Πώς εδέχθηκαν την Ανάσταση οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας

Γεωργίου Σ. Παπαδάκη, Το μυστήριο του θανάτου , Αθήνα 2005, σελ. 117-122

Οι Απόστολοι δέχθηκαν τό γεγονός της Αναστάσεως από τις Μυροφόρες γυναίκες μέ παροιμιώδη σκε­πτικισμό καί δυσπιστία : «εφάνησαν ωσεί λήρος τα ρή­ματα αυτών και ηπίστουν αυταις» (Λουκ. 24, 11). Αλλά και όταν παρουσιάσθηκε ο Αναστάς Κύριος σ’ αυτούς δεν είχαν προδιάθεση να πιστέψουν, «εδόκουν πνεύμα θεωρείν» (Λουκ. 24, 37). Ο δε Θωμάς, ένας από τους δώδεκα, είπε: « εάν μη ίδω εν ταις χερσί αυτού τον τύπον των ήλων … και βάλω τήνχείρα μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω» (Ιωάν. 20, 25). Οι Ευαγγελιστές τονίζουν δύο στοιχεία τής μορφής του Αναστάντος, εξαιτίας των οποίων οι μαθητές ένοιωθαν τέτοια έκπληξη, ώστε να φθάνουν και στην απιστία:

Το ένα στοιχείο είναι, ότι ο Αναστημένος Ιησούς ήταν δια­φορετικός από Εκείνον, τον οποίο γνώριζαν. Ήταν διαφορε­τικός άνθρωπος. Εμφανιζόταν απότομα και κεκλεισμένων των θυρών. Συνοδοιπορούσε με τους μαθητές Του και εκείνοι δεν τον αναγνώριζαν, διότι φανερώθηκε στους μαθητές «εν ε τέρα μορφή ».

Η παρουσία του είχε κάτι το ξένο. Το πλησίασμά του συ­γκλονίζει και γεμίζει φόβο. Εκινείτο με μία καινούρια και άγνωστη ως τότε ελευθερία, που ήταν ακατόρθωτη για όλους τους άλλους ανθρώπους.

Το δεύτερο στοιχείο είναι, και το υπογραμμίζουν οι Ευαγγελιστές, ότι ο Αναστημένος Ιησούς ήταν ο πραγματικός Ιη­σούς ο από Ναζαρέτ και δεν έβλεπαν οράματα ή φαντάσματα (1).

Ό Κύριος γνωρίζει τήν αδυναμία αυτή των μαθητών Του και φροντίζει ώστε να πεισθούν ακράδαντα για την έγερσή Του από τον τάφο. Γι’ αυτό ό Αναστάς Κύριος παραμένει εν μέσω των μαθητών Του επί σαράντα ημέρες παρουσιάζοντας τον Εαυτόν Του ζώντα: «Οις και παρέστησεν εαυτόν ζώντα μετά το παθείν αυτόν εν πολλοίς τεκμηρίοις δι’ ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος αυτοίς και λεγων τα περί της βασι­λείας του Θεού» (Πράξ. 1, 3). Συνομιλεί μαζί τους, συμπερπατεί, συντρώγει και δέχεται να ψηλαφισθεί. Το αποτέλεσμα των 11 (ένδεκα) εμφανίσεών Του υπήρξε καταπληκτικό, συγκλό­νισε τους μαθητές και μετέβαλε τον ψυχικόν τους κόσμο, ώστε να πεισθούν ακράδαντα ότι « ηγέρθη ο Κύριος όντως».

Οι μέχρι χθες ολιγόπιστοι και δειλοί Απόστολοι γίνονται οι διαπρύσιοι μάρτυρες και κήρυκες της ’ναστάσεως του Κυρί­ου, λέγοντας: «Ο α κηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο έθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν… και εωράκα­μεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν τήν ζωήν την αιώνιον» (Α’ Ιωάν. 1-3). Η βεβαιότητα αυτή διαχέεται σε ολόκληρη την Εκκλησία, η οποία θεμελιώθηκε επάνω στο κήρυγ­μα της ’ναστάσεως και στηρίχθηκε στο αίμα των μαρτύρων (2).

Μετά τήν Πεντηκοστή « μεγάλη δυνάμει απεδίδουν το μαρτύριον της Αναστάσεως του Κυρίου Ιησού». Και είναι ακριβώς εδώ το σημείο (γράφει ο Μητροπολίτης Κοζάνης Διο­νύσιος), όπου η Ανάστασις διασκελίζει τα όρια του φυσικού κόσμου και παύει να είναι μόνον ένα ιστορικό γεγονός· εισέρ­χεται στον υπερφυσικό χώρο της πίστεως και είναι το θαύμα των θαυμάτων. Ο περί αυτής λόγος δεν είναι τώρα Ιστορία, αλλά μαρτυρία· δεν είναι μνήμη αλλά δύναμις· δεν είναι γνώ­ση αλλά ζωή (3) .

Υπάρχουν όμως και αυτοί, οι οποίοι εθελοτυφλώντας επι­μένουν να αρνούνται την Ανάσταση του Χριστού, αδυνατούν όμως να εξηγήσουν το φαινόμενο του κενού τάφου, τη μετα­στροφή των δειλών και τρομοκρατουμένων μαθητών του Χρι­στού. Ο Απόστολος Πέτρος, ο οποίος από δειλία αρνήθηκε τον Θείο Διδάσκαλο, μετά την επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος όχι μόνον δεν φοβάται πλέον, αλλά στεντορία τη φωνή κηρύτ­τει τον Αναστάντα Κύριον, ελέγχει τους Ιουδαίους κατά πρό­σωπο και τους λέγει: « Αυτόν τον Ιησούν…τη ωρισμένη βουλή και προγνώσει του Θεού έκδοτον λαβόντες, διά χειρός ανόμων προσπήξαντες ανείλατε» (Πράξ. 2, 22). Αλλά σημειώνουμε και την ανδρεία των πρώτων Χριστιανών (4), την αντοχή των μαρτύ­ρων, τους καταπληκτικούς πνευματικούς άθλους των ενσάρκων αγγέλων, δηλαδή των α γίων, ο σίων και ασκητών και γενι­κά τη ραγδαία εξάπλωση του Χριστιανισμού (5). Και όλα αυτά έγιναν « τη δυνάμει της εις Χριστόν πίστεως», ό πως επισημαί­νει ο Απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους Επιστολή (κεφ. 11, 33 κ.κ.). Με την πίστη οι Χριστιανοί επέτυχαν υπερφυσικά και ακατανόητα για την λογική πράγματα. Στην Α’ Κορ. 15, 1 κ.κ. ο ίδιος Απόστολος δογματίζει ότι χωρίς την απόλυτη αλήθεια της Αναστάσεως του Χριστού τα πάντα στην Χριστιανι­κή Εκκλησία είναι μύθος και δόκηση (6). Η νίκη κατά του Θα­νάτου και η επ’ αυτού κυριαρχία καθιστά τον νικητή Ιησού ως το μοναδικό πρόσωπο, το οποίο κυρίευσε το τελευταίο αυτό προπύργιο της φθοράς και του άδη. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Πέτρος αναφέρει την Ανάσταση ως την αδιαφιλονίκητη από­δειξη και το αδιάσειστο επιχείρημα πουύ οδηγεί στο συμπέρα­σμα ότι ο Ιησούς είναι όντως ο Κύριος και ο Χριστός (7).

Η Ανάστασή Του αποτελεί ως εκ τούτου την ελπίδα των αγίων, την προσδοκία των δικαίων, την ανάπαυση των κεκοιμημένων και την υπομονή των ζώντων. Όλοι πορευόμεθα προς την Ανάσταση, η Εκκλησία, η υλική κτίση και ο κόσμος όλος (8).

Διότι, όπως τονίσθηκε και παραπάνω με την Ανάστασή Του ο Σωτήρ ζωοποίησε (9) τους προκεκοιμημένους και δώρησε σε όλους τους ανθρώπους την αθανασία και την αφθαρσία του πρώτου ανθρώπου, «η ττηθέντος του θανάτου και καταλυθείσης της φθοράς της ανθρωπίνης φύσεως «τη της Αναστάσεως χάριτι. Η αθανασία έφθασε εις πάντας… και ουκέτι εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκομεν αλλ’ εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιούμεθα» (10) .

Μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο θάνατος αποτελεί πλέ­ον γέφυρα μετάγουσα εκ γης προς ουρανόν: « Και ελπίδα ζώσαν δι’ Αναστάσεως Ιησού Χριστού, εκ νεκρών, εις κλη­ρονομιάν άφθαρτον και αμίαντον και άμάραντον τετηρημένην εν ουρανοίς εις υμάς» (Α΄ Πετρ. 1, 4). Ο θάνατος δεν είναι πια αφανισμός, αλλά μετάσταση και αποδημία προς τα καλύτερα και δρόμος προς στεφάνους. Είναι σήραγγα που μας με­ταφέρει στο φως της Αναστάσεως. « Νύν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια» (11). Διότι ο Ιη­σούς είναι « ζωής ο κυριεύων και του θανάτου» και αποτελεί την απαρχή των κεκοιμημένων, « ος εστίν εικών του Θεού του αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως… ο ς έστιν αρχή, πρω­τότοκος εκ των νεκρών» (Κολοσ. 1,15 καί 18) (12). Διότι, κατά τον Απόστολο Παύλο, σ’ αυτόν « κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς» (Κολ. 2, 9). Και ο Θεός και Πατήρ, « ο εγείρας τον Ιησούν εκ νεκρών οικεί εν υμίν… ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών διά του ενοικοϋντος αυτού Πνεύμα­τος εν υμίν » (Ρωμ. 8, 11). Ο ιερός Δαμασκηνός ερμηνεύοντας το γεγονός της Αναστάσεως λέγει: Ότι ο Κύριος με το σώμα Του δώρησε και στο δικό μας σώμα την Ανάσταση και την με­τά ταύτα Αφθαρσία: « αυτός απαρχή τε της Αναστάσεως και της αφθαρσίας και της απαθείας ημίν γενόμενος » (13).

Ό Χριστός αναίρεσε το φόβητρο του θανάτου, σε σημείο που χριστιανικά να νοείται ο θάνατος ως ύπνος, που αναμένει την «κοινήν Ανάστασιν». Οι τεθνεώτες ως εκ τούτου είναι οι Κεκοιμημένοι, ο δε τόπος στον οποίο αναπαύονται οι νε­κροί « Κοιμητήρια». Ο ιερός Χρυσόστομος μάλιστα, σε ειδική « εις το όνομα του Κοιμητηρίου» αναφερομένη μελέτη του, λέ­γει: « Διά τούτο και αυτός ο τόπος κοιμητήριον ωνόμασται, ίνα μάθης ότι οι τετελευτηκότες και ενταύθα κείμενοι ου τεθνήκασιν, αλλά κοιμούνται και καθεύδουσι. Προ μεν γαρ της παρουσίας Χριστού ο θάνατος θάνατος εκαλείτο… επειδή δε ήλθεν ο Χριστός και υπέρ ζωής του κόσμου απέθανεν, ουκέτι θάνατος καλείται λοιπόν ο θάνατος, αλλά ύπνος και Κοί­μησις» (14). Ο Ιησούς Χριστός με την ενσάρκωσή Του συμμετέ­χει στην κοινή φύση του ανθρωπίνου γένους. Και σ’ αυτή την ενότητα ο θάνατος χάνει τη δύναμή του να χωρίζει από τη ζωή που είναι ο Χριστός. Οι νεκροί που αναπαύονται εν ειρή­νη είναι ενωμένοι με τους ζωντανούς, διότι εν τω Χριστώ και δια του Χριστού είναι πάντες ενωμένοι εν τη Εκκλησία και τη Θεία Ευχαριστία. Γι’ αυτό μνημονεύονται οι νεκροί μετά των ζώντων (15).

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

• Δανιήλ Πουρτσουκλή, Το Μεταμορφωμένο σώμα τοϋ Αναστάντος Κυρίον ημών Ιησοϋ Χριστοϋ, Πληροφόρηση, Απρίλιος 1995.
• Ευαγγ. Θεοδώρου, « Μεταβολαί εις τας εμπειρίας της Αναστάσεως», Εκκλησία 9, 1983, σ. 261.
• Διονυσίου Ψαριανού, Μητροπολίτου Κοζάνης, Η ανάστασις του Χρι­στού και ο Σύγχρονος Κόσμος (απάντησις είς τεθέντα ερωτήματα), Κοζάνη 1978, σ. 5.
• Ο ’γιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος γράφει : « Κωφώθητε ουν όταν υμίν χω­ρίς Ιησού Χριστοϋ λαλή τις… ος αληθώς εδιώχθη επί Ποντίου Πιλάτου, αληθώς εσταυρώθη και απέθανε… ος και αληθώς ηγέρθη εκ νεκρών» (Εφεσ. 18, 2).
• Πρβλ. Ν. Βασιλειάδου, ό.π, σ. 183.
• Δόκησις καί δοκηταί: Είναι η αίρεση, κατά την οποία δέχονταν ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είχε πραγματικό σώμα, αλλά μόνον φαινομενικό, «κατά δόκησιν», και επομένως αρνούνταν την ενσάρκωση του Θεού Λόγου (Θ.ΗΕ., τ. 5, στ. 149).
• Γ. Γαλίτη, Χριστολογία των λόγων του Πέτρου εν ταις Πράξεσι των Αποστόλων, Αθήναι 1963, σσ. 139-140.
• Κοζάνης Διονυσίου, Οικοδομή καί παράκλησις, Έτος Β’ Κυριακή 6 Μαίου 1973.
• Στην Ρωμ. 8, 11 ο Παύλος χρησιμοποιεί το ρήμα «ζωοποιεί» και όχι «ανίστασθαι», το οποίο κατά τον Ιωάν. Χρυσόστομο σημαίνει, ότι το ζωοποιείν είναι κάτι περισσότερο από την Ανάσταση. Διότι όλοι μεν θα αναστηθούν εκ νεκρών όχι όμως ότι όλοι με προορισμό να ζήσουν… Η ανάστα­ση χαρίστηκε στους δικαίους. Δημ. Τρακατέλλη, Επισκόπου Βρεσθένης, Παρουσία του Αγίου Πνεύματος, ’θήναι 1984, σ. 36.
• Ιωάν. Καρμίρη, Σύνοψις της δογματικής διδασκαλίας της Ορθ. Κα­θολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1960, σ. 68. Πρβλ. Γ. Παπαδάκη, Η σωματική θεραπεία καί λύτρωση στην Κ. Διαθήκη, ανάτυπο εκ του Πανηγ. Τόμου επί τη 125ετηρίδι της Ρ. Εκκλ. Σχολής, Αθήναι 1969, σ. 24.
• γ’ ωδή του όρθρου της Κυριακής του Πάσχα.
• Πρωτότοκος καλείται ο Χριστός, διότι μετά την Ανάστασή Του άρχισε η νέα άνθρωπότητα για όλους τους άλλους που πέθαναν ή θα πεθάνουν. Έγγυήθηκε τή νέα ζωή. ‘Επειδή πρώτος έλυσε τίς ωδίνες τοϋ θανάτου, γι’ αυτό λέγεται και πρωτότοκος. Ν. Λούβαρι, Υπόμνημα εις την προς Κολοσσαείς Επιστολήν, Θεσσαλονίκη 1920, σ. 24.
• Ιωάν. Δαμασκηνού, Έκδοσις Ορθ. Πίστεως 3, 6. PG 94, 1008. Πρβλ. Ν. Μητσοπούλου, όπ., σ. 76.
• I ωάν. Χρυσοστόμου, Ε i ς τ o όνομα το y Κοιμητηρίου κα i ε i ς τ i ν Σταυρόν, PG 49, 393.
• G. Williams, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Εισαγωγή εις την σκέψιν του, μετάφρ. Θ. Παπαθανασίου, στην «Παρουσία», Αθήναι 1989, σσ. 111-112.