Συχνὰ ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴν ἐμπειρία μίας ἀκούσιας ἁμαρτίας. Καὶ βέβαια κάθε ἐξομολόγος-πνευματικὸς πατέρας ἀκούει πολὺ συχνά, σχεδὸν σὲ κάθε ἐξομολόγηση, τὴ διαβεβαίωση ἢ τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ ἐξομολογούμενου γιὰ τὸ ἀθέλητο μιᾶς ἁμαρτίας του:
–Σᾶς διαβεβαιώνω εἰλικρινῶς. πάτερ μου, ὅτι αὐτὴ ἡ ἁμαρτία μου ἔγινε χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῶ. Ἐντελῶς ἀκούσια χωρὶς νὰ εἶναι στὴ βούλησή μου ἢ στὴν σκέψη μου νὰ τὴν κάνω.
Πόσο εἰλικρινὴς ἢ τουλάχιστον σίγουρη μπορεῖ νὰ εἶναι μία τέτοια διαβεβαίωση καὶ πόσο ἀληθινὸς ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός;
Ἕνα βιβλικὸ ἐπιχείρημα γιὰ τὸν ἀκούσιο χαρακτήρα πολλῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι ἀσφαλῶς τὸ ἕβδομο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν ἐκθέτει σὲ ἁδρὲς γραμμὲς τὸν ἀντιφατικὸ (συγκρουσιακὸ) χαρακτήρα τῆς λειτουργίας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, κατὰ τὴ σχέση της, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ἀφ᾽ ἑτέρου δὲ μὲ τὴν «οἰκοῦσαν» σ᾽ αὐτὴν ἁμαρτία. «ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ… νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία… οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία» (Ρωμ. ζ´ 15·17·19-20).
Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν ἀκούσιες ἁμαρτίες. Κάποιες αἰφνίδιες πειρασμικὲς προσβολὲς ἢ κάποιες ἀπρόβλεπτες καταστάσεις, στὴ ροὴ τῆς καθημερινότητας καὶ τῶν ποικίλων μορφῶν τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, μπορεῖ νὰ εἶναι, τουλάχιστον φαινομενικῶς, ὑπεύθυνοι παράγοντες μιᾶς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία διαπράττεται ἀκουσίως.
Ἐν τούτοις, ἀπὸ κάποια ἄλλη ἄποψη θεωρούμενο, τὸ ἀθέλητο καὶ ἀκούσιο μιᾶς ἁμαρτίας, φαίνεται νὰ ἀποτελεῖ ἐπικίνδυνο πρόβλημα γιὰ τὴ νηπτικὴ συνείδηση τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ. Ὁ κίνδυνος, ποὺ ἐλλοχεύει στὸ πρόβλημα αὐτό, σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, συχνὰ μόνοι κριτὲς τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀποφαινόμαστε, μὲ κάθε «εἰλικρίνεια», γιὰ τὸ ἀθέλητο μίας παρεκτροπῆς μας, μίας πτώσεώς μας, ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ λογισμοῦ ἢ μίας ἀσυμβίβαστης, μὲ τὸ ἐπίπεδο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, ἐπιθυμίας.
Ἐμεῖς κρίνουμε τὶς σκέψεις καὶ τὶς πράξεις τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ βεβαιώνουμε τὸν ἑαυτό
μας γιὰ τὸ ἀκούσιο μιᾶς ἁμαρτίας μας. Ἐξ ἄλλου, ἐφ᾽ ὅσον ἐμεῖς εἴμαστε πεπεισμένοι, «καλῇ τῇ πίστει», βεβαιώνουμε, μὲ τὴ σχετικὴ ἐπιχειρηματολογία μας, καὶ τοὺς ἄλλους καὶ μάλιστα τὸν πνευματικό μας γιὰ τὸ ἀκούσιο αὐτό!
–Πάτερ μου, τί νὰ σᾶς πῶ· ἀπόρησα μὲ τὸν ἑαυτό μου! Ἦταν σὰν νὰ ἔφυγε ὁ ἑαυτός μου ἀπὸ τὰ χέρια μου καὶ ἔκανα κάτι ποὺ δὲν γνώριζα καὶ ποὺ δὲν ἦταν τῆς δικῆς μου ἐπιλογῆς, δὲν τὸ ἤθελα!
Ὁ Μ. Βασίλειος, σὲ τέτοιους ἰσχυρισμοὺς γιὰ τὸ ἀκούσιο μιᾶς ἁμαρτίας, θὰ παρατηρήσει· «Αὐτὸς ποὺ ὠθεῖται χωρὶς νὰ τὸ θέλει ἀπὸ κάποια ἁμαρτία, πρέπει νὰ γνωρίζει, ὅτι, μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμή, ἦταν αἰχμάλωτος σὲ κάποια ἄλλη, προϋπάρχουσα μέσα του ἁμαρτία, στὴν ὁποία θεληματικὰ δούλευε καὶ τώρα ἀπὸ αὐτὴ τὴν προϋπάρχουσα ἁμαρτία ἕλκεται καὶ σύρεται καὶ σ᾽ αὐτὰ ποὺ δὲν θέλει» (P.G. 31, 741).
