερεώσει την ελπίδα του Ιώβ ότι ο Θεός όχι μόνο δεν θα τον εγκαταλείψει αλλά και θα τον ευλογήσει πάλι πολλαπλάσια[6].
Ο Ιώβ, όμως, βυθισμένος στον πόνο και την απελπισία αδυνατεί να δεχτεί αυτές τις σοφές παραινέσεις.
Αντίθετα, πιστεύει ότι μόνο ο θάνατος μπορεί να τον λυτρώσει. Η διάνοιά του λυγίζει από το βάρος των συμφορών νοιώθοντας αδύναμος να συνεχίσει τον αγώνα και μέσα στην απελπισία του κινδυνεύει να πει λόγια φοβερά, κινδυνεύει να χάσει την πίστη του στον Θεό[7].
Όλες αυτές οι σκέψεις γίνονται παράπονο και αναπέμπονται ως προσευχή στον Θεό.
Η προσευχή αυτή πλημμυρίζει μέσα από την καρδιά του Ιώβ και συνοψίζεται στο αγωνιώδες και αναπάντητο ερώτημα ποια ασυγχώρητη αμαρτία του μπορεί να ξεσήκωσε την οργή του Θεού[8].
Ο φίλος του Ιώβ, Βιλδάδ, παίρνει στη συνέχεια τον λόγο και προσπαθεί παρηγορητικά με πολύ αγάπη να αναπαύσει αυτούς τους σκοτεινούς λογισμούς.
Ο Βιλδάδ προσπαθεί να σώσει τον Ιώβ από την αμαρτία της ασέβειας βεβαιώνοντάς τον για την θεία δικαιοσύνη.
Η δικαιοσύνη αυτή θα εκφραστεί, σύμφωνα με τον Βιλδάδ, με το τέλος των δοκιμασιών και αποκατάσταση της ευλογίας του Θεού στον ευσεβή δούλο Του, τον Ιώβ[9].
Ούτε τα λόγια του Βιλδάδ, όμως, μπόρεσαν να παρηγορήσουν τον Ιώβ. Ο Ιώβ νοιώθει δίκαιος και αθώος και αδυνατεί να κατανοήσει γιατί ο Παντοδύναμος Θεός δεν φανερώνει το έλεός Του και τον βασανίζει τόσο φριχτά.
Δεν τον απασχολούν τόσο πολύ όσα πολύτιμα έχασε ούτε η ίδια η υγεία και η ζωή του όσο το αναπάντητο ερώτημα˙ γιατί συμβαίνουν όλες αυτές οι συμφορές σε έναν άνθρωπο δίκαιο και αγαθό[10].
Ύστερα από αυτά, μίλησε ο τρίτος φίλος του Ιώβ, ο Σωφάρ. Ο Σωφάρ κατηγορεί τον Ιώβ για φλυαρία αλλά και για τις υπερήφανες σκέψεις του ότι είναι απόλυτα δίκαιος ενώπιον του Θεού.
Επίσης, τον επιπλήττει για την αμφισβήτηση της σοφίας και της δικαιοσύνης του Θεού και τον καθοδηγεί πνευματικά, ώστε να στρέψει παρακλητικά και να στηλώσει την καρδιά του στον Θεό με ακλόνητη πίστη και βέβαιη ελπίδα.
Μετά την παρέμβαση και του Σωφάρ, ο Ιώβ κατηγορεί τους φίλους του ότι ενώ λένε λόγια σοφά και αληθινά δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι το πρόβλημά του δεν είναι οι συμφορές αλλά το αίσθημα της δικαιοσύνης. Θέλει να δικαστεί, ώστε να κριθεί ένοχος ή αθώος.
Δεν αντέχει άλλο την θεοεγκατάλειψη. Φιλοσοφεί την συντομία της ζωής και στέκεται άναυδος και εκστατικός μπροστά στο αδιέξοδο του θανάτου[11] κινδυνεύοντας να οδηγηθεί στην ασέβεια.
Μπροστά στον κίνδυνο αυτό τον επιπλήττει ο φίλος του, Ελιφάζ, εφιστώντας του την προσοχή να μην στρέφεται με ασέβεια εναντίον του πάνσοφου Δημιουργού και να μην Τον προκαλεί μα τα ανόητα λόγια του[12].
Ωστόσο, ο Ιώβ και πάλι δεν αποδέχεται τις συμβουλές επιζητώντας επίμονα να αποδώσει ο Θεός δικαιοσύνη, ώστε να δικαιωθεί ενώπιον Θεού και ανθρώπων.
Νοιώθει πια περίγελως του κόσμου και επιθυμεί μόνο να πεθάνει[13]. Περιφρονεί τις συμβουλές των φίλων του, νοιώθει αδικημένος από τον Θεό αλλά και πιστεύει ότι στο τέλος με κάποιον τρόπο θα τον δικαιώσει[14].
Και πάλι, όμως, ταλανίζεται από τους λογισμούς και την παρατήρηση ότι οι ασεβείς συνήθως στη ζωή τους ευημερούν και καλοπερνούν χωρίς να βιώσουν έντονους πειρασμούς και σκληρές δοκιμασίες.
Για αυτό ξαναζητά επίμονα να στήσει δικαστήριο ο Θεός και να αποδώσει δικαιοσύνη.
Να πάψουν πια οι ασεβείς και οι αμαρτωλοί να αδικούν, να αφανιστεί από τη γη η αδικία.
Παρατηρώντας και αξιολογώντας την απελπισία του Ιώβ, όπως περιγράφεται στην παραπάνω διήγηση, μπορούμε να πούμε ότι έτσι ακριβώς είναι η ζωή του ανθρώπου μακριά από τον Θεό.
Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίο καίνε τον άνθρωπο οι φλόγες της κόλασης.
Επιτρέπει η πάνσοφη θεία αγάπη να ζήσει ο Ιώβ αυτή την άκρως οδυνηρή πνευματική εμπειρία, για να την αξιολογήσει διαλεκτικά προς τον Παράδεισο.
Γιατί Παράδεισος είναι η ευλογία του Θεού στον άνθρωπο να ζει μαζί Του, να πλημμυρίζει από την αγάπη Του, να μετέχει στις Ενέργειές Του, να γλυκαίνεται από το Φως Του.
Αυτές οι αναμνήσεις κάνουν εντονότερο τον πόνο του[15] και αβάσταχτη την αθλιότητα της κατάστασής του[16], ενώ ορκίζεται ότι είναι καθαρός και αθώος, καθώς περιγράφει την δίκαιη ζωή του[17].
Τότε παρεμβαίνει ο Ελιού, ένας τέταρτος φίλος του Ιώβ, ο οποίος πήρε τον λόγο με θυμό και με θεία φώτιση κατέκρινε τον Ιώβ τόσο για την αυτοδικαίωσή του όσο και για την προσπάθειά του να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τον Θεό με ανθρώπινα μέτρα.
Ο Θεός, όμως, είναι παιδαγωγός του ανθρώπου με σκοπό να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά του θανάτου χαρίζοντας σε αυτόν και πάλι την ζωή, για να δοξολογεί τον Θεό πλημμυρισμένος από το δικό Του άγιο Φως[18].
Επίσης, τονίζει ο Ελιού ότι είναι αδύνατο να κάνει ο Θεός κακό και αδύνατο να αδικήσει ο Παντοδύναμος[19] και για τον λόγο αυτό είναι πολύ ανόητο εκ μέρους του Ιώβ να κατηγορεί τον Θεό για μη απόδοση δικαιοσύνης.
Η κρίση και η δικαιοσύνη του Θεού δεν αποδίδονται μόνο σε αυτήν τη ζωή και είναι άστοχο να υποδεικνύουμε εμείς στον Θεό με ποιον τρόπο πρέπει να τιμωρήσει τους ασεβείς και αμαρτωλούς ανθρώπους[20].
Άλλωστε ο Θεός δεν έχει ανάγκη ούτε τις δικαιοσύνες μας αλλά και ούτε βλάπτεται από τις αμαρτίες των ανθρώπων[21].
Με τα φωτισμένα αυτά λόγια ο Ελιού ενθαρρύνει τον Ιώβ να κάνει υπομονή δείχνοντας εμπιστοσύνη στον Θεό.
