Άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης
Στους σημερινούς ανθρώπους ό,τι θέλεις βρίσκεις, μόνο καλούς λογισμούς δεν βρίσκεις. Όσο πάει και σπανίζουν.
— Παλιά δεν ήταν έτσι γέροντα;
— Όχι. Παλιά οι άνθρωποι είχαν απλότητα. Στο χωριό μιλούσες σε ανθρώπους 18-20 χρονών και κοκκίνιζαν τα παλικάρια. Ήταν απλοί οι άνθρωποι, αφού να φαντασθείτε όταν πρωτόρθε το λεωφορείο στο χωριό, στρώσαν κουβέρτες να περάσει, κόβαν τις τρυφερές κορυφές από τα καλαμπόκια και του τα φέρναν. Κάναν μεγάλη χαρά.
— Καλά, γέροντα, ήρθαν να το ταΐσουν;
— Ναί, ναί! Ακόμα λίγο παραπάνω απλότητα νάχαν και… θα τότρωγε το αυτοκίνητο.
***
Mε ρώτησε ένας λαϊκός στο καλύβι: «Καλά, τι κάνεις εσύ εδώ; Μέρα-νύχτα τι κάνεις;». Ήταν γύρω ανθισμένες οι σουσούρες, όλη η πλαγιά γεμάτη λουλούδια. Μοσχοβολούσε ο τόπος!
«Τι τραβάω, του λέω, όλη την ημέρα να ποτίσω και να περιποιηθώ όλα αυτά που βλέπεις! Και στον ουρανό βλέπεις την νύχτα πόσα κανδήλια ανάβω! Δεν προλαβαίνω να τα ανάψω όλα!».
”Με κοίταζε! “
«Την νύχτα, λέω, δεν βλέπεις κανδήλια επάνω; Εγώ τ’ ανάβω!!! Προλαβαίνω; Δεν είναι απλό σε τόσα κανδήλια να βάζης κανδηλήθρες, λάδι!!».
Τάχασε ο καημένος.!!!
***
Κάποιος άνθρωπος, επισκέφθηκε κάποτε τον Γέροντα Παΐσιο μαζί με τον βαφτισιμιό του. Ήθελε να πάρει την ευχή του και να συζητήσει μαζί του κάποια θέματα που τον απασχολούσαν. Ο Γέροντας τους κέρασε και μετά ο νονός ζήτησε από τον μικρό να πάει μιά βόλτα, γιά να μπορέσει να μιλήσει με την ησυχία του με τον Γέροντα. Πράγματι, ο μικρός πήγε στην πίσω πλευρά του κελλιού και άρχισε να παίζει.
Κάποια στιγμή τον άκουσαν να φωνάζει:
– Νονέ, νονέ!
Ο Γέροντας, χωρίς να βλέπει τίποτε με τα σωματικά του μάτια, χαμογέλασε και του φώναξε:
– Πάρ’ τον και φέρ’ τον κι αυτόν μαζί σου εδώ!
Σε λίγο, προς μεγάλη έκπληξη του νονού του, ο μικρός έφερε με χαρά ένα σκαντζόχοιρο και τον άφησε μπροστά στα πόδια του Γέροντα. Ο π.Παΐσιος σηκώθηκε, μπήκε μέσα στο κελλί και ο σκαντζόχοιρος άρχισε σιγά-σιγά να απομακρύνεται. Σε λίγα λεπτά ο Γέροντας βγήκε έξω κρατώντας ένα σουγιά, με τον οποίο έκοβε μιά ντομάτα. Είδε τον σκαντζόχοιρο να απομακρύνεται και του είπε, σαν να απευθυνόταν σε λογικό ον:
– Ε!, λεβέντη!. Στάσου μιά στιγμή να σε φιλέψω!
Ο σκαντζόχοιρος σταμάτησε απότομα και έμεινε ακίνητος. Ο Γέροντας τον πλησίασε και του έριξε μπροστά του την ντοματούλα. Το ζωάκι, αφού έφαγε την ευλογία του Γέροντα, άρχισε πάλι να τραβά τον δρόμο του.
***
Ήταν κάποιος εκεί στην Ιβήρων όταν διαβάζαμε το συναξάρι, φούσκωνε, ξεφούσκωνε, αναστέναζε δυνατά.
«- Άχ! μου λέει, δε με νοιώθεις, νάταν αυτή η στέρνα γεμάτη φλόγες να πέσω μέσα για το Χριστό». Τόλεγε ο γέροντας και χτυπούσε γελώντας τα γόνατα.
— Για έλα εδώ να δοκιμάσουμε του λέω. Παίρνω το κερί, να σε κάψω λίγο, όχι στο πόδι για να μην έρχεσαι στην ακολουθία, ούτε στο χέρι, για να σε διακονώ μετά εγώ, λίγο στο πλευρό.
— Α! πονάει φώναξε.
— Ε, τι, του λέω, το μαρτύριο δεν πονάει; Μας τόλεγε ο Γέροντας με πολλές χειρονομίες και γέλια.
***
Κάποιος άλλος είχε διαβάσει ότι η προσευχή πρέπει να γίνεται με δάκρυα. Εγώ προσεύχομαι με δάκρυα, μου λέει. Βρέ να πάρει ευχή, τι λέει τούτος, λέω από μέσα μου. Να, μου λέει, θέλεις να σου δείξω; Άρχισε να ρουθουνίζει, να φυσάει, να ξεφυσάει την μύτη του. Περίμενε, περίμενε, δεν μούρθαν ακόμα. Δώστου ρουθούνισμα. Να, να τώρα μούρχονται, τον βλέπω για μια στιγμή, πέφτει κάτω πλημμύρα στα δάκρυα, άρχισε να προσεύχεται. Βρέ να πάρει ευχή τι πάθαμε μ’ αυτόν τον Νιόνιο.
Ύστερα σου λέει ο άλλος δεν έχω δάκρυα. Πέτρα, πέτρα είναι η καρδιά μου και στενοχωρείται και στενάζει. Καλά έλεγε ο παπα-Τύχων ότι αυτά είναι τα δάκρυα της καρδιάς τα κρυφά.
Όπως ο χρυσός είναι από 9 έως 24 καράτια, έτσι και τα δάκρυα δεν έχουν όλα την ίδια αξία.
Πηγή: Αθανάσιος Ρακοβαλής «Ο πατήρ Παΐσιος μου είπε…», εκδόσεις «Μέλισσα», Θεσσαλονίκη 1998
ΠΗΓΗ: https://iconandlight.wordpress.com