Κυριακή Των Βαΐων (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Ευαγγέλιο: Ιωάν. ιβ’ 1-18).

Ποιος μπορεί να φέρει χαρά σ’ ένα σπίτι; Ο καλοδεχούμενος επισκέπτης.
Ποιος μπορεί να φέρει ακόμα μεγαλύτερη χαρά σ’ ένα σπίτι; ένας φίλος του σπιτιού.
Ποιος προκαλεί τη μέγιστη χαρά σ’ ένα σπίτι; ο οικοδεσπότης, όταν γυρίζει στο σπίτι μετά από μακρόχρονη απουσία.
Ευτυχισμένα και καλότυχα τα χέρια που υποδέχτηκαν τον Κύριο ως καλοδεχούμενο επισκέπτη!
Ευτυχισμένα και καλότυχα τα χείλη που τον χαιρέτισαν ως φίλο!
Ευτυχισμένες και καλότυχες οι ψυχές που τον σεβάστηκαν και τον υποδέχτηκαν ως οικοδεσπότη, μ’ ένα τραγούδι υποδοχής!
Υπάρχουν όμως και μερικοί που δεν τον αναγνώρισαν, δεν τον υποδέχτηκαν ως φιλοξενούμενο, ως φίλο ή οικοδεσπότη. Πήραν πέτρες στα χέρια τους για να τις ρίξουν καταπάνω Του˙ με τις θνητές ψυχές τους μηχανεύτηκαν το σωματικό θάνατό Του.
Η θεϊκή φύση του Χριστού ήταν τέτοια ώστε, όπου εμφανιζόταν – ως Θεός με ανθρώπινη σάρκα – οι άνθρωποι χωρίζονταν. Μερικοί στέκονταν δεξιά και άλλοι αριστερά Του, όπως θα χωριστούν και όταν θα εμφανιστεί την έσχατη μέρα της ιστορίας του κόσμου. Αλλά κι ως σήμερα, όταν η συζήτηση σε κοσμικούς κύκλους γυρίζει στον Κύριο Ιησού, οι άνθρωποι χωρίζονται δεξιά κι αριστερά. Φανταστείτε πόσο πιο αυστηρά οριοθετημένος θα ήταν ο χωρισμός αυτός τις μέρες της ένσαρκης παρουσίας Του στη γη!
Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει δύο περιστατικά, που αποδείχνουν ακριβώς αυτόν τον αυστηρά οριοθετημένο χωρισμό ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάλογα με τη διάθεσή τους προς τον Κύριο. Στο πρώτο, στο δείπνο στη Βηθανία, όσοι παρευρίσκονταν εκεί χωρίστηκαν επίσης στα δύο: από τη μια ήταν οι απόστολοι, ο Λάζαρος που είχε αναστηθεί και οι αδερφές του Μάρθα και Μαρία, που φιλοξενούσαν τον Κύριο. Από την άλλη ήταν ο προδότης Ιούδας, που διαμαρτυρήθηκε επειδή η Μαρία άλειψε με μύρο τα πόδια του Κυρίου.

Στο δεύτερο περιστατικό ήταν από τη μια μεριά οι άνθρωποι που υποδέχτηκαν θριαμβευτικά τον Κύριο κατά την είσοδό Του στην Ιερουσαλήμ κι από την άλλη οι φαρισαίοι, οι γραμματείς κι οι αρχιερείς, που συνωμοτούσαν μεταξύ τους να σκοτώσουν όχι μόνο το Χριστό, αλλά και το φίλο Του Λάζαρο.

«Ουν Ιησούς προ εξ ημερών του πάσχα ήλθεν εις Βηθανίαν, όπου ην Λάζαρος ο τεθνηκώς, ον ήγειρεν εκ νεκρών». (Ιωάν. ιβ’ 1). Έξι μέρες πριν από το Πάσχα ο Ιησούς ήρθε στη Βηθανία, εκεί που ζούσε ο Λάζαρος που είχε πεθάνει αλλά ο Χριστός τον ανάστησε. Πού βρισκόταν πριν ο Κύριος; Από το Ευαγγελικό ανάγνωσμα που προηγείται από το σημερινό ευαγγέλιο, βλέπουμε πως ο Κύριος, αμέσως μετά την ανάσταση του Λαζάρου αποσύρθηκε στην έρημο, σε μια πόλη που ονομαζόταν Εφραίμ. Αποσύρθηκε για να μη τον συλλάβουν και τον σκοτώσουν οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων, επειδή η ανάσταση του Λαζάρου είχε ξεσηκώσει την οργή τους περισσότερο από κάθε άλλο θαύμα που έκανε ο Κύριος.

