Η λέξη κόλαση σημαίνει τιμωρία. Όταν ένας άνθρωπος αμαρτάνει, έρχεται η συνείδησή του και τον τύπτει, τον ελέγχει, τον στενοχωρεί.
Λέει τότε ο αμαρτωλός: Πόσο ξέπεσα; Πως το έκανα αυτό; Δεν έπρεπε να το κάνω. Ο πόνος της αμαρτωλής ψυχής μεγαλώνει με την αίσθηση ότι βρίσκεται μακριά από το Θεό και δεν έχει παρρησία και θάρρος επικοινωνίας μαζί Του με την προσευχή.
Ο αμαρτωλός δεν έχει το θάρρος να «κοιτάξει κατάματα» το Θεό. Συμβαίνει κάτι ανάλογο με το παιδί που στενοχωριέται, όταν δείχνει ανυπακοή στους γονείς του ή όταν κάνει κάποια ζημιά. Αυτή η αγωνία, ότι οι γονείς θα το μαλώσουν και θα το τιμωρήσουν, είναι μία κόλαση, μία εσωτερική τιμωρία. Ο φόβος της απώλειας της στοργής το στενοχωρεί πιο πολύ και από την τιμωρία. Η απώλεια της επικοινωνίας με το Θεό στην κόλαση θα είναι η έσχατη θλίψη.
Η αμαρτία όχι μόνο στην άλλη ζωή, αλλά και σ’ αυτήν τη ζωή φέρνει θλίψη και στενοχώρια. Αρχικά φαίνεται χαρά και ευτυχία, αλλά μετά η ίδια και οι συνέπειές της προκαλούν λύπη και μελαγχολία. Ο κλέφτης νομίζει ότι θα ωφεληθεί με την κλοπή.
Αργότερα όμως ή τον ανακαλύπτουν και φυλακίζεται ή έρχεται η τιμωρία του Θεού (αρρώστια, οικονομική καταστροφή), για να μετανοήσει, και χάνει τα λεφτά του. Στην κοινωνία μας υπάρχει κακία και σκληρότητα, δηλαδή κόλαση, γιατί δεν τηρούμε το θέλημα του Θεού. Αν όλοι οι άνθρωποι είχαμε αγάπη, ο παράδεισος θα άρχιζε από εδώ.
Στην άλλη ζωή θα έλθει η πραγματική απώλεια της επικοινωνίας με το Θεό. Τότε οι αμαρτωλοί θα διαπιστώσουμε άμεσα τη μεγάλη αγάπη του Θεού και θα θλιβόμαστε βαθιά, γιατί δεν ανταποκριθήκαμε σ’ αυτήν και Τον αρνηθήκαμε στην επίγεια ζωή μας. Τότε θα γνωρίσουμε το φως του Θεού και θα θλιβόμαστε, που το χάσαμε.
Η αγάπη του Θεού είναι σαν το φως, που για τους ανθρώπους με υγιείς οφθαλμούς είναι χαρά, ενώ για τους ανθρώπους με ασθενείς οφθαλμούς είναι λύπη. Οι ενάρετοι χαίρονται κοντά στο Θεό, ενώ οι αμαρτωλοί θλίβονται. Και στη ζωή αυτή, όταν προδίδεις ένα φίλο σου κι αυτός συνεχίζει να σ’ αγαπά, τότε η αγάπη του σε θλίβει για το κατάντημά σου.
Ο Χριστός όσες φορές μιλάει για την κόλαση, την παρουσιάζει ως μεγάλη θλίψη. Την παρουσιάζει ως «το σκότος το εξώτερον»,όπου θα υπάρχει ο θρήνος και το τρίξιμο των δοντιών (Ματθ. 8,12 και 22,13 και 25,30). Αλλού την περιγράφει ως «κάμινον του πυρός» με τα ίδια συμπτώματα της θλίψης (Ματθ. 13,42). Αλλού την ονομάζει «πυρ το αιώνιον» (Ματθ. 25,41). Άλλα ονόματα της κόλασης από το Χριστό είναι: «γέενα» (Ματθ. 5,29 και 10,28), «γέενα του πυρός» (Ματθ. 5,22 και 18,9) και «πυρ άσβεστον» (Μαρκ. 9,45).
Η κόλαση λέει ο Χριστός θα είναι αιώνιος (Ματθ. 25,41 και 46). Παρουσιάζοντας τον πόνο και την αιωνιότητα της κόλασης, ο Χριστός λέει το εξής: «στην κόλαση το σκουλήκι των καταδικασμένων δε σταματά και η φωτιά δε σβήνεται» (Μαρκ. 9,45). Το σκουλήκι και η φωτιά δεν είναι υλικά αλλά πνευματικά. Το σκουλήκι είναι το σαράκι της συνείδησης και η φωτιά, η απελπισία και η θλίψη. Η κόλαση παρουσιάζεται σα φωτιά, για να δηλωθεί ο μεγάλος πόνος της. Το υλικό κάψιμο στο σώμα μας από την επίγεια φωτιά, συμβολίζει το πνευματικό κάψιμο της κόλασης. Ο πόνος της κόλασης δεν είναι μόνο η απουσία του Θεού, αλλά και η παρουσία των χαιρέκακων δαιμόνων και η έλλειψη επικοινωνίας με το συνάνθρωπο.
Είναι αιώνια η κόλαση, γιατί ο άνθρωπος στη μεταθανάτια ζωή θα υπάρχει αιώνια. Η κατάσταση της αιώνιας ζωής θα είναι συνέχεια της επίγειας, γιατί μετά το θάνατο δεν υπάρχει δυνατότητα Μετάνοιας. Εφόσον ζει εδώ μακριά από το Θεό, και στην αιώνια ζωή θα ζει μακριά από το Θεό.
Στην κόλαση θα υπάρχουν βαθμοί τιμωρίας, ανάλογα με την αξία των επίγειων αμαρτιών. Ο Χριστός είχε πει ότι στην ημέρα της κρίσης θα κριθούν επιεικέστερα οι κάτοικοι της πόλης των Σοδόμων από τους κατοίκους της Καπερναούμ, που ενώ είδαν το Μεσσία και τα έργα Του, δεν τον πίστευσαν (Ματθ. 11, 23-24).
Από το βιβλίο «Νεανικές Αναζητήσεις – Α’ Τόμος: Ζητήματα πίστεως» (σελ.155-156),
Αρχ. Μαξίμου Παναγιώτου, Ιερά Μονή Παναγίας Παραμυθίας Ρόδου