Ο όσιος Παΐσιος με τον βίο και την πολιτεία του συνιστά μια φανέρωση του Χριστού στον σύγχρονο κόσμο. Κάθε άγιος εξάλλου ενσαρκώνει με τη χριστομίμητη ζωή του το μυστήριο της Εκκλησίας και γίνεται ὁ Χριστός, ὁ μεθ’ ἡμῶν ὤν καί εἰς τούς αἰῶνας παρατεινόμενος. Γι αυτό και δεν υπάρχει εποχή δεν υπάρχει γενιά στην οποία να μην εμφανίζονται άγιοι, να μην εμφανίζεται δηλαδή ο Χριστός διά μέσου των αγίων στους ανθρώπους.
Έτσι και ο άγιος Παΐσιος έζησε μια χριστομίμητη ζωή ήδη από την παιδική του ηλικία και όντας ακόμη στους κόλπους της κατά σάρκα οικογενείας του, πριν αναχωρήσει ακόμη για τη μοναχική ζωή.
Ο Κύριός μας παρότι γεννήθηκε από παρθένο μητέρα, εντούτοις γεννήθηκε και έζησε έως την ηλικία των τριάντα ετών μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον της οικογενείας του Ιωσήφ του μνήστορος. Ζούσε με υπακοή και σεβασμό στην παναγία μητέρα του και στον
Ιωσήφ και όπως μας διηγούνται οι ιεροί ευαγγελισταί μέσα στην επί γης οικογένειά Του προέκοπτε σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις. Ζούσε με ταπείνωση και υπακοή καθώς ήταν υποτασσόμενος αυτοίς και ασκώντας την τέχνη του ξυλουργού σήκωνε και αυτός τα οικογενειακά βάρη στο μερίδιο που του αναλογούσαν.
Όμοια με τον Κύριό μας έζησε και ο όσιος Παΐσιος μέσα στη δική του ευλογημένη οικογένεια και από τον χριστομίμητο τρόπο ζωής μέσα στην οικογένεια άρχισε και ο αγιασμός του. Ήταν και αυτός σε όλο το διάστημα του οικογενειακού του βίου υποτασσόμενος στους γονείς του Πρόδρομο και Ευλογία, τους οποίους εσέβετο και ευλαβείτο γιατί ήταν άνθρωποι με χριστιανική βιοτή και αφοσιωμένοι στην οικογένειά τους με πνεύμα θυσίας για τα παιδιά τους, αλλά και για τους γείτονες, τους συγγενείς, τους συγχωριανούς τους ακόμη και τους άγνωστους ανήμπορους συνανθρώπους τους. Το ότι είχε τη συνείδηση ότι μέσα στην οικογένειά του λειτουργούσε ως τύπος Χριστού μαρτυρεί και το γεγονός ότι επέλεξε να μάθει και να ασκήσει την τέχνη του ξυλουργού για να μιμηθεί ακόμη και σε αυτό τον βίο του Χριστού μέσα στην οικογένεια. Βοηθούσε την οικογένειά του σε όλες τις εμπερίστατες καταστάσεις πάντα πρόθυμος, πάντα χαρούμενος, πάντα ταπεινός, πάντα εμφορούμενος με τη χάρη του Θεού γιατί αυτό που τον χαρακτήριζε από μικρό παιδί ήταν ένα σημαντικό θείο ιδίωμα: η θυσία. Η θυσία για τον Θεό, η θυσία για την οικογένεια, η θυσία για τον συνάνθρωπο.
Παρότι είχε τη μοναχική κλίση από πολύ νωρίς, ήδη από τα παιδικά του χρόνια και ζούσε με ακρίβεια και μεγάλη άσκηση τη μοναχική ζωή ως λαϊκός, εντούτοις, αναχώρησε για το Άγιον Όρος σχετικά μεγάλος σε ηλικία 30 ετών. Γιατί; Γιατί είχε να εκπληρώσει δύο σημαντικές οικογενειακές υποχρεώσεις. Η μία ήταν προς τη μεγάλη του οικογένεια την πατρίδα. Στρατολογήθηκε την περίοδο του εμφυλίου πολέμου ως στρατιώτης του εθνικού στρατού με την ειδικότητα του ασυρματιστή και πολέμησε υπέρ βωμών τε και εστιών. Ο νεαρός Αρσένιος δεν άντεχε να θυσιάζονται οι άλλοι για τα ιερά και τα όσια της φυλής και αυτός να μην αναλαμβάνει αυτήν την υπέρτατη πράξη θυσίας. Δεν μπορούσε να βλέπει τα παιδιά των άλλων οικογενειών να πολεμούν και να σκοτώνονται για να προφυλάξουν τις οικογένειές τους και ο ίδιος να απέχει. Επέδειξε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας πολύ μεγάλη αρετή γιατί είχε στο νου του τη θυσία και μόνο τη θυσία. Όπως διηγείται δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που έβγαινε ο ίδιος μπροστά στα εχθρικά πυρά να σκοτωθεί, προκειμένου να σώσει άλλους ή να σωθούν οι άλλοι. Για αυτό και κάποια στιγμή εξομολογήθηκε ότι ‘’την αρετή που απέκτησα ως λαϊκός στην στρατιωτική μου θητεία δεν την απέκτησα στη συνέχεια ως μοναχός’’.
Η άλλη του υποχρέωση ήταν ως ένας από τους γιους της οικογένειας να βοηθήσει με την εργασία του να αποκατασταθούν οι αδελφές του. Έτσι, παρότι μέσα του τον έκαιγε ο πόθος για τη μοναχική ζωή, εντούτοις δεν σκεφτόταν το δικό του συμφέρον, έστω και αν αυτό ήταν πνευματικό, αλλά το συμφέρον των άλλων, το συμφέρον της οικογενείας του. Έκανε πράξη ως λαϊκός αυτό που στη συνέχεια ως μοναχός διακήρυττε: «το μεγαλύτερο συμφέρον είναι το συμφέρον του άλλου».
Έκανε υπομονή, έκανε υπακοή και καθυστέρησε την αναχώρησή του ως μοναχός για την αγάπη των άλλων και, κυρίως, της μανούλας του προς την οποία έτρεφε απεριόριστη εκτίμηση. Δεν έκανε κάτι παράδοξο για την ζωή της εκκλησίας. Μιμήθηκε σε αυτό τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο ο οποίος πρώτα φρόντισε τη χήρα μητέρα του και έγινε μοναχός αφού της έκλεισε τα μάτια. Αυτά κάνει η αγάπη και η θυσία για την οικογένεια και με αυτά τελικά δέχεται ο Χριστός τους αγίους του ως τέκνα του αγαπητά στη δική του μεγάλη οικογένεια και δίδοντάς τους το χάρισμα της υιοθεσίας τους καθιστά δικούς του υιούς και θεούς κατά χάριν. Να λοιπόν πώς οι άγιοι καθιστούν την κατά σάρκα οικογένειά τους εφαλτήριο για την ουράνια οικογένεια του Χριστού και πώς αξιοποιούν την οικογένειά τους για τον αγιασμό τους.
Ο όσιος Παΐσιος δεν σκεφτόταν όπως οι άλλοι άνθρωποι, ακόμη και άνθρωποι πνευματικοί. Σκεφτόταν αλλιώς. Είχε νουν Χριστού και όποιος έχει νουν Χριστού δεν σκέφτεται και δεν λογαριάζει ποτέ τον εαυτό του και τα προβλήματά του. Σκέφτεται τις ανάγκες και τα προβλήματα του άλλου. Αν αυτόν τον νου οφείλει να έχει ο πιστός στις κοινωνικές του σχέσεις, πόσο μάλλον στις σχέσεις του στα πλαίσια του οικογενειακού βίου.
Ένας αρραβωνιασμένος νεαρός επισκέφθηκε στο κελί του τον όσιο Π. για του εκθέσει το πρόβλημά του του και ζητήσει τη συμβουλή του. Η στιχομυθία ήταν η ακόλουθη:
– Γέροντα έχω ένα πρόβλημα που με στενοχωρεί. Είμαι αρραβωνιασμένος εδώ και ενάμισι χρόνο και ο πατέρας της αρραβωνιαστικιάς μου καθυστερεί το γάμο. Εν τω μεταξύ υπάρχει και ο πειρασμός της σαρκός και οι πνευματικοί μου λένε να ασκήσω πίεση στον πατέρα της κοπέλας και να επισπεύσω τον γάμο.
Ο όσιος αφού κοίταξε με οίκτο το νεαρό απάντησε:
– Μα καλά, για τη σάρκα θα παντρευτείς βρε παιδί μου;
– Και τι να κάνω με τον πεθερό μου, πώς να τον μεταπείσω;
Ο γέροντας αφού έσκυψε το κεφάλι του προβληματισμένος, απάντησε.
– Αχ, φαίνεται πως έχει οικονομικά προβλήματα ο καημένος γι΄ αυτό καθυστερεί τον γάμο. Άκουσέ με. Θα κάνετε υπομονή με την κοπέλα και άσκηση, θα καθαριστείτε και θα έρθει και η ώρα του γάμου.
Το όλο ζήτημα ήταν ότι ο νεαρός δεν είχε καλό λογισμό. Δικαίωνε τον εαυτό του και καταδίκαζε τον πεθερό του. Και επιπλέον ήθελε το πνευματικό του βόλεμα. Ο όσιος θεράπευσε το λογισμό του νεαρού δικαιώνοντας τον πεθερό του, έναν άνθρωπο τον οποίο υποτίθεται ότι γνώριζε ο νεαρός, αποδείχθηκε όμως ότι τον γνώριζε πολύ καλύτερα ο όσιος, ο οποίος δεν τον είχε δει ποτέ. Και όμως τον έβλεπε με τα μάτια της ψυχής. Έβλεπε πίσω από τον νεαρό που μόλις άρχιζε την ζωή, τον ταλαιπωρημένο και βασανισμένο οικογενειάρχη που πάσχιζε να φροντίσει την οικογένειά του και να παντρέψει με κόπους και θυσίες τα παιδιά του. Ένας μοναχός, ένας ακραίος ασκητής κατανοούσετα προβλήματα του οικογενειάρχη πολύ περισσότερο από ό,τι από εμείς που ζούσαμε μέσα στις οικογένειες. Ποιο ήταν το μυστικό; Χάρη στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και στον καλό λογισμό που ασκούσε ο ίδιος, έμπαινε στη θέση του άλλου , εμβάθυνε στα προβλήματά του και πονούσε για αυτά.Και όλο αυτό συγκεφαλαιώνεται σε μία λέξη: ΑΓΑΠΗ. Η αγάπη αυτή ήταν που τον οδηγούσε στο καθ’ ομοίωση με τον Θεό. Όλος του ο βίος συνιστούσε φανέρωση των λόγων του Ευαγελιστή Ιωάννου του Θεολόγου
Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν. ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν.
Αυτή η αγάπη είναι η κινητήρια δύναμη της χριστιανικής οικογένειας και πρέπει πρώτα να την έχουν οι σύζυγοι μεταξύ τους. Η αγάπη μεταξύ των συζύγων σύμφωνα με τον όσιο Παΐσιο θεμελιώνεται σε δύο βασικά στοιχεία: το ένα είναι να έρχεται με πόνο ψυχής ο ένας στη θέση του άλλου και να κατανοεί τα προβλήματά του, τις θυσίες και τους κόπους του για την οικογένεια και το άλλο η ευγνωμοσύνη που πρέπει να έχει ο σύζυγος για τη σύζυγο και αντίστροφα. Ας ακούσουμε τον ίδιο τον όσιο τι μας διδάσκει για την αγάπη μεταξύ των συζύγων.
– Έγραψες Γερόντισσα, ευχές στον Δημήτρη που παντρεύεται;
– Έγραψα, Γέροντα.
– Φέρε την κάρτα να συμπληρώσω κι εγώ: «Ο Χριστός και ή Παναγία μαζί σας. Σου δίνω ευλογία, Δημήτρη, να μαλώνεις με όλον τον κόσμο, εκτός από την Μαρία! Το ίδιο και στην Μαρία!».
Για να δω, θα καταλάβουν τι εννοώ; Με ρώτησε κάποιος: «Γέροντα, τι ενώνει περισσότερο τον άνδρα με την γυναίκα;». «Η ευγνωμοσύνη», του λέω. Ό ένας αγαπάει τον άλλον γι’ αυτό που του χαρίζει. Η γυναίκα δίνει στον άνδρα την εμπιστοσύνη, την αφοσίωση, την υπακοή. Ο άνδρας δίνει στην γυναίκα την σιγουριά ότι μπορεί να την προστατέψει. Η γυναίκα είναι η αρχόντισσα του σπιτιού, αλλά και η μεγάλη υπηρέτρια• ό άνδρας είναι ο κυβερνήτης του σπιτιού, αλλά και ο χαμάλης.
Μεταξύ τους τα ανδρόγυνα πρέπει να έχουν την εξαγνισμένη αγάπη, για να έχουν αλληλοπαρηγοριά και να μπορούν να κάνουν και τα πνευματικά τους καθήκοντα. Για να ζήσουν αρμονικά, χρειάζεται να βάλουν εξαρχής ως θεμέλιο της ζωής τους την αγάπη, την ακριβή αγάπη, που βρίσκεται μέσα στην πνευματική αρχοντιά, στην θυσία, και όχι την ψεύτικη, την κοσμική, την σαρκική. Αν υπάρχει αγάπη, θυσία, πάντα έρχεται ο ένας στην θέση του άλλου, τον καταλαβαίνει, τον πονάει. Και όταν παίρνει κανείς τον πλησίον του στην πονεμένη του καρδιά, παίρνει τότε μέσα του τον Χριστό, ο οποίος τον γεμίζει και πάλι με την ανέκφραστη αγαλλίαση Του.
Όταν υπάρχει αγάπη, και μακριά να βρεθεί ο ένας από τον άλλον, αν οι περιστάσεις το απαιτήσουν, κοντά θα βρίσκεται, γιατί την αγάπη του Χριστού δεν την χωρίζουν αποστάσεις. Όταν όμως, Θεός φυλάξει, τα ανδρόγυνα δεν έχουν αγάπη μεταξύ τους, μπορεί να βρίσκονται κοντά, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκονται μακριά. Γι’ αυτό πρέπει να προσπαθήσουν να διατηρήσουν σε όλη την ζωή τους την αγάπη, να θυσιάζεται ο ένας για τον άλλον.
Η σαρκική αγάπη ενώνει εξωτερικά τους κοσμικούς ανθρώπους τόσο μόνον, όσο υπάρχουν κοσμικά προσόντα, και τους χωρίζει, όταν αυτά χαθούν, οπότε και αυτοί οδηγούνται στην απώλεια. Ενώ, όταν υπάρχει η πνευματική, η ακριβή αγάπη, αν τυχόν ο ένας από τους συζύγους χάσει τα κοσμικά του προσόντα, αυτό όχι μόνο δεν τους χωρίζει, αλλά τους ενώνει περισσότερο. Όταν υπάρχει μόνον η σαρκική αγάπη, τότε, αν λ.χ. η γυναίκα μάθει ότι ό σύντροφός της κοίταξε κάποια άλλη, του πετάει βιτριόλι και τον τυφλώνει. Ενώ, όταν υπάρχει η αγνή αγάπη, τον πονάει πιο πολύ και κοιτάζει με τρόπο πώς να τον φέρει πάλι στον σωστό δρόμο. Έτσι έρχεται η Χάρη του Θεού… (σ. 43-44).
Όλοι οι χιλιάδες άνθρωποι που συνέρρεαν στο κελί του ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους λαϊκοί οι οποίοι ήθελαν να μοιραστούν μαζί του τα οικογενειακά ζητήματα που τους απασχολούσαν. Συζυγία, τεκνοποιία, ανατροφή παιδιών, οικονομικά και επαγγελματικά προβλήματα, αρρώστιες, θάνατοι. Και όλος αυτός ο κόσμος επί της ουσίας δεν ζητούσε παρά ένα θαύμα από τον όσιο. Ποιο ήταν αυτό το θαύμα; Η αγάπη. Και την έβρισκε την αγάπη και την συμπόνια, γιατί ο όσιος ήταν ο άγιος των οικογενειών. Ήταν εκπληκτικό ότι γνώριζε το παραμικρό που είχε σχέση με τον οικογενειακό βίο και τη λειτουργία της οικογένειας όντας ο ίδιος για δεκαετίες απομακρυσμένος από τα ζητήματα του κόσμου. Όπως στις ομιλίες του ιερού Χρυσοστόμου συναντούμε ιδιαίτερες λεπτομέρειες του οικογενειακού βίου, τις οποίες λογικά ως μοναχός δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζει ο άγιος παρά μόνο με το θείο φωτισμό, όμοια και ο όσιος Παΐσιος γνώριζε λεπτομέρειες για τις οικογένειες από το πώς λειτουργεί το πλυντήριο, παρότι ο ίδιος δεν το είχε δει ποτέ του, μέχρι με το τι ασχολούνται τα σύγχρονα παιδιά, ποια είναι τα ενδιαφέροντά τους και οι ασχολίες τους. Όταν συζητούσε κανείς μαζί του οικογενειακά ζητήματα, είχε την αίσθηση ότι ο όσιος ήταν μέλος της οικογένειας που γνώριζε τα πράγματα με λεπτομέρεια από μέσα, όχι εξωτερικός παρατηρητής.
