– Γέροντα, ὅταν ἔχω συνέχεια πτώσεις στὸν ἀγώνα μου, μὲ πιάνει λύπη.
– Νὰ ψέλνης τὸ «Πάντων προστατεύεις, ἀγαθὴ» καὶ τὸ «Πάντων θλιβοµένων η χαρά».
Αὐτὸ νὰ τὸ κάνης σὰν κανόνα, καὶ ἡ Παναγία θὰ σὲ βοηθήση.
Ἡ Παναγία δὲν µᾶς ἀφήνει· μᾶς κουβαλάει στὴν πλάτη Της, ἀρκεῖ κι ἐµεῖς νὰ τὸ θέλουµε καὶ νὰ µὴν κλωτσᾶµε, ὅπως κάνουν τὰ ἄτακτα παιδιά.
– Γέροντα, θὰ ἤθελα ἡ Παναγία νὰ κρατήση κι ἐµένα στὴν ἀγκαλιά Της, ὅπως κρατάει τὸν Χριστό.
– Δὲν σὲ κράτησε ποτὲ ἐσένα; Δὲν ἔνιωσες καµµιὰ φορὰ σὰν µωρὸ στὴν ἀγκαλιά Της; Ἐγὼ αἰσθάνοµαι σὰν παιδάκι κοντά Της. Τὴν νιώθω Μάνα µου. Πολλὲς φορὲς πηγαίνω καὶ ἀκουµπῶ στὴν εἰκόνα Της καὶ λέω: «Τώρα, Παναγία µου, θὰ θηλάσω λίγο Χάρη».
Νιώθω σὰν µωρὸ ποὺ θηλάζει στὴν ἀγκαλιὰ τῆς µάνας του ξέγνοιαστο, ἀµέριµνο, καὶ νιώθει τὴν µεγάλη της ἀγάπη καὶ τὴν ἀνέκφραστη στοργή της, καὶ τρέφοµαι µὲ Χάρη.
«Πάντων προστατεύεις, ἀγαθὴ»
Πάντων, προστατεύεις ἀγαθή,
τῶν καταφευγόντων ἐν πίστει,
τῇ κραταιᾷ σου χειρί·
ἄλλην γὰρ οὐκ ἔχομεν,
ἁμαρτωλοὶ πρὸς Θεόν,
ἐν κινδύνοις καὶ θλίψεσιν,
ἀεὶ μεσιτείαν, οἱ κατακαμπτόμενοι ὑπὸ πταισμάτων πολλῶν,
Μῆτερ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου·
ὅθεν σοι προσπίπτομεν ῥῦσαι,
πάσης περιστάσεως τοὺς δούλους σου.
«Πάντων θλιβοµένων η χαρά»
Πάντων θλιβομένων η χαρά, καί αδικουμένων προστάτις, καί πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις, καί βακτηρία τυφλών, ασθενούντων επίσκεψις, καταπονουμένων σκέπη καί αντίληψις, καί ορφανών βοηθός, Μήτερ τού Θεού τού Υψίστου, σύ υπάρχεις, Άχραντε, σπεύσον, δυσωπούμεν, ρύσασθαι τούς δούλους σου.