Ερμηνεύει τις δοκιμασίες των δικαίων ως θεία ευλογία και παιδαγωγία, για να συνειδητοποιήσουν τα έργα τους, τις αμαρτίες τους και την υπερηφάνειά τους, ώστε να προσέχουν και να μεταστρέφονται από το κακό αποδεχόμενοι με υπακοή το θείο θέλημα[22].
Ο Παντοδύναμος Θεός είναι αναμφισβήτητα δίκαιος Κριτής και εισακούει οπωσδήποτε την προσευχή των δικαίων[23].
Ακολουθούν δύο συγκλονιστικά κεφάλαια του βιβλίου, το τριακοστό όγδοο και το τριακοστό ένατο, στα οποία απαντά στον Ιώβ ο Ίδιος ο Θεός θέτοντάς του συγκεκριμένα ερωτήματα.
Ομιλεί ο Θεός και λέει:
Ποιός είναι αυτός, που κρύβοντας τα λόγια του μέσα στην καρδιά του, νομίζει ότι θα τα κρύψει από Εμένα; Πού ήσουν εσύ, Ιώβ, όταν Εγώ θεμελίωνα την γη; Ποιός όρισε τις διαστάσεις της; Πάνω σε τι στηρίγματα μπήκαν τα θεμέλιά της και ποιός έβαλε τον θεμέλιο λίθο; … Μες τη ζωή σου πρόσταξες ποτέ να ανατείλει η μέρα; … Έφτασες ποτέ στην πηγή της θάλασσας ή περπάτησες στους πυθμένες της αβύσσου; Μήπως άνοιξαν μπροστά σου οι πύλες του θανάτου ή οι φύλακες του άδη σε είδαν και τρόμαξαν[24];
Στους παραπάνω στίχους και σε σύονολο το κείμενο των δύο κεφαλαίων ο Ιώβ παιδαγωγείται αυστηρά από τον Δημιουργό Θεό για την επικριτική αμφισβήτηση της δικαιοσύνης Του.
Και, πραγματικά, είναι πολύ ανόητο εμείς με τον φτωχό νου μας να προσπαθούμε να συλλάβουμε την άπειρη σοφία του Θεού.
Να εξηγήσουμε και να κατανοήσουμε με λογικό τρόπο όλα αυτά, που μόνο ο Ίδιος ο Θεός μπορεί να αποκαλύψει με τρόπο μυστηριακό μέσα στην καρδιά μας αλλά και ως θεόπνευστα λόγια και αλήθειες μας δόθηκαν πολυτιμότατη και ανεκτίμητη παρακαταθήκη μέσα στην Αγία Γραφή.
Ο Ιώβ διπλά ταπεινωμένος, τόσο από τις δοκιμασίες όσο και από το «μάθημα», που του έδωσε ο Θεός, άναγνωρίζει και αναφωνεί την ασημαντότητά του και ζητά συγχώρεση για τα περίσσια λόγια[25], ενώ η πρόσωπο προς Πρόσωπο αποκάλυψη του Θεού τον οδηγεί σε πλήρη ντροπή και ταπείνωση[26].
Η ταπείνωση αυτή, η εξομολόγηση του λάθους και η παραδοχή της θείας δικαιοσύνης έγιναν δεκτά με ευάρεστο τρόπο στον Θεό και τον συγχώρεσε.
Ο δε Κύριος όχι μόνο του έδωσε πάλι ευλογίες και πλούτη αλλά διπλάσια από όσα είχε πριν τους πειρασμούς του διαβόλου. Απέκτησε ακόμα εφτά γιους και τρεις κόρες, όσα παιδιά είχε χάσει, και έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα μακάριος και ευλογημένος.
Η ιστορία του Ιώβ από το ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης είναι πλήρης από πολύτιμα διδάγματα. Τα κυριότερα από αυτά είναι τα εξής: πρώτο, να αφήνεται ο άνθρωπος με εμπιστοσύνη στα «χέρια» του Θεού.
Δεύτερο, να εμπιστεύεται με όλη την καρδιά του την αγάπη του Θεού και να μην αμφισβητεί την δικαιοσύνη Του.