Ἡ παρατήρηση αὐτὴ τοῦ Μ. Βασιλείου κλονίζει τὰ θεμέλια κάθε ἰσχυρισμοῦ γιὰ τὸ ἀθέλητο μιᾶς ἁμαρτίας, ἐπειδὴ δημιουργεῖ ἀμφιβολία κατὰ πόσο μία θεωρούμενη ὡς ἀκούσια ἁμαρτία εἶναι καὶ ὄντως ἀκούσια! Ἑπομένως πῶς νὰ εἶσαι πάντοτε σίγουρος ὅτι οἱ ἀκούσιες ἁμαρτίες σου εἶναι πραγματικὰ ἀκούσιες καὶ δὲν εἶναι φυσιολογικὰ ἐκβλαστήματα προϋπαρχούσης καὶ ἤδη ἑκουσίως διαπραττόμενης ἁμαρτίας»; Ὄντως· «παραπτώματα τίς συνήσει;» (Ψαλμ. ΙΗ´ 13).
Ὁ πατερικὸς ἐν τούτοις ἄνθρωπος λύνει τὸ πρόβλημα αὐτὸ μὲ μία ἁγιοπνευματικὴ ὑπέρβαση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐπειδὴ γνωρίζει τὸν κίνδυνο, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐλλοχεύει σὲ μία τέτοια (ὁποιαδήποτε) ἐπιχειρηματολογία, γιὰ τὸν ἀκούσιο χαρακτήρα κάποιων ἁμαρτιῶν του, ὑπερφαλαγγίζει τὸν κίνδυνο αὐτὸ μὲ τὴν σταθερὴ ἀποδοχὴ (παντοῦ καὶ πάντοτε) τῆς ἀπόλυτης προσωπικῆς του ἁμαρτωλότητος, ὡς τῆς φυσικῆς καταστάσεως τῆς πνευματικῆς του ζωῆς.
Πιστεύει δηλαδὴ μὲ τρόπο ἀπόλυτο, μὴ ἀποδεχόμενο ἀμφισβήτηση, ὅτι εἶναι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ γεννήθηκαν καὶ ἔζησαν ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ ἑξῆς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μέχρι τὴ στιγμή, ποὺ ἐκεῖνος βιώνει τὴν προσωπική του ἁμαρτωλότητα!
Ἡ ἁμαρτητικὴ τοῦ αὐτὴ αὐτοσυνειδησία ἐκφράζεται μὲ τὴ νοηματικὴ καθαρότητα καὶ χαρισματικὴ διαύγεια τῶν τροπαρίων τοῦ Μ. Κανόνος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, ποὺ ταιριάζει ἐξ ἄλλου στὴν παύλεια ὁμολογία· «ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α´ Τιμ. α´ 15).
«Οὐ γέγονεν ἐν τῷ βίῳ ἁμάρτημα οὐδὲ πρᾶξις οὐδὲ κακία, ἣν ἐγὼ Σωτὴρ οὐκ ἐπλημμέλησα, κατὰ νοῦν καὶ λόγον καὶ προαίρεσιν, καὶ θέσει, καὶ γνώμῃ, καὶ πράξει ἐξαμαρτήσας, ὡς ἄλλος οὐδεὶς πώποτε».
«Ἐὰν ἐρευνήσω μου τὰ ἔργα Σωτὴρ ἅπαντα ἄνθρωπον ὑπερβάντα ἐμαυτὸν ὁρῶ ταῖς ἁμαρτίαις, ὅτι ἐν γνώσει φρενῶν ἥμαρτον οὐκ ἀγνοίᾳ».
«Προσπίπτω σοι, καὶ προσάγω σοι, ὥσπερ δάκρυα τὰ ρήματά μου. Ἥμαρτον ὡς ἥμαρτε πόρνη, καὶ ἀνόμησα ὡς ἄλλος οὐδεὶς ἐπὶ τῆς γῆς»!
Μὲ τὸ φρόνημα αὐτὸ τῆς ἀπόλυτης προσωπικῆς του ἁμαρτωλότητος, ὁ πατερικὸς ἄνθρωπος καθαρίζει τὸν ἐσωτερικὸ ψυχικό του κόσμο μὲ τὴ σιγουριὰ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπαλλάσσεται ἀπὸ ἄσκοπους ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνους προβληματισμούς, ποὺ συσκοτίζουν ἀντὶ νὰ διαφωτίζουν τὸ πρόβλημα τῆς ψυχικῆς του καθαρότητος.
Ἔπειτα γνωρίζει καλὰ ὅτι, μέσα στὸν ἀβυσσώδη ἐσωτερικό του κόσμο, μόνο τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ διεισδύει ἐρευνητικὰ καὶ νὰ φωτίζει τὴν πραγματικότητα τῆς προσωπικῆς του ἁμαρτωλότητος· «Αὐτὸς γὰρ γινώσκει τὰ κρύφια της καρδίας» (Ψαλμ. ΜΓ´22).
Ὄντως! Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, μόνο ὁ Θεὸς βλέπει ὅ,τι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μας. Αὐτὸς βλέπει καὶ δικαίως κρίνει ὅλες τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Καὶ μάλιστα «τὸ ἀφανὲς κίνημα τῆς ψυχῆς καὶ τὴν ἀόρατον ὁρμήν»! Ἐκεῖνος μόνο κατανοεῖ τὶς αἰτίες καὶ τοὺς λόγους αὐτῶν τῶν ἀφανῶν κινήσεων τῆς ψυχῆς ἀλλὰ καὶ «τὸ παντὸς πράγματος προεπινοούμενον τέλος» (P.G. 91,713).
Ἀλήθεια! Μία κατὰ τὴ δική μας κρίση, ἀκούσια ἁμαρτία πόσο ἀκούσια μπορεῖ νὰ εἶναι κατὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ;
«Ψυχοδυναμικὰ δρώμενα στὴν πορεία τῆς ἁγιότητος»,
ἐκδ. Τῆνος, Ἀθῆναι 2010, σελ. 220-224