Παλιότερα, την ώρα που ψάλλονταν ο Χερουβικός Ύμνος, τελούνταν ταυτόχρονα η Ακολουθία της Προσκομιδής, της προετοιμασίας δηλαδή των Τιμίων Δώρων ώστε να προσκομισθούν στο Θυσιαστήριο κι έπειτα να προσφερθούν για του κόσμου τη ζωή και σωτηρία. Το Θυσιαστήριο είναι αμόλυντο. Κι ο ιερέας -που το θυσιαστήριο τελοσπάντων αποτελεί μέρος της καθημερινότητας του- προτού το αγγίξει, πλένει τελετουργικά τα χέρια του. Σα ν’ αφήνει τον εαυτό του και να εισέρχεται αμόλυντος στην τέλεση του Μυστηρίου. Βέβαια, οι Πατέρες βάλανε τον παπά να πλένει τα χέρια του μόνο για την τέλεση της Θ. Λειτουργίας: νίψη χειρών για τον Εσπερινό ή τον Όρθρο δεν υπάρχει. Μα ούτε για το Βάπτισμα, παρά μόνο μια μικρή εισαγωγική προσευχή που προετοιμάζει του Μυστηρίου τον λειτουργό, το ίδιο και για το Ευχέλαιο…
Οι Πατέρες ήταν σοφοί. Ακόμα και μέσα απ’ αυτή την απλή λειτουργική πράξη, μας διδάσκουν ότι τίποτε δεν έχει αξία αν δεν συνδέεται με τη Θ. Λειτουργία με το Σώμα του Χριστού και το Αίμα, με το θυσιαστήριο: από ‘κει ξεκινάνε τα πάντα κι όλα τελειώνουνε σ’ αυτό. Αν δεν προσφέραμε τον Άρτο και τον Οίνο κι αν δεν απαντούσε ο Χριστός με το Σώμα και Αίμα Του, τότε δεν θα μπορούσαμε καν να μιλάμε για Εκκλησία! Στην Εκκλησία όχι μόνο βλέπουμε τον Χριστό, αλλά Τον γευόμαστε και Τον ζούμε. Χωρίς Αυτόν, ζωή δεν έχει.
Οπότε, ας μη μας φαίνονται αυστηροί κάποιοι εκκλησιαστικοί κανόνες των πρώτων χριστιανικών χρόνων που λένε ότι όποιος δε κοινωνεί για τρεις Κυριακές θεωρείται απόβλητος της Εκκλησίας. Η Θυσία που προσφέρουμε στον Θεό είναι συμμετοχική. Συμμετέχουμε τόσο στην προσφορά, την προσκομιδή δηλαδή των Δώρων όσο και στην προσευχή. Η γραμματική πτώση της Εκκλησίας είναι το α΄ πληθυντικό: προσφέρουμε, ικετεύουμε, παρακαλούμε. Κάποιοι ιερείς, λανθασμένα, στις αιτήσεις τους, την ώρα της Ακολουθίας, λένε “υπέρ των παρακολουθούντων την ιεράν (π.χ) παράκλησιν ταύτην…”. Μια φορά, ένας παπάς από ‘να χωριό είχε σχολιάσει σ’ έναν αρχιμανδρίτη Αθηναίο:“τι λες ορέ παρακολουθούντων; Συμμετεχ όντων να λες! Τι είν’ η Λειτουργία; Σινεμάς;”
Η Ακολουθία της Προθέσεως έχει χαρακτήρα ξεκάθαρα κοινοτικό. Αναφέρεται η Εκκλησία ως κοινότητα, ως κοινωνία που ήδη βιώνει τη Βασιλεία των Ουρανών. Τα Άγια, τα Τίμια Δώρα προσφέρονται στους Αγίους. Κι Αγίους μόνο στη Βασιλεία των Ουρανών μπορούμε να δούμε. Κι οι Άγιοι -εκτός από αυτούς που ‘ναι απάνω στης εκκλησιάς τον τοίχο- είμαστε ‘μεις που καλούμαστε ν’ αγωνιζόμαστε γι’ αυτή την αγιότητα όπως έπραξαν κι εκείνοι που καθ’ ημέραν τιμάμε… Η σχέση μας με τον Χριστό είναι εδώ, στο παρόν που ζούμε, ώστε μέσα σ’ αυτό το παρόν, ν’ αγιασθούμε και να γευτούμε τη Βασιλεία που Αυτός μας υποσχέθηκε. Αυτό σημαίνει να είσαι “Άγιος”.
Προσφέρουμε Άρτο και Οίνο, προσφορά των χεριών μας, προσφέρουμε τους εαυτούς ώστε ο Χριστός να μας μεταμορφώσει σε Αγίους ώστε άξια απ’ τα χέρια Του να κοινωνάμε. Αγιαζόμαστε γιατί μετέχουμε ενεργά, σώμα και ψυχή, στην Αγιότητα. Ο Χερουβικός Ύμνος για ‘μας ακριβώς μιλάει, για ‘μας που εικονίζουμε μυστικά τα Χερουβείμ, του ασώματους αγγέλους που δεν έχουν ανάγκες σαν κι εμάς και ψάλλουν στον Τριαδικό Θεό. Πώς θα γίνουμε Χερουβείμ; Αν πετάξουμε κάθε του βίου μέριμνα, ακόμη και για κείνη της στιγμή, για κείνη την ώρα της Λειτουργίας. Είναι αρχή, καλή κι ευλογημένη.
Ο Χριστός θέλει τον αληθινό μας εαυτό. Αυτό απ’ όλους μας ζητάει. Συμμετοχή θέλει ο Χριστός, όχι παρακολούθηση. Η Ακολουθίας της Προσκομιδής αρχινά όταν εργαζόμαστε σιωπηλά την προσκομιδή του εαυτού μας. Πώς θα δώσω κάτι στον Χριστό άμα δεν το ‘χω; Τρέξε νά ‘βρεις τον εαυτό σου πρώτα. Κι αφού τον έχασες κι ο Χριστός σ’ έκανε να τόνε βρεις, πήγαινε και την αλήθεια σου σ’ Αυτόν αντιδώρισε. Αυτό παλεύουμε στην Εκκλησία, να ζήσουμε την Αλήθεια. Κι όλο αυτό, αν δεν είναι μετοχή, τι στ’ αλήθεια είναι; Καλά έλεγε, λοιπόν, σοφά ο παπα-Κώστας: “συμμετεχόντων ορέ, συμμετεχόντων”…Kαι κανείς τίποτε να του πει δεν εμπόργιε…