Η Πεντηκοστή (Lev Gillet, μοναχός της Ανατολικής Εκκλησίας)

«Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν καὶ προθεσμίαν ἐπαγγελίας καὶ ἐλπίδος συμπλήρωσιν…» Με αυτά τα λόγια η Εκκλησία, στον Εσπερινό της Πεντηκοστής, μας καλεί να εισέλθουμε στην ατμόσφαιρα αυτής της μεγάλης εορτής, που συμπίπτει με την έβδομη Κυριακή μετά την Ανάσταση και που δεν είναι καθόλου κατώτερη από αυτή.

Στον Όρθρο της εορτής διαβάζεται το ένατο Εωθινό Ευαγγέλιο το οποίο περιγράφει τις εμφανίσεις του Αναστημένου Ιησού. Στο κείμενο αυτό (Ιω. 20: 19-31) βλέπουμε μια πρώτη έλευση του Αγίου Πνεύματος επί των μαθητών: Ο Ιησούς «ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, λάβετε Πνεύμα Ἅγιον…». Αυτή η πρώτη έλευση του Πνεύματος δεν είναι λιγότερο πραγματική από εκείνη της Πεντηκοστής. Η διαφορά είναι ότι, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, το πνεύμα κατέβηκε στους μαθητές «ἐν δυνάμει». Είναι η ίδια διαφορά ανάμεσα στην έλευση του Αγίου Πνεύματος σε κάθε βαπτισμένο χριστιανό, από τη στιγμή που δέχεται το Μυστήριο του Χρίσματος, και σ’ εκείνο το βάπτισμα του Πνεύματος, για το οποίο θα μιλήσουμε πιο κάτω και το οποίο κάποιοι χριστιανοί επιτυγχάνουν σε προχωρημένα στάδια της πνευματικής τους ζωής.

Στη Λειτουργία της Κυριακής, αντί Επιστολής, διαβάζουμε την περιγραφή των γεγονότων της Πεντηκοστής, όπως αναφέρονται στο Βιβλίο των Πράξεων (2: 1-11). Κάποιες πτυχές της περιγραφής τραβούν την προσοχή μας.

«Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς…» Η Πεντηκοστή είναι ταυτόχρονα ένα τέλος και μια αρχή. Μπροστά στους μαθητές ανοίγεται ένας καινούργιος δρόμος, τώρα όμως είναι προετοιμασμένοι. Δεν μπορούμε να εισχωρήσουμε στην Πεντηκοστή χωρίς προετοιμασία. Πρέπει πρώτα-πρώτα να έχουμε αφομοιώσει όλο το πνευματικό υλικό που μας προσφέρουν οι πενήντα μέρες που ακολούθησαν την Ανάσταση. Πρέπει να έχουμε γευθεί την εμπειρία του Αναστάντος. Πρέπει να έχουμε διανύσει τις μέρες του Πάθους. Με λίγα λόγια πρέπει να έχουμε ωριμάσει.

«Ἦσαν ἅπαντες οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τῷ αὐτῷ…» Κάποιοι άλλοι στίχοι των Πράξεων μας περιγράφουν τους Ένδεκα, συναγμένους στο Υπερώον, μαζί με τη Μαρία -τη Μητέρα του Ιησού- και τις άλλες γυναίκες. Εκεί γεννήθηκε η Εκκλησία. Προσεύχονταν όλοι μαζί. Υπήρχαν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την υποδοχή του Αγίου Πνεύματος. Κι εμείς έχουμε ανάγκη, κάποιες στιγμές, να αποτραβιόμαστε από τον κόσμο και να κλεινόμαστε στο Υπερώο της ψυχής μας. Εκεί ας προσευχόμαστε και ας ενωνόμαστε με την προσευχή και την Πίστη όλης της Εκκλησίας. Πρέπει να είμαστε «μαζί» με τους αποστόλους και τη Θεοτόκο. Όποιος αγνοεί την αυθεντία των αποστόλων και μπορεί να προσπερνά τη μητρική παρουσία της Παναγίας, δεν μπορεί να λάβει το Άγιο Πνεύμα.

«Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος, ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας…». Το Άγιο Πνεύμα είναι μια πνοή, ένας άνεμος. Αυτό που έχει σημασία για μας δεν είναι να γεμίζουμε κατάπληξη μπροστά στη δύναμη αυτής της πνοής, αλλά να αφηνόμαστε σ’ αυτή και να επιτρέπουμε στο Πνεύμα να μας πηγαίνει όπου Αυτό θέλει, όπως έκανε ο Ιησούς κατά την επίγεια ζωή Του. Ας μην ξεχνάμε ακόμη ότι και αυτή η πνοή «καθοδηγείται». Δεν είναι μια ανεξάρτητη και ασυνάρτητη δύναμη. Ο Ιησούς ενεφύσησε το Πνεύμα στους μαθητές Του. Αλλά αυτή η πνοή εκπορεύεται καταρχάς από το στόμα του Πατρός. Είναι μια υπακοή στον Θεό. Υπακούοντας στις εμπνεύσεις του Πνεύματος (ο βίαιος άνεμος δεν είναι παρά ένα εξωτερικό και σπάνιο σημείο, η εσωτερική νεύση Του είναι η πραγματικότητα), μετέχουμε στην υπακοή του Πνεύματος που εκπορεύεται από τον Πατέρα και αποστέλλεται διά του Υιού.

«Καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν». Το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται υπό τη μορφή γλωσσών πυρός. Η Πεντηκοστή θεραπεύει τη διάσπαση και τη σύγχυση των γλωσσών, οι οποίες ήταν το αποτέλεσμα της εγωιστικής προσπάθειας στη Βαβέλ. Αποκαθιστά την ενότητα του ανθρώπινου λόγου. Οι μαθητές θα γίνουν κατανοητοί από όλους τους ξένους που παρεπιδημούσαν στην Ιερουσαλήμ -Πάρθους, Μήδους και Καππαδόκες-, και αυτοί πάλι θα εκπλαγούν ακούγοντας τα λόγια των Γαλιλαίων στη δική τους γλώσσα. Η γλώσσα του Πνεύματος -τουλάχιστον το εσωτερικό της περιεχόμενο- είναι σήμερα ακόμη προσιτή σε όλους τους ανθρώπους, σε όλες τις φυλές, σε όλες τις εθνικότητες. Το ίδιο Πνεύμα εκπέμπει ένα πανανθρώπινο μήνυμα, το οποίο όμως κάθε ψυχή αναγνωρίζει ως κατάδικό της. Αφετέρου, ακόμη και στις ημέρες μας, εκείνος στον οποίο αναπαύεται το Άγιο Πνεύμα γίνεται ικανός, αν όχι να εκφραστεί σε ξένες γλώσσες, τουλάχιστον να βρίσκει την «ψυχολογική γλώσσα» που θα έχει απήχηση στον καθένα και θα ανοίξει την καρδιά του. Γίνεται έτσι εφικτός ο διάλογος. Γλώσσες πυρός φάνηκαν πάνω από κάθε μαθητή. Αυτές οι γλώσσες υπονοούν μια φλογερή αγάπη. Ο λόγος μοιάζει να ρυθμίζεται από τη φλόγα. Τέλος, οι γλώσσες μοιράζονται εξίσου. Δεν αποτελούν προνόμιο του Πέτρου ή της Μαρίας ή των Ένδεκα. Εμφανίζονται σε όλους όσοι ήταν παρόντες στο Υπερώο· και όμως, οι γλώσσες του πυρός ήταν ένα και μόνο πυρ. Έτσι, λύνεται μέσα στην Εκκλησία το πρόβλημα της ενότητας και των προσώπων, χωρίς να θυσιάζεται ούτε το ένα ούτε το άλλο.

«Καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου…» Όταν ολόκληρη η καρδιά γεμίζει ξαφνικά από το Άγιο Πνεύμα, και μαζί από μια καινούργια εκπληκτική δύναμη, αυτό είναι το «βάπτισμα του Πνεύματος», διαφορετικό από το βάπτισμα του ύδατος και το χρίσμα διά του οποίου η Εκκλησία επιδαψιλεύει το Πνεύμα στους πιστούς. Υπάρχει εδώ μια πραγματικότητα που έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό απομακρυνθεί από την οπτική μας, στην οποία όμως η Αγία Γραφή επιμένει και προς την οποία θα πρέπει να στραφεί η προσοχή μας.

«Καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις, καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι…» Έχουμε ήδη αναφερθεί στη σημασία αυτού του λόγου που «δίδεται» από το Άγιο Πνεύμα. Αλλά τίθεται εδώ, γενικότερα, το ζήτημα των χαρισμάτων. Ο ένας κίνδυνος θα ήταν να τα επιθυμούμε κατά τρόπο άτακτο. Ο άλλος κίνδυνος θα ήταν να τα παραμελήσουμε, να τα ξεχάσουμε, να σκεφτούμε ότι αυτά είναι πράγματα του παρελθόντος που δόθηκαν στην Εκκλησία, ή μάλλον που δίδονται μια για πάντα.

Αμέσως μετά τη Λειτουργία αρχίζει ο Εσπερινός της Γονυκλισίας με την εντελώς ιδιαίτερη δομή του. Κατά τη διάρκεια αυτής της ακολουθίας, το εκκλησίασμα, γονατισμένο, ψάλλει επισήμως το τροπάριο «Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών». Γνωρίζουμε όλοι ότι αυτό το τροπάριο λέγεται στην αρχή κάθε λειτουργίας και στις περισσότερες ακολουθίες του βυζαντινού τυπικού· και φαίνεται ότι είναι η μόνη προσευχή του τυπικού αυτού που αναπέμπεται απευθείας στο Άγιο Πνεύμα. Η προσευχή αυτή, το πρωί της Κυριακής της Πεντηκοστής, έχει τεράστια σημασία: η στιγμή που την ψάλλουμε είναι η στιγμή που η Εκκλησία επικεντρώνει όλους τους πόθους της προς το Άγιο Πνεύμα και το ικετεύει να κατέλθειΕκείνη την ώρα, κάθε πιστός, γονατισμένος, μπορεί, αν ζητήσει Εκείνον που είναι το κατ’ εξοχήν δώρο, να λάβει στην ψυχή του την ανανέωση της Χάρης της Πεντηκοστής, την κάθοδο της Περιστεράς.

Το εκκλησίασμα, γονατισμένο ακόμη, ακούει τον ιερέα να αναπέμπει εφτά μεγάλες ευχέςδύο από αυτές απευθύνονται στον Θεό -χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των τριών Προσώπων της Τριάδος- δύο απευθύνονται στον Πατέρα και τρεις στον Υιό. Μπορεί στην αρχή να φαίνονται λίγο ασαφείς, αν όμως τις αναλύσουμε προσεκτικά, θα αναγνωρίσουμε ότι αποτελούν επιτομή του ορθόδοξου δόγματος. Ανακεφαλαιώνουν όλη τη θεία οικονομία της σωτηρίας μας. Παρότι γίνονται αναφορές στο Άγιο Πνεύμα, παρατηρούμε ότι διολισθαίνουν από το Μυστήριο του Πνεύματος στο Μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Μία φράση από την πέμπτη ευχή λέει: «Ὁ καὶ ἐν ταύτη τῇ ἐσχάτῃ καὶ μεγάλῃ καὶ σωτηρίῳ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τὸ μυστήριον τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου καὶ Ἀσυγχύτου Τριάδος ὑποδείξας ἡμῖν…». Αυτή η «Τριαδική» διάσταση της Εορτής της Πεντηκοστής εξηγεί γιατί αυτή η Κυριακή ονομάζεται συχνά από τους Ορθοδόξους Κυριακή της Αγίας Τριάδος. Εξηγεί επίσης γιατί οι Εκκλησίες που ακολουθούν το Βυζαντινό τυπικό έκριναν καλό να αφιερώσουν ιδιαιτέρως τη Δευτέρα της Πεντηκοστής στο Πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος: η Λειτουργία και το μεγαλύτερο μέρος του Εσπερινού -πλην των Ευχών- επαναλαμβάνονται και την ημέρα αυτή.

Είναι αλήθεια ότι το να αφιερώνεται η Δευτέρα της Πεντηκοστής στο Άγιο Πνεύμα είναι κάπως παράξενο, αφού η αληθινή εορτή Του είναι η ημέρα της Πεντηκοστής, και θα ήταν ευχής έργο, αυτή την ίδια ημέρα, η ευλάβεια των πιστών να εστιάζεται στο τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, του οποίου η ύπαρξη και η δράση παραμένουν για πολλούς από τους πιστούς τόσο λίγο γνωστές. Αφετέρου, είναι ωραίο το γεγονός ότι η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει το Μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Θα ήταν μεγάλο λάθος να θεωρούμε το Μυστήριο αυτό ως θεωρία απόμακρη, αόριστη, χωρίς καμιά σχέση με το πρακτικό κομμάτι της ζωής μας. Η ζώσα και αμοιβαία αγάπη των Τριών θείων Προσώπων είναι το αιώνιο γεγονός, το πιο μεγάλο, απείρως μεγαλύτερο και σημαντικότερο από όλα όσα μας αφορούν προσωπικά. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε ακριβώς επειδή τα Τρία θεία Πρόσωπα ήθελαν να τον κάνουν μέτοχο, μέχρις ενός βαθμού, της δικής Τους ζωής. Ήδη, από εδώ κάτω, η ζωή της χάριτος είναι μία μετοχή στη ζωή της Τριάδος. Η ψυχή τού εν Χριστώ αποθνήσκοντος καλείται να εισέλθει στην αέναη κίνηση της αγάπης των Τριών Προσώπων. Η αγαπητική αυτή σχέση τους συνιστά το υπέρτατο πρότυπο, αν και πάντοτε υπερβατικό, αυτού που θα έπρεπε να είναι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Η Πεντηκοστή, καταληκτικό γεγονός του ιστορικού της σωτηρίας μας, μάς εισάγει στην καρδιά του μυστηρίου της Τριάδος, ενός ωκεανού από τον οποίο ξεκινά και στον οποίο καταλήγει ο ποταμός της θείας αγάπης που στρέφει τους ανθρώπους προς τον Θεό.

 

(Από το βιβλίο “Πασχαλινή κατάνυξη”, 1η έκδοση, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2009)

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiosthomas.gr)