Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι θεσμός· εἶναι θαῦμα καὶ μυστήριο. Εἶναι θαῦμα, διότι πῶς ἀλλιῶς θὰ περιμέναμε νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ συγγένεια μὲ τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς ἀποκαλύφθηκε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Καὶ εἶναι ἐπίσης μυστήριο, μὲ τὴν ἀρχικὴ ἔννοια τῆς λέξης, κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ ἐξηγηθεῖ, οὔτε ν’ ἀποδωθεῖ μὲ λόγια, καὶ μποροῦμε νὰ τὸ νοιώσουμε μόνο μέσα ἀπὸ μιὰ μυστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Θεό.
Ἡ Ἀγγλικὴ λέξη «Θεὸς», προέρχεται ἀπὸ μιὰ Γερμανικὴ ρίζα ποὺ δηλώνει ἐκεῖνον ἐνώπιον τοῦ ὁποίου κάποιος γονατίζει λατρευτικὰ. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο ξεκινᾶ ἡ γνώση μας για τὸν Θεό – εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς θεϊκῆς παρουσίας ποὺ μᾶς σπρώχνει νὰ πέσουμε στὰ γόνατα, ἥσυχοι, σιωπηλοί, ὄχι μὲσα σὲ μιὰ ἡσυχία δίχως νόημα ποὺ εἶναι κάποιες φορὲς ἡ δική μας κατάσταση, ἀλλὰ μὲ τὴν ἡσυχία ποὺ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ λατρευτικὴ ἐπαγρύπνιση, μιὰ ἐπαγρύπνιση αὐτῆς τῆς παρουσίας ποὺ βρίσκεται στὸν πυρήνα τῆς σιωπῆς. Κι ἐκεῖνος ποὺ μᾶς μιλάει μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν σιωπὴ εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ ἀποκαλύπτει, στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά μας, τὰ λόγια ποὺ μᾶς μεταφέρει τὸ Εὐαγγέλιο.
Μόνο κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μποροῦμε νὰ πιστέψουμε καὶ νὰ καταλάβουμε τὶ εἶπε ὁ Χριστὸς, ἐπειδὴ οἱ λέξεις ἀπὸ μόνες τους εἶναι πάντα διφορούμενες˙ μπορεῖ νὰ εἶναι ξεκάθαρες ἤ δυσνόητες, μπορεῖ νὰ γράφτηκαν γιὰ νὰ ἐκφράσουν κάτι συγκεκριμένο. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ρόλος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος – νὰ μᾶς κάνει νὰ κατανοήσουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως γεννήθηκε μέσα στὴ θεία σιωπὴ καὶ ξετυλίχτηκε μπροστά μας μὲ λόγια ποὺ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε. Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ λόγια δὲν εἶναι φυλακή, εἶναι μιὰ ἀνοιχτὴ πόρτα, καθὼς ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ θύρα ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Πατέρα Του καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου μας, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ νόημα τῶν Γραφῶν· εἶναι λατρεία, μιὰ λατρεία ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ βρισκόμαστε σὲ κοινωνία μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ ἐπίσης, μ΄ Ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο οἱ Γραφὲς ὀνομάζουν Παράκλητο, μιά σύνθετη λέξη, καθὼς τόσες λέξεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἀρχαῖες γλῶσσες. «Παράκλητος» εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ δίνει παρηγορία. «Παράκλητος» ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ, εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς δίνει δύναμη, σημαίνει ἐπίσης, «Ἐκεῖνον ποὺ φέρνει εὐτυχία» καὶ τοῦτες οἱ τρεῖς ἔννοιες εἶναι σημαντικὲς, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ γίνει γιὰ ἐμᾶς ὁ Παρηγορητὴς, μόνο ἄν τὸν χρειαζόμαστε.
Τὶ εἴδους παρηγορίας χρειαζόμαστε; Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς νοιώθουμε μιὰ τέλεια παρηγοριὰ στὴ ζωή, στὴν λατρεία καὶ στὴν πνευματική μας ζωή, καὶ ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι σὲ θέση νὰ πεῖ μὲ τὴν ἔνταση καὶ τὸ βάθος ποὺ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος αὐτὰ τὰ λόγια, «Γιὰ μένα ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ θάνατος θὰ ἦταν γιὰ μένα κέρδος, ἐπειδὴ ὅσο ζῶ σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα, ζῶ χώρια ἀπὸ τὸν Χριστό». Μποροῦμε τίμια νὰ ποῦμε ὅτι γιὰ ἐμᾶς ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς, ὅλα ὅσα ἀντιπροσωπεύει εἶναι προσφορὰ ζωῆς, ὅλα ὅσα εἶναι ἐνάντια σ’ Ἐκεῖνον καὶ σ΄ἐμᾶς, εἶναι θάνατος; Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔχουμε πεθάνει μὲ τὸν Χριστὸ, γιὰ κάθε τι ξένο πρὸς τὸν Θεό; Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι εἴμαστε ζωντανοὶ, ὅταν, ὅ,τι ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν Θεὸ, εἶναι ὅπως τὸ θέλουμε – προσευχή, βαθιὰ σκέψη, τὸ εἶδος τῆς κατανόησης ποὺ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει; Και ἔτσι, πρέπει νὰ θέσουμε μὲ αὐστηρότητα ἕνα πρῶτο ἐρώτημα: ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωή μου ἤ ὄχι; Θὰ μοῦ ἦταν ἀρκετὸ νὰ νοιώθω ὅτι ἡ ζωὴ μου ἔχει ὁλοκληρωθεῖ, ὅτι εἶναι πλήρης ἐπειδὴ εἶναι ἕνα μὲ τὸν Χριστὸ, ἤ νοιώθω ὅτι ὑπάρχουν τόσα πολλὰ πράγματα ποὺ ἀγαπῶ, καὶ ποὺ δὲν εἶμαι ἕτοιμος ν’ ἀφήσω γιὰ νὰ εἶμαι μαζὶ Του;
Καὶ πάλι ὁ Χριστὸς βρίσκεται ἀνάμεσά μας ἀοράτως, μυστηριωδῶς. Ναί, ἀλλὰ δὲν εἶναι μαζί μας ὅπως ἦταν μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὅτι μιλᾶμε γι’ αὐτὸ ποὺ ἔχουμε δεῖ, γι΄αὐτὸ ποὺ ἔχουμε ἀκούσει καὶ ποὺ ἔχουν τὰ χέρια μας ἀγγίξει. Γνωρίζουμε πνευματικὰ τὸν Χριστό, κι ὄχι πλέον σαρκικά, καὶ ὅμως ὁ Χριστὸς ἀνεστήθη, ἀνελήφθη καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς μὲ τὸ δοξασμένο Του σῶμα. Ὁ Παῦλος ἐπειγόταν νὰ βρεθεῖ μαζί Του γεμάτος ἀπὸ σεβασμὸ, εὐλάβεια καὶ ἀγάπη. Ἤθελε νὰ εἶναι ἕνα μαζί Του, δίχως τίποτα νὰ τοὺς χωρίζει. «Ποιὸς θὰ μὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας;» – ἀπὸ αὐτὸ τὸ σῶμα ὅπου ὅλες οἱ σκέψεις, οἱ προσευχὲς καὶ οἱ καλύτερες κλίσεις μου καὶ οἱ πιὸ φλογερὲς ἐπιθυμίες γιὰ τὸ καλὸ καταρρέουν; Καὶ ἀντὶ νὰ λέμε, «Κύριε Ἰησοῦ, ἕλα γρήγορα!», δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ποῦμε, «Ἀργοπόρησε Κύριε, ἀργοπόρησε, δῶσε μου χρόνο», καθὼς προσευχόταν ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος στὸν Θεὸ ἀφοῦ μετεστράφη˙ «Κύριε, δίνε μου ἁγνότητα, ἀλλὰ ὄχι αὐτὴ τὴ στιγμή». Δὲν συμβαίνει ἡ κατάσταση μας – νὰ ἀφορᾶ μόνο τὴν ἁγνότητα, ἀλλὰ τὸ κάθε τι στὴν ζωή: ὄχι τώρα Κύριε, θὰ ἔρθει καιρὸς ὅταν θὰ ἔχουν χαθεῖ οἱ δυνάμεις μου, ὅταν θὰ ἔρθουν τὰ γηρατειὰ καὶ θὰ κάνουν τὴ ζωὴ λιγότερο ἐλκυστικὴ ἤ ἀνούσια – τότε πάρε με. Ὄχι, δὲν εἶναι αὐτὸ. Καὶ ἔτσι, ὅταν σκεφτόμαστε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν τὸν Παράκλητό μας, ὡς τὸ πρόσωπο ποὺ μᾶς παρηγορεῖ ἀπὸ τὴν ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ νὰ μᾶς κάνει νὰ κοινωνοῦμε μὲ τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, ποῦ βρισκόμαστε; Εἶναι ὁ Παρηγορητής μας, ἐνῶ δὲν χρειαζόμαστε παρηγορία;
Καὶ πάλι, στὴν διακονία μας πόσο συχνά νοιώθουμε ὅτι εἴμαστε έντελῶς ἀβοήθητοι, ὅτι αὐτὸ ποὺ καλούμαστε νὰ κάνουμε εἶναι ἁπλὰ πέρα ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις; Στὸ ξεκίνημα τοῦ Eὐχαριστιακῆς τελετουργίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅταν ὁ ἱερέας ἐνδύεται, ὅταν ἔχει ἑτοιμάσει τὰ Τίμια Δῶρα, ὅταν εἶναι ἕτοιμος νὰ ἐκφωνήσει τὴν πρώτη λειτουργικὴ αἴτηση, ὅταν μέσα στὴν ἀφέλεια του ἴσως σκεφτεῖ, «Τώρα θὰ κάνω θαύματα», ὁ διάκονος γυρίζει πρὸς αὐτὸν καὶ λέει, «Καὶ τώρα, Πατέρα, εἶναι ἡ ὧρα τοῦ Θεοῦ νὰ ἐνεργήσει.» Ὅ,τι μποροῦσες νὰ κάνεις, τὸ ἔκανες, προσευχήθηκες καὶ προετοίμασες τὸν ἑαυτό σου, ἀνοίξου στὸν Θεό, ἐνδύθηκες τὴν ἱερατική σου στολή, κι ἔγινες μιὰ εἰκόνα – μοναχὰ εἰκόνα. Προετοίμασες τὸ κρασὶ καὶ τὸ ψωμὶ καὶ τώρα αὐτὸ ποὺ περιμένουμε ἀπὸ ἐσένα εἶναι κάτι ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις, δὲν μπορεῖς μὲ καμία δύναμη, ἀκόμα καὶ αὐτῆς ποὺ σοῦ δίνει ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ νὰ μετατρέψεις τοῦτο τὸ ψωμὶ σὲ Σῶμα Χριστοῦ, αὐτὸ τὸ κρασὶ σὲ Αἷμα Χριστοῦ, δὲν ἔχεις καμία ἐξουσία ἐπάνω στὸν Θεὸ, καὶ ἐπάνω στὸν κτιστὸ κόσμο. Μόνο ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς λειτουργὸς, ἐπειδὴ εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιερεὺς ὅλης τῆς κτίσης, καὶ καθὼς ἀποστέλλει τὸ Ἅγιο Του Πνεῦμα μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὸν χρόνο, νὰ τὸν ἀνοίξει τόσο ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ κυλήσει μέσα του ἡ αἰωνιότητα καὶ νὰ ἐκραγεῖ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἐσχατολογικὴ κατάσταση, ὅπου ἡ αἰωνιότητα γεμίζει τὸν χρόνο καὶ κάνει τὸ ἀδύνατο δυνατό˙ μεταβάλλει τὸ ψωμὶ σὲ σταυρωμένο καὶ ἀναστημένο Σῶμα Χριστοῦ, τὸ κρασὶ σὲ σταυρωμένο καὶ ἀναστημένο Αἷμα Χριστοῦ.
Καὶ τὸ λειτούργημά μας ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ δύναμη; ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλπιζε σ’ αὐτὴν, προσευχόταν γι’αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε, «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις Μου· ἡ γὰρ δύναμὶς Μου ἐν ἀσθενεὶᾳ τελειοῦται» . Καὶ ὁ Παῦλος χαίρεται γιὰ τὴν ἀδυναμία του, ἔτσι, λέει, ὅτι ὅλα θὰ πρέπει νὰ εἶναι δύναμις Θεοῦ ˙ ὄχι ἡ ἀδυναμία τῆς νωθρότητας μας, τῆς τεμπελιᾶς, τῆς δειλίας, τῆς λησμονεῖας μας, ὄχι, ὄχι αὐτὴ ἡ ἀδυναμία, ἀλλὰ ἡ ἀδυναμία ποὺ τὴν ἀναγνωρίζουμε, ποὺ προσφέρεται στὸν Θεό, ἡ παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Ἄν μπορῶ νὰ χρησιμοποιήσω μιὰ εἰκόνα, εἶναι αὐτὴ τοῦ πανιοῦ ἑνὸς καραβιοῦ. Ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ πλοίου, τὸ πανὶ εἶναι τὸ πιὸ ἀδύναμο καὶ ὅμως ὅταν φουσκώσει ἀπὸ τὸν ἄνεμο – ἡ λέξη «ἄνεμος» στὶς ἀρχαῖες γλῶσσες εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν ἀγγλικὴ λέξη «spirit», τὴν ἑλληνικὴ «πνεῦμα» – μπορεῖ νὰ μεταφέρει τὴ βαριὰ κατασκευὴ τοῦ πλοίου στὸ λιμάνι του. Αὐτὴ εἶναι ἡ μορφὴ ἀδυναμίας ποὺ πρέπει νὰ προσφέρουμε στὸν Θεό, μιὰ τέτοια ἀδυναμία ὥστε νὰ μπορεῖ εὔκολα νὰ τὴν χρησιμοποιήσει, δίχως ἀντίσταση, καὶ τότε ἡ δύναμη μας θὰ γίνει πιὸ δυνατὴ ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Οἱ μάρτυρες ἦταν ἀδύναμοι, τόσο ἀδύναμοι ὅσο εἴμαστε κι ἐμεῖς, ἀλλὰ ἀφέθηκαν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔζησαν καὶ πέθαναν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος. Αὐτὴ τὴ δύναμη χρειαζόμαστε.
Κι ἔπειτα ὁ Παράκλητος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δίνει χαρά, ἡ χαρὰ νὰ εἰσέλθουμε ἀπὸ τώρα στὴν αἰωνιότητα, ἡ χαρὰ νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Χριστὸ σὲ κοινωνία μὲ τὸ ἕνα σῶμα, τὴ χαρὰ νὰ προσφέρουμε τὴ ζωή μας γιὰ Ἐκεῖνον καὶ ἄν εἶναι ἀπαραίτητο – τὸν θάνατό μας, μιὰ χαρὰ ποὺ ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ δώσει, ἀλλὰ καὶ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει.
Θὰ τελειώσω μ’ ἕνα παράδειγμα ποὺ δείχνει αὐτὴ τὴ χαρὰ τοῦ Πνεύματος. Συνάντησα πρὶν μερικὰ χρόνια στὴν Ρωσσία ἕναν ἠλικιωμένο ἱερέα ποὺ εἶχε περάσει τριάντα ἕξι χρόνια στὶς φυλακὲς καὶ στὰ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κάθισε ἀπέναντί μου μὲ μάτια ποὺ ἔλαμπαν ἀπὸ χαρὰ κι εὐγνωμοσύνη καὶ εἶπε, «Συνειδητοποιεῖτε, μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε πόσο ἀπείρως καλὸς ὑπῆρξε ὁ Θεὸς μ’ ἐμένα; Οἱ Σοβιετικὲς ἀρχὲς δὲν ἐπέτρεπαν σὲ κανέναν ἱερέα νὰ βρίσκεται εἴτε στὶς φυλακὲς εἴτε στὰ στρατόπεδα˙ καὶ ἐπέλεξαν ἐμένα, ἕνα νέο, ἄπειρο ἱερέα καὶ μὲ στέλνει πρῶτα στὴ φυλακὴ κι ἔπειτα σὲ στρατόπεδο γιὰ νὰ φροντίσω «τὸ χαμένο του πρόβατο». Δὲν ὑπῆρχε μέσα του τίποτε ἄλλο παρὰ χαρὰ κι εὐγνωμοσύνη. Καὶ αὐτὴ ἡ χαρὰ, αὐτὴ ἡ μορφὴ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν προσωπική του ἱστορία ἦταν ἀληθεινὰ ἕνα ξεχείλισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γι΄αὐτὸ, σὲ ὅλη μας τὴ ζωή, ἄν προσευχόμαστε, ἄς ἀκοῦμε τοὺς ἄρρητους ἀναστεναγμοὺς τοῦ Πνεύματος μέσα μας, ποὺ μᾶς διδάσκει νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ τῶν Οὐρανῶν, Πατέρα μας ἄν ζοῦμε ἐν Χριστῷ, καὶ σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Εἰρηναίου τῆς Λυὼν, παιδιὰ τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἄς ἀνοιχτοῦμε καὶ ἄς ἀκοῦμε προσεχτικὰ ὅταν πρόκειται νὰ κηρύξουμε, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν εἶναι τὸ κήρυγμα ἔργο τοῦ νοῦ ἤ γνώση, ἀλλὰ νὰ μοιραζόμαστε κάτι ποὺ μᾶς ἔμαθε ὁ Θεός˙ ὅσο φτωχό, παιδικὸ, καὶ ἁπλὸ μπορεῖ νὰ φαίνεται, ἄς εἶναι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν φθάσουμε νὰ ἑορτάσουμε τὰ Ἅγια Μυστήρια, ἄς θυμηθοῦμε ὅτι βρισκόμαστε ἐκεῖ ὅπου κανένας δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ, παρὰ μόνο ὁ Μέγας Ἀρχιερεὺς ὅλης τῆς κτίσης, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἄς στραφοῦμε πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καλώντας Το νὰ μεταβάλλει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη Θεϊκὴ, στὴν ὁποία μποροῦμε νὰ μεσιτεύσουμε μόνο διὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ὑπακοῆς στὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
Πηγή : https://alopsis.gr