Κάθε ἁμαρτία, ὡς παραβίαση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, μᾶς χωρίζει βιωματικά ἀπό τόν Θεό.
Καί τοῦτο, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία ἐμποδίζει τήν διαβίβαση τῆς θείας ζωῆς στήν δική μας βιολογική καί ψυχική ζωή. Μεταξύ τῶν ἁμαρτιῶν ὑπάρχει διαβάθμιση, ὡς πρός τόν βαθμό ἀπομακρύνσεώς μας ἀπό τήν ζωτική-ἀγαπητική μας σχέση μέ τόν Θεό.
Εἰδικότερα, οἱ προγαμιαῖες σχέσεις, ὁ πολιτικός γάμος καί ἡ σαρκική συμβίωση ἀποτελοῦν θανάσιμα ἁμαρτήματα, ἐπειδή ταυτίζονται οὐσιαστικά μέ τήν πορνεία.
Ἡ πορνεία δέν ἀποτελεῖ μία ἰδιωτική ὑπόθεση τοῦ πιστοῦ, ἀλλά ἔχει εἰδικό κοινωνικό χαρακτῆρα. Ὁ κοινωνικός αὐτός χαρακτήρας τῆς πορνείας δέν περιορίζεται στό πρόσωπο, πού ἐμπλέκεται μέ τόν πορνεύοντα ἄνθρωπο, ἀλλά, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρεται στόν ἴδιο τόν Χριστό, ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ πιστός, ὡς μέλος τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὀφείλει νά ἔχει πιστότητα στόν πνευματικό γάμο, πού ἔχει συνάψει μέ τόν Χριστό, διά τοῦ Βαπτίσματος. Καί ἡ πιστότητα αὐτή διασφαλίζεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ὡς θείας κεφαλῆς καί νυμφίου τῆς Ἐκκλησίας.