Τα δάκρυα της Παναγίας είναι κομποσχοίνια ή κατ’ άλλους κομπολόγια φτιαγμένα από καρπούς ενός φυτού που λέγεται δάκρυ της Παναγίας…
Η Καψάλα είναι περιοχή των Καρυών με αρκετά κελλιά. Η διαμονή εκεί για τους μοναχούς θεωρείται δύσκολη επειδή το μέρος έχει πολύ υγρασία και κρύο, ιδιαίτερα το χειμώνα. Φανταστείτε δύο ορεινούς βραχίονες να πέφτουν κάθετα στη θάλασσα ψηλά από τις Καρυές και ο ένας απ’ αυτούς να κάνει μία δίπλα γύρω από τον άλλον.
Στο εσωτερικό βάθος αυτής της κλειστής δίπλας βρίσκεται η Καψάλα. Η περιοχή μαζεύει το νερό από τις γύρω περιοχές και δεν θερμαίνεται αρκετά από τον ήλιο, αφού οι ακτίνες του ηλίου εμποδίζονται από τους ψηλούς ορεινούς κάθετους όγκους. Ερημικώτατη και άκρως ασκητική την ονομάζουν γι’ αυτό το λόγο οι πατέρες.
Μετά από κατηφορική και δύσκολη πορεία μιάμισης ώρας, μέσα σε μια σκοτεινή και άγρια φύση, έφτασα τελικά στο κελλί του οσίου Νικοδήμου, όπου, όπως μου είχαν πει, ο μοναχός που έμενε εκεί κατασκεύαζε και πουλούσε τα δάκρυα της Παναγίας.
Το κελλί του οσίου Νικοδήμου ήταν μικρό σε μέγεθος. Χτισμένο με την παραδοσιακή πέτρινη αρχιτεκτονική του Αγίου Όρους είχε ισόγειο και ανώγειο. Στο ισόγειο, όπως ανακάλυψα αργότερα, είχε ένα χώρο που χρησιμοποιούνταν ως καθιστικό και άλλον έναν μεταμορφωμένο σε μικρή εκκλησία. Η μικρή αυτή μονόχωρη εκκλησία ετιμάτο επ’ ονόματι του οσίου Νικοδήμου του αγιορείτου, προεξάρχουσα μορφή του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων, κινήματος που αναζωογόνησε την Ορθοδοξία τον 18ο αιώνα.
Χτύπησα την πόρτα. Δεν πήρα απάντηση. Παρατήρησα ότι η πόρτα ήταν σάπια και στηριζόταν σε δύο ξεχαρβαλωμένους σκουριασμένους μεντεσέδες. Ξαναχτύπησα προσεκτικά για να μην διαλυθεί στα χέρια μου. Άκουσα κάτι σαν θόρυβο από μέσα. Ευλόγησον πάτερ, είπα. Ο Θεός μου απάντησε κάποιος από μέσα και ταυτόχρονα η ξύλινη πόρτα άνοιξε.
Στην πόρτα εμφανίστηκε ένας νέος σχετικά μοναχός. Ψηλός, ξερακιανός που φαινόταν ιδιαίτερα καταβεβλημένος από τη σκληρή ζωή σ’ εκείνο τον τόπο και κάπως άρρωστος. Έσκυψα να του φιλήσω τα χέρι ως ένδειξη σεβασμού, αλλά αρνήθηκε. Με ρώτησε τι ήθελα. Του εξήγησα ότι αγοράζω αγιορείτικο εργόχειρο, το οποίο μεταπουλώ σε κοσμικούς και βγάζω τα προς το ζην.
Μου σύστησαν το όνομά του ως κάποιου που κατασκευάζει κομπολόγια με δάκρυα της Παναγίας. Κομποσχοίνια είναι, όχι κομπολόγια, μου απάντησε στεγνά κι απότομα. Τον είδα έτοιμο να σταματήσει τη συζήτηση και να κλείσει την πόρτα. Τότε άρχισα να του μιλώ γι’ άλλους πατέρες που μου πουλούσαν εργόχειρο αναφέροντας πολλά ονόματα πατέρων, ενώ ταυτόχρονα του ζητούσα συγγνώμη για το λάθος μου. Ηρέμησε κάπως. Ίσως κάποιο όνομα απ’ αυτά που του είπα να του ήταν γνωστό. Πόσο τ’ αγοράζεις με ρώτησε. Πόσο τα πουλάς αντέτεινα. Τον είδα διστακτικό και απόμακρο. Η ερώτησή μου ήταν λάθος.
Με χαμηλή φωνή του είπα ότι το να φτιάχνει κάποιος κομποσχοίνια από δάκρυα της Παναγίας ήταν σπάνιο, αφού απαιτούσε πολύ κόπο να τρυπήσεις τους σκληρούς καρπούς. Ήμουν διατεθειμένος να του πληρώσω εκείνη τη στιγμή όσο ήθελε, σε όποια τιμή μου έλεγε. Του εξήγησα ότι το κέρδος μου ήταν ένα μικρό ποσοστό της αξίας αγοράς και ότι ταυτόχρονα αναλάμβανα όλο το ρίσκο. Το εργόχειρο μπορεί να μην πουλιόταν, εγώ όμως δεν θα το επέστρεφα πίσω. Συνέχιζε όμως αυτός να παραμένει διστακτικός.
Άλλαξα τότε τη συζήτηση και τον ρώτησα αν πράγματι το κελλί του ετιμάτο επ’ ονόματι του οσίου Νικοδήμου του αγιορείτου. Απάντησε ναι, ο όσιος ασκήτεψε μάλιστα στο ίδιο το κελλί για κάμποσο χρόνο μου είπε. Με έκδηλη χαρά τότε του απάντησα ότι το βιβλίο του οσίου “Αόρατος πόλεμος” που πρωτοεκδόθηκε το 1796 ήταν ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία κι άρχιζα να του μιλώ με ενθουσιασμό για το βιβλίο. Θα μπορούσε άραγε να μ’ αφήσει να προσκυνήσω στην εκκλησία, στο κελλί που ασκήτεψε ο άγιος; Αυτό ήταν, χαμογέλασε δειλά και με προσκάλεσε μέσα.
Με πήγε στην εκκλησία να προσκυνήσω. Η εκκλησίτσα ήταν σκοτεινή και υγρή. Αφού προσκυνήσαμε τον Δεσπότη Χριστό και τη Θεοτόκο, αυτός με βαθιές μετάνοιες κι εγώ με σταυρούς, μ’ οδήγησε μπροστά σε μία παλαιά εικόνα του οσίου Νικοδήμου. Προσκυνήσαμε την εικόνα και σταθήκαμε λίγο εκεί κοιτώντας την σιωπηλά. Μετά επιστρέψαμε στο καθιστικό. Μ’ άφησε εκεί χωρίς να μου πει να καθίσω και πήγε να μου φέρει το εργόχειρο. Περιεργαζόμουν το καθιστικό όρθιος. Ένα ξύλινο τραπέζι με δύο καρέκλες κι έναν πάγκο. Το μέρος δεν θερμαινόταν και μύριζε έντονα μούχλα. Μερικές ξεθωριασμένες χάρτινες εικόνες στους τοίχους και μερικά βιβλία ψηλά στα ράφια. Πρόσεξα ότι κάποια ήταν ρωσικά.
Ο μοναχός επέστρεψε και έφερε μαζί του κάμποσα κομποσχοίνια με δάκρυα της Παναγίας. Μου τα έδειξε και μου είπε ότι δεν ήξερε πόσο κάνουν. Ας του έδινα ότι ήθελα. Ήρθα σε δύσκολη θέση. Τι θα μπορούσα να του δώσω; Τον ρώτησα πόσο τα πουλούσε σε άλλους. Μου απάντησε ότι τα έδινε σε άλλους μοναχούς από σκήτες ή μονές κι αυτοί σε αντάλλαγμα του έδιναν τρόφιμα ή αναγκαία πράγματα για την μικρή του εκκλησία. Ήταν η πρώτη φορά που θα πουλούσε κάτι σ’ έναν κοσμικό.
Συνέχιζα να είμαι σε δύσκολη θέση, γιατί ήταν και για μένα η πρώτη φορά που αγόραζα τέτοια κομποσχοίνια. Δεν είχα μέτρο σύγκρισης. Τότε έβγαλα όσα χρήματα είχα στο περτοφόλι μου και του είπα να πάρει όσα θέλει. Ήρθε σε δύσκολη θέση. Κοιταζόμασταν αμήχανα. Ένιωθα ότι ήταν έτοιμος να μου τα χαρίσει, αλλά καταλάβαινα ότι είχε απόλυτη ανάγκη μερικά χρήματα.
Τότε τον ρώτησα αν ήξερε ρωσικά, επειδή έβλεπα να έχει κάποια ρωσικά βιβλία. Μου είπε ότι ήταν αυτοδίδακτος και ότι μάθαινε απ’ αυτά τα βιβλία. Του ζήτησα να τα δω. Με ρώτησε έκπληκτος αυτός αυτή τη φορά, αν ήξερα ρωσικά. Του είπα ναι, τελειώνω τώρα ρωσικά στη σχολή βαλκανικών γλωσσών του ΙΜΧΑ.