Είναι φανερό πως ο Λάζαρος ήταν ένας πολύ γνωστός κι επιφανής άνθρωπος. Αυτό προκύπτει από τους πολλούς επισκέπτες που είχε στο σπίτι του, τόσο όταν πέθανε όσο κι όταν αναστήθηκε. «Πολλοί εκ των Ιουδαίων εληλύθεισαν προς τας περί Μάρθαν και Μαρίαν ίνα παραμυθήσονται αυτάς περί του αδελφού αυτών» (Ιωάν. ια’ 19). Και μετά την ανάσταση του Λαζάρου, πολλοί Ιουδαίοι πήγαν ειδικά γι’ αυτό το λόγο, για να δουν δηλαδή το θαύμα που έκανε ο Κύριος δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα Του, ο Κύριος αποσύρθηκε μακριά από την Ιερουσαλήμ και κρύφτηκε από τους κακεντρεχείς εχθρούς Του. Κι αυτό το έκανε για χάρη μας. Πρώτο, ώστε ο θάνατός Του να μη γίνει κρυφά, αλλά μπροστά σε εκατοντάδες και χιλιάδες μάρτυρες, που θα μαζεύονταν στην Ιερουσαλήμ για να γιορτάσουν το Πάσχα. Για να διαπιστώσει όλος ο κόσμος πως πραγματικά πέθανε κι επομένως η Ανάστασή Του μετά ήταν ένα ολοφάνερο και αδιαμφισβήτητο θαύμαΔεύτερο, για να μας διδάξει την απόλυτη υποταγή στο θέλημα του Θεού, πως δεν πρέπει να βιαστούμε να πεθάνουμε για τον άλφα ή το βήτα λόγο, όπως εμείς αποφασίζουμε, αλλά να κάνουμε το θέλημα του Θεού και να ‘μαστε έτοιμοι να υποφέρουμε τη στιγμή που το θεϊκό θέλημα θ’ αποφασίσει και θα μας αποκαλύψειΑν δοθούμε ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού, ούτε μια τρίχα του κεφαλιού μας δε θα πειραχτεί (πρβλ. Λουκ. κα’ 18). Όλα θα μας συμβούν στον καιρό τους, όχι νωρίτερα ή αργότερα. Αν είμαστε άξιοι να λάβουμε μαρτυρικό θάνατο για το Χριστό και την ίδια στιγμή είμαστε απόλυτα υποταγμένοι στο θέλημα του Θεού, επιζητώντας τη δόξα του Θεού κι όχι τη δική μας, τότε ο μαρτυρικός θάνατός μας θα έρθει στον καιρό του και με τρόπο που θα ωφελήσει τόσο εμάς όσο και τους γνωστούς μας.

Δεν πρέπει επομένως να σκεφτόμαστε πως ο Κύριος Ιησούς απόφευγε το θάνατο, με το να κρύβεται από τους εχθρούς Του. Δεν δραπέτευε, αλλά καθυστερούσε το θάνατό Του ώσπου να ‘ρθει η ώρα που είχε ορίσει ο Πατέρας Του, η ώρα που ο θάνατός Του θα ωφελούσε περισσότερο τον κόσμο. Το ότι ο Κύριος δε φοβόταν το πάθος και το θάνατο είναι ολοφάνερο από το περιεχόμενο του ευαγγελίου. Κάποτε που μιλούσε στους μαθητές Του για το πάθος και το θάνατό Του κι ο Πέτρος είπε πως αυτό δε θα γινόταν ποτέ, ο Κύριος επιτίμησε τον Πέτρο με τα σκληρότερα λόγια: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά˙ ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων» (Μάρκ. η’. 33).

Έξι μέρες πριν από το Πάσχα ο Κύριος γύρισε στη Βηθανία όπου ζούσε ο φίλος Του Λάζαρος, αυτός που ο ίδιος είχε νεκραναστήσει. Εκεί τον περίμενε ένα δείπνο. «Εποίησαν ούν αυτώ δείπνον εκεί και η Μάρθα διηκόνει˙ ο δε Λάζαρος εις ην των ανακειμένων συν αυτώ» (Ιωάν. ιβ’ 2). Εκεί, στη Βηθανία, του ετοίμασαν δείπνο και η Μάρθα ήταν καταπιασμένη με την ετοιμασία. Ένας από εκείνους που κάθονταν κοντά Του ήταν κι ο Λάζαρος. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αναφέρει σε ποιο σπίτι του παρέθεσαν το γεύμα. Από μια πρώτη ματιά φαίνεται πως ήταν στο σπίτι του Λάζαρου. Σύμφωνα όμως με το Ματθαίο (κστ’ 6) και το Μάρκο (ιδ’ 3), που αναφέρουν επίσης το γεγονός, φαίνεται καθαρά πως ήταν στο σπίτι του Σίμωνα του Λεπρού. Διαφορετικά θά ‘βγαζε κανείς το συμπέρασμα πως το συγκεκριμένο γεγονός έγινε δυο φορές στη Βηθανία, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα: μια φορά στο σπίτι του Λαζάρου και μια στο σπίτι του Σίμωνα του Λεπρού, κάτι όμως που δε φαίνεται πιθανό. Αναμφισβήτητα ο Σίμων υποδέχθηκε τον Κύριο, επειδή Εκείνος τον είχε θεραπεύσει από τη λέπρα. Διαφορετικά θα ήταν απερίσκεπτο να το κάνει, όταν λάβει κανείς υπόψη πως ο Μωσαϊκός νόμος απαγορεύει αυστηρά την ετοιμασία φαγητού και την υποδοχή καλεσμένων, αφού μαζί του δεν επιτρεπόταν να έχουν επαφή ούτε κι οι στενότεροι συγγενείς του.

Ο δε Λάζαρος εις ην των ανακειμένων συν αυτώ. Ο ευαγγελιστής το επισημαίνει με έμφαση αυτό, για να καταδείξει την ανάσταση του Λαζάρου. Ο νεκρός άνθρωπος που αναστήθηκε ζούσε κανονικά όπως όλοι οι άνθρωποι. Κυκλοφορούσε, επισκεπτόταν τους άλλους, έτρωγε κι έπινε. Δεν ήταν κάποια άυλη σκιά που από κάποια παραίσθηση εμφανίστηκε στους ανθρώπους κι ύστερα εξαφανίστηκε. Ήταν ένας ζωντανός, υγιής και κανονικός άνθρωπος, όπως ήταν και προτού αρρωστήσει και πεθάνει. Ο Κύριος τον ανάστησε, του χάρισε ζωή κι ύστερα αποσύρθηκε για λίγες μέρες από τη Βηθανία στην πόλη Εφραίμ. Ο Λάζαρος παρέμενε ζωντανός όσο κοντά του ήταν ο Χριστός, όπως και μετά. Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως ο Λάζαρος ήταν ζωντανός μόνο όσο βρισκόταν κοντά στο Χριστό.

Προσέξτε τώρα. Όταν ο Κύριος γυρίζει στη Βηθανία, ο Λάζαρος κάθεται μαζί Του στο τραπέζι, είναι καλεσμένος του Σίμωνα, που ήταν γείτονάς του, ίσως και συγγενής του. Τι θαυμάσιο θέαμα! Ο Κύριος κάθεται στο τραπέζι μαζί με δύο ανθρώπους στους οποίους είχε χαρίσει κάτι, που δε θα μπορούσε να τους δώσει η οικογένεια ολόκληρη. Τον ένα είχε νεκραναστήσει και τον άλλο είχε θεραπεύσει από τη λέπρα. Τα σώματα και των δύο είχαν φθαρεί, του ενός στον τάφο και του άλλου από τη λέπρα. Με τη θαυματουργική δύναμή Του ο Κύριος έδωσε στον ένα τη ζωή και στον άλλο την υγεία. Και τώρα, λίγο προτού πάρει το δρόμο για τη σταύρωση, πήγε να τους δει και τους συνάντησε σαν δυο ευγνώμονες φίλους. Αχ και να ξέραμε όλοι μας πως μας σώζει ο Χριστός κάθε μέρα από τη φθορά κι από τη λέπρα αυτής της γης, που προκαλούνται από τα πάθη! Τότε θα τον υποδεχόμασταν διαρκώς μέσα στην καρδιά μας και δε θα τον αφήναμε ποτέ να φύγει από τον οίκο της ψυχής μας.

«Η ουν Μαρία, λαβούσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικής πολυτίμου, ήλειψε τους πόδας του Ιησού και εξέμαξεν ταις θριξίν αυτής τους πόδας αυτού˙ η δε οικία επληρώθη εκ της οσμής του μύρου» (Ιωάν. ιβ’ 3). Η Μαρία πήρε μια λίτρα πολύτιμο μύρο, φτιαγμένο από το αρωματικό φυτό νάρδος, και άλειψε τα πόδια του Ιησού, κι ύστερα τα σκούπισε με τα μαλλιά του κεφαλιού της. Το σπίτι ολόκληρο γέμισε με το θαυμάσιο άρωμα.

Οι δύο πρώτοι ευαγγελιστές αναφέρουν πως η γυναίκα έριξε το μύρο στο κεφάλι του Χριστού. Ο Μάρκος προσθέτει πως έσπασε το αλαβάστρινο δοχείο και άδειασε το μύρο στο κεφάλι Του (Μάρκ. ιδ’ 3). Τα ακριβότερα μύρα φυλάσσονταν και σε πολύτιμες και καλά σφραγισμένες φιάλες. Η γυναίκα έσπασε τη φιάλη και άδειασε το περιεχόμενο πρώτα στο κεφάλι Του κι ύστερα, σε ένδειξη του μεγάλου σεβασμού της προς τον Κύριο, αλλά και από τη δική της ταπείνωση, στα πόδια Του. Δεν περίμενε ν’ ανοίξει υπομονετικά τη φιάλη αλλά την έσπασε, για ν’ αδειάσει όλο το περιεχόμενο στον Κύριο, να μη μείνει τίποτα. Έτσι, ενώ η Μάρθα διακονούσε στο σπίτι κι ετοίμαζε το τραπέζι, όπως το συνήθιζε, η Μαρία έδειξε με τον τρόπο της το σεβασμό στο θαυματουργό Διδάσκαλο. Η καθεμιά από τις δύο αδερφές έδειξε με τον δικό της τρόπο το σεβασμό της στον Κύριο.

Σε μιαν άλλη περίπτωση, που η Μάρθα διακονούσε πάλι κι η Μαρία καθόταν στα πόδια του Ιησού και άκουγε τη θεϊκή διδασκαλία Του, ο Κύριος εγκωμίασε περισσότερο τη Μαρία από τη Μάρθα. «Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο» (Λουκ. ι’ 42), είπε. Ήθελε έτσι να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στον πνευματικό ζήλο από το σωματικό.

Η Μαρία είχε αγοράσει το πολύτιμο αυτό μύρο και, όπως συνηθιζόταν στην Ανατολή, το έχυσε στο κεφάλι και τα πόδια Εκείνου, που με την υπερφυσική καθαρότητά Του είχε χρίσει και αποπλύνει την ψυχή της. Σχεδόν όλοι έμειναν άφωνοι. Η σιωπή τους αυτή ήταν κάτι σαν εύλογη απάντηση στην πράξη της Μαρίας. Ήταν κι ένας όμως, μόνο ένας, που ούτε σίγησε ούτε επιδοκίμασε την πράξη της. Ο ευαγγελιστής, που παρευρισκόταν κι αυτός στο περιστατικό, περιγράφει τη δυσαρέσκεια του προσώπου αυτού με τα εξής λόγια:

«Λέγει ουν εις εκ των μαθητών αυτού, Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης, ο μέλλων αυτόν παραδιδόναι˙ διατί τούτο το μύρον ουκ επράθη τριακοσίων δηναρίων και εδόθη πτωχοίς; Είπε δε τούτο ουχ ότι περί των πτωχών έμελεν αυτώ, άλλ’ ότι κλέπτης ην, και το γλωσσόκομον είχε και τα βαλλόμενα εβάσταζεν» (Ιωάν. ιβ’ 4- 6). Ο Ιούδας, ένας από τους μαθητές που αργότερα θα τον παρέδιδε στους σταυρωτές Του, είπε τότε: «Γιατί να μην πουλούσαμε το πολύτιμο αυτό μύρο, να παίρναμε τριακόσια δηνάρια και να τα δίναμε στους φτωχούς;». Αυτό όμως δεν το είπε γιατί ενδιαφερόταν για τους φτωχούς, αλλά επειδή ήταν κλέπτης και, καθώς αυτός κρατούσε το κουτί των εισφορών, κράταγε για τον εαυτό του όσα έριχναν μέσα.

Σύμφωνα με τους δύο πρώτους ευαγγελιστές δεν ήταν μόνο ο Ιούδας που έφερε αντίρρηση, αλλά και οι άλλοι μαθητές, όπως λέει ο Ματθαίος ή και άλλοι από τους παρευρισκόμενους, όπως λέει ο Μάρκος. Οι περισσότεροί τους αντέδρασαν είτε μυστικά στην ψυχή τους, είτε μουρμουρίζοντας μεσ’ από τα δόντια τους. Αυτό φαίνεται από την απάντηση που έδωσε ο Χριστός, όπως αναφέρεται στο σημερινό ευαγγέλιο: «Άφες αυτήν… τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε» (Ιωάν. ιβ’ 7-8). Ο Χριστός χρησιμοποίησε πληθυντικό. Όσοι κι αν αντέδρασαν όμως, όσο φανερή κι αν ήταν η δυσαρέσκειά τους, φαίνεται πως ο Ιούδας αντέδρασε πιο άγρια, πιο δυνατά κι ήταν ολοφάνερα δυσαρεστημένος. Γιατί ο ευαγγελιστής κατακρίνει μόνο αυτόν, δίνει περισσότερη έμφαση σ’ αυτόν, τον αναφέρει με τ΄ όνομά Του, καθώς και το γεγονός πως αυτός θα τον πρόδιδε; Για να μη τον μπερδέψουν οι αναγνώστες με τον άλλον απόστολο Ιούδα.

Ο Ιούδας διαμαρτυρήθηκε επειδή το πολύτιμο αυτό μύρο χρησιμοποιήθηκε χωρίς λόγο και δεν πουλήθηκε για να δοθούν τα χρήματα στους φτωχούς. Εκτίμησε μάλιστα και την αξία του μύρου: τριακόσια δηνάρια. Αυτό ήταν πραγματικά ένα πολύ μεγάλο ποσό για μια φιάλη μύρο. Αυτό όμως έδειχνε το μέγεθος του σεβασμού της Μαρίας για τον Κύριο Ιησού. Ποιος ξέρει πόσο καιρό θα μάζευε τα χρήματα αυτά, για να τα ξοδέψει όλα μεμιάς, δίνοντας έτσι αιώνια έκταση στη στιγμή αυτή; Ο Ιούδας πληγώθηκε επειδή τα χρήματα αυτά δεν βρήκαν το δρόμο προς το ταμείο του. Ο ευαγγελιστής το λέει ανοιχτά πως ήταν κλέφτης. Ο Κύριος θα γνώριζε πως ο Ιούδας έκλεβε από το ταμείο, όπου φύλαγαν τα χρήματα για τους φτωχούς. Ποτέ όμως δεν κατάγγειλε τον Ιούδα για κλοπή, ίσως επειδή ο ίδιος αδιαφορούσε εντελώς για το χρήμα κει δεν ήθελε να μιλάει γι’ αυτό. Ίσως πάλι επειδή περίμενε την κατάλληλη στιγμή να πει με λίγα λόγια όλα όσα αφορούσαν τον Ιούδα. Τα φοβερά λόγια που είπε ο Χριστός για τον Ιούδα είναι τα εξής: «Ουκ εγώ υμάς τους δώδεκα εξελεξάμην; Και εξ υμών εις διάβολός εστίν» (Ιωάν. στ’. 70). Γιατί να ονομάσει κλέφτη τον Ιούδα, αφού του άξιζε να ονομαστεί διάβολος;

Η απάντηση του Κυρίου στις αντιδράσεις των άλλων ήταν η εξής: «Άφες αυτήν˙ εις την ημέραν του ενταφιασμού μου τετήρηκεν αυτό˙ τους πτωχούς γαρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε». Πόσο θαυμαστή, πόσο συγκινητική είναι η απάντηση αυτή! Τα ίδια αυτά χείλη που είχαν πει έλεον θέλω και ου θυσίαν, και στον πλούσιο νεανία, πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς, τώρα δικαιολογούν την πράξη της Μαρίας, τη χρήση του πολύτιμου μύρου. Δεν υπάρχει αντίφαση εδώ; Όχι! Καμιά αντίφαση! Γιατί ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος.

Η πράξη της Μαρίας είναι και θυσία και έργο ελεημοσύνης προς τον μεγαλύτερο Φτωχό που περπάτησε ποτέ πάνω στη γη. Δεν είναι εκείνος που ήταν πάντα φτωχός, που οι γονείς κι οι παππούδες του ήταν φτωχοί, αλλά ο βασιλιάς που αυτοτοποθετείται στο επίπεδο των φτωχών, γίνεται αληθινά φτωχός. Τι να πούμε για το Βασιλιά των βασιλιάδων, που κυβερνά τα αθάνατα αγγελικά τάγματα από την πρώτη μέρα της δημιουργίας, ενσαρκώνεται από αγάπη για το ανθρώπινο γένος, γεννιέται σε μια σπηλιά και γίνεται δούλος όλων; Τα βόδια και τα πρόβατα δάνεισαν τη σπηλιά τους στο Νεογέννητο βρέφος. Μετά το θάνατό Του όμως ποιος θα του προσφέρει το κατάλληλο μύρο για την ταφή, που είναι μια συνήθεια και για τους φτωχούς όταν πεθαίνουν; Και τώρα βρέθηκε μία: η Μαρία. Οδηγημένη από το Πνεύμα τηρεί προκαταβολικά τη συνήθεια του μυρώματος του σώματος του Χριστού και κατά κάποιο τρόπο το προετοιμάζει για την ταφή. Γι’ αυτήν το δείπνο αυτό είναι περίεργο. Κατά τη διάρκειά του ενεργεί ένα μυστήριο όχι στο ζωντανό σώμα του Χριστού, αλλά στο νεκρό. Ήταν σα να ήξερε πως ο μεγάλος θαυματουργός, που έφερε τον αδερφό της ξανά στη ζωή και το λεπρό οικοδεσπότη τον έβαλε ανάμεσα στους υγιείς στο τραπέζι του, θά ‘πεφτε σε δυο – τρεις μέρες στα χέρια άδικων ανθρώπων, που θα τον παράδιναν σε επονείδιστο θάνατο. Γι’ αυτό, άφες αυτήν. Άφησέ την να κάνει την προετοιμασία για την ταφή του σώματός μου. Τους φτωχούς θα τους έχετε πάντα μαζί σας και πρέπει ν’ αγωνίζεστε να τηρείτε τις εντολές Μου για να δίνετε ελεημοσύνη. Ό,τι κάνετε στους φτωχούς, είναι σα να το κάνετε σε Μένα. Ό,τι κάνετε σε Μένα, να το κάνετε και στους φτωχούς. Ό,τι κάνετε για Μένα, θα το ανταποδώσω εκατονταπλάσια σε σας και στους φτωχούς σας.

Ο Κύριος είπε ακόμα: «Αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εις όλον τον κόσμον, και ο εποίησεν αύτη λαληθήσεται εις μνημόσυνον αυτής» (Μάρκ. ιδ’ 9). Όπου κι αν κηρυχτεί το ευαγγέλιό μου, σε όλον τον κόσμο, θ’ αναφερθεί κι αυτό που έκανε η γυναίκα αυτή, για να μείνει αλησμόνητη η πράξη της.

Βλέπετε πως ο βασιλιάς Κύριος ανταμείβει βασιλικά την υπηρεσία που του προσφέρουνΑνταποδίδει στην αγάπη εκατό φορές αγάπη, για τα τριακόσια δηνάρια που τόσο θρήνησε ο Ιούδας, ανταποδίδει στη Μαρία αιώνια ζωή. Για τα τριακόσια δηνάρια που ο Ιούδας θα είχε κρύψει στο σκοτάδι μαζί με το όνομα της Μαρίας, η Μαρία αγόρασε έναν ανεκτίμητο μαργαρίτη: μια σωστική διδασκαλία σε εκατομμύρια εκατομμυρίων χριστιανούς. Μια διδασκαλία για τον τρόπο που ανταμείβει βασιλικά ο Κύριος εκείνους που τον υπηρετούν.

«Έγνω ουν όχλος πολύς εκ των Ιουδαίων ότι εκεί έστι, και ήλθον ου δια τον Ιησούν μόνον, άλλ’ ίνα και τον Λάζαρον ίδωσιν ον ήγειρεν εκ νεκρών. Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστεον εις τον Ιησούν» (Ιωάν. ιβ’ 9-11). Πολλοί Ιουδαίοι που έμαθαν που βρισκόταν, πήγαν κι αυτοί εκεί όχι μόνον για τον Ιησού, αλλά για να δουν και τον Λάζαρο, που τον είχε νεκραναστήσει. Και οι αρχιερείς σαν το άκουσαν αυτό ήθελαν να σκοτώσουν και τον Λάζαρο, γιατί όσοι Ιουδαίοι πήγαιναν και τον έβλεπαν ζωντανό, πίστευαν στον Ιησού.

Έχουμε και εδώ ανθρώπους διαιρεμένους για τη δύναμη του Χριστού. Μερικοί πηγαίνουν για να δουν τον Θαυματουργό και τον Λάζαρο, το θαύμα του θαυματουργού. Άλλοι συνωμοτούν για να σκοτώσουν και τους δύο, όχι μόνο τον Χριστό αλλά και τον Λάζαρο. Γιατί τον Λάζαρο; Για να εξαφανίσουν τη ζωντανή μαρτυρία της θαυματουργικής δύναμης του Χριστού. Γιατί τότε δε συνωμότησαν να σκοτώσουν όλους τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, στους οποίους ο Χριστός είχε δείξει τη θεϊκή Του δύναμη, όλους τους τυφλούς που είδαν, τους κουφούς που άκουσαν, τους άλαλους που μίλησαν, τους δαιμονισμένους που ελευθερώθηκαν από τα δαιμόνια, τους νεκρούς που ανάστησε, τους λεπρούς που καθάρισε, τους παράλυτους, τους χωλούς και τους τρελούς που θεράπευσε… κι όλους εκείνους που τους έκανε καλά θαυματουργικά; Μάρτυρες της θαυματουργικής δύναμης του Χριστού υπήρχαν σε πόλεις και χωριά σ’ ολόκληρη τη γη του Ισραήλ. Γιατί οι πρεσβύτεροι δεν αποφάσισαν να σκοτώσουν όλους αυτούς κι όχι μόνο το Λάζαρο;

Οπωσδήποτε όχι επειδή οι κακεντρεχείς αυτοί άνθρωποι φοβούνταν να χύσουν αίμα και να εναντιωθούν στον κόσμο, αλλά επειδή τους ήταν αδύνατο αλλά κι επικίνδυνο για τους ίδιους να φέρουν σε πέρας τέτοιο έργο. Ήθελαν πολύ όμως να σκοτώσουν το Λάζαρο, γιατί η ανάστασή του είχε προκαλέσει στους Ιουδαίους μεγαλύτερη ανησυχία απ’ οποιοδήποτε άλλο θαύμα του Χριστού. Αλλ’ υπήρχε κι ένας άλλος λόγος. Πολλοί άνθρωποι συνωστίζονταν για να δουν το Λάζαρο, κι αφού τον έβλεπαν ζωντανό, πίστευαν στον Κύριο Ιησού. Ίσως όμως κι επειδή το Πάσχα ήταν πολύ κοντά και φοβούνταν πως όλοι οι άνθρωποι που συγκεντρώνονταν στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή, θα πήγαιναν στη Βηθανία να δουν το νεκρό άνθρωπο που αναστήθηκε και θα πίστευαν κι αυτοί στο Χριστό.

Έτσι παρατηρήθηκε το περίεργο φαινόμενο: ενώ οι άνθρωποι επιθυμούσαν να σωθούν, οι πνευματικοί ταγοί τους προσπαθούσαν να τους εγκλωβίσουν και να τους εμποδίσουν από το δρόμο της σωτηρίας. Όλες οι προσπάθειες των πονηρών αρχόντων όμως για ν’ αφανίσουν τα έργα του Θεού, ήταν μάταιες. Όση περισσότερη βία ασκούσαν, τόσο περισσότερο αναδεικνύονταν τα έργα αυτά. Αυτό έγινε σαφέστερο αργότερα, στην ιστορία της Εκκλησίας του Χριστού, και κρατά ως σήμερα. Ολόκληρες στρατιές εχθρών της Εκκλησίας την πολέμησαν, από μέσα και απ’ έξω. Όλες οι επιθέσεις τους όμως όχι μόνο δεν ευοδώθηκαν, αλλ’ αντίθετα βοήθησαν την Εκκλησία να εδραιωθεί και ν’ απλωθεί στον κόσμο. Τ’ αδύναμα ανθρώπινα χέρια δεν μπορούν να κατισχύσουν στο Δημιουργό και τα έργα Του. Το θέλημά Του θα γίνει παρά τις δυνάμεις που αντιδρούν από την κόλαση ή από τη γη.
Το γεγονός που ακολουθεί στο σημερινό ευαγγέλιο, δείχνει πόσο πιο ανοιχτοί είναι οι απλοί άνθρωποι στην αλήθεια, απ’ ό,τι είναι οι άρχοντές τους˙ πόσο πιο μεγαλόκαρδοι κι ευγνώμονες είναι. Και το γεγονός αυτό είναι η θριαμβευτική είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα.

«Τη επαύριον όχλος πολύς ο ελθών εις την εορτήν, ακούσαντες ότι έρχεται Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έλαβον τα βάϊα των φοινίκων και εξήλθον εις απάντησιν αυτώ, και έκραζον˙ ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωάν. ιβ’ 12-13). Την επομένη μέρα του δείπνου της Βηθανίας, ο Κύριος ξεκίνησε για τα Ιεροσόλυμα, την πόλη που θανάτωσε τους προφήτες.
Η Ιερουσαλήμ δεν ήταν τόπος όπου κατοικούσαν μόνο οι στενόμυαλοι φαρισαίοι, οι αλαζόνες γραμματείς κι οι θεομίσητοι αρχιερείς. Ήταν και μια μυρμηγκοφωλιά της ανθρωπότητας. Ήταν ένας τεράστιος τόπος όπου μαζεύονταν απ’ όλα τα μέρη προσκυνητές, καθώς κι αφοσιωμένοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες. Την εποχή του Πάσχα η Ιερουσαλήμ είχε τόσους κατοίκους όσους περίπου κι η Ρώμη, που τότε ήταν πρωτεύουσα του κόσμου. Αυτό το τεράστιο πλήθος ανθρώπων συγκεντρωνόταν στην Ιερουσαλήμ για να πλησιάσει περισσότερο το Θεό. Την ημέρα αυτή είχαν την αντίληψη κάποιας μυστηριώδους προσέγγισης του Θεού και στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού είδαν τον από πολλού αναστημένο βασιλιά του Οίκου Δαβίδ. Έτσι, σαν είδαν τον Κύριο να κατεβαίνει από το Όρος των Ελαιών, οι άνθρωποι αυτοί έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν. Μερικοί έστρωσαν τα ρούχα τους στο δρόμο μπροστά Του, άλλοι έκοβαν κλαδιά από τις φοινικιές και μ’ αυτά στόλιζαν το δρόμο. Όλοι τους έκραζαν με χαρά: «Δόξα στον Υιό του Δαβίδ˙ ευλογημένος και δοξασμένος να είναι Εκείνος που έρχεται στο όνομα το Κυρίου, ο Βασιλιάς του Ισραήλ».

Οι άνθρωποι πίστευαν πως ο Θεός θα ‘κάνε κάποιο θαύμα που θ’ άλλαζε την αφόρητη κατάστασή τους. Κι αυτό παρά τη σιδερένια γροθιά της Ρώμης που τους δυνάστευε και σε πείσμα της διαφθοράς και της μικροψυχίας των πρεσβυτέρων. Ένιωθαν πως η πηγή του θαύματος ήταν ο Ιησούς Χριστός και γι’ αυτό του επιφύλαξαν τέτοια υποδοχή. Το πώς θ’ αντιδρούσε ο ίδιος στην θεμελιακή αυτή μεταβολή της ροής των γεγονότων, ο κόσμος δεν το ήξερε. Είχαν μάθει να περιμένουν έναν μόνον αποτελεσματικό τρόπο. Κι αυτός ήταν η βοήθεια κάποιου βασιλιά από τον Οίκο Δαβίδ, που θα βασίλευε στην Ιερουσαλήμ, στο θρόνο του Δαβίδ. Οι άνθρωποι είδαν έτσι τον Ιησού σαν βασιλιά και τον υποδέχθηκαν με χαρά και ελπίδα. Πίστεψαν πως τώρα θα βασιλέψει στην Ιερουσαλήμ και θ’ αντισταθεί τόσο στη Ρώμη όσο και στην εξουσία της Ιερουσαλήμ των ημερών εκείνων.

Η πεποίθηση αυτή των ανθρώπων όμως προκάλεσε φόβο στους φαρισαίους. Η χαρά του κόσμου ξεσήκωσε την οργή τους. Μερικοί απ’ αυτούς ειδοποίησαν το Χριστό να τους σταματήσει από τις επευφημίες αυτές. Ο ταπεινός Κύριος όμως, που γνώριζε πως η δύναμή Του ήταν ακαταμάχητη, τους απάντησε: «Λέγω υμίν, ότι εάν ούτοι σιωπήσωσιν οι λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. ιθ’ 40). Αυτή είναι η απάντηση του βασιλιά των βασιλιάδων, που ήταν ντυμένος σαν φτωχός άνθρωπος και καβαλούσε ένα γαϊδουράκι, όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής:

«Ευρών δε Ιησούς ονάριον εκάθισεν επ’ αυτό. Καθώς εστί γεγραμμένον˙ μη φοβού θύγατερ Σιών˙ ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται καθήμενος επί πώλου όνου» (Ιωάν. ιβ’ 14- 15). Οι άλλοι ευαγγελιστές περιγράφουν με λεπτομέρειες πως ο Κύριος, που ήταν φτωχός και δεν είχε τίποτα στην κατοχή Του, απόκτησε γαϊδουράκι. Γι’ αυτό κι ο ευαγγελιστής Ιωάννης το προσπερνάει αυτό, με τη σιγουριά πως είναι γνωστό, και λέει μόνο πως βρήκε ένα γαϊδουράκι. Ο Λουκάς, που είναι ο πιο περιγραφικός από τους ευαγγελιστές, διηγείται τη θαυματουργική προορατικότητα του Χριστού στον τρόπο που βρήκε το γαϊδουράκι: «Υπάγετε εις την κατέναντι κώμην, εν η εισπορευόμενοι ευρήσετε πώλον δεδεμένον εφ’ όν ουδείς πώποτε ανθρώπων εκάθισεν˙ λύσαντες αυτόν αγάγετε» (Λουκ. ιθ’ 30).

Οι μαθητές Του ξεκίνησαν να εκτελέσουν την εντολή Του και τα βρήκαν όλα όπως τους τα είπε. Μαζί με το ονάριο ήταν κι η μητέρα του. Γιατί ο Κύριος δεν ανέβηκε στη μητέρα του οναρίου αλλά στο μικρό πουλάρι της, όπου κανένας δεν είχε ανεβεί ως τότε; Γιατί η μητέρα δε θ’ άφηνε κάποιον ν’ ανεβεί πάνω της ή να την οδηγήσει. Η μητέρα του γαϊδάρου αντιπροσωπεύει τον ισραηλιτικό λαό και το μικρό γαϊδουράκι τον ειδωλολατρικό κόσμο. Αυτήν την ερμηνεία δίνουν οι άγιοι πατέρες κι η ερμηνεία τους είναι αναμφίβολα σωστή. Ο Ισραήλ θ’ αρνηθεί το Χριστό, ενώ οι ειδωλολάτρες θα γίνουν φορείς του Χριστού ανά τους αιώνες και θα μπουν μαζί Του στην άνω Ιερουσαλήμ, στη Βασιλεία των Ουρανών.

«Ταύτα δε ουκ έγνωσαν οι μαθηταί αυτού το πρώτον, άλλ’ ότε εδοξάσθη ο Ιησούς, τότε εμνήσθησαν ότι ταύτα ην επ’ αυτώ γεγραμμένα, και ταύτα εποίησαν αυτώ» (Ιωάν. ιβ’ 16). Γενικά οι μαθητές Του καταλάβαιναν πολύ λίγα απ’ όλ’ αυτά που συνέβαιναν στο Διδάσκαλό τους, ωσότου «διήνοιξεν αυτών τον νουν» (Λουκ. κδ’ 45), ωσότου το Πνεύμα του Θεού τους φώτισε με τις πύρινες γλώσσες. Μόνο τότε κατάλαβαν και θυμήθηκαν όλ’ αυτά που είχαν γίνει.

«Εμαρτύρει δε ο όχλος ο ων μετ’ αυτού ότε τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών. Δια τούτο και υιπήντησεν αυτώ ο όχλος, ότι ήκουσαν τούτο αυτόν πεποιηκέναι το σημείον» (Ιωάν. ιβ’ 17- 18).

Εδώ αναφέρονται δύο ομάδες ανθρώπων: η μια ομάδα ήταν εκείνοι που βρίσκονταν μπροστά στο θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου στη Βηθανία και το ομολογούσαν˙ η άλλη ομάδα ήταν οι παροικούντες στην Ιερουσαλήμ, οι επισκέπτες, που είχαν ακούσει από τους πρώτους το θαύμα της νεκρανάστασης του Λαζάρου. Οι πρώτοι ήταν μάρτυρες του θαύματος˙ οι δε δεύτεροι ήρθαν να συναντήσουν τον Ιησού, επειδή άκουσαν τη μαρτυρία των πρώτων. Την ώρα λοιπόν που ο καπνός από τις θυσίες ανέβαινε από το ναό του Σολομώντος˙ την ώρα που οι γραμματείες ερευνούσαν εξονυχιστικά το νόμο του Μωυσή˙ την ώρα που οι ασυγκίνητοι ιερείς ρύθμιζαν αλαζονικά το πρόγραμμα της γιορτής και οι πρεσβύτεροι του λαού προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν τους προσκυνητές πως όλο αυτό το μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί εκεί για χάρη τους˙ την ώρα που οι Λευΐτες μοίραζαν σχολαστικά το μερίδιο των θυσιών που τους ανήκε, οι απλοί άνθρωποι ακολουθούσαν το θαύμα και το Θαυματουργό.

Υπήρχαν μεγάλα κύματα ανθρώπων απ’ όλον τον κόσμο που είχαν γυρίσει την πλάτη τους στο ναό του Σολομώντος, στους ιερείς και σ’ εκείνους που έκαναν τις θυσίες, καθώς και σ’ ολόκληρο το μηχανισμό της κοινωνίας αγοράς που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει. Όλ’ αυτά τα κύματα των ανθρώπων τους είχαν στρέψει τα νώτα κι είχαν γυρίσει τα μάτια τους προς το Όρος των Ελαιών, απ’ όπου ερχόταν ο Θαυματουργός, ο Μεσσίας. Τι αξία είχαν οι νεκροί πύργοι της Ιερουσαλήμ με τους ζωντανούς νεκρούς μέσα τους, μπροστά στις πεινασμένες και διψασμένες ψυχές του λαού που αναζητούσαν ένα παράθυρο στους κλειστούς ουρανούς, για να δουν λίγο το ζωντανό Θεό; Κι οι δύο όψεις της υπερηφάνειας (εκείνης των Ρωμαίων και της άλλης των φαρισαίων) που είχαν κατακλύσει την Ιερουσαλήμ, ήταν αδύνατες να κάνουν έστω και μία τρίχα από άσπρη μαύρη. Και να, μπροστά τους κατέβαινε από το Όρος των Ελαιών Εκείνος που με τη φωνή Του κάλεσε από τον τάφο τον τετραήμερο Λάζαρο, τον ανάστησε και τον απάλλαξε από τη φθορά του θανάτου!

Αχ, πότε θ’ απομακρύνουμε και εμείς το νου μας από τους υπερήφανους και ισχυρούς μηχανισμούς αυτού του κόσμου και θα τον στρέψουμε προς το ουράνιο Όρος, προς το Βασιλιά Χριστό; Πότε θ’ αναθέσουμε κάθε ελπίδα μας σ’ Εκείνον; Η ψυχή μας αναζητά το Νικητή της αμαρτίας και του θανάτου, προβλήματα που η οικουμένη ολόκληρη δεν μπορεί να ξεπεράσει από μόνη της. Νικητής είναι ο Χριστός. Η ψυχή μας πεινάει και διψάει για τον ταπεινό μα ισχυρό Βασιλιά, που είναι ταπεινός στην ισχύ Του, ισχυρός στην ταπείνωσή Του. Η ψυχή μας πεινάει και διψάει για το Βασιλιά που είναι φίλος του καθενός από μας, για το Βασιλιά που η Βασιλεία Του είναι αιώνια και άπειρη, που η αγάπη Του για τον άνθρωπο είναι απροσμέτρητη. Τέτοιος Βασιλιάς είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός! Σ’ Εκείνος λοιπόν κραυγάζουμε όλοι μας: Ωσαννά! Ωσαννά!

Σ’ Εκείνον πρέπει η δόξα κι ο ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

 

(Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Καιρός μετανοίας: Από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου ως την Μεγάλη Παρασκευή: Ομιλίες Β΄, 1η έκδ., Εκδόσεις: ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ, Αθήνα, 2010, Η/Υ επιμέλεια: Ελένης Χρήστου, Σοφίας Μερκούρη)

 

ΠΗΓΗ: https://alopsis.gr