Τρίτο, ότι οι ασθένειες και οι δοκιμασίες δεν είναι τιμωρία του Θεού, καθώς ο Θεός είναι Πανάγαθος.
Τέταρτο, ότι στις θλίψεις και τις δυσκολίες υπάρχει ένα βαθύτερο παιδαγωγικό νόημα, καθώς βοηθούν τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει τα λάθη και τις αμαρτίες του και μπορούν να τον οδηγήσουν σε αληθινή μετάνοια.
Πέμπτο, ο άνθρωπος να αποδέχεται με υπακοή το θείο θέλημα, όποιο και αν είναι αυτό, με ευχαριστία και δοξολογία προς Εκείνον.
Έκτο, το παράδειγμα της υπομονής του Ιώβ, που έμεινε με διδακτικό τρόπο στην ιστορία. Για αυτό ο Απόστολος Ιάκωβος στην Καθολική Επιστολή του, μακαρίζοντας όσους κάνουν υπομονή, προβάλλει ως παράδειγμα τον Ιώβ, καθώς με την υπομονή του έφτασε ως το τέλος υπερβαίνοντας τον πειρασμό και πλημμυρίζοντας από την ευσπλαγχνία και το έλεος του Θεού[27].
Αυτά είναι ορισμένα μόνο από τα πολλά σοφά διδάγματα του βιβλίου του Ιώβ, με τα οποία διδασκόμαστε, επίσης, ότι αν αναζητούμε αληθινές και θεόπνευστες απαντήσεις στα ερωτήματα, που μπορεί να βασανίζουν την διάνοιά μας, τις απαντήσεις αυτές θα τις βρούμε οπωσδήποτε μέσα στα ιερά κείμενα της Αγίας Γραφής.
[1] Από την αρχή έως εδώ˙ Ιώβ α΄ κεφ.
[2] Ιώβ 2, 1 – 10
[3] Ιώβ 2, 11 – 13
[4] Πρβλ. Ιώβ κεφ. 3
[5] Ιώβ 5, 6 – 8
[6] Πρβλ. Ιώβ κεφ. 5
[7] Πρβλ. Ιώβ, κεφ. 6
[8] Ιώβ, κεφ. 7
[9] Πρβλ. Ιώβ, κεφ. 8
[10] Ιώβ, κεφ. 9 – 10
[11] Ιώβ, 14, 11 – 15˙ ἄνθρωπος δὲ κοιμηθεὶς οὐ μὴ ἀναστῇ, ἕως ἂν ὁ οὐρανὸς οὐ μὴ συρραφῇ· καὶ οὐκ ἐξυπνισθήσονται ἐξ ὕπνου αὐτῶν. εἰ γὰρ ὄφελον ἐν ᾅδῃ με ἐφύλαξας, ἔκρυψας δέ με ἕως ἂν παύσηταί σου ἡ ὀργὴ καὶ τάξῃ μοι χρόνον, ἐν ᾧ μνείαν μου ποιήσῃ· ἐὰν γὰρ ἀποθάνῃ ἄνθρωπος, ζήσεται συντελέσας ἡμέρας τοῦ βίου αὐτοῦ· ὑπομενῶ ἕως ἂν πάλιν γένωμαι. εἶτα καλέσεις, ἐγὼ δέ σοι ὑπακούσομαι, τὰ δὲ ἔργα τῶν χειρῶν σου μὴ ἀποποιοῦ.
[12] Πρβλ. Ιώβ, κεφ. 15
[13] Ιώβ, κεφ. 17
[14] Ιώβ, 19, 25
[15] Πρβλ. Ιώβ, κεφ. 29
[16] Πρβλ. Ιώβ, κεφ. 30
[17] Πρβλ. Ιώβ, κεφ. 31
[18] Ιώβ, 33, 30
[19] Ιώβ, 34, 10
[20] Ιώβ, 34, 33 κ.ε.
[21] Ιώβ, 35, 6 – 7
[22] Πρβλ. Ιώβ, κεφ. 36
[23] Ιώβ, 37, 23
[24] Ιώβ, 38, 2 – 17
[25] Ιώβ, 40, 3 – 5
[26] Ιώβ, 42, 5 – 6
[27] Ιάκ. 5, 11