Μα ηξεύρεις πόσον ζητούν βοήθειαν οι κοιμηθέντες! Επειδή μετά θάνατον δεν υπάρχει μετάνοια και ως άνθρωποι και αυτοί έφυγαν με κηλίδας και μώμους και βλέπουν ότι η βοήθεια των ζώντων πολύ συνεργεί εις το να τελειοποιηθούν και ησυχάσουν, ποθούν, ζητούν, νοσταλγούν να τους μνημονεύη κανείς, ποθούν επίσης από το γένος των να ευρεθή κανένας παπάς ή ενάρετος χριστιανός, που να μεριμνήση και δι΄ αυτούς. 

Θα σου γράψω μίαν οπτασίαν ενός επισκόπου, που είδεν, και την οποίαν ήκουσα από το στόμα του επισκόπου, που συλλειτούργησα προ ετών. 

Μας λέγει ότι ήτο ένας παπάς, που τον είχε νικήσει το κρασί και συχνά εμεθούσε, εργασία ετών, κατά τα άλλα ήτο ενάρετος και ευλαβής. Μίαν των ημερών κατά την συνήθειαν ήπιε κρασί και εμέθυσε και κατόπιν πριν ξεμεθύση καλά, επήγε και ελειτούργησε και κατά παραχώρησιν Θεού του έπεσε το άγιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου! 


Ο καημένος επάγωσε από τον φόβον του, συνάμα δε εσκέπτετο και τον μεγάλον κανόνα του επισκόπου του! Τέλος αφού εξωμολογήθη, του λέγει ο επίσκοπος, «Πήγαινε, και θα σε ειδοποιήσω να έλθης και θα σου δώσω τον κανόνα». 

Εκεί λοιπόν που εσκέπτετο ο επίσκοπος και διελογίζετο και έλαβε εις το χέρι του την πέννα να γράψη την καθαίρεσιν της ιερωσύνης, ευρισκόμενος μόνος του, βλέπει εμπρός του να εκτυλίσσεται σαν ταινία κινηματογραφική, ένα άπειρον πλήθος κόσμου, παντός είδους, ηλικίας και τάξεως, ο επίσκοπος έμεινεν έκθαμβος από το πράγμα, αλλά συνάμα και από φόβον. 

Τότε του λέγουν όλοι μαζί οι άνθρωποι αυτοί: «Σεβασμιώτατε μη κανονίσετε τον παπά, μη τον καθαιρήτε», κατόπιν ολίγον κατ΄ ολίγον έγιναν άφαντοι. Φωνάζει ο επίσκοπος τον παπά να έλθη, έμφοβος ο καημένος ο παπάς εσκέπτετο την καθαίρεσίν του. 

Του λέγει ο επίσκοπος: «Δεν μου λέγεις, μνημονεύεις πολλά ονόματα εις την λειτουργίαν;» Ο παπάς απαντά: «Εις την προσκομιδήν, δέσποτα, πολλήν ώραν μνημονεύω από βασιλείς, αυτοκράτορας μέχρι και τον πλέον φτωχόν». 

Ο επίσκοπος του λέγει: «Πήγαινε λοιπόν, και όταν λειτουργής μνημόνευε όσον ημπορείς και πρόσεχε του λοιπού μη μεθύσης, είσαι συγχωρημένος». Κατόπιν και ο παπάς με την βοήθειαν του Θεού ελυτρώθη από την μέθην.


Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης