Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ ἀρετή, πού μᾶς ἀνεβάζει στόν Παράδεισο, ἐνῶ ἀντιθέτως ἡ ὑπερηφάνεια, αὐτή ἡ θανάσιμη ἁμαρτία, μᾶς κατεβάζει στήν Κόλαση. Τί λέγει ὁ Ἀπ. Ἰάκωβος: «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Ἰακ. δ´ 6). Ἀλλά καί πόσα μᾶς δίδαξαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν ταπείνωση μέ τήν ἴδια τήν ζωή τους.
Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος εἶχε πεῖ τά ἑξῆς: «Δύο φορές τό μήνα πήγαινα στούς γέροντες βαδίζοντας δώδεκα μίλια καί τούς φανέρωνα τούς λογισμούς μου. Αὐτοί τίποτε ἄλλο δέν μοῦ ἔλεγαν παρά τό ἑξῆς: “Ὅπου καί νά πᾶς μή ἔχεις μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτόν σου καί θά εἰρηνεύης”».
Ὁ δέ Ἀββᾶς Τιθόης εἶχε τονίσει τό ἑξῆς: «Τό νά θέτη κάποιος τόν ἑαυτόν του κάτω ἀπό ὅλα τά δημιουργήματα αὐτό εἶναι ταπείνωση».
* * *
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης (1/10) ἦταν ὁ μελωδικότερος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του, γι᾽ αὐτό καί ὅλοι τόν φώναζαν ἀγγελόφωνο. Ἐπειδή ὅλοι τόν τιμοῦσαν γιά τίς ἀρετές καί γι᾽ αὐτό τό τάλαντο, πού εἶχε καί ἰδιαίτερα ὁ Αὐτοκράτωρ, γιά νά μή χάση τήν αἰώνια βασιλεία ἐξ αἰτίας τῆς πρόσκαιρης δόξας, ἔφυγε κρυφά καί πῆγε στό Ἅγιο Ὄρος. Ἐκεῖ ὅταν ἔφθασε καί τόν ρώτησαν ποιός εἶσαι εἶπε: «Μοναχός ἐπιθυμῶ νά γίνω, καί βοσκός ἤμουν». Ὁ Ἡγούμενος ὅταν ἄκουσε αὐτό χάρηκε πολύ, διότι εἶχε ἀνάγκη ἀπό ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο. Ὅμως τόν δοκίμασε πρῶτα καί ἀφοῦ τόν ἔκειρε Μοναχό, τόν ἔστειλε στήν ἔρημο νά βόσκη τράγους. Ὁ Αὐτοκράτωρ εἶχε μεγάλη στενοχώρια, πού χάθηκε ὁ Ἰωάννης καί ἔστειλε παντοῦ ἀνθρώπους, γιά νά τόν βροῦν. Ὁ Ἰωάννης ὅμως ἔβοσκε τούς τράγους του σέ ἕνα ἀκρωτήρι τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μιά μέρα λοιπόν ὁ Ὅσιος ἐκεῖ πού ἔβοσκε τούς τράγους καί ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι γύρω του δέν ὑπῆρχε κανείς, γιά νά τόν βλέπη, ἄρχισε νά ψάλη ὕμνους πρός τόν Θεό μέ πολλή τέχνη καί κατάνυξη. Κάποιος ἀσκητής, πού κατοικοῦσε μέσα σέ κάποια σπηλιά, ἐκεῖ κοντά, ὅταν ἄκουσε τέτοια γλυκύτατη καί ἀγγελική μελωδία, βγῆκε ἀπό τό σπήλαιο, γιά νά ἰδῆ ἀπό ποῦ προέρχεται. Ὅμως μέ μεγάλη ἔκπληξη εἶδε ἕνα φοβερό θέαμα: Ὁ μέν βοσκός νά ψάλη αὐτούς τούς γλυκύτατους ὕμνους, οἱ δέ τράγοι νά στέκωνται σάν ἀνθρώπινα ὄντα καί ἔκπληκτα καί χαρούμενα νά παρακολουθοῦν αὐτήν τήν ἀγγελική καί ὄχι ἀνθρώπινη μελωδία. Ὁ ἀσκητής χωρίς νά χάση χρόνο ἔτρεξε ἀμέσως στόν Ἡγούμενο καί ἀνέφερε τό γεγονός. Ὁ Ἡγούμενος ἀμέσως κάλεσε τόν Ἰωάννη καί τόν ρωτᾶ: «Ἐσύ εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης, πού ἀναζητᾶ ὁ βασιλεύς;». Ὁ Ἰωάννης τότε ἔπεσε στά πόδια τοῦ Ἡγουμένου καί μέ δάκρυα στά μάτια τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ ἁμαρτωλός καί ἀνάξιος. Ὅμως θερμά σέ παρακαλῶ μή μέ φανερώσης, ἀλλά ἄφησέ με σ᾽ αὐτό τό ταπεινό καί εὐτελές διακόνημα, πού μοῦ ἔδωσες ἀπό τήν ἀρχή, νά βόσκω τράγους». Καί πράγματι ἔτσι καί ἔγινε.
* * *
Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε γιὰ τὸν Ὅσιο Ἰωάννη τὸν Κολοβό: «Ἐνῶ καθόταν κάποτε μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, τὸν τριγύρισαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ τοῦ ἐξέθεταν τοὺς λογισμούς τους. Βλέποντάς το αὐτὸ ἕνας ἀπὸ τοὺς γέροντες καὶ κινούμενος ἀπὸ φθόνο, τοῦ λέγει: «Τὸ κανάτι σου, Ἰωάννη, εἶναι γεμάτο ἀπὸ φαρμάκι». Τοῦ λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης: «Ἔτσι εἶναι, Ἀββᾶ. Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπες, βλέποντας μόνο τὰ ἔξω. Ἂν ἔβλεπες καὶ τὰ μέσα, τί θὰ ἔλεγες;».
* * *
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «Ταπεινοφροσύνη εἶναι ὅταν κάποιος, ἄν καὶ ἀναγνωρίζει στὸν ἑαυτό του μεγάλη ἀξία, δὲ φαντάζεται γιὰ τὸν ἑαυτό του τίποτε τὸ μεγάλο. Ἐνῶ εὐγνωμοσύνη εἶναι ὅταν κάποιος, ἐνῶ εἶναι ἁμαρτωλός, τό ὁμολογεῖ αὐτό. Ἂν ὅμως ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀναγνώριζε στὸν ἑαυτό του κανένα ἀγαθὸ ἀπέσπασε τόση εὔνοια ἀπ᾽ τὸν Θεό, ἐπειδὴ ὁμολόγησε αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἦταν, πόση παρρησία θ᾽ ἀπολαύσουν αὐτοὶ ποὺ μποροῦν νὰ ποῦν τὰ πολλά τους κατορθώματα, ἀλλ᾽ ὅλα τὰ ξεχνοῦν καὶ συγκαταλέγουν τὸν ἑαυτό τους ἀνάμεσα στοὺς τελευταίους;
(Ἀπ᾽ τὴν Ὁμιλία του «ΕΠΙΤΙΜΗΣΙΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΛΕΙΦΘΕΝΤΩΝ»
ορθοδ.τυπος 2085
ΠΗΓΗ: https://antonisparas.blogspot.com