Η εν δόξη ανάληψις του Κυρίου και η εν δεξιά του Θεού και Πατρός καθέδρα, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι το τελευταίο γεγονός στην επί γης ζωή και δράση του, είναι το τέρμα της συγκαταβάσεώς Του και της ενσάρκου Του θείας οικονομίας. Αποτελεί όμως ταυτόχρονα και την απαρχή της ανυψώσεώς Του, της ανυψώσεως της ανθρωπίνης φύσεώς Του σε θεία εξουσία και δόξα και βασιλεία. Εάν η εξ’ ουρανού κατάβασίς Του ήταν κένωσις και πτώχευσις και άκρα ταπείνωσις, η ανάληψίς Του στους ουρανούς εσήμανε την εκ δεξιών του Θεού και Πατρός καθέδρα και σ’ αυτήν βρίσκουν την πλήρη πραγματοποίησή τους οι λόγοι του Κυρίου, τους οποίους είπε κατά την αρχιερατική Του προσευχή ολίγον προ του πάθους: «Και νυν δόξασόν με Συ Πάτερ παρά σεαυτώ τη δόξη η είχον προτού τον κόσμον είναι παρά σοι» (Ιω. 17,5).
Την ένδοξη αυτή άνοδο του Κυρίου προφητικώς προανήγγειλε ο προφήτης Δαυίδ στους ψαλμούς του: «Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος» (46,6). Ο Κύριος, μετά την ένδοξη νίκη του κατά του θανάτου και του διαβόλου ανέβη στους ουρανούς εν μέσω αλαλαγμών χαράς και αγαλλιάσεως εκ μέρους των αγγελικών δυνάμεων, υμνούμενος και δοξαζόμενος υπ’ αυτών. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζοντας τον παρά πάνω στίχο, παρατηρεί, ότι «ουκ είπεν ανεβιβάσθη, αλλ’ ανέβη, δεικνύς, ότι ούχ ετέρου τινός χειραγωγούντος ανέβη, αλλ’ αυτός ταύτην οδεύων την οδόν». Ο Ιησούς δεν ανέβη στους ουρανούς χειραγωγούμενος από κάποιον άλλον, αλλά με την ιδική του θεική δύναμη και εξουσία, αποδεικνύοντας έτσι, ότι αυτός ο ίδιος υπήρξε ο αυτουργός της αναβάσεως. Την χαρά και αγαλλίαση των αγγελικών δυνάμεων επί τη ενδόξω αναλήψει του Κυρίου εκφράζει ο Δαυΐδ σε άλλο ψαλμό σαφέστερα: «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δοξης; Κύριος κραταιός και δυνατός Κύριος δυνατός εν πολέμω» (26,7,8). Όπως ερμηνεύει ο άγιος Αθανάσιος, οι επί γης άγγελοι, διακονούντες τον Κύριον, προτρέπουν τις ανώτερες αγγελικές δυνάμεις, που βρίσκονται στους ουρανούς, καθώς Αυτός αναλαμβάνεται, να ανοίξουν τις επουράνιες πύλες για να εισέλθη ο βασιλεύς της δόξης. Στη συνέχεια ερωτούν αι άνω δυνάμεις, «το παράδοξόν της οικονομίας εκπληττόμεναι», ποιος είναι αυτός ο βασιλεύς της δόξης; Και απαντούν οι επί γης άγγελοι: Δεν είναι κάποιος συνηθισμένος άρχων, αλλά ο παντοδύναμος και πανίσχυρος Θεός, ο οποίος επέτυχε ένδοξη νίκη στον πόλεμόν του προς τους εχθρούς του, δηλαδή προς τον διάβολο και τον θάνατο. Περί αυτής της ανόδου ομιλών και ο απόστολος Παύλος, καθώς ερμηνεύει τον ψαλμικό στίχο «ανέβης εις ύψος ηχμαλώτευσας αιχμαλωσίαν» (67,19), στην προς Εφεσίους επιστολήν του, λέγει: «αναβάς εις ύψος ηχμαλώτευσεν αιχμαλωσίαν και έδωκε δόματα τοις ανθρώποις» (4,8). Όταν ο Ιησούς ανέβη με την ανάληψίν του στους ουρανούς, έδεσε αιχμαλώτους τους εχθρούς του, δηλαδή τον σατανά και τον θάνατο και έδωσε χαρίσματα στους ανθρώπους, δηλαδή το Πνεύμα το άγιον την ημέρα της Πεντηκοστής.
Ως Θεός ο Κύριός μας, ως άναρχος Λόγος και Υιός Μονογενής και ομοούσιος προς τον Πατέρα, ήταν πάντοτε συνθρόνος και ομότιμος προς αυτόν και προτού να σαρκωθή. Αλλά και όταν εσαρκώθη και έγινε άνθρωπος, ουδέποτε εχωρίσθη από τον Πατέρα. Όπως λέγει ο υμνογράφος, «όλος ην εν τοις κάτω και των άνω ουδόλως απήν ο απερίγραπτος Λόγος». Και τούτο διότι «συγκατάβασις γέγονε θεική και ου μετάβασις τοπική». Ανελήφθη και εκάθισε στα δεξιά του Θεού και Πατρός ως αιώνιος αρχιερεύς και μεσίτης πάντων ημών, σύμφωνα με τον λόγον του Παύλου στην προς Εβραίους επιστολή του «τοιούτον έχομεν αρχιερέα, ος εκάθισεν εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν τοις ουρανοίς» (8,1). Και όπως οι αρχιερείς της Παλαιάς Διαθήκης εισήρχοντο στα άγια των αγίων του ναού κατά την ημέρα του εξιλασμού με αίμα τράγων και μόσχων, έτσι και ο αληθινός και μέγας αρχιερεύς μας ο Ιησούς Χριστός, «ο αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών», όπως τον ονομάζει ο Παύλος, εισήλθε στα αληθινά άγια των αγίων, δηλαδή στον ουρανό, μια φορά για πάντα, όχι πλέον με αίμα τράγων και μόσχων, που δεν μπορούν να εξαλείψουν αμαρτίες, αλλά με το ιδικό Του πολύτιμο και πανάγιο αίμα, το οποίον έχυσε πάνω στο σταυρό. Διότι όπως λέγει ο Παύλος στην ίδια επιστολή του «ου γαρ εις χειροποίητα άγια εισήλθεν ο Χριστός αντίτυπα των αληθινών, αλλ’ εις αυτόν τον ουρανόν νυν εμφανισθήναι τω προσώπω του Θεού υπέρ ημών» (9,24). Ο Χριστός δεν εισήλθε σε χειροποίητα άγια αγίων, που είναι απομίμηση και εικόνα των αληθινών αγίων, αλλά σ’ αυτόν τον ουρανόν, για να παρουσιασθή τώρα εις το πρόσωπο του Θεού και να πρεσβεύει υπέρ ημών.
Η εις τους ουρανούς όμως άνοδος του Κυρίου δεν ήταν μόνον δόξα της ιδικής Του ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και της ιδικής μας. Διότι όπως λέγει ο απόστολος στην προς Εφεσίους επιστολήν του, «συνήγειρε και συνεκάθισε εν τοις επουρανίοις εν Χριστώ Ιησού» (2,6), δηλαδή όλους εμάς, που πιστεύομε σ’ αυτόν και διά του αγίου βαπτίσματος γίναμε μέλη του σώματός Του, συνανέστησε από τα μνήματα της αμαρτίας με την ανάστασή Του και μας έβαλε, να καθίσουμε μαζί του στα επουράνια με την ανάληψή Του. Και τούτο είναι πολύ φυσικό, διότι εφ’ όσον ανυψώθη αυτός, που είναι η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας, επόμενο είναι, να ανυψωθή και το σώμα. Εφ’ όσον εδοξάσθη η κεφαλή, θα δοξασθή και το σώμα. Τούτο δε θα πραγματοποιηθή κατά την Δευτέρα Παρουσία Του, οπότε σύμφωνα με τον λόγο του Παύλου, όλοι εμείς «αρπαγησόμεθα εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (Α΄Θεσ.4,17). Την αλήθεια αυτή επισημαίνει και ο ιερός υμνογράφος σ’ ένα τροπάριο: «Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος, του ανυψώσαι την πεσούσαν εικόνα του Αδάμ». Αλλού δε πάλιν λέγει, «κατελθών ουρανόθεν εις τα επίγεια και την κάτω κειμένην εν τη του άδου φρουρά συναναστήσας ως Θεός αδαμιαίαν μορφήν τη αναλήψει σου Χριστέ εις ουρανούς αναγαγών τω θρόνω τω πατρικώ σου συγκάθεδρον απειργάσω ως ελεήμων και φιλάνθρωπος».
Η ανάληψις του Κυρίου ήταν και μία αναγκαιότης. Ήταν η αναγκαία προϋπόθεσις, για να έρθη ο Παράκλητος στην Εκκλησία. Το ετόνισε ο Κύριος ολίγον προ του Πάθους Του προς τους μαθητές του: «Συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω, εάν γαρ εγώ μη απέλθω ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς. Εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς» (Ιω.16,7). Έπρεπε δηλαδή να προηγηθή η άνοδός Του προς τον Πατέρα, προκειμένου να μεσιτεύση υπέρ ημών, ώστε να στείλη το άγιον Πνεύμα. Επειδή δηλαδή οι μαθητές ελυπούντο, διότι θα εστερούντο τον αγαπημένο τους διδάσκαλο, μόλις έμαθαν, ότι θα αποχωρισθή από αυτούς, έρχεται τώρα ο Κύριος, να τους παρηγορήσει με την υπόσχεση της ελεύσεως του Παρακλήτου, στην παρουσία του οποίου θα αισθάνονται μέσα τους τον ίδιο τον Χριστό.
Κατανοούντες λοιπόν και εμείς, αγαπητοί μου αδελφοί, το μέγεθος της συγκαταβάσεως και τον πλούτον της φιλανθρωπίας του υπέρ ημών παθόντος και ταφέντος και αναστάντος και εις ουρανούς αναληφθέντος Κυρίου μας, ας ανυψώσωμεν τον νούν και την καρδίαν μας προς τα άνω, εκεί όπου τώρα βρίσκεται ο Χριστός, καθήμενος στα δεξιά του Πατρός. «Τα της γης επί της γης καταλιπόντες, τα της τέφρας τω χοΐ παραχωρούντες δεύτε ανανήψωμεν και εις ύψος επάρωμεν όμματα και νοήματα», έτσι ώστε η εορτή αυτή να γίνει αφορμή πνευματικής ανανεώσεως και ανανήψεως, αφορμή απαγγιστρώσεώς μας από την εμπαθή προσκόλληση στα μάταια και πρόσκαιρα και φθαρτά πράγματα του κόσμου τούτου και αδιάληπτης ευχαριστίας και δοξολογίας προς τον Κύριον. Αμήν.