Άστραψαν με χαρά τα μάτια του και μου είπε κάτι σε σπασμένα ρωσικά.
Ανταπάντησα γρήγορα σε ωραία ρωσικά που μου’ μαθε η δασκάλα μου, φιλόλογος Τ. Μ. Τρέμοντας από έξαψη μου έφερε ένα γράμμα γραμμένο στα ρωσικά να το διαβάσω, μου πρότεινε να καθήσω, ζητώντας μου συγγνώμη που με είχε τόσην ώρα όρθιο, και ταυτόχρονα έβαζε μπροστά μας ένα πλαστικό κουτί γεμάτο με φουντούκια κι αμύγδαλα που ξετρύπωσε από κάπου. Ως φαίνεται αυτό θα ήταν το δείπνο μας.
Ξέρεις το ρωσικό περιοδικό “Ορθόδοξος προσκυνητής (Православный паломник) με ρώτησε; Κάποιος ρώσος μοναχός από την ιερά μονή του Αγίου Παντελεήμονος μας έκανε συνδρομητές, εμένα και κάποιους άλλους μοναχούς, και αποφάσισα να μάθω ρωσικά για να το διαβάζω. Συγγενείς μού έστειλαν τα απαραίτητα, λεξικό, γραμματική, μέθοδο άνευ διδασκάλου και ξεκίνησα. Όταν προχώρησα λίγο στην γλώσσα, άρχιζα να διαβάζω κάποια εύκολα κείμενα από το περιοδικό, ξεκινώντας από τη στήλη της αλληλογραφίας, στην οποία δημοσιεύονταν γράμματα των αναγνωστών με ερωτήσεις, απορίες και σχόλια.
Μια μέρα διάβασα το γράμμα μιας αναγνώστριας του περιοδικού από κάποια μακρινή πόλη της Σιβηρίας. Στο γράμμα παραπονιόταν ότι ο Θεός δεν υπάρχει, αφού όντας μόνη στη ζωή, ανύπαντρη μητέρα με ένα παιδί 18 χρονών, ήρθε η στιγμή και το παιδί της πέθανε σε ατύχημα. Το σκότωσε αυτοκίνητο που οδηγούσε μεθυσμένος οδηγός, καθώς περνούσε τη διάβαση ενός δρόμου. Ο Θεός, αν υπήρχε, ήταν κακός.
Της στέρησε το μονάκριβό της παιδί, αυτό που τόσο δύσκολα και με ανέχεια μεγάλωσε, υπομένοντας αγγόγυστα όλες τις ταπεινώσεις. Τον μεγάλωσε χριστιανικά, έκανε τα πάντα για να τον προφυλάξει από κακοτοπιές, και να πως ο Θεός την αντάμειβε. Τον πήρε τόσο νέο στο θάνατο. Γιατί; Την άφησε μόνη στη ζωή, χωρίς στήριγμα, χωρίς αποκούμπι. Τι νόημα είχε πια η ζωή της; Θα έδινε ένα τέλος σ’ αυτήν.
Με σπάραξε η κραυγή αυτής της μάνας, όταν τελείωσα την μετάφραση, μου είπε. Προσευχόμουν όλη μέρα στο Θεό γι’ αυτήν. Παναγιά μου, έλεγα, παρηγόρησε αυτή την καρδιά, κάνε το θαύμα σου! Έγραψα αμέσως ένα γράμμα στη ρωσίδα μάνα με άτεχνα και λανθασμένα ρωσικά. Είχε στη στήλη αλληλογραφίας του περιοδικού μόνο το ονοματεπώνυμό της και την πόλη, αλλά σκεφτόμουν ότι μπορεί η πόλη να ήταν μικρή και να την βρουν. Της έγραφα πως ήμουν ένας μοναχός στον Άγιο Όρος που ζούσε στην ερημιά. Η επιστολή που έστειλες στο περιοδικό μ’ άγγιξε βαθύτατα και προσεύχομαι νύχτα μέρα για σένα. Της έγραφα λόγια παρηγορητικά. Ο Θεός της έλεγα υπάρχει κι Αυτός ξέρει καλύτερα. Η ζωή δεν σταματάει σ’ αυτή τη ζωή, ίσα ίσα αρχίζει μετά θάνατον και άλλα τέτοια.
Σε λίγο καιρό πήρα ένα γράμμα. Ήταν απ’ αυτήν, αυτό είναι που διαβάζεις τώρα. Ήταν έτοιμη ν’ αυτοκτονήσει, να πέσει από το παράθυρο από το ψηλό κτίριο που ζούσε, όταν χτύπησε εκείνη τη στιγμή το κουδούνι της κάτω εισόδου. Ασυναίσθητα κατέβηκε κάτω από το παράθυρο, και πήγε να ρωτήσει ποιος ήταν. Ήταν ο ταχυδρόμος και της έφερνε εκείνη τη στιγμή ένα γράμμα. Το γράμμα που έγραψε ένας άγνωστος της μοναχός του Αγίου Όρους χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και της μιλούσε για το γιο της. Από το Άγιον Όρος! Ένα γράμμα χωρίς την πλήρη διεύθυνσή της, αλλά ο ταχυδρόμος έκανε τον κόπο, έψαξε και την βρήκε. Έκλαιγε με λυγμούς. Ήταν ο Θεός που της έστελνε αυτό το γράμμα.
Διάβαζα και μετέφραζα το γράμμα της “…Ο Θεός δεν με ξέχασε. Μου έδειξε ότι υπάρχει και ο δρόμος του σταυρού…”. Κύριε, κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου εύφραναν την ψυχήν μου, υπέψαλλε ο μοναχός. Ας είναι δοξασμένο το όνομά του! Από τότε έχουμε συχνή αλληλογραφία και φυσικά ούτε σκέψη πια γι’ αυτοκτονία. Κρατούσα στα χέρια μου και κοιτούσα το γράμμα της ρωσίδας συγκινημένος. Έπαιξε ο Θεός μπιλιάρδο. Χτύπησε εσένα εδώ για νά’ βρει εκείνην εκεί, του είπα χαμογελώντας. Δεν του άρεσε η παρομοίωση.
Έξω είχε πέσει η νύχτα. Πίσσα σκοτάδι. Ήταν αδύνατο να φύγω. Ο μοναχός είδε που κοιτούσα ανήσυχος το σκοτάδι και μου πρότεινε να μείνω. Είχε στο ανώγειο δύο δωμάτια, στο ένα έμενε αυτός, στο άλλο θα έμενα εγώ. Μου είπε ότι εκείνη τη νύχτα θα ερχόνταν μετά τα μεσάνυχτα τέσσερεις πέντε μοναχοί για να κάνουν αγρυπνία. Θα ήθελα να συμμετάσχω κι εγώ; Ναι, βέβαια, απάντησα. Με οδήγησε στο δωμάτιό μου. Το δωμάτιο μικρό, χτισμένο με μπαγδατί, τα ξύλα σάπια και σκοροφαγωμένα. Υπήρχε μία λάμπα πετρελαίου που την άναψα. Ο μοναχός μου είπε ότι η τουαλέτα ήταν έξω στην ύπαιθρο, αλλά όταν άνοιξα την εξώπορτα, κάποια στιγμή αργότερα, είδα απέναντί μου ένα σκοτάδι πίσσα, μαύρο, κατάμαυρο σκοτάδι να τυλίγει τα πάντα κι αποφάσισα να κρατηθώ και να μην πάω.
Το κρύο ήταν ανυπόφορο. Ο μοναχός μου έφερε τέσσερεις ψιλές, άπλυτες και φαγωμένες από τη πολυχρησία κουβέρτες. Την άλλη μέρα ανακάλυψα ότι αυτές ήταν όλες κι όλες οι κουβέρτες που είχε. Ξάπλωσα ντυμένος, φορώντας το μπουφάν, τυλιγμένος στις τέσσερεις κουβέρτες, και πάλι κρύωνα, κρύο του θανάτου. Ήταν αδύνατον να κοιμηθώ από το κρύο. Υγρασία που προερχόταν από το έδαφος ανερχόταν έρποντας σταδιακά στους τοίχους του δωματίου όσο κυλούσε η ώρα. Το δωμάτιο είχε επίσης ένα ξύλινο παράθυρο, μ’ ένα ψιλό τζαμλίκι, χωρίς κουρτίνα, χωρίς παντζούρι, χωρίς τίποτα. Κοίταξα στο παράθυρο από το κρεββάτι. Θεούλη μου, το κρύο σκοτάδι ήταν σα ζωντανό, κακό πλάσμα, που με περιεργαζόταν κι αυτό μέσα από το σκοτάδι. Ασυναίσθητα έλεγε μέσα μου Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με για να παίρνω κουράγιο.
Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αργά. Το αφόρητο κρύο δωνάμωνε όλο και περισσότερο. Άκουσα ένα χτύπημα στη πόρτα και τη φωνή του μοναχού να με καλεί στην αγρυπνία. Κατέβηκα αμέσως. Είχαν έρθει και οι άλλοι μοναχοί, ανάμεσα σ΄ αυτούς και ένας γέροντας που όλοι τον ευλαβούνταν και του φιλούσαν το χέρι. Πήγα κι εγώ. Με κοίταξε καλοκάγαθα και μ’ ευλόγησε.
Η αγρυπνία άρχισε. Η εκκλησίτσα φωτιζόταν με μερικά κεριά. Οι μοναχοί έψελναν σιγανά. Οι εικόνες μόλις που διακρίνονταν. Υπήρχε μια θαλπωρή και μια ζεστασιά, ίσως από τα σώματα τόσων ανθρώπων. Η ώρα περνούσε κι εγώ νύσταζα. Ξαφνικά ακούστηκαν δυνατοί χτύποι στην εξώπορτα. Δυνατός αέρας φύσηξε σφυρίζοντας δυνατά μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας. Οι μοναχοί κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους ερωτηματικά. Ποιος να ήταν τέτοια ώρα στην ερημιά, σ’ αυτό το σκοτάδι;
Τα χτυπήματα ξαναντήχησαν επίμονα και δυνατά. Αν ήταν κάποιος άνθρωπος έπρεπε να του ανοίξουν, ίσως είχε κάποια ανάγκη. Ευλόγησον, φώναξε ο μοναχός. Σιωπή. Σε λίγο ξανά δυνατά χτυπήματα στην πόρτα πού’ ταν έτοιμη πια να διαλυθεί. Όλοι κοίταξαν τον γέροντα. Ο γέροντας κατέβηκε από το στασίδι του και πλησίασε τη σαθρή πόρτα. Στάθηκε μπροστά της. Πες, φώναξε μπροστά στην κλειστή πόρτα, Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς, αμήν και θα σ’ ανοίξω. Σιωπή για λίγο. Μετά ακούστηκε καθαρά κάποιος να λέει απέξω Δι’ ευχών των μμμμμ και να συνεχίζει με ακατανόητους ήχους.
Οι μοναχοί πισωπλάτισαν προς το εσωτερικό της μικρής εκκλησίας. Ο γέροντας έμεινε μόνος μπροστά στην πόρτα. Είπε πάλι, αν είσαι άνθρωπος, πες Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς, αμήν και θα σ’ ανοίξω. Απέξω ξανά το ίδιο Δι’ ευχών των μμμμ και ξανά μπερδεμένοι κι ακατανόητοι ήχοι, πού’ μοιζαν με οξείς γρυλλισμούς ζώων. Την τρίτη φορά ο γέροντας είπε σιγανά μερικές εξορκιστικές ευχές. Τότε κάτι ξένο, μη ανθρώπινο, έτσι μας φάνηκε, χτύπησε με ορμή και θυμό την πόρτα μουγκρίζοντας. Μετά ησυχία. Ο άνεμος κόπασε. Δεν ξανακούσαμε χτυπήματα στην πόρτα. Ο γέροντας επέστρεψε στο στασίδι του και ζήτησε να συνεχίσουμε. Είμασταν ανήσυχοι, αλλά σιγά σιγά οι φόβοι μας καταλάγιασαν.
Νομίζω ότι οι πάντες προσευχήθηκαν εκείνη τη νύχτα με τόση θέρμη όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή τους. Η αγρυπνία τελείωσε δοξαστικά με τη θεία Λειτουργία.
Ξημέρωσε. Ένας λαμπρός ήλιος έκανε την παρουσία του κι έδιωξε τα σκοτάδια της νύχτας. Το πρωί άκουσα από απόσταση τον γέροντα να μιλάει με τους άλλους μοναχούς. Έπιασα να λέει “…ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπιεί, αλλά ως υπερήφανος που είναι δεν μπορεί να ζητήσει το έλεος του Θεού, ούτε να προφέρει το όνομα του Ιησού, γιατί μαστιγώνεται..”. Αργότερα ο γέροντας και οι άλλοι μοναχοί έφυγαν.
Συμφωνήσαμε με το μοναχό σε μια τιμή για τα κομποσχοίνια και επέστρεψα στις Καρυές. Με τον μοναχό είχαμε μια καλή συνεργασία για χρόνια, αν και ποτέ ξανά δεν επισκέφθηκα το κελλί του, ούτε την Καψάλα. Μου έστελνε το εργόχειρο με το ταχυδρομείο των Καρυών.
ΠΗΓΗ: http://agioritikesmnimes.blogspot.com