(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Το θέμα μας σήμερα, «οι σχέσεις μας με τον πλησίον», θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι πρακτικό, αλλά έχει μεγάλη σημασία για την καθημερινή μας ζωή. Ό,τι υπάρχει στον κόσμο, είναι μία εικόνα που ανεβάζει την σκέψι μας, τον νου μας, την καρδιά μας στον ουρανό και μας συνδέει με τον Θεόν.
Το θέμα μας δεν είναι απλώς μία εικόνα, αλλά ένα ολόκληρο εικονοστάσιο, το οποίο μας δείχνει πώς ζούσαν οι άγιοι και πώς θέλουν να ζούμε εμείς. Επέλεξα το θέμα αυτό, γιατί σήμερα γιορτάζομε έναν μεγάλο άγιο, τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, ο οποίος θα μας δώση τις αφορμές και τις πηγές μιας ζωής όπως την θέλει ο Θεός.
Ο άγιος Ιάκωβος, όπως ξεύρετε, ήταν υιός του μνήστορος Ιωσήφ και επομένως αδελφός του Χριστού. Ήταν τόσο εκλεκτός και τόσο δίκαιος και άγιος, ώστε οι Ιουδαίοι ένοιωθαν μειονεξία, ένοιωθαν δυστυχείς, διότι δεν είχαν άλλον από το γένος τους σαν τον Ιάκωβο.
Έτσι, όταν μάλιστα τους κατέκρινε, επειδή δεν δέχθηκαν τον Χριστόν ως τον Μεσσία τους, από αντίδρασι και ζήλεια τον ανέβασαν στο υψηλότερο σημείο του ναού, στο πτερύγιο, και τον έρριξαν κάτω, αλλά εκείνος δεν απέθανε. Τρέχουν τότε με μοχθηρία και τον σκοτώνουν(1).
Για μας έχει σημασία όχι μόνον το ότι ήταν μέγας στην πίστι, στην αρετή και στα μαρτυρικά κατορθώματα, αλλά και το ότι ήταν ευγενέστατος. Θα λέγαμε ότι υπήρξε υπόδειγμα κοινωνικής ευγενείας, δηλαδή πώς να συναναστρεφώμεθα με τους ανθρώπους, πώς να διοικούμε ανθρώπους και πώς να υποτασσώμεθα σε αυτούς.
Επίσης, πώς να είμεθα αγαπημένοι, πώς να είμεθα μία εικόνα, μία σκηνή, ένα σπίτι, μία καρδιά, μία αγάπη. Επειδή ήταν τόσο λεπτός, τόσο ευγενής, τόσο γλυκύς, δεν υπήρχε ούτε ένας στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων που να μην τον αγαπά και να μην τον εμπιστεύεται.
Ο Θεός θέλει να είμεθα στην καθημερινή μας ζωή τέτοιοι, ώστε να μας αγαπούν οι άλλοι και να μας νοιώθουν ευχάριστους. Να μπορούν να επικοινωνούν μαζί μας, να πουν την χαρά τους, την λύπη τους, τα προβλήματά τους. Να νοιώθουν ότι είμαστε καρδιές που ζούμε κοντά η μία στην άλλη και μπορούμε να βοηθούμε ο ένας τον άλλον.
Ενώ υπήρχαν πολλά προβλήματα κατά την αποστολική εποχή, κανείς δεν είχε διαφορές με τον άγιο Ιάκωβο. Αντιθέτως, και εκείνους που ήταν διηρημένοι -η διαίρεσις είναι ένα σκουλήκι που μπαίνει παντού· ακόμη και στον παράδεισο μπήκε(2)!- ο άγιος Ιάκωβος τους συνέδεε.
Ενθυμείσθε ότι η αρχέγονος Εκκλησία, κατά την ανθρώπινη αντίληψι, κινδύνευε να διαλυθή, μαζί και το έργο του Λυτρωτού, του Χριστού. Δεν ήτο δυνατόν όμως να καταστραφή, διότι ο Θεός βρήκε ανθρώπους και επιβίωσε η ευλογημένη κατάστασις που δημιούργησε η σταύρωσις και η ανάστασις του Χριστού. Όπως γνωρίζετε, υπήρχε διαμάχη ανάμεσα στους χριστιανούς τους προερχομένους από τους Ιουδαίους και τους προερχομένους από τους Ελληνιστάς· δεν μπορούσαν να συμβιώσουν.
Οι επιδράσεις, των μεν από τον νόμο, των δε από την ελληνική παιδεία, τους δημιουργούσαν διαρκώς δυσκολίες στην μεταξύ των κοινωνία. Ποιος τους συνέδεσε; Ο άγιος Ιάκωβος, ο οποίος στο τέλος επέτυχε να συγκαλέση την Αποστολική Σύνοδο στην οποία προήδρευσε. Δεν θα μπορούσε κανείς άλλος απόστολος να προεδρεύση παρά μόνον αυτός, διότι ήξευρε να ισορροπή τις καρδιές των ανθρώπων, να καταλαβαίνη τα πνεύματα και να βοηθή τους πιστούς, χωρίς να θυσιάζη την ουσία.
Ακόμη είναι γνωστό ότι συμφιλίωσε και τον Πέτρο με τον Παύλο. Είχαν φθάσει οι σχέσεις τους σε παροξυσμό. Ο απόστολος Παύλος ήθελε να πάη στα Ιεροσόλυμα. Καθυστερούσε όμως, διότι φοβόταν ότι δεν θα τον δέχονταν. Τον θεωρούσαν σχεδόν εθνικό, επειδή δεν τηρούσε τις διατάξεις του νόμου. Ήταν γεμάτη η καρδιά τους από υποψίες εναντίον του. Από την άλλη ο Πέτρος, του οποίου γνωρίζομε τον χαρακτήρα από τα περιστατικά της ζωής του, ήταν ένας αυθόρμητος άνθρωπος και με ορμή θα επέπιπτε στον απόστολο Παύλο, ο οποίος τον είχε ελέγξει στην Αντιόχεια για το θέμα αυτό. Ο άγιος Ιάκωβος όμως τους συμφιλίωσε(3).
Ο άγιος Ιάκωβος ήταν πτωχότατος, ο πιο πτωχός άνθρωπος της εποχής εκείνης. Δεν φορούσε πολυτελή ενδύματα, αλλά έναν χιτώνα λευκό, και περπατούσε ξυπόλυτος. Και αυτό ήταν ένα εξωτερικό σημάδι, το οποίο δεν χώνεψαν ποτέ οι Εβραίοι. Ήταν και αθλητής! Γερός αθλητής, πρώτος στο αγώνισμα των γονυκλισιών. Τα γόνατά του είχαν γίνει σαν της καμήλας, γεμάτα κάλους.
Τόσο πολύ δούλευε νύκτα και ημέρα. Την ημέρα για τις καρδιές των ανθρώπων και την νύκτα ενώπιον του Θεού(4). Ο άγιος Ιάκωβος λοιπόν μας έδωσε τις αφετηρίες της λεπτότητας, της ευγενείας και των κοινωνικών δομών της ανθρωπίνης ζωής, τις οποίες συναντάμε κυρίως στην πιο ωργανωμένη και αρχαιότερη κοινωνία, την μοναχική πολιτεία.
Ο μοναχισμός είναι μία πραγματική κοινωνία, μία σύναξις. Στο μοναστήρι οι μοναχοί δεν είμαστε άτομα και απλά ονόματα, αλλά όλοι μαζί αποτελούμε μία καρδιά, ένα σώμα. Δεν ξεχωρίζομε. Και καθώς τα μοναστήρια, ως επί το πλείστον, έχουν περισσότερους μοναχούς και λιγώτερα κελλιά, ο ένας είναι πλάι στον άλλον και αναπνέει την αγάπη της καρδιάς του.
Ό,τι υπάρχει στον μοναχισμό είναι υπόδειγμα του ουρανού. Η Εκκλησία παίρνει τα υποδείγματα αυτά και τα προσφέρει στους πιστούς, όπως έκαναν και οι Πατέρες.
Ο κόσμος νομίζει ότι, όταν κάποιος πάη στο μοναστήρι, φεύγει από την κοινωνία και αγριεύει. Το λέγουν αυτό, διότι αγνοούν ότι οι μοναχοί είναι οι περισσότερο κοινωνικοί άνθρωποι.
Να ξεύρετε ότι κανείς δεν μπορεί να γίνη μοναχός, εάν δεν είναι κοινωνικός, εάν δηλαδή δεν μπορή να επικοινωνή με τους ανθρώπους και να αντιμετωπίζη όλες τις κοινωνικές δυσκολίες. Αν δυσκολεύεται να παντρευθή, να δημιουργήση οικογένεια, επίσης δεν μπορεί να γίνη μοναχός. Πρέπει να νοιώθη ασφαλής στην ζωή του.
Δεν είναι καταφύγιο τα μοναστήρια. Επομένως, ο μοναχός μπορεί να επιτύχη όλα τα προηγούμενα, τα οποία αγαπά, δεν τα αρνείται, δεν τα κατηγορεί, δεν τα περιφρονεί, αλλά προτιμά κάτι ανώτερο για τον εαυτό του.
* Ομιλία στην Λάρνακα Κύπρου, 23 Οκτωβρίου 1988.
1. Συναξάριον 23ης Οκτωβρίου. Σάββα Αγουρίδη, Ιάκωβος Αδελφόθεος, ΘΗΕ, τ. 6, στ. 624-626.
2. Γέν. 3,4.
3. Πράξ. 15• Γαλ. 2, 11-21• βλ. σχετικώς και Σάββα Αγουρίδη, «Ιερουσαλήμ», η Αποστολική Σύνοδος, ΘΗΕ, τ. 6, στ. 827-829.
4. Υπόμνημα εις τον άγιον Ιάκωβον Απόστολον και Αδελφόθεον, PG 115, 201ΑΒ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Ερμηνεία εις τας επτά καθολικάς επιστολάς» των εκδόσεων Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 33.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Περί Θεού, Λόγος αισθήσεως» του Γέροντα, Αρχιμανδρίτη Αιμιλιανού, ηγουμένου της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρου το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίνδικτος.