Ευλογημένη – χαριτωμένη και αγαπημένη μου
ψυχούλα Α.
Εύχομαι η Παναγία μας να έλθη στο σπιτάκι σου και να σας χαρίση την χάριν Της – την αγάπην Της – την ειρήνην Της – την χαράν Της και την υγείαν σας.
Πήρα προ πολλού το γράμμα σου και πολύ λυπήθηκα, αλλά και πολύ εχάρηκα.
Λυπήθηκα, γιατί πάσχεις, υποφέρεις σωματικώς.
Εχάρηκα διότι αναλογίζομαι το ψυχικόν σου κάλλος, την ψυχικήν σου αρετήν, και πίστεψέ με ότι σε μακαρίζω, σε θαυμάζω, σε ζηλεύω.
Για να σου δώση ο Θεός τέτοιον μεγάλον σταυρόν, πάει να πη ότι τον αξίζεις. Σου ανήκει, σου πρέπει.
Μεγάλος σταυρός, μεγάλη δόξα στους Ουρανούς.
Μη νομίζεις ότι μάρτυρες είναι εκείνοι μόνον που τους έκοψαν το κεφάλι μία φορά, επειδή δεν αρνήθηκαν τον Χριστόν. Είναι και άλλοι, που δεν αρνούνται την αρετήν, την υπομονήν.
Οι πρώτοι μάρτυρες μίαν φοράν εμαρτύρησαν, ενώ οι δεύτεροι κάθε λίγο μαρτυρούν.
«Ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής. Ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν», λέει η Θεία Γραφή (Ρωμ. 8:36).
Είναι οι αναίμακτοι μάρτυρες, τη προαιρέσει μάρτυρες. Οι αφανείς μάρτυρες στον κόσμον, αλλά φανεροί στον Θεόν.
Ω!! Μακαρία ψυχή Α.
Μαθήτρια γνησία του Χριστού.
Ο γλυκύτατός σου Νυμφίος ανέβηκε στον Γολγοθά, στον Σταυρόν. Και εσύ κάθε μέρα και κάθε ώρα σταυρώνεσαι.
Φαντάζομαι πόσο θα προσεύχεσαι, με πόσα δάκρυα θα παρακαλάς Αυτόν, ίνα φωτίση η Αγαθότης Του και αυτήν την ψυχήν… διότι άνδρας σου είναι, αδελφός μας είναι, αλλά έφυγε από τον σωστόν δρόμον.
Καλή ψυχή είναι, αλλά δεν προσέχει τον εαυτόν του.
Α. – Α., εσύ θα τον σώσης. Κρυφά, και από αυτόν ακόμη τον ίδιον, η ψυχή του σε ικετεύει, σε παρακαλεί ίνα τον βοηθήσης. Η ψυχή του κλαίει. Από σένα εξαρτάται να γίνη και αυτός καλός – γλυκύς – ταπεινός – ήμερος.
Με τα γλυκά σου λόγια, με την τρυφερότητά σου, με την αγάπη σου, με την ταπεινήν σου συμπεριφοράν θα τον καταφέρης, θα γίνης άλλη Ερμιόνη.
Η Ερμιόνη ήτο μία διαλεχτή ψυχή, αλλά παντρεύθηκε έναν άπιστον, έναν άθεον άνθρωπον, και όσα και να έκαμε, δεν μπόρεσε να τον πείση, να πιστεύση και αυτός στον Χριστόν.
Και όταν η Ερμιόνη εγέννησε το πρώτο τους παιδί, αυτός ο άπιστος είπε σε αυτήν:
«Ερμιόνη, τι δώρο θέλεις να σου κάμω, από την χαράν που μου έδωσες, με αυτό το μωρό που γέννησες;»
Η Ερμιόνη είπε: «Να πιστεύσης στον Χριστόν».
Είναι ωσάν να μιλάς σε έναν κωφόν.
Και όταν το δεύτερο παιδί εγέννησε, και πάλιν τα ίδια είχανε.
«Ερμιόνη, τι δώρο θέλεις να σου προσφέρω;»
Η Ερμιόνη είπε και πάλιν: «Να πιστεύσης στον Χριστόν».
Αλλά στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις κτύπα, βρόντα, δεν πρόκειται να σου ακούση και να σου ανοίξη.
Όταν όμως, κατά σύμπτωσιν, πήρε στα χέρια του το ημερολόγιον της Ερμιόνης και διάβασε: 22 του τάδε του μηνός: Σήμερα πολλή προσευχή έκαμα για τον Γιώργο μου, ίνα φωτίση ο Θεός και αυτήν την ψυχήν.
23 του μηνός: Πολλά δάκρυα έχυσα σήμερον στον Θεόν, για τον Γιώργο μου.
24… 25…
Επεσκίασε πλέον η χάρις και αυτόν, και εφώναξε με όλην του την ψυχήν:
«Ερμιόνη – Ερμιόνη – ενίκησες – ενίκησες».
Έτσι, παιδί μου Α., θα γίνη μία ημέρα και σε σένα. Θέλει όμως και υπομονή πολλή.
Και όπως ο Γιώργος έκλαυσε για τις παρεκτροπές του του παρελθόντος και εζήτησε συγγνώμην πρώτα από την Ερμιόνην, την γυναίκα του, και έπειτα από τον Θεόν, έτσι, γίγαντα Α., μία ημέρα, όπως δείχνουν τα πράγματα, θα ζητήση και ο Δ. συγγνώμην και από σένα και από τον Θεόν και τότε θα αλλάξουν τα πράγματα ριζικώς. Σου το εύχομαι.
Σε αυτόν τον αγώνα, βλέπω να εξέρχεσαι νικηφόρος και τροπαιοφόρος ως γνησία μαθήτρια του γλυκυτάτου μας Ιησού, ο οποίος δια του σταυρού ενίκησε τον διάβολον.
Θάρρος λοιπόν, Α., νικήτρια και θριαμβεύτρια.