Κάθε πρωί που ξυπνάμε ξαναθυμούμαστε το μόνιμο καημό μας, τον καημό να ευτυχήσουμε. Και η ευτυχία μας έχει ως πρώτιστο στοιχείο την κοινωνία. Ευτυχούμε όταν βλέπουμε ότι αγκαλιαζόμαστε και αγκαλιάζουμε ο ένας τον άλλον. Η εκτίμηση των άλλων αποτελεί μέτρο τιμής μέσα στην κοινωνία και η αγάπη των άλλων στο πρόσωπό μας συνιστά την αιτία της ευτυχίας μας.
Κι εκεί όπου βρίσκουμε την εκτίμηση και τη συμπάθεια των άλλων, εκεί θέλουμε να μένουμε και μ’ εκείνο το περιβάλλον είμαστε ενωμένοι. Γι’ αυτό και το παιδάκι αποζητάει την αγκαλιά των γονιών του και το αρνάκι τρέχει πίσω από τη μάννα του.
Κι ενώ το αρνάκι χρειάζεται τη μάννα του, ώσπου να μπορεί να βόσκει μόνο του, ο άνθρωπος που έχει και ψυχικές ανάγκες σ’ όλη τη ζωή του, χρειάζεται τη συμβίωση και την κοινωνία και την παιδεία των οικείων του σ’ όλη του τη ζωή. Ακόμα και την κοινωνία ολόκληρη χρειαζόμαστε, δηλαδή και τους κοντινούς και μακρινούς κατοίκους αυτής της γης· και τους πεθαμένους ακόμα χρειαζόμαστε και ουσιαστικά από το έργο τους και τα πλούτη, που σώρευσαν πάνω στη γη, ζούμε κι εμείς σήμερα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μόνο μέσα στην ενότητα με το σύμπαν αναπαυόμαστε.
Κέντρο της κοινωνικότητας όμως είναι η κοινωνία με τους γονείς, με τα παιδιά μας, και κυριότατο κέντρο η σχέση του ζευγαριού. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σχέση με τους γονείς και τα παιδιά μας χαρακτηρίζεται από το οικογενειακό δίκαιο ως συγγένεια, ενώ το ζευγάρι αναγνωρίζεται ως ένας άνθρωπος και όχι ως συγγενείς.
Αυτή είναι η λογική έννοια της κοινωνικότητας, και όταν ισχύει και βιώνεται κανονικά, είναι αδιανόητος ο οποιοσδήποτε χωρισμός, οποιαδήποτε ακόμα και διάσταση προσώπων. Και όμως η διάσταση και ο χωρισμός παραμονεύουν στη ζωή μας και επεμβαίνουν συχνά και διαλύουν τις σχέσεις των ανθρώπων. Και ο καημός γι’ αυτούς τους χωρισμούς, που είναι πολλοί στην εποχή μας και μας δηλητηριάζουν τη ζωή αφού ματαιώνουν τον κυριότατο λόγο της ευτυχίας, είναι μεγάλος, είναι η βαριά ταφόπλακα της ευτυχίας· ιδιαίτερα αυτός ο χωρισμός των γονιών είναι το μαύρο σύννεφο, που μαυρίζει τις ψυχές των παιδιών.
Τα ζευγάρια που χωρίζουν έχουν έτοιμο ένα μύθο αληθοφανή και απαριθμούν επιχειρήματα, για να στηρίξουν τη δική τους αθωότητα και την ενοχή του άλλου προσώπου. Τα παιδιά όμως που καταλαβαίνουν με το αλάνθαστο ένστικτο της καρδιάς, δεν γελιούνται εύκολα. Η κόλαση των χωρισμένων γονιών εγκαθίσταται μέσα στις καρδιές των παιδιών τους.
Κι εκείνο που βασανίζει περισσότερο τα παιδιά είναι το παράλογο του θέματος. Πως μπορεί η αγάπη ν’ αλλάξει, να μεταμορφωθεί σε μίσος. Το ερώτημα είναι υπαρξιακό και το γεγονός ότι μένει αναπάντητο συγκλονίζει την ψυχή των παιδιών, την ειδοποιεί για τη χαμένη για πάντα ευτυχία του και τότε έρχεται η ώρα των ναρκωτικών. Γι’ αυτό όλοι σχεδόν οι χρήστες είναι παιδιά ή λίγο πιο πάνω.
Τελικά ποιος θ’ απαντήσει στο ερώτημα γιατί χωρίζουν οι άνθρωποι; Και μάλιστα ποιος θ’ απαντήσει στα παιδιά;
Πολύ συχνό είναι το φαινόμενο οι άνθρωποι να χωρίζουν, γιατί ποτέ δεν ενώθηκαν. Η σχέση τους διαμορφώθηκε με μια διαδικασία πορνική. Για μια σαρκική ικανοποίηση χρησιμοποιούν ο ένας τον άλλον και για κάποια ασφάλεια κάνουν τη σχέση τους θεσμό. Νομίζουν ότι έτσι κάνουν μια ρυθμισμένη κοινωνία με έντιμο πρόσωπο. Μια τέτοια οικογένεια όμως πολύ εύκολα διαλύεται. Τα ζευγάρια χωρίζουν, γιατί το ζητούμενο στη σχέση τους, δηλαδή η σαρκική ηδονή, βρίσκεται εύκολα και χωρίς την προσωπική αναγνώριση. Καμμιά αναφορά στην ιερότητα του δεσμού και στην ευλογία δεν ισχύει, γιατί με την περιφρόνηση του μυστηρίου, της ένταξης του δεσμού μέσα στη θρησκευτική παράδοση, που είναι και κοινωνική, το ζευγάρι δεν αισθάνεται την ιερότητα στη σχέση τους, είναι σαν ακτιβιστές, που κάνουν μια εντυπωσιακή κίνηση, που δεν έχει τη δύναμη της συνέχειας.
Για να μην ενοχλούνται οι άνθρωποι με αυτές τις ανευλόγητες σχέσεις και να μη φοβούνται αυτόν που νομοθετεί και συντηρεί την έγγαμη συμβίωση, αυτό σημαίνει ότι έχασαν το φόβο του Θεού και τη ντροπή των ανθρώπων. Έχουν χάσει και τη μνήμη του βαπτίσματός τους, έγιναν ξένοι για το Θεό και την Εκκλησία. Σε παλιότερες γενιές δεν άνοιγαν οι γείτονες τα παράθυρά τους που έβλεπαν προς το σπίτι του αστεφάνωτου αντρόγυνου. Τους ενέπνεε φρίκη. Βέβαια αυτή η αντιμετώπιση αποτελούσε ηθικολογία, αλλά λειτουργούσε αποτρεπτικά για τη μίμηση από άλλους.
Το κρυφό κι ανομολόγητο δράμα των γάμων χωρίς ευλογία της Εκκλησίας είναι ότι εφόσον το πλησίασμα του ζευγαριού αποσκοπεί μόνο στη σαρκική ηδονή, τότε πρέπει η διάθεση και η σκέψη να γυρίζει μόνο γύρω απ’ αυτό. Έτσι ο καθένας αισθάνεται την ανάγκη να βρίσκεται σε διαρκή ερωτική διέγερση. Αυτό, εκτός του ότι κουράζει ψυχικά και σωματικά τους ανθρώπους, τους αφαιρεί και ένα ανάλογο μικρό ή μεγάλο μέρος της ηδονής κατά τη σαρκική επαφή. Και τότε πέφτει το εξωτικό όνειρο σε ρουτίνα. Και να σκεφτεί κανείς πόσον αγώνα και πόσες θυσίες έκαναν οι άνθρωποι, για να στεργιόσουν αυτόν το δεσμό!
Οι πιο ανώριμοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ηδονή ζωηρεύει από το αίσθημα της αμαρτίας, επειδή αυτό ήταν το αρχικό αίσθημα· νομίζουν ότι όσο υποτάσσονται σ’ ένα νόμιμο τρόπο, τόσο ατονεί το ερωτικό αίσθημα. Δεν υποπτεύονται ή δεν αξιολογούν ότι το πρώτο αίσθημα της ερωτικής σχέσης ήταν η αίσθηση της αμαρτίας που τη συνόδευε και ότι χωρίς να το καταλαβαίνουν απολάμβαναν την ίδια τη γεύση της αμαρτίας. Κι όσο η σχέση γίνεται πιο νόμιμη και αποδεκτή από την κοινωνία, τόσο πιο άχρωμη γίνεται.
Κι αυτό θεωρούν ως αιτία των πολλών διαλύσεων, που γίνονται σ’ αυτή τη φάση της ζωής του ζευγαριού. Η αιτία είναι όμως που βάζουν στόχο την ίδια την επιδίωξη της αμαρτίας.
Χαριτωμένη η σχέση του ζευγαριού που με αγάπη αφοσιώνεται στα έργα της οικογένειας και του επαγγέλματος κι αφίνουν την ερωτική διάθεση να κοιμάται ως την ώρα της κοινής ανάπαυσης και τότε η ευχαρίστηση είναι γεμάτη. Είναι ζυγιασμένη και συνδυασμένη με την ψυχική και με τη σωματική επαφή συγχρόνως. Τότε όλα είναι εξευγενισμένα σ’ αυτή τη σχέση. Τότε μπορούν να ονειρευτούν οι δυό τους και τα παιδιά τους, που έρχονται, και τις θυσίες, που είναι έτοιμοι να κάνουν ο ένας για τον άλλον, και τα κοινά ιδανικά, που τους ενώνουν. Αυτός είναι ο έρωτας του χριστιανικού ζευγαριού, που δεν φοβάται χωρισμούς και διαζύγια.
Δεν φτάνει όμως κανείς σ’ αυτή την αρμονική σχέση του χριστιανικού γάμου μόνο με σκέψη και θέληση. Ο σωστός βίος είναι μια εκστρατεία. Οι νεοσύλλεκτοι χρειάζονται άσκηση. Η ζωή του ζευγαριού είναι μια διαρκής άσκηση στις αρετές της ζωής. Πρέπει να ξέρουν ότι η υπέροχη σχέση τους είναι διαρκώς στο στόχαστρο των όπλων του διαβόλου. Τα σκάνδαλα είναι συνεχόμενα και αποσκοπούν στην καταβαράθρωση της καθαρότητας της ψυχής, της πλούσιας αγάπης και της ταπείνωσης που είναι σαν κήποι μέσα στους οποίους μόνο φυτρώνουν κι ευωδιάζουν τα άνθη της συζυγικής ευτυχίας.
Οι αρετές από τους ηθικολόγους χαρακτηρίζονται ως κατακτήσεις του ανθρώπου. Από μια άποψη βέβαια είναι κατακτήσεις του ανθρώπου, αλλά ο αγώνας για την κατάκτησή τους είναι η προσευχή. Αν κατορθώναμε τις αρετές μας με την ηθική μας δύναμη, όπως πιστεύουν οι ειδωλολάτρες, ποιος θα μας γλύτωνε από την υπερηφάνεια; Αυτός είναι ο πιο μεγάλος πειρασμός. Τώρα όμως που θεωρούμε τις αρετές δωρεές του Θεού, μπορούμε ν’ ανέβουμε πολύ ψηλά χωρίς να χάσουμε την ταπείνωσή μας.
Ο σημερινός κόσμος πρέπει να ξεπεράσει τον πειρασμό του Ορθολογισμού, για να βρει λύσεις στα προβλήματά του. Δεν μπορείς να σώσεις την ενότητα στην οικογένεια και σε κάθε καλή σχέση χωρίς να ξεκινάς από την ενότητα της Αγίας Τριάδος και την ενότητα του καθενός μας με το σώμα της Εκκλησίας. Όλες οι προσπάθειες έξω από αυτά είναι απλές ηθικολογίες. Ο κόσμος χωρίζει γιατί είναι χωρισμένος από την Εκκλησία. Ο Θεός επεμβαίνει θαυματουργικά και συντηρεί την ενότητα των ζευγαριών. Κάνει τα πρόσωπα να νιώθουν ευτυχισμένα με την ενότητά τους και να αισθάνονται εύκολη κι ευχάριστη κάθε θυσία γι’ αυτήν.
Όχι μόνο την αγαπητική ενοτητα του ζευγαριού σώζει η εκκλησιαστική άσκηση, αλλά και κάθε άλλης σχέσης την ενότητα. Όλη η κτίση δημιουργήθηκε και υπάρχει σε μια απέραντη ενότητα και συλλειτουργία. Η «καταφθαρείσα φύσις του γένους ημών» έφερε τη διάσπαση μέσα στον κόσμο, και τώρα όσο ξαναδένεται ο κόσμος με την ευλογία του Θεού, όσο ξαναγαπιούνται οι άνθρωποι, τόσο ξανασμίγουν τα όντα, τα άψυχα και τα έμψυχα, και η φύση ξαναγυρίζει στο «κατά φύσιν» της. Το βλέπουμε αυτό στο παράδειγμα των αγίων μας σαν τον άγιο Παΐσιο, τον άγιο Πορφύριο και άλλους, που μέρωναν τ’ αγρίμια, μιλούσαν με τα πουλιά, άκουγαν τα λουλούδια, γλύκαιναν με τρυφερότητα τη φύση γύρω τους. Κι αυτό γιατί η χάρη του Θεού ξανάφερνε στην κτίση τον Παράδεισο.
Έτσι και τα παιδιά μας ξαναγυρίζουν στις εγκαταλελειμμένες οικογένειες, ξανασμίγουν τα ζευγάρια, συνεννοούνται οι συνέταιροι, ειρηνεύουν τα έθνη, ησυχάζουν τα συνδικάτα, όλα σε τέτοιο βαθμό, σε όσο βαθμό η μετάνοια και η προσευχή γίνονται η αναπνοή των ανθρώπων. Όταν λείψει η ανάσα του «Κύριε ελέησον», τα πάντα θα χωρίζουν, και τα ζευγάρια, οι οικογένειες, οι λαοί και τα ζωντανά, όλα θα τρώγονται. Κύριε ελέησον.