Πώς όμως έγινε και ο όσιος, αντί να είναι μόνο ένας όσιος με κυρίως μοναστικές παρακαταθήκες, όπως παλαιά οι ασκητές της ερήμου που η ασκητική εμπειρίατους καταγράφεται στα γεροντικά και σε βιβλία ασκητικής, είχε να πει και να πράξει τόσα πολλά και για τον οικογενειακό βίο; Αυτό δεν ήταν βέβαια επιλογή του οσίου αλλά θεία οικονομία. Σε μια εποχή που ο ιερός και θεοπαράδοτος θεσμός της οικογενείας κλυδωνίζεται διεθνώς, ευδόκησε ο καλός Θεός ένας ασκητής να γίνει κήρυκας της χριστιανικής οικογενείας. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ο όσιος ως ασκητής γαλουχήθηκε και ανδρώθηκε πνευματικά μέσα στο ασκητήριο το οποίο τιμάται στη μνήμη ενός εγγάμου ζεύγους της εκκλησίας μας. Στο ασκητήριο των αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης στις απόκρημνες και άνυδρες βουνοκορφές του θεοβαδίστου όρους Σινά.
Όπως οι άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη ως ζεύγος ασκητών ήταν και δεν ήταν σύζυγοι, έτσι και ο όσιος Παΐσιος ως ασκητής ήταν και δεν ήταν μέσα σε οικογένεια. Το ίδιο το ασκητήριο, οι ίδιοι οι άγιοι του έδιναν καθημερινά ένα μεγάλο θείο μήνυμα. Ότι η άσκηση και ο αγιασμός δεν είναι μόνο υπόθεση των μοναχών αλλά και των εγγάμων λαϊκών και των οικογενειών τους. Αυτήν την παρακαταθήκη ο όσιος την κράτησε μέχρι την τελευταία του αναπνοή, καθώς το κύριο κατά Θεόν έργο του ήταν η υποστήριξη της χριστιανικής οικογένειας και η σωτηρία των λαϊκών εν Χριστώ αδελφών οι οποίοι αγωνίζονταν μέσα στα πλαίσια του οικογενειακού βίου. Όλη η διδασκαλία του οσίου σχετικά με τον οικογενειακό βίο επικεντρώνεται στο πώς μέσα από τηνοικογένεια μπορεί να φτάσει κανείς στον αγιασμό και πώς μέσα στην οικογένεια μπορεί να βρει τη σωτηρία. Τα βασικά στοιχεία που μπορούν να μας οδηγήσουν στον αγιασμό όντας μέσα στην οικογένεια είναι: θυσία για τους άλλους, ευγνωμοσύνη, καλός λογισμός, εμπιστοσύνη στον Θεό, ταπείνωση, υπομονή, αγάπη, ελπίδα, αδιάλειπτη δοξολογία και ευχαριστία. Για τον λαϊκό χριστιανό επί της ουσίας έξω από την οικογένεια δεν υπάρχει σωτηρία.
Ο γέροντας μου διηγήθηκε την εξής Ιστορία: «Μια φορά είχε έρθει εδώ ένας Ελληνοαμερικάνος γιατρός. Ορθόδοξος ήταν αλλά δεν είχε πολλά με την θρησκεία… Ούτε τη νηστεία της Παρασκευής δεν κρατούσε… ούτε πολύ πήγαινε στην Εκκλησία. Έζησε μια εμπειρία και ήθελε να τη συζητήσει. Ένα βράδυ ενώ προσευχόταν στο διαμέρισμά του «άνοιξε ο ουρανός». Ένα φως τον έλουσε, και χάθηκε το ταβάνι και οι σαράντα όροφοι από πάνω του. Βρισκόταν λουσμένος μέσα στο φως για πολλή ώρα, δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσο!
Θαύμασα! Γιατί ένοιωσα και κατάλαβα ότι ήταν «εκ Θεού». Ήταν πραγματικό… Είδε το «άκτιστο φως». Τι έκανε στη ζωή του; Πως ζούσε και αξιώθηκε τέτοια θεία πράγματα;
Ήταν παντρεμένος, είχε γυναίκα και παιδιά. Του λέει η γυναίκα του· «Βαρέθηκα να ασχολούμαι με το σπίτι, θέλω να πηγαίνω καμμιά βόλτα». Ε! δεν δούλευε κιόλας, άρχισε να γυρίζει με τις φίλες της και να τον τραβάει κάθε βράδυ έξω. Μετά από λίγο διάστημα, του λέει· «Θέλω να βγαίνω μόνη μου με τις φίλες μου». Το δέχτηκε και αυτό για χάρη των παιδιών του. Μετά, «θέλω να πάω μόνη μου διακοπές…». Τι να κάνει; της έδινε και λεφτά και το αυτοκίνητο.
Μετά ζήτησε να της νοικιάσει ένα διαμέρισμα να ζεί μόνη της, κουβαλούσε και τους φίλους της εκεί. Της μιλούσε, τη συμβούλευε, «βρε τι θα νοιώθουν τα παιδιά μας;» Τίποτα αυτή. Στο τέλος του πήρε πολλά λεφτά και έφυγε. Στεναχωριόταν!
Μετά από λίγα χρόνια έμαθε ότι είχε καταντήσει πόρνη στα μαγαζιά του Πειραιά!
Στεναχωρέθηκε! Έκλαιγε! Σκεφτόταν να πάει να την βρει. Τι να της πει όμως;…
Γονάτισε να προσευχηθεί: «Θεέ μου… φώτισέ με, τι να πω… τι να κάνω… για να σωθεί αυτή η ψυχή…». Βλέπεις την πονούσε. Ήθελε «να σωθεί αυτή η ψυχή». Ούτε αντρικός εγωισμός, ούτε μνησικακία, ούτε περιφρόνηση… πονούσε για την κατάντια της. Ποθούσε την σωτηρία της. Τότε άνοιξε ο Θεός τον ουρανό… τον έλουσε με το φως Του.
Βλέπεις;… Βλέπεις;… Αυτός στην Αμερική… σε τι περιβάλλον ζούσε;… ενώ πόσοι ζούμε μέσα στο Άγιον Όρος, μέσα στους Αγίους, μέσα στην χάρη της Παναγίας και προκοπή δεν κάνουμε!
Δόξα τω Θεώ! Δόξα τω Θεώ!
Μπορεί το συγκεκριμένο περιστατικό να μας φαίνεται υπερβολικό, δίνει όμως τον πυρήνα της διδασκαλίας του οσίου για τον οικογενειακό βίο ως οδού για την σωτηρία και τον αγιασμό. Αγάπη, ταπείνωση, θυσία, ανεκτικότητα, υπομονή, πραότητα, αποδοχή του άλλου με τις αδυναμίες του και τα πάθη του, προσευχή με πόνο. Και βέβαια, το ζήτημα δεν είναι να σωθεί ο ένας μέσα στην οικογένεια, αλλά να σωθούν όλοι και ο ένας να εύχεται και να φροντίζει για τη σωτηρία του άλλου και όλου του οίκου. Αυτό μας διδάσκει ο Χριστός μας, διακηρύττοντας μετά την μετάνοια των αμαρτωλών «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο», αυτό φρόντιζε και απόστολος Παύλος όταν βάπτιζε όχι μόνο ένα μέλος της οικογένειας αλλά όλον το οίκο, γι΄ αυτό πονούσε και πάσχιζε και ο όσιος Παΐσιος, όταν συναναστρεφόταν με λαϊκούς. Για τη χριστιανική ζωή η οικογένεια είναι μία κατ’ οίκον εκκλησία, ωραία διατύπωση που συναντούμε στις επιστολές του αποστόλου Παύλου.
Ασπάζεται υμάς εν Κυρίω πολλά Ακύλας και Πρίσκιλλα συν τη κατ’ οίκον αυτών εκκλησία..
Εκ των πραγμάτων και για τον όσιο Παΐσιο η χριστιανική οικογένεια οφείλει να λειτουργεί ως μία κατ οίκον εκκλησία, ή αλλιώς μία συνοδεία όχι ιδιόρρυθμη αλλά κοινοβιακή και γι΄ αυτό το λόγο έδινε ανάλογες παρακαταθήκες. Ιδιαίτερα επέμενε στον κοινό πνευματικό ο οποίος είναι ο εγγυητής της ενότητας στην οικογένεια, όπως ο Επίσκοπος είναι ο εγγυητής της ενότητας στην Εκκλησία.
Τα ζευγάρια που παντρεύονται πρέπει να ΄χουν τον ΙΔΙΟ πνευματικό. Να συμφωνήσουν από την αρχή για να μην έχουν ύστερα προβλήματα. Βλέπετε ο πνευματικός πολύ βοηθάει. Βλέπει τις ανωμαλίες και τα εξογκώματα και των δύο και τα «πελεκάει» ώστε να ταιριάξουν. Σαν δύο ξύλα που πρέπει να ενώσουν. Εγώ όταν ήμουν μαραγκός πελεκούσα τα ξύλα ώστε να ταιριάξουν καλά. Να κάθονται από μόνα τους. Ύστερα έβαζα ένα καρφάκι και δεν είχαν ανάγκη. Ενώ αν δεν ταιριάζουν, δεν εφάπτονται καλά τα ξύλα και τα ζορίσεις να ‘ρθουν στην θέση τους με καρφιά, κάποτε από την πίεση θα κλωτσήσουν.
Γι’ αυτό πρέπει ο «μαραγκός» να ΄χει και τα δύο ξύλα στα χέρια του. Για να βλέπει τι δουλειά γίνεται στο ένα, για να δουλέψει αντίστοιχα και το άλλο. Έτσι πρέπει να είναι και ο πνευματικός.
Πολύ βοηθάει ο πνευματικός. Πολλά ζευγάρια που ταίριαζαν, που παντρεύτηκαν από έρωτα, χώρισαν μετά, γιατί δεν βοηθήθηκαν από έναν καλό πνευματικό. Ενώ ζευγάρια που δεν ταίριαζαν, αλλά είχαν τον ίδιο πνευματικό, τα πήγαν μια χαρά.
Στη λογική ότι η οικογένεια είναι μία κατ’ οίκον εκκλησία ο όσιος επέμενε στα εξής σημεία:
Στο σπίτι να καίει το καντήλι όλη μέρα και η γυναίκα να θυμιάζει τακτικά γιατί έτσι δημιουργείται εκκλησιαστικό περιβάλλον, έρχεται η χάρη του Θεού, βλέπουν τα παιδιά και εντάσσονται στον εκκλησιαστικό βίο.
Να διαβάζουν όχι μόνο οι γονείς αλλά και τα παιδιά κάθε μέρα έστω και δύο-τρεις γραμμές από την Καινή Διαθήκη, για να έχουν στο νου και την καρδιά τους όλη μέρα το λόγο του Θεού και να αγιάζονται.
Στο σπίτι να μιλούν όλοι τη γλώσσα του Χριστού. Να λένε όταν κάνουν υπακοή «ευλόγησον» ή «να είναι ευλογημένο» ή όταν θέλουν να ζητήσουν κάτι «κάνε αγάπη και κάνε αυτό ή εκείνο» ή σε άλλη περίπτωση «ταπείνωσε το φως» αντί «σβήσε το φως». Με αυτό τον τρόπο ευλογείται η γλώσσα και η ευλογία του Θεού περνά από τη γλώσσα στην καρδιά.
Να υπάρχει στο σπίτι κοινή προσευχή και κυρίως επέμενε στο απόδειπνο και τους χαιρετισμούς τις βραδινές ώρες, όταν όλη η οικογένεια βρίσκεται μαζί.
Τις νηστείες της Εκκλησίας να τις τηρούν τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά με ταπείνωση και ευλάβεια.
Να υπάρχει στην οικογένεια σύμπνοια, κοινό πνεύμα και όλες οι αποφάσεις να λαμβάνονται από κοινού. Σε όλες τις δράσεις της οικογένειας είτε είναι ο εκκλησιασμός είτε μία κοινωνική υποχρέωση να ακολουθούν όλοι μαζί και να μην κάνει ο καθένας το δικό του πρόγραμμα.
Ιδίως μεταξύ των συζύγων η σχέση πρέπει να είναι ελεύθερη, χωρίς σφίξιμο. Ο ένας να λέει το λογισμό του στον άλλο με αγάπη και ταπείνωση, χωρίς να καταπιέζεται και να ζορίζεται. Και να λέει «ο λογισμός μου μου λέει αυτό» ή «έχω αυτό το λογισμό».
Να προσπαθεί ο καθένας να παίρνει με χαρά τα βάρη πάνω του, και να ξεκουράζει τον άλλο. Να κουβαλήσει αυτός τα ψώνια για να ξεκουράσει τον άλλο, να κάνει το χατίρι του άλλου για να τον ικανοποιήσει, χαρά να γίνεται η ανάπαυση του άλλου.
Σχετικά με την ανατροφή των παιδιών ο όσιος Παΐσιος τόνιζε συχνά τη διδασκαλία της Εκκλησίας ότι με την τεκνοποιία ο άνθρωπος γίνεται συνδημιουργός του Θεού. Ο Θεός προσφέρει το πνεύμα, ο άνθρωπος την σάρκα. Επομένως, ο Θεός ως συνδημιουργός δεν μπορεί να είναι αδιάφορος για τα παιδιά των χριστιανικών οικογενειών, αρκεί οι γονείς να τα μεγαλώνουν με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και να προσεύχονται για αυτά με εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο όσιος για τα παιδιά των χριστιανικών οικογενειών Ο Θεός είναι κατά κάποιον τρόπο υποχρεωμένος να νοιαστεί για τα παιδιά. Οι χριστιανοί γονείς οφείλουν να έχουν το φρόνημα ότι ο εν Τριάδι Θεός δεν είναι ένας απόμακρος θεός, όπως ο θεός των ορθολογιστών, αλλά ένας Θεός που είναι δίπλα μας σε κάθε μας βήμα, μας βοηθά και μας ενισχύει ως στοργικός πατέρας. Ιδιαίτερα τόνιζε ότι τα παιδιά στα πνευματικά θέματα τα βοηθούμε κυρίως με το παράδειγμά μας και την προσευχή μας γι΄ αυτά, όχι με το ζόρισμα και έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο παράδειγμα των γονέων, όχι στα λόγια. Ένα λεπτό σημείο της διδασκαλίας του είναι ο καλός λογισμός που πρέπει να καλλιεργεί ο κάθε γονιός στα παιδιά για τον άλλον, ώστε πάντοτε να μην εκπίπτει στην ψυχή του παιδιού η εικόνα του πατέρα ή της μητέρας. Έλεγε λοιπόν ο όσιος:
Για να μην υπάκουει το παιδί και να φέρεται άσχημα, κάτι θα φταίει. Μπορεί να βλέπει άσχημες σκηνές ή να ακούει άσχημα λόγια μέσα στο σπίτι ή έξω από αυτό. Πάντως τα παιδιά στα πνευματικά θέματα τα βοηθούμε κυρίως με το παράδειγμα μας, όχι με το ζόρισμα. Περισσότερο μάλιστα τα βοηθάει η μητέρα με το παράδειγμά της, με την υπακοή της και τον σεβασμό της προς τον σύζυγο. Αν σε κάποιο θέμα έχει διαφορετική γνώμη από εκείνον, ποτέ να μην την εκφράζει μπροστά στα παιδιά, για να μην το εκμεταλλεύεται ο πονηρός. Ποτέ να μη χαλάει τον λογισμό των παιδιών για τον πατέρα. Ακόμη και αν φταίει ο πατέρας, να τον δικαιολογεί. Αν λ.χ. φερθεί άσχημα, να πει στα παιδιά: «ο μπαμπάς είναι κουρασμένος, γιατί ξενύχτησε, για να τελειώσει μια επείγουσα δουλειά. Και αυτό για σας το κάνει».
Κύριος στόχος της ανατροφής των παιδιών είναι η πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου. Σύμφωνα με την παρακαταθήκη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, πέρα από την σωματική γέννηση υπάρχει η πνευματική αναγέννηση.
ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. 6 τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμά ἐστι. 7 μὴ θαυμάσῃς ὅτι εἶπόν σοι, δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν. 8 τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ’ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος.
Μήτρα αυτής της πνευματικής αναγέννησης του παιδιού σύμφωνα με τον Όσιο Παΐσιο είναι η χριστιανική οικογένεια. Στα πλαίσια αυτής της οικογένειας τα παιδιά γίνονται μέλη του σώματος του Χριστού με τη βάπτισή τους και στη συνέχεια αυξάνονται πνευματικά με τη χριστιανική διαπαιδαγώγησή τους. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, η οποία είναι μια εποχή αποστασίας από τον Θεό και η οικογένεια δεν λειτουργεί πλέον ως θεσμός της πνευματικής αναγέννησης του ανθρώπου, η ευθύνη των χριστιανών γονέων είναι ακόμη μεγαλύτερη προκειμένου να μην καταποθεί εντελώς ο κόσμος από το κακό και την αμαρτία.
– Γέροντα, για την ανατροφή των παιδιών ευθύνονται μόνον οι γονείς;
Κυρίως οι γονείς ευθύνονται, γιατί, ανάλογα με την ανατροφή που θα δώσουν στα παιδιά, θα γίνουν καλοί κληρικοί, καλοί εκπαιδευτικοί κλπ, και θα βοηθούν και αυτά με την σειρά τους τα παιδιά και τα δικά τους και του κόσμου. Η μητέρα μάλιστα έχει περισσότερη ευθύνη από τον πατέρα για την ανατροφή των παιδιών.
Αν οι γονείς κατά το διάστημα που το παιδάκι είναι ακόμη στην κοιλιά της μητέρας προσεύχονται, ζουν πνευματικά, το παιδάκι θα γεννηθεί αγιασμένο. Και στην συνέχεια, αν το βοηθήσουν πνευματικά, θα γίνει αγιασμένος άνθρωπος και θα βοηθάει την κοινωνία, είτε στην Εκκλησία θα διακονεί είτε στην εξουσία θα ανέβει κ.λ.π. Πρέπει όλοι να βοηθούμε τα παιδιά, ώστε να γίνουν σωστοί άνθρωποι και να μείνει λίγο προζύμι για τις επόμενες γενιές. Γιατί τώρα, όπως πάνε τα πράγματα, πάει να χαθεί και το προζύμι. Και αν χαθεί το προζύμι, μετά τι θα γίνει;
Οι γονείς που γεννούν τα παιδιά και τους δίνουν το σώμα πρέπει να συντελέσουν, όσο μπορούν, και στην πνευματική αναγέννηση τους. Γιατί ό άνθρωπος, εάν δεν αναγεννηθεί πνευματικά, είναι για την κόλαση.
Κατά τον όσιο Παΐσιο η ζωή αρχίζει αμέσως με τη σύλληψη του παιδιού και για το λόγο αυτό η θέση του για τις εκτρώσεις ήταν ξεκάθαρη. Η έκτρωση συνιστά φόνο και μάλιστα φόνο αβάπτιστων παιδιών. Το γεγονός αυτό τον πονούσε πολύ ιδιαίτερα μετά από ένα όραμα που είδε:
Μια νύχτα ό Θεός επέτρεψε να δω ένα φοβερό όραμα, που με πληροφόρησε γι΄ αυτό το θέμα! Ήταν βράδυ, Τρίτη της Διακαινησίμου το 1984. Είχα ανάψει δυο κεράκια μέσα σε δυο τενεκεδάκια, όπως συνηθίζω να κάνω, ακόμη και όταν κοιμάμαι, για όλους όσους πάσχουν ψυχικά και σωματικά.
Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνω ζώντες και κεκοιμημένους. στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, εκεί που έλεγα την Ευχή, βλέπω ένα μεγάλο χωράφι περιφραγμένο με μια μάνδρα, σπαρμένο με σιτάρι που μόλις άρχιζε να ψηλώνει.
Εγώ στεκόμουν έξω από το χωράφι, άναβα κεριά για τους κεκοιμημένους και τα στερέωνα πάνω στον τοίχο της μάνδρας. Αριστερά ήταν ένας ξερότοπος, γεμάτος βράχους και κρημνούς, που σειόταν συνέχεια από μία δυνατή βοή από χιλιάδες σπαραχτικές φωνές, που σου σπάραζαν την καρδιά.
Και ο πιο σκληρός άνθρωπος, αν τις άκουγε, ήταν αδύνατο να μη συγκλονισθεί.
Ενώ υπέφερα από τις σπαραχτικές φωνές και αναρωτιόμουν από που προέρχονται και τι σημαίνουν όλα αυτά που έβλεπα, άκουσα μια φωνή να μου λέει: «Το χωράφι με το σπαρμένο σιτάρι, που δεν έχει ακόμη ξεσταχυάσει, είναι το Κοιμητήρι με τις ψυχές των νεκρών που θα αναστηθούν. Στον τόπο δε που σείεται από τις σπαραχτικές φωνές βρίσκονται οι ψυχές των παιδιών που έχουν σκοτωθεί με τις εκτρώσεις»!
Το όραμα αυτό του οσίου μας, πέρα από το ότι στηλιτεύει τη μεγάλη αμαρτία των εκτρώσεων, μας βάζει σε σκέψεις για τη σπουδαιότητα του μυστηρίου του βαπτίσματος και δικαιώνει την Εκκλησία που καθιέρωσε τον νηπιοβαπτισμό και τον αεροβαπτισμό σε έκτακτες περιπτώσεις. Πριν μερικούς μήνες συνέβη σε μια οικογένεια στην Θεσσαλονίκη ένα θαυμαστό γεγονός. Το εξάχρονο κοριτσάκι της οικογένειας μέρα μεσημέρι διέκρινε στην είσοδο του δωματίου του μικρά μικρά ζωντανά παιδικά προσωπάκια, σαν αγγελουδάκια και ένοιωσε μεγάλη χαρά. Το γεγονός αυτό το ανέφερε αμέσως στην μητέρα του σαν κάτι θαυμαστό και ευχάριστο. Ποια σχέση έχει η μητέρα με το γεγονός; Η μητέρα του παιδιού πριν χρόνια είχε υπηρετήσει ως μαία στην εντατική νεογνών μεγάλου Νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης. Στα παιδιά που γεννούνταν πρόωρα και έσβηνε η πνοή τους έκανε αεροβαπτισμό. Μάλιστα στα κοριτσάκια έδινε το όνομα της Παναγίας, Μαρία. Όλα αυτά τα ευλογημένα και βαπτισμένα παιδιά με πνεύμα ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης προς τη μαία που τα βάπτισε είναι μέσα στο σπίτι της και την ευλογούν.
Ο όσιος Παΐσιος νοιαζόταν και πονούσε για τις χριστιανικές οικογένειες και για τις θλίψεις και τους πειρασμούς που αντιμετώπιζαν μέσα στον κόσμο κατά το πρότυπο του Κυρίου μας, η παρακαταθήκη του οποίου είναι αιώνια για τους πιστούς που τον ακολουθούν
Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε, αλλά θαρσείτε εγώ νενίκηκα τον κόσμον
Ο όσιος Παΐσιος είχε από τον Κύριο το χάρισμα να δέχεται τον πόνο των ανθρώπων και να τους προσφέρει με τη χάρη του παναγίου Πνεύματος παρηγοριά, ανακούφιση και ενθάρρυνση. Ήταν ο παρακαλών εν τη παρακλήσει σύμφωνα με τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου. Είχε αυτό το πολύ ειδικό και μοναδικό χάρισμα να παρηγορεί και να ενισχύει στην πίστη τους πονεμένους ανθρώπους, τους κατατρεγμένους, τους απογοητευμένους, τους προδομένους, τους πενθούντες, τους αδικημένους, τους κατεστραμμένους οικονομικά, τους ψυχασθενείς, τους χειμαζομένους από κάθε λογής πειρασμό και αντιξοότητα, όπως ναρκωτικά, ανεργία, σατανισμό και ένα σωρό άλλα βάσανα. Πραγματικά, εάν δεν ζούσαμε τον άγιο Παΐσιο δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε στην πληρότητά του το αγιοπνευματικό χάρισμα της παρακλήσεως και πόσο σημαντικό είναι αυτό στη ζωή της Εκκλησίας, ιδίως σε πολύ δύσκολους καιρούς, όπως αυτοί που ζούμε. Ο άγιος Παΐσιος ως παρακλήτωρ άγιος είναι , τολμώ να πω και το λέω με κάθε βεβαιότητα και αίσθημα ευθύνης-γιατί έχω μελετήσει σε βάθος το ζήτημα της παραμυθίας στους Πατέρες της εκκλησίας- ένα μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της Εκκλησίας μας. Αυτά που ζήσαμε και είδαμε στο κελί του, να συρρέουν χωρίς σταματημό κάθε είδους πονεμένοι και κατατρεγμένοι για να αποθέσουν το βάρος της ψυχής τους , να πουν τον πόνο τους για να ζητήσουν και να λάβουν την ανακούφιση και την εξ ύψους παράκληση, δεν το έχουν ζήσει στο μεγαλείο του και δεν το έχουν δει άνθρωποι άλλων εποχών. Βέβαια, αυτό δεν ήταν κάτι που το επεδίωκε ο άγιος. Ήταν κάτι που το επεδίωκε και το επιτύγχανε μέσω του αγίου ο ίδιος ο Θεός για να δοθεί στους ανθρώπους αγαπητικά ως αυτοαγάπη που είναι. Κάποια στιγμή έκανε τον άγιο σκεύος εκλογής για να διοχετεύσει μέσα από αυτόν την υπρεκχειλίζουσα αγάπη του προς τους ανθρώπους. Ποια ήταν αυτή η στιγμή στη ζωή του αγίου; Μας την έχει αποκαλύψει ένας από τους εκλεκτούς του ο νυν επίσκοπος Λεμεσού Αθανάσιος , ο οποίος μας μεταφέρει την ομολογία του αγίου:
Κάποτε καιγόταν η ύπαρξή μου από την αγάπη του Θεού τόσο πολύ που αισθανόμουν τα κόκαλά μου να λιώνουν σαν λαμπάδες……Φλογιζόμουν από την αγάπη του Θεού έντονα. Εδώ και 7-8 χρόνια όχι πως αυτή η αγάπη για το Θεό έπαυσε να υπάρχει, αλλά μεταποιήθηκε, μεταστράφηκε σε μια αγάπη για τον κόσμο, και λιώνω καθημερινά για τους πονεμένους ανθρώπους.
Η ομολογία αυτή του αγίου δεν είναι παρά η ομολογία της απόλυτης ταύτισής του με τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος στην επίγεια ζωή του συνέπασχε με τους πονεμένους ανθρώπους και κατέληξε με τη σταύρωσή του να πάρει επάνω του όλο τον ανθρώπινο πόνο. Έτσι, όμοια με τον Κύριο, ο άγιος σπλαχνιζόταν τους πονεμένους ανθρώπους και όταν τους έβλεπε να κατηφορίζουν από το Κουτλουμούσι για να ανέβουν στην Παναγούδα έλεγε στον υποτακτικό του παπα-Παΐσιο: «Παπά μου, βλέπω τους ανθρώπους να έρχονται ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Όταν το άκουσα αυτό από τον παπα-Παΐσιο μου κινήθηκε η περιέργεια να βρω στην Γραφή αυτούσιο τον ευαγγελικό λόγο που αναπαρήγαγε ο άγιος, για να καταλάβω τι ακριβώς εννοούσε και πώς αισθανόταν αντικρύζοντας όλους εκείνους που με πόθο και πόνο προσέρχονταν σε αυτόν. Άνοιξα, λοιπόν, την Γραφή και διάβασα:
Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐσκυλμένοι καὶ ἐρριμμένοι ὡσεὶ πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα.(Ματθ. 9.36)
Καὶ ἐξελθὼν εἶδεν πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοὺς ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα, καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά.(Μαρκ. 6.34).
Ο άγιος Παΐσιος είχε για το λαό του Θεού τα σπλάχνα και τους οικτιρμούς του Χριστού γι’ αυτό και ο ίδιος ήταν ο ποιμήν ο καλός, ο οποίος την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων.
Όταν ο άγιος παρηγορούσε με το λόγο, ο λόγος του είχε την αγιοπνευματική πληροφορία. Πατέρας που έχασε τα δυο παιδιά του σε τροχαίο ατύχημα και έχοντας περιπέσει σε βαρύτατη θλίψη προσέτρεξε στον άγιο Παΐσιο. Ο άγιος, αφού τον συμπόνεσε και συμμερίστηκε τη θλίψη του, αντί άλλης παρηγορίας, του είπε εμπιστευτικά και με ταπείνωση: «Μη στεναχωριέσαι, τα παιδιά σου είναι καλά!». Αν αυτό το έλεγε οποιοσδήποτε άλλος, ελάχιστη αποτελεσματικότητα θα είχε ο λόγος του. Στη διαβεβαίωση όμως του αγίου, αμέσως ανταποκρίθηκε η ψυχή του χαροκαμένου πατέρα, ο οποίος αναθάρρησε και πίστεψε αυθόρμητα στην θεϊκή πληροφορία που έλαβε από τον όσιο. Έτσι κατανοούμε πώς επενεργεί με τη χάρη και την πληροφορία του Αγίου Πνεύματος ο αξιόπιστος λόγος των αγίων, κάτι που επισημαίνει ο απόστολος Παύλος στις επιστολές του.
Τέκνον Τιμόθεε, ……πιστος ο λογος και πασης αποδοχης αξιος οτι Χριστός Ιησούς ηλθεν εις τον κοσμον αμαρτωλους σωσαι ων πρωτος ειμι εγω (Τιμοθ. 1.15)
Τέκνον Τίτε,….πιστος ο λογος και περι τουτων βουλομαι σε διαβεβαιουσθαι ινα φροντιζωσιν καλων εργων προιστασθαι οι πεπιστευκοτες τω θεω ταυτα εστιν τα καλα και ωφελιμα τοις ανθρωποις (Τιτ. 3.8)
Όμοια με τον αποστολικό λόγο ήταν και ο λόγος του αγίου Παϊσίου πιστός και πάσης αποδοχής άξιος, προσφέροντας στις ψυχές των πιστών την ακράδαντη διαβεβαίωση της σωτηρίας στην Βασιλεία των Ουρανών. Τη διαβεβαίωση αυτή έδωσε και σε έναν άλλο πατέρα ο οποίος είχε χάσει και αυτός το παιδί του ως εξής: « Μην κλαις για το παιδί σου, γιατί το είδα να πατάει σε μια λίμνη με δάκρυα. Τα δάκρυα αυτά είναι τα δικά σου, που αντί να του κάνουν καλό του προξενούν θλίψη, ενώ αυτό είναι καλά».
Στις συζητήσεις με τον άγιο πολύ ταλάνιζε τους πιστούς το θέμα της θεοδικίας, κατά πόσο δηλαδή ο Θεός είναι δίκαιος, εφόσον επιτρέπει να βασανίζονται και να ταλαιπωρούνται οι δίκαιοι και να ευημερούν οι άδικοι, οι πλεονέκτες και οι αδίστακτοι άνθρωποι. Είναι ένα ζήτημα που προβληματίζει πολύ όλους όσοι αδικούνται και υποφέρουν, ενώ αγωνίζονται πνευματικά και είναι πιστοί και τους βασανίζει το ερώτημα «γιατί Θεέ μου;». Στο λεπτό αυτό ζήτημα άκουσα ο ίδιος την εξής παραμυθητική εξήγηση από τον άγιο. Πήγαινα προς το καλύβι και είχα φτάσει έξω από την πόρτα του φράχτη της αυλής. Στα κούτσουρα της αυλής που ο άγιος είχε για καθίσματα των προσκυνητών, κάθονταν αρκετοί προσκυνητές και αρκετοί ήταν όρθιοι. Ο άγιος δίδασκε και αναφερόταν ακριβώς σε αυτό το ζήτημα της θεοδικίας. Επειδή ο λόγος του ήταν θεόπνευστος, δεν προχώρησα προς την αυλή και σταμάτησα εκεί που ήμουν, έξω από το φράχτη προκειμένου να ακούσω ευλαβικά τον παρηγορητικό του λόγο. Έλεγε ο άγιος:
« Εμείς είμαστε παιδιά του θεού. Ο Θεός ως καλός πατέρας, επειδή αγαπάει τα παιδιά του και νοιάζεται για αυτά από καμιά φορά τα δίνει και κανένα χαστούκι, κανένα σκαμπίλι για να συνέλθουν όταν κάνουν αταξίες, να τα προφυλάξει και να τα ελκύσει κοντά του. Για τους άλλους αδιαφορεί και τους αφήνει να έρθουν τα πράγματα στη ζωή τους όπως έρθουν, χωρίς θεϊκή πρόνοια. Μάλιστα τους αφήνει να ζήσουν τη ζωή τους πλουσιοπάροχα, χωρίς κανένα πειρασμό, ούτως ώστε στην άλλη ζωή να είναι εντελώς αναπολόγητοι».
Ο λόγος του αγίου είναι σαφής και δεν δέχεται καμία παρερμηνεία οικουμενιστικού τύπου και είναι βάλσαμο για τους πιστούς που με υπομονή και ευχαριστία προς τον Θεό για τις φανερές και αφανείς του ευεργεσίες υποφέρουν, βασανίζονται και δοκιμάζονται, ενώ οι άπιστοι, οι αιρετικοί και οι άθεοι καλοζούν. Ο άγιος διέκρινε τους λαϊκούς από τους κοσμικούς. Όταν κάποτε του είπα «εγώ είμαι κοσμικός» με διόρθωσε και μου είπε «όχι, δεν είσαι κοσμικός, είσαι λαϊκός» και μου έδωσε να καταλάβω ότι ανήκω στο λαό του Θεού, στο σώμα της Εκκλησίας Του, άρα υπάγομαι σε πνευματικούς νόμους οι οποίοι κατά τον άγιο έχουν σπλάχνα, γιατί ο Θεός είναι αγάπη, ακόμη και όταν επιτρέπει πειρασμούς στη ζωή μας για να ξεπληρώσουμε καμιά αμαρτία και να τον αγαπήσουμε ακόμη πιο πολύ, όπως έλεγε χαρακτηριστικά.
Τα μέλη της χριστιανικής οικογένειας κατά τον όσιο Παΐσιο δεν πρέπει να επιζητούν την ανθρώπινη αλλά την θεία δικαιοσύνη. Το ζήτημα αυτό απασχολούσε έντονα τον όσιο. Μετά την κοίμησή του βρέθηκαν στο κελί του χειρόγραφες καταγραφές σχετικών οικογενειακών περιστατικών, τις οποίες εξέδωσε προσφάτως η ιερά μονή Αγίου Ιλαρίωνος Προμάχων Αριδαίας. Με αληθινές οικογενειακές ιστορίες μέσα από τη ζωή ο όσιος Παΐσιος μας δείχνει πως όταν ο χριστιανός μέσα στα πλαίσια της οικογένειας υπομένει την ανθρώπινη αδικία από συνανθρώπους του ή και από συγγενείς του ακόμη για ζητήματα ηθικά, οικονομικά ή κληρονομικά, είναι βέβαιο ότι ο Κύριος θα μεριμνήσει και θα αποκαταστήσει την αδικία με τον ιδεωδέστερο τρόπο. Και εάν αυτό δεν συμβεί στην παρούσα ζωή, τότε σίγουρα θα συμβεί στην άλλη ζωή όπου αυτός που αδικήθηκε θα συναριθμηθεί με τη χορεία των δικαίων και θα γίνει μέτοχος της χαράς του Παραδείσου. Σε κάθε περίπτωση ο Θεός είναι δίκαιος. Το ζήτημα για τον χριστιανό μέσα στην οικογένεια δεν είναι η κατά κόσμον αυτοδικαίωση, η οποία είναι σύμφυτη με τον εγωισμό και την έπαρση, αλλά η κατά Θεόν δικαίωση, η οποία προϋποθέτει την αγάπη, τη θυσία και την ταπείνωση. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο όσιος
Αγάπη και ταπείνωση. Σε αυτήν τη συχνότητα εργάζεται ο Θεός.
Για τον όσιο Παΐσιο ως οικογένεια θωρείται και η πατρίδα. Συχνά διακήρυττε ότι η πατρίδα είναι μια μεγάλη οικογένεια. Προέτρεπε τους νέους να αγαπούν την πατρίδα και να μην την απορρίπτουν και την απαξιώνουν. Ιδιαίτερα τόνιζε ότι οι νέοι οφείλουν να εκπληρώνουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, ακόμη και στην περίπτωση που επιθυμούν να αφιερωθούν στον Θεό ως μοναχοί. Πολύ τον έθλιβε το γεγονός ότι στα σχολικά βιβλία τα παιδιά δεν μάθαιναν την αγάπη για την πατρίδα, τις φυσικές της ομορφιές, τα βουνά, τα ακρογιάλια. Αυτό το θεωρούσε ιδιαίτερα διαβρωτικό για τις ψυχές των νέων γιατί η αγάπη για την πατρίδα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αγάπη για την οικογένεια και η αγάπη για την οικογένεια με τη σειρά της συνδέεται άρρηκτα με την αγάπη για τον Θεό. Η παρακαταθήκη του οσίου είναι ότι οι νέοι δεν πρέπει να εγκαταλείπουν την πατρίδα τους. Εγκαταλείποντας την πατρίδα, εγκαταλείπουν την οικογένεια και η αποσύνδεση αυτή στο τέλος είναι πολύ πιθανό να τους ωθήσει να εγκαταλείψουν και τον Θεό. Το παράπονό του ήταν ότι από τους Έλληνες σήμερα λείπει ο ηρωισμός. Ο άγιος Παΐσιος μας ήθελε ήρωες και λεβέντες, όχι δειλούς και ηττοπαθείς, νωθρούς και χαλαρούς. «Χωρίς τον ηρωισμό δεν γίνεται τίποτε», έλεγε. «Ο πιστός είναι γενναίος». Αυτό πρέπει να είναι το φρόνημα του πιστού τόσο μέσα στην οικογένεια, όσο και σε όλες τις διαστάσεις του κοινωνικού ,πολιτικού και εθνικού μας βίου. Αυταπάρνηση και θυσία. Για το ζήτημα αυτό έφερνε από τη νεοελληνική Ιστορία το παράδειγμα του στρατιωτικού Γεωργίου Κονδύλη:
Ήταν καλός ο Κονδύλης, δίκαιος. Όταν ήταν να κάνουν απόβαση, στον πόλεμο με τους Τούρκους, δεν κρατιόταν. Γυρνούσε πάνω στο καράβι και φώναζε: «Βρε παλικάρια, μια φορά θα πεθάνουμε, τι τώρα, τι ύστερα. Ήρωες, βρε παιδιά». Εκατό μέτρα πριν φθάσει το καράβι, έπεσε μέσα στην θάλασσα. Ναι, ναι, ήταν πολύ θερμός ο καημένος. Καλός ήταν.
Ο λόγος του οσίου Παϊσίου είναι γνωστό πως είναι σε μεγάλο βαθμό προφητικός και εσχατολογικός τόσο για γεγονότα που αφορούν την πατρίδα μας, όσο και για γεγονότα που αφορούν όλο τον κόσμο και συνδέονται με την επέλαση του αντιχρίστου στην εποχή μας, όπου φαίνεται ότι εκπληρώνεται η προφητεία του πατρο-Κοσμά που κήρυξε στα περήφανα και ευλογημένα ετούτα βουνά της Καλαμπάκας
Θα έρθει η ώρα που ο καταραμένος ο διάβολος θα βγει από το καυκί του.
Ο ευτελισμός και η απαξίωση της οικογένειας που ζούμε όλο και πιο έντονα σε όλη την παγκόσμια κοινότητα με τη θέσπιση του συμφώνου της ελεύθερης συμβίωσης, τους γάμους των ομοφυλοφίλων και τις υιοθεσίες παιδιών από τέτοια ζευγάρια δείχνει ότι η ανθρωπότητα οδηγείται από μόνη της στον αφανισμό. Σαν άλλος πατρο-Κοσμάς ο όσιος Παΐσιος μας λέει με αγάπη και πόνο πολύ:
Η οικογένεια περνάει μεγάλη κρίση. Εάν εξαλειφθεί η οικογένεια, ο Θεός θα επιταχύνει την κρίση του. Γιατί εάν δεν υπάρχει η οικογένεια, δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει ο κόσμος.
Υπό την έννοια αυτή οι ευθύνες μας ως χριστιανών γονέων είναι τεράστιες και μέσα σε αυτήν την παγκόσμια πνευματική διάβρωση κοσμοϊστορικές. Ακολουθώντας τις προτροπές του οσίου Παϊσίου, να αναθρέψουμε χριστιανικά τα παιδιά μας για να μη χαθεί το προζύμι, η μαγιά. Να μείνει κάτι λίγο, κάτι ελάχιστο, για να μείνει ζωντανή η ελπίδα της πνευματικής αναγέννησης της οικογένειάς μας, της πατρίδας μας και της ανθρωπότητας. Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε τους λόγους του Κυρίου μας, τους οποίους συνεχώς μας υπενθυμίζει ο βίος, η πολιτεία και η διδασκαλία του οσίου
Υμείς εστε το άλας της γης· εάν δε το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται;
Βέβαια, ο άγιος Παΐσιος δεν ήταν απαισιόδοξος. Αντίθετα, πίστευε ακράδαντα ότι ο καλός Θεός εισακούοντας τις προσευχές των πιστών θα επέμβει στην ιστορία και θα βοηθήσει, τόσο τη μικρή μας οικογένεια, όσο και τη μεγάλη μας οικογένεια, την πατρίδα, αλλά και την ακόμη μεγαλύτερη οικογένειά μας την ανθρωπότητα. Για τη μικρή μας οικογένεια είχε ήδη προ πολλού δει την οικονομική κρίση που ζούμε και που έχει φέρει πολλούς από εμάς στα έσχατα όριά μας. Έλεγε συγκεκριμένα σε γνωστή του οικογένεια:
«Θα έρθουν δύσκολα χρόνια και θα τα ζήσετε εσείς. Μη φοβάστε όμως. Αν έχετε αγαθή προαίρεση, ο καλός Θεός θα στείλει άφθονη τη χάρη Του και θα ζείτε πλούσια και με τα ελάχιστα».
Για τη μεγάλη μας οικογένεια, την πατρίδα, ο όσιος Παΐσιος είναι ο προφήτης, παρηγορητής και εμψυχωτής του ελληνικού λαού, του νέου Ισραήλ, όπως έλεγε, ο οποίος είναι εξασθενημένος και ταπεινωμένος και μοιραία επιζητεί την επιστροφή του στο δικό του ιστορικό κέντρο, τη δική του Ιερουσαλήμ, την Κωνσταντινούπολη, ώστε να υπηρετηθεί το σχέδιο του Θεού και να δοθεί η τελική μάχη ενάντια στον Αντίχριστο και τις δυνάμεις του. Οι προφητείες του για την επιστροφή των Ορθοδόξων Ελλήνων, των Ελληνορωμηών, στο χαμένο τους κέντρο δεν έχουν αλληγορικό χαρακτήρα, ούτε και συνιστούν μελλοντολογία, όπως διαδίδουν κάποιοι. Είναι προφητείες που έχουν στόχο να ανορθώσουν το καταπτοημένο ηθικό μας, και μάλιστα τώρα που η Ελλάδα είναι για κλάματα και τόσο πολύ έχει διαπομπευθεί παγκοσμίως. Ήδη πολλά από όσα προφήτευσε έγιναν και άλλα συντελούνται αυτή τη στιγμή και άλλα μέλλουν να γίνουν και θα γίνουν και έχουμε ακράδαντη πεποίθηση στον θεόπνευστο προφητικό και εμψυχωτικό του λόγο.
Ο ίδιος είχε πλήρη συναίσθηση του ρόλου του ως Προφήτη και συνειδητοποιούσε ότι βάδιζε στα αχνάρια των παλαιών προφητών και μας αποκάλυψε τα βιώματά του:
Εγώ πονάω δυο φορές. Μία, όταν προβλέπω μια κατάσταση και φωνάζω, για να προλάβουμε ένα κακό που πρόκειται να γίνει, και μία, όταν δεν δίνουν σημασία – ίσως όχι από περιφρόνηση -, και συμβαίνει μετά το κακό και μου ζητούν τότε την συμπαράστασή μου. Τώρα καταλαβαίνω τι τραβούσαν οι Προφήτες. Μεγαλύτεροι Μάρτυρες ήταν οι Προφήτες! Πιο μεγάλοι Μάρτυρες από όλους τους Μάρτυρες, παρ΄ όλο που δεν πέθαναν όλοι με μαρτυρικό θάνατο. Γιατί οι Μάρτυρες για λίγο υπέφεραν, ενώ οι Προφήτες έβλεπαν μια κατάσταση και υπέφεραν συνέχεια. Φώναζαν-φώναζαν, και οι άλλοι τον χαβά τους. Και όταν έφθανε η ώρα και ερχόταν η οργή του Θεού εξ αιτίας τους, βασανίζονταν και εκείνοι μαζί τους. Τουλάχιστον όμως τότε τόσο έφθανε το μυαλό των ανθρώπων. Άφηναν τον Θεό και προσκυνούσαν τα είδωλα. Σήμερα που καταλαβαίνουν, είναι η μεγαλύτερη ειδωλολατρία.
Ο όσιος, λοιπόν, δεν ήταν μόνο Προφήτης. Ήταν Προφήτης και μάρτυρας. Το μαρτύριό του ήταν ότι πονούσε για την Ελλάδα και τον Ορθόδοξο ελληνικό λαό και έλιωνε όταν έβλεπε την αμετανοησία, την διάλυση της οικογένειας, την διαφθορά των πολιτικών, την απιστία, την αθεΐα και αυτό είναι γνωστό από πολλές αφηγήσεις προσκυνητών. Μίλησε και πήρε θέση και για τα εθνικά θέματα και για τον κατήφορο της πολιτικής ζωής του τόπου. Γενικότερα, δεν τον διέκρινε η Στωϊκή αναισθησία, ούτε δήλωνε απών από τις περιπέτειες του λαού του Θεού με το επιχείρημα ότι δεν τον αφορούν, ούτε είχε τη λογική του σκεπτικιστή ότι δεν παίρνω θέση γιατί δεν γνωρίζω που βρίσκεται η αλήθεια. Ο όσιος δεν ήταν ο άνθρωπος ούτε του πνευματικού, ούτε του σωματικού βολέματος. Πολύ περισσότερο δεν ήταν ηττοπαθής. Για αυτό το λόγο, όσο δύσκολα και όσο ζοφερά ήταν τα πράγματα για τον Ελληνορθόδοξο λαό, πάντοτε τα αντιμετώπιζε με την θεία ελπίδα και την διαβεβαίωση της τελικής αποκατάστασης. Και αυτή την ελπίδα, αυτό το αγωνιστικό φρόνημα το μετέδιδε σε κάθε προσκυνητή εμπνέοντας θάρρος και γενναιότητα για τα δύσκολα που έβλεπε να έρχονται για μας και που τελικά ήρθαν.
Αδελφοί μου
Ο άγιος Παΐσιος είναι και αυτός παρηγορητής, προφήτης και μάρτυρας του γένους, όπως ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, με έναν ιδιότυπο τρόπο. Πιστεύω πως οι δύο μεγάλες αυτές οσιακές μορφές συσχετίζονται άμεσα. Με ένα απόσπασμα από τις Διδαχές του Πατροκοσμά θα ήθελα να κλείσω τη σημερινή ομιλία, γιατί νομίζω ότι ταιριάζει τόσο στη φυσιογνωμία του αγίου Παϊσίου όσο και στις σημερινές ιστορικές περιστάσεις. Γνωρίζουμε ότι σύμφωνα με την ιερά παράδοση, όταν έρθει ο καιρός το αντιχρίστου ο Θεός θα στείλει τον Προφήτη Ηλία να προετοιμάσει και να εμψυχώσει το λαό του για την επικείμενη πάλη με το κακό. Ο Πατροκοσμάς στις διδαχές του αναφέρεται στο γεγονός αυτό και σε κάποιο σημείο ταυτίζει τον εαυτό του με τον Προφήτη Ηλία ως προάγγελο της έλευσης του αντιχρίστου και λέει σχετικά:
Διαβάζοντας, ἀδελφοί μου, τὴν θείαν καὶ Ἱερὰν Γραφὴν εὑρίσκω ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας εἶνε ζωντανὸς καὶ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς χιλιάδες χρόνους καὶ μέλλει νὰ τὸν στείλη καὶ τότε θέλει νὰ χαλάση ὁ κόσμος. Καὶ πάλιν ἐρευνώντας τὴν ἱερὰν Γραφὴν τὸ εὑρίσκω ὅτι ὁ προφήτης Ἠλίας ἦλθεν, ἦλθεν καὶ ὁ ἀντίχριστος, τὸν ὁποῖον ἔχομεν καὶ εἰς τὸ κεφάλι μας, καὶ δὲν πρέπει νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ, ὅτι τὸν ἠξεύρετε. Καὶ τώρα δὲν καρτεροῦμεν οὔτε προφήτην Ἠλίαν οὔτε ἀντίχριστον.
Καταλήγοντας, μπορούμε να πούμε ότι ο άγιος Παΐσιος είναι και αυτός ένας προφήτης Ηλίας. Είπε και έγραψε για τον αντίχριστο με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, πιστός στην ευαγγελική παρακαταθήκη του Κυρίου μας ο οποίος προανήγγειλε τη Δευτέρα Παρουσία Του με την όμορφη αλληγορία:
«Ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου».
Με όσα συμβαίνουν γύρω μας, η αλήθεια είναι ότι όλη η ανθρωπότητα ζει σε αποκαλυπτικούς καιρούς. Ο όσιος Παΐσιος τα είπε και τα έδειξε όλα. Από εκεί και πέρα ισχύει το του Κυρίου: «ο έχων ὠτα ακούειν, ακουέτω».
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.