Αν κάποιος προσέρχεται στην εξομολόγηση λέγοντας «δεν ξέρω τί να πω», τότε αυτό σημαίνει ότι δεν έχει ποτέ σκεφτεί σε βάθος τί θα μπορούσε -και επομένως τί θα όφειλε- να είναι· και ως εκ τούτου ικανοποιείται από τη σύγκριση του μ’ αυτό πού ήταν την προηγούμενη μέρα, ή από τη σύγκριση του μ’ άλλους όμοιούς του.
Κι όσο τα χρόνια περνούν κι εμείς προσερχόμαστε στην εξομολόγηση επαναλαμβάνοντας πάντοτε τα ίδια πράγματα, τότε αποδεικνύεται ότι δεν έχουμε ντραπεί ποτέ, δεν έχουμε πονέσει ποτέ πραγματικά· αποδεικνύεται ότι αποδεχόμαστε την αμαρτωλότητά μας με τέλεια αδιαφορία. «Πραγματικά, λέω ψέματα, αλλά κι όλος ο κόσμος το ίδιο δεν κάνει; Γίνομαι αιτία σκανδάλου, αλλά τούτο ισχύει και για όλο τον κόσμο. Λησμονώ τον Θεό, αλλά και πώς θα μπορούσα να Τον θυμάμαι; Μπροστά από εκείνους που έχουν την ανάγκη μου προσπερνάω, αλλά δεν μπορείς και να σταματάς μπροστά στον καθένα!»… Έτσι σκεφτόμαστε. Αν όμως είμαστε τόσο αδιάφοροι προς εμάς τους ίδιους, ακόμη μεγαλύτερη αδιαφορία θα δείξουμε και προς τους άλλους ανθρώπους – ό,τι και να τους συμβεί θα μας αφήνει εντελώς ξένους. Αχ! και να μπορούσαμε για μία έστω φορά να δούμε (όπως βλέπει ο Θεός) τις συνέπειες των ενεργειών μας ή της απραξίας μας! Μακάρι να μπορούσαμε να δούμε πόση σημασία έχει μία λέξη πού λέγεται ή δεν λέγεται! Μακάρι να μπορούσαμε να διαβλέψουμε τί επακόλουθα μπορεί να δημιουργήσει στη ζωή ενός άλλου ανθρώπου η επιτέλεση ή μη μιας πράξης, πόσο καθοριστικός μπορεί ν’ αποδειχτεί για την τύχη του ένας λόγος ή μία εξυπηρέτηση δική μας…
Να λοιπόν γιατί ερχόμαστε διαρκώς να εξομολογηθούμε τα ίδια πράγματα; επειδή ούτε μία φορά δεν έχουμε παρατηρήσει ότι αυτά μας μετατρέπουν σε τέρατα και θαμπώνουν μέσα μας την εικόνα του Θεού· την εικόνα εκείνη πού έχει χαραχτεί στα βάθη της ύπαρξής μας και πού ο Θεός, τρόπον τινά, μας έχει εμπιστευθεί, αλλά εμείς σταδιακά καταστρέφουμε, αμαυρώνουμε και βεβηλώνουμε, είτε λόγω αδιαφορίας, είτε λόγω κακίας – όχι λόγω μιας κακίας εμπαθούς, αλλά λόγω των μικρών και ασήμαντων καθημερινών μας κρίσεων κακίας.
Anthony